Συνέντευξη του Βάσκου αναρχικού Άσελ Λουθαρράγκα

Asel Luzarraga: «To μοναδικό μου έγκλημα είναι ότι είμαι συγγραφέας, Βάσκος, αναρχικός, αλληλέγγυος με το λαό των Mapuche»

Ο Βάσκος αναρχικός Άσελ Λουθαρράγκα αντιμετωπίζει σκευωρία του χιλιανού κράτους, που προσπάθησε να τον εμπλέξει σε βομβιστικές επιθέσεις. Βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Χιλή, παραμένοντας αλληλέγγυος με τον αγώνα των Μαπούτσε.
O Λουθαρράγκα έφτασε στη χώρα των Μαπούτσε στις αρχές του 2009· το έκανε για χάρη της Βανέσσας, 19χρονης φοιτήτριας, την οποία γνώρισε κάνοντας τσατ σε διαδικτυακό πανκ φόρουμ. Γνωστός Βάσκος διηγηματογράφος και μουσικός, συνελήφθη στις 31 Δεκεμβρίου 2009 κατηγορούμενος πως ευθύνεται για διάφορες βομβιστικές επιθέσεις. Ύστερα από ένα μήνα στη φυλακή του Τεμούκο, σήμερα περνά τις μέρες του έγκλειστος στο ίδιο του το σπίτι. Θυμήθηκε τις ώρες πριν τη σύλληψή του, τον τρόπο με τον οποίον κατέπεσαν μία προς μία οι εισαγγελικές κατηγορίες, τα όνειρα που εκκρεμούν και που κοιτούν καταπρόσωπο την ελευθερία, που δεν έχει αμφιβολία ότι θα έρθει αργά ή γρήγορα.

Τι μπορείς να μας διηγηθείς για τη μέρα που σε συνέλαβαν;
Ήταν μια παράξενη μέρα, έπρεπε να περάσει κάποιος χρόνος μετά για να καταλάβω τι είχε συμβεί. Ήμουν στο σπίτι, όλο το πρωί το είχα περάσει γράφοντας το διήγημά μου, το οποίο τώρα δεν μπορώ να συνεχίσω γιατί μου έχουν πάρει το λάπτοπ και το σκληρό δίσκο. Έκανα τσατ, όταν είδα δύο καραμπινιέρους να πλησιάζουν στην πόρτα. Πριν καν χτυπήσουν το κουδούνι, σηκώθηκα να ανοίξω, και τότε μου πάγωσε το αίμα σαν είδα στο παράθυρο έναν των ειδικών δυνάμεων να στοχεύει το σαλόνι με το όπλο του. Τους άνοιξα την πόρτα ξαφνιασμένος, μου ζήτησαν τα στοιχεία μου, μου είπαν ότι έπρεπε να ψάξουν το σπίτι, αν και δε μου έδειξαν ένταλμα. Τότε τους απάντησα ότι δεν είχα κανένα πρόβλημα, και μου έβαλαν χειροπέδες και με κάθισαν στον καναπέ. Καθώς ήμουν μόνος όταν ήρθαν, δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας στην έρευνα, και δε μου επέτρεψαν να κουνηθώ εκτός από όταν αυτοί οι ίδιοι με έβαλαν να καθίσω στο τραπέζι του σαλονιού.

Σε πληροφόρησαν για τους λόγους της εισβολής στην οικία σου με αυτόν τον τρόπο;
Τους ρωτούσα τι πράγμα έψαχναν. Ήμουν σίγουρος ότι επρόκειτο για λάθος και ότι γρήγορα θα μου έφευγε ο φόβος, αλλά μου έλεγαν ότι ήταν μυστικό και ότι η δικαστής τούς είχε δώσει εντολή έρευνας. Αμέσως αισθάνθηκα ότι θα μου έπαιρναν το λάπτοπ, γι’ αυτό τους ζήτησα να μου το προσέχουν, γιατί είχα κόλλημα μ’ αυτό και τον Ιούλιο μου είχαν κλέψει ένα. Παρατηρούσα πως τραβούσαν φωτογραφίες εμένα και το σπίτι, ότι έβγαζαν από τον τοίχο μερικές αφίσες με θέμα την καταστολή και την αλληλεγγύη στον αγώνα των Μαπούτσε. Με ρωτούσαν για τις μπότες μου, που επίσης πήραν, άρχισαν να παίρνουν όλα μου τα βιβλία που είχα στα βάσκικα, ακόμα και τα διηγήματα που είχα γράψει… Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, ήταν διασκεδαστικό να βλέπω πώς κοιτούσαν τη φωτογραφία μου στα οπισθόφυλλα των βιβλίων και σχολίαζαν χαμηλόφωνα.

Τι σου έλεγαν οι αστυνομικοί;
Μου επαναλάμβαναν να παραμείνω ψύχραιμος και πως θα μου παρέδιδαν έναν πλήρη κατάλογο με όλα αυτά που θα έπαιρναν, για να τον υπογράψω. Όμως, αυτός ο κατάλογος ποτέ δεν έφτασε στα χέρια μου, ποτέ δε μου τον έδειξαν, αν και άκουσα έναν αξιωματικό να λέει στον υπεύθυνο να σημειώσει όλα αυτά που ήταν στη λίστα και πως θα έπρεπε να την ξαναφτιάξει, γιατί τα βιβλία θα έπρεπε να τα σημειώσει ένα προς ένα, με τον τίτλο τους, το συγγραφέα και μία περιγραφή τους. Δεν ξέρω τι έχει περιληφθεί σ’ αυτήν τη λίστα. Στο υπνοδωμάτιό μου αργούσαν πολύ. Είδα κάποιους να φέρνουν φακούς. Υπέθεσα ότι θα άνοιγαν το παραθυράκι της καταπακτής της στέγης, το οποίο εγώ ποτέ δεν είχα ανοίξει. Τους ρώτησα αν μπορώ να παρευρίσκομαι εκεί όπου έψαχναν, αλλά μου το αρνήθηκαν γιατί ήταν μυστικό, όπως  είπαν. Στο τέλος έφτασε ο εισαγγελέας και άρχισε να με ρωτάει για ποιο λόγο βρίσκονταν οι αστυνομικοί εκεί. Του απάντησα ότι αυτό περίμενα να μου το εξηγήσουν εκείνοι, ότι δεν είχα ιδέα. Αυτός με πίεζε, μου έλεγε ότι είχαν έρθει στο σπίτι μου για μία έρευνα, ότι αυτοί δεν κάνουν λάθος, γι’ αυτό και θα έπρεπε να του πω για ποιο λόγο με ερευνούν. Του επανέλαβα την αλήθεια, ότι δεν είχα ιδέα και ότι νόμιζα ότι επρόκειτο για λάθος.Ένας αστυνομικός χωρίς στολή κάθισε δίπλα μου και μου έδωσε να υπογράψω κάποια έγγραφα. Με ρώτησε για τη σχέση μου με τις κοινότητες των Μαπούτσε και του απάντησα ότι ποτέ δεν είχα πάει σε κάποια από αυτές. Με ρώτησε αν είμαι αναρχικός και του είπα ότι είμαι, κι επιτέλους, ρώτησε κάτι που έριξε φως στις απορίες μου: «Υπερβολική δραστηριότητα στο Ίντερνετ ίσως;» Το θέμα είναι ότι ο εισαγγελέας δεν πήρε τις απαντήσεις που ήθελε να πάρει, τις οποίες εγώ αγνοούσα παντελώς, και στο τέλος με πήγαν στο κύριο υπνοδωμάτιο του σπιτιού. Έμεινα εκεί καθισμένος για λίγη ώρα με έναν άλλον αστυνομικό χωρίς στολή, ώσπου μπήκαν διάφοροι ένστολοι. Αυτός που φαινόταν επικεφαλής με ρώτησε αν μου είχε κοινοποιηθεί ότι ήμουν υπό κράτηση. Του απάντησα πως όχι και μου το είπε τότε ο ίδιος. Όταν τον ρώτησα για τις κατηγορίες, σήκωσε τα χέρια του ψηλά, προς την ντουλάπα που ήταν απέναντί του, και είπε: «Γι’ αυτά που βρήκαμε εδώ». Τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω και του ζήτησα να δω τι είχαν βρει. Τότε ανέφερε για πρώτη φορά τη φράση «όπλα και εκρηκτικά».

Ποια ήταν η αντίδρασή σου;
Άρχισα να πιστεύω ότι έπαιζα σε λάθος ταινία… Μου έγινε λόγος, επίσης για πρώτη φορά, για έναν «πυροσβεστήρα». Απάντησα ότι στο σπίτι μου ποτέ δεν είχα πυροσβεστήρες, χωρίς να καταλαβαίνω τι σχέση μπορεί να έχουν τα εκρηκτικά με έναν πυροσβεστήρα. Τελικά με πήγαν στο σαλόνι, μου πήραν αποτυπώματα και με προσήγαγαν στο αστυνομικό τμήμα. Στη συνέχεια, όταν επιτέλους άφησαν τη Βανέσσα να με επισκεφτεί, έμαθα ότι είχαν ψάξει και το σπίτι των γονιών της, μετά την έρευνα στο δικό μου. Μη γνωρίζοντας τίποτα, συνέχιζα να είμαι ψύχραιμος, πιστεύοντας πως όλα ήταν ένα λάθος που θα διασαφηνιζόταν και πως γρήγορα θα με άφηναν ελεύθερο.

Τι αισθανόσουν σε κάθε ακρόαση, όταν αρνιόνταν να σε αφήσουν ελεύθερο και σου έλεγαν πως είσαι «κίνδυνος για την κοινωνία»;
Οργή. Οργή για τις κατηγορίες. Όταν σοβάρεψε το πράγμα και άκουσα να μιλάνε γι’ αυτά που τάχα είχαν βρει στο σπίτι μου, δεν μπόρεσα να αποφύγω να κάνω στον εαυτό μου την ερώτηση: «Για τι πράγμα μιλάνε;» Ακόμα δεν είχα λάβει καμία γνώση των αντικειμένων αυτών που υποτίθεται ότι είχαν φωτογραφήσει μέσα στην ντουλάπα του υπνοδωματίου μου, γιατί σε μένα ποτέ δεν τα έδειξαν. Μόνο αργότερα, στο φάκελο της έρευνας, μπόρεσα να δω φωτογραφίες αυτών των αντικειμένων, που εγώ ποτέ δεν είχα στην κατοχή μου. Μετά είπαν ότι θα αποδείκνυαν ότι είχα βάλει βόμβες σε διάφορα μέρη στη Χιλή, κι έμεινα εμβρόντητος γιατί σε πολλά από αυτά τα μέρη δεν είχα καν πάει. Δεν έδινα σημασία, δεν καταλάβαινα τι προσπαθούσαν να καταφέρουν κατηγορώντας με για πράγματα τα οποία ήξεραν ότι δεν ευσταθούσαν. Σε όλη μου τη ζωή υπήρξα υποστηρικτής της μη βίας, ένας ειρηνικός άνθρωπος που αρρωσταίνει αν δει έναν καβγά, και ξαφνικά με παρουσίαζαν σαν δημόσιο κίνδυνο! Είμαι μέλος της PEN, μιας διεθνούς Ένωσης Συγγραφέων και Δημοσιογράφων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα· στο τελευταίο συνέδριο στο οποίο έλαβα μέρος, στην Μπογκοτά της Κολομβίας, συμμετείχα στην Επιτροπή των Συγγραφέων για την Ειρήνη. Τα ΜΜΕ επαναλάμβαναν τα λόγια της εισαγγελίας και μερικοί πήγαν ακόμα πιο μακριά: Με συνέδεαν πια ανοιχτά με την ΕΤΑ και τη FARC (Fuerzas Armadas Revolucionarias de Colombia – το μαρξιστικό-λενινιστικό αντάρτικο της Κολομβίας). Ο ρόλος του λακέ που έχουν πολλά μίντια είναι ένας ρόλος ολοκληρωτικά διεφθαρμένος. Συμπεριφέρονται σαν πραγματικοί εχθροί της αλήθειας, την οποία θα έπρεπε να υπηρετούν. Όμως, πια το συνηθίζουμε σιγά σιγά.

Πώς κατέπεσαν οι κατηγορίες της εισαγγελίας;
Η πρώτη ψευδής κατηγορία κατέπεσε από μόνη της στη δεύτερη ακρόαση, όταν μίλησαν ανοιχτά για συμμετοχή μου σε δύο από τις τέσσερις βομβιστικές επιθέσεις που τα μίντια μετέδιδαν ότι μου καταλογίζονταν. Η πρώτη επίθεση –στην οποία μια σειρά γελοίων ζογκλερισμών τούς έδωσε το άλλοθι να με ψάξουν αργότερα– ήταν σε ένα φαρμακείο στις 7 του Δεκέμβρη, ημερομηνία κατά την οποία βρισκόμουν με την οικογένειά μου στη Χώρα των Βάσκων, συμμετέχοντας στη Βασκική Έκθεση Βιβλίου και Μουσικής του Durango. Αυτό φαινόταν στο διαβατήριό μου και στις ίδιες τις αναφορές της αστυνομίας, αλλά, όπως φαίνεται, δεν τους ένοιαξε και πολύ. Όπως και να ’χει, το να μπορέσω να αποδείξω ότι αυτό που μου καταλογιζόταν ήταν αδύνατον, χρησίμευσε για να μην εφαρμοστεί στην περίπτωσή μου ο αντιτρομοκρατικός νόμος και τελικά η κατηγορία να περιοριστεί σε μία παράβαση του νόμου περί όπλων και εκρηκτικών, για εκείνα τα αντικείμενα που «βρέθηκαν» στο σπίτι μου και τα οποία ούτε εγώ ούτε κανένα μέσο «ενημέρωσης» είχαμε ποτέ την ευκαιρία να δούμε. Ούτε καν στο δικηγόρο μου δεν τα έδειξαν ακόμη, παρ’ ότι επανειλημμένα το ζήτησε εγγράφως.

Σε ποια χρονική στιγμή μπόρεσες να πεις τη δική σου εκδοχή των γεγονότων;
Μπόρεσα να το κάνω  μόνο πρόσφατα, στην τελευταία ακρόαση στην οποία πήγα. Εκεί μπόρεσα επιτέλους να δώσω μία κατάθεση, να μιλήσω για το ποιος πραγματικά είμαι, να θέσω προς απόδειξη τα ψέματα που είπε στο εφετείο ο πρώτος μου δικηγόρος «υπεράσπισης». Μπορέσαμε να καταθέσουμε επαρκή στοιχεία έτσι ώστε η δικαστής να καταλάβει ότι δεν είχε απέναντί της ένα δημόσιο κίνδυνο, αλλά ένα συγγραφέα και μεταφραστή με μεγάλη προσφορά προς την κοινωνία, με ιδέες αναρχικές που δεν τον καθιστούν τρομοκράτη, όπως αρέσει σε μερικούς να κάνουν τον κόσμο να πιστεύει, έναν άνθρωπο αλληλέγγυο με τους καταπιεσμένους, που επιθυμεί έναν κόσμο βασισμένο σε άλλου είδους σχέσεις, δικαιοσύνης, ελευθερίας και ισότητας. Έτσι εκθέσαμε τα γεγονότα και έτσι τα είδαν όλοι όσοι ήταν παρόντες σε εκείνη την ακρόαση, συμπεριλαμβανομένων των μελών του δικαστηρίου.

Είπες πως ο πρώτος δικηγόρος σου είπε ψέματα στο εφετείο. Γι’ αυτό αποφάσισες να αλλάξεις δικηγόρο;
Ακριβώς. Στην πρώτη μου έφεση ο πρώτος μου δικηγόρος δήλωσε ότι εγώ του είχα πει ότι είχα φυσίγγια για κυνήγι και μπαρούτι, για να φτιάχνω βεγγαλικά. Δε βρέθηκε μαζί μου για να προετοιμάσει την απολογία μου σ’ αυτή την ακροαματική διαδικασία, ενώ ποτέ δεν του είχα πει κάτι τέτοιο, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Πάντα τον διαβεβαίωνα ότι ποτέ δεν είχα καμία σχέση με όλα αυτά και, πράγματι, στην πρώτη ακροαματική διαδικασία που με υπερασπίστηκε, τον επέπληξα για να δηλώσει αμέσως ότι δεν κατείχα ποτέ ούτε όπλα ούτε εκρηκτικά. Μου είπε ότι ήταν μέρος της «τακτικής»: πρώτα θα επικεντρωνόταν σε άλλα γεγονότα και αργότερα θα λέγαμε ότι δεν είχα ποτέ σχέση με τέτοια πράγματα. Τον εμπιστεύτηκα και πίστεψα πως ήξερε τι έκανε. Έτσι, όταν η Βανέσσα, που ήταν παρούσα σε εκείνη την ακροαματική διαδικασία –εγώ, ως εμπλεκόμενος, δεν ήμουν παρών, και ήταν εκείνη αντί για μένα–, μου είπε ότι είχε πει αυτά τα απίστευτα πράγματα, τόσο αυτή, όσο κι εγώ και η οικογένειά μου ανησυχήσαμε και θυμώσαμε πολύ με το δικηγόρο. Ποτέ δε μας εξηγήσει τι είχε πραγματικά δηλώσει στο δικαστήριο, ούτε γιατί το είχε κάνει. Ήταν κάτι παράξενο, που μας έκανε να χάσουμε όλη μας την εμπιστοσύνη στη δουλειά του και στις προθέσεις του. Γι’ αυτό, δράσαμε όσο πιο γρήγορα γινόταν για να έρθουμε σε επαφή με ένα δικηγόρο έμπειρο σε τέτοιες υποθέσεις. Από τότε που ο Χάιμε Μαδαριάγκα ανέλαβε την υπόθεση τα πράγματα άλλαξαν άρδην, και μπορέσαμε να αντιστρέψουμε την τεράστια ζημιά που μου είχαν προξενήσει οι δηλώσεις του προηγούμενου δικηγόρου.

Πώς ήταν οι εβδομάδες που πέρασες στη φυλακή; Πώς κυλούσε η καθημερινότητά σου;
Οι πρώτες μέρες ήταν συγκινησιακά δύσκολες, αλλά ο κόσμος, οι συγκρατούμενοί μου στο κελί, ακόμα και οι φύλακες μου φέρθηκαν πολύ καλά, με πρόσεχαν, κι αυτό με διευκόλυνε πολύ. Το να μιλάω με την αδερφή μου τις πρώτες μέρες και να μαθαίνω από τη Βανέσσα για όλο το κίνημα αλληλεγγύης που είχε δημιουργηθεί, με έκανε να νιώθω πιο ήρεμος. Το πιο σημαντικό όταν είσαι μέσα είναι να ξέρεις ότι ο κόσμος έξω που σε αγαπά είναι δυνατός, είναι καλά, δείχνει συμπαράσταση, στέλνει μηνύματα τρυφερότητας και αλληλεγγύης. Κατά τ’ άλλα, οι μέρες ήταν ίδιες, μερικές ώρες περιπάτου στο προαύλιο και σχεδόν όλη τη μέρα στο χώρο που μοιραζόμασταν γύρω στους 60 συγκρατούμενους. Βλέπαμε τηλεόραση, εγώ διάβαζα πολύ –τόσο τα γράμματα που λάμβανα, όσο και τα βιβλία που μου έφερνε η Βανέσσα–, μοιραζόμασταν τις δουλειές, καθαριότητα, κουζίνα κ.λπ. Με τους ανθρώπους με τους οποίους είχα στενότερη σχέση μοιραζόμασταν συντροφικότητα, αστεία, τρυφερότητα. Όταν μπορέσω να βγω από το σπίτι, μετά τον κατ’ οίκον περιορισμό, ελπίζω να μπορέσω να τους επισκεφτώ, να δω ποιοι είναι ακόμα εκεί, να τους συγχαρώ. Γιατί εκεί μέσα ζει κανείς περιμένοντας μόνο τις μέρες του επισκεπτηρίου…

Ήσουν μαζί με πολιτικούς κρατούμενους Μαπούτσε;
Ναι. Πρώτη φορά βρεθήκαμε στη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, γιατί το δικό μου κελί είχε ψησταριά στην αυλή, και ήταν καλεσμένοι κι οι αυτόχθονες Μαπούτσε.  Ήταν στο δικό μου κελί λίγο πριν φτάσω εγώ. Τους έβαλαν σε ένα κελί μόνους τους, κι έτσι συμπίπταμε μόνο στα επισκεπτήρια και στο γυμναστήριο. Σε κάθε επισκεπτήριο το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τους αγκαλιάσω. Μιλάγαμε για ώρες. Με δέχτηκαν σαν αδελφό τους και σ’ αυτές τις σύντομες συναντήσεις μοιραστήκαμε πολλά πράγματα. Μπόρεσα να μάθω πολλά για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Επίσης, τους εξηγούσα ότι το κίνημα που είχε δημιουργηθεί στη Χώρα των Βάσκων είχε το παράδειγμά τους ζωντανό και ότι υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον να μάθει ο κόσμος τι συμβαίνει στο λαό των Μαπούτσε, ενδιαφέρον που δεν υπήρχε πριν. Ήταν όμορφο να μοιραζόμαστε αυτές τις χαρές.

Όπως μας περιγράφεις, σε διάφορες περιοχές στη Χώρα των Βάσκων έχουν αναπτυχθεί δράσεις αλληλεγγύης προς το πρόσωπό σου. Τι αισθάνεσαι αναφορικά με αυτές;
Είναι κάτι που με έχει εκπλήξει ευχάριστα. Τόσο η Βανέσσα, όσο και η αδερφή μου με πληροφορούσαν σχετικά με διαμαρτυρίες, συγκεντρώσεις, συναυλίες, άρθρα, γράμματα αλληλεγγύης από σημαίνουσες προσωπικότητες και φορείς από το χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ο Adolfo Pérez Esquivel –νομπελίστας Ειρήνης– και η PEN, της οποίας είμαι μέλος. Επίσης, έβλεπα ότι όλο και περισσότερος κόσμος ασχολούνταν με την υπόθεσή μου, κόσμος από διάφορους τομείς και διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα. Αυτό ήταν κάτι που με συγκίνησε πραγματικά. Αλληλέγγυοι/-ες, όχι μονάχα από τη Χώρα των Βάσκων, αλλά και από τη Χιλή, την Αργεντινή, την Ουρουγουάη, μου έχουν χαρίσει μερικές από τις πιο συγκινητικές μέρες στη ζωή μου. Και εξακολουθούν να το κάνουν, διότι γνωρίζουν ότι ο αγώνας συνεχίζεται, και δε θα σταματήσουν έως ότου αθωωθώ.

Υπήρξαν κομμάτια των Mαπούτσε που, χωρίς να έχουν άμεση σχέση μαζί σου, εκφράστηκαν υπέρ της απελευθέρωσής σου. Τι έχεις να μας πεις σχετικά;
Λένε ότι αλληλεγγύη είναι η αγάπη και η τρυφερότητα μεταξύ των λαών, και ακριβώς αυτό νιώθω κι εγώ. Στη σελίδα που ανοίχτηκε για τη συγκέντρωση υπογραφών υπέρ της απελευθέρωσής μου, είδα κόσμο που έδειξε συμπαράσταση και αλληλεγγύη προς το πρόσωπό μου επειδή δραστηριοποιήθηκα υπέρ του λαού των Mαπούτσε. Είναι κάτι που με γεμίζει με περηφάνια, με συγκινεί, αν και πραγματικά θεωρώ πως ό,τι έχω συνεισφέρει είναι λίγο – δηλαδή κάποια άρθρα στο μπλογκ μου όπου εξέφραζα την αλληλεγγύη μου στα δικαιώματά τους. Τους ευγνωμονώ από καρδιάς.

Πώς κρίνεις το μέτρο του «κατ’ οίκον περιορισμού», που σου έχουν επιβάλει;
Είναι η απόφαση «περιορισμένης ελευθερίας» την οποία μου είχε προσάψει το δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία κι αργότερα επικύρωσε το εφετείο. Είναι μια σκληρή απόφαση, διότι είναι καθολική: Ούτε καν μπορώ να βγω μέχρι το κατάστημα στη γωνία του σπιτιού μου. Είμαι ολοκληρωτικά εξαρτημένος. Η καημένη η Βανέσσα έχει γίνει η αγγελιαφόρος μου, πηγαίνοντας από το ένα μέρος στο άλλο… Τουλάχιστον, βρίσκομαι σε σπίτι, μπορώ να επικοινωνήσω σε καθημερινή βάση με τους δικούς μου, να κοιμάμαι κάθε βράδυ στο πλάι της Βανέσσας, να μαγειρεύω τ’ αγαπημένα μου φαγητά, να κάνω μπάνιο με ζεστό νερό. Κι έχω την τύχη να διαθέτω μια αυλή, στην οποία τουλάχιστον μπορώ να βγαίνω και να παίρνω λίγο αέρα. Έχω συνειδητοποιήσει πόσες «εργασίες» εκκρεμούν (γέλια). Πόσα μέιλ πρέπει να γράψω, πόσο κόσμο να ευγνωμονήσω… Είναι πολύ όμορφο να επανακτάς την άμεση επικοινωνία με όλο αυτό τον κόσμο, να νιώθεις ότι επιστρέφεις κατά κάποιον τρόπο στην ομαλότητα… Όπως λέω στους φίλους μου: Σας χρωστώ πολλές μπίρες όταν επιστρέψω εκεί!

Αναφορικά με τη «μερική σύλληψη», που επηρεάζει τη ζωή σου: Έχεις καταφέρει να ξαναπιάσεις τις μεταφράσεις και τη συγγραφή;
Τις μεταφράσεις ναι. Αυτήν τη βδομάδα θα παραδώσω το πρώτο μέρος των μεταφράσεων. Η εταιρεία στο Μπιλμπάο μου έχει συμπεριφερθεί πολύ καλά όλο αυτό το διάστημα. Ως συγγραφέας, εκτός από μερικά άρθρα στο μπλογκ μου για να εκφράσω ό,τι μας έκανε να αισθανθούμε ο σεισμός που μας ταρακούνησε, κι ένα ποίημα που έγραψα μες στη φυλακή στα ισπανικά και στα βάσκικα, αφιερωμένο στην εμπειρία που αποκόμισα σε αυτήν τη γη και εμπνευσμένο από τη σύντροφό μου, ακόμη δεν έχω μπορέσει να επιστρέψω στη συγγραφή, διότι η αστυνομία έχει κατασχέσει το λάπτοπ και το σκληρό δίσκο. Μέχρι να μου επιστραφεί ολόκληρο ή μέρος αυτού του υλικού, το μυθιστόρημα το οποίο έγραφα συνεχίζει να είναι κατασχεμένο. Παρ’ όλα αυτά, με το σκεπτικό ότι όλη αυτή η ιστορία μπορεί να τραβήξει μακριά, σκέφτομαι να ξεκινήσω τη συγγραφή ενός νέου μυθιστορήματος, βασιζόμενος σε σημειώσεις που κρατούσα ενόσω ήμουν στη φυλακή. Είναι μία ιδέα την οποία είχα από πριν, που ήθελα να επεξεργαστώ σιγά σιγά. Ωστόσο, αυτή η εμπειρία επιτάχυνε τη διαδικασία, παρέχοντάς μου αρκετό υλικό, το οποίο ίσως ξεκινήσω ν’ αξιοποιώ αυτήν τη βδομάδα.

Γνωρίζουμε ότι υπήρξε απόφαση απέλασής σου από τη χώρα, έτοιμη να εφαρμοστεί. Με ποιον τρόπο σού γνωστοποιήθηκε και πώς σου φάνηκε αυτή η απόφαση;
Όντως, η απόφαση υπογράφτηκε στις 7 του Γενάρη, μία βδομάδα μετά τη σύλληψή μου. Την έμαθα λίγες μέρες αφότου επέστρεψα στο σπίτι, οπότε και η PDI –Αστυνομία Ερευνών Χιλής– μου έφερε το χαρτί για να το υπογράψω. Έμεινα άναυδος. Θεωρούσα ότι υπήρχε ένα δικαίωμα, διεθνώς αναγνωρισμένο από τον ΟΗΕ, γνωστό ως «τεκμήριο αθωότητας», βάσει του οποίου αν ένα άτομο  δεν έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα δεν μπορεί να απελαθεί από μια χώρα. Δεν έχω καταδικαστεί ως ένοχος, κι αμφιβάλλω πολύ ότι θα καταδικαστώ, γι’ αυτό και αδυνατώ να κατανοήσω την απόφαση αυτήν προτού καν δικαστώ. Αυτό προσκρούει με τη συμπεριφορά της γραμματέως της πρωθυπουργού Bachelet, όπου σε απαντητική επιστολή προς ένα φίλο από το Μπιλμπάο, επικαλούμενη τη σύντομη απελευθέρωσή μου, τον διαβεβαίωνε ότι η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να παρέμβει στη δικαστική και ότι η κυβέρνηση οφείλει να σεβαστεί την όποια απόφαση της Δικαιοσύνης. Φαίνεται λίγο αντιφατικό, από τη μία η Προεδρία να μην μπορεί να παρέμβει σε δικαστική απόφαση, και από την άλλη το υπουργείο Εσωτερικών να προ-επεμβαίνει υποδεικνύοντας την απέλαση ενός πολίτη ο οποίος βρίσκεται νόμιμα σε αυτήν τη χώρα και ο οποίος δεν έχει παραβιάσει κανένα νόμο. Δίνει τροφή για σκέψη…

Τι μπορείς να ελπίζεις απ’ όλη αυτή την ποινική διαδικασία εναντίον σου;
Ελπίζω να βγει στο φως όλη η αλήθεια, και οι υπαίτιοι όλης αυτής της ψυχικής και ηθικής ζημιάς που προκάλεσαν σ’ εμένα, αλλά κυρίως στην οικογένειά μου, στη σύντροφό μου, στους φίλους μου, καθώς και στην εικόνα μου ως συγγραφέα αφοσιωμένου στα ανθρώπινα δικαιώματα, να έχουν την ευπρέπεια να ζητήσουν δημόσια συγγνώμη γι’ αυτή την προσβολή. Δεν αμφιβάλλω ότι τελικά θα αθωωθώ, διότι πραγματικά δεν έχω καμία σχέση με ό,τι μου προσάπτουν. Το μοναδικό έγκλημά μου είναι ότι είμαι συγγραφέας, Βάσκος, αναρχικός και αλληλέγγυος με το λαό των Mαπούτσε, κι είναι οι ιδέες μου και τα γραφόμενά μου, κι όχι οι δράσεις μου, που διώκονται. Έτσι, αν σε αυτήν τη χώρα δεν υφίστανται εγκλήματα για λόγους συνείδησης και ο νόμος προστατεύει την ελευθερία έκφρασης, όπως υποτίθεται ότι κάνει, οφείλουν να με αφήσουν ελεύθερο με όλα τα πολιτικά μου δικαιώματα αποκατεστημένα.

Προτίθεσαι να παραμείνεις στη Wallmapu ή θα επιστρέψεις οριστικά στη Χώρα των Βάσκων;
Πρόθεσή και επιθυμία μου είναι να παραμείνω εδώ. Για τη Βανέσσα, για τους φίλους και φίλες που έχω εδώ, γι’ αυτήν τη γη, για τον κόσμο της, διότι μένουν αρκετά να γίνουν σε αυτήν τη χώρα, και θα ήθελα να συνεισφέρω σε διάφορα κοινωνικά προγράμματα, όπως ένα που σκεφτόμουν: να θέσω σε εφαρμογή την οργάνωση και τη λειτουργία ενός δωρεάν εργαστηρίου αλληλομάθησης, μέσω της ελευθεριακής βιβλιοθήκης Amanecer – «Αυγή».

Γνωρίζουμε την επιθυμία σου να συνεχίσεις να ασχολείσαι με την κουλτούρα των Mαπούτσε. Δε φοβάσαι ότι θα σου επιφέρει νέες διώξεις από τη Δικαιοσύνη;
Από προσωπική εμπειρία, καθώς και από άλλες που έχω ακούσει, εδώ ποτέ δεν μπορείς να ‘σαι σίγουρος για τίποτα. Δεν κατανοώ τη δίωξη των λέξεων, των ιδεών, καθώς και το φόβο τού να γνωρίζει ο κόσμος την κουλτούρα των Μαπούτσε. Ως συγγραφέας και φιλόλογος, θα μου άρεσε πολύ να εμβαθύνω στις αντιλήψεις, στην κοσμοθεωρία, στην ιατρική, στη σχέση με τη φύση, στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση, και σε τόσα άλλα πολλά που μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτόν τον αυτόχθονα λαό. Με ενδιαφέρουν πολύ οι κουλτούρες των αυτοχθόνων, και για το συνέδριο της PEN, που θα πραγματοποιηθεί στο Τόκιο αυτήν τη χρονιά, είχα σκοπό να αναπτύξω το θέμα σχετικά με τη χρήση της κοσμοθεωρίας και των γλωσσών των αυτοχθόνων στις διάφορες λογοτεχνίες ανά τον κόσμο. Μία ευθύνη που θεωρώ ότι όλοι οι συγγραφείς έχουμε: να συλλέξουμε ό,τι ακόμη είναι προφορικό, περισσότερο κοντά στη φύση και στη γη, πιο απομακρυσμένο από τη λογική της αγοράς, ειδικά αυτής των δυτικών/ευρωπαϊκών κοινωνιών.

 
Διακρίνεις ομοιότητες μεταξύ των αγώνων των Mαπούτσε σε Χιλή και Αργεντινή, και του βασκικού λαού σε Ισπανία και Γαλλία;
Ναι, αρκετές, όπως επίσης και διαφορές. Οι Μαπούτσε βρίσκονται σε αρκετά χειρότερη κατάσταση, διότι η οικονομία, η γη, η κοινωνική οργάνωση έχουν περιέλθει σε άλλα χέρια. Στη Χώρα των Βάσκων ακολουθούμε ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το οποίο προφανώς έχουμε εισαγάγει από άλλες κουλτούρες. Ωστόσο, οι πραγματικοί υπαίτιοι αυτής της κατάστασης είναι οι ίδιοι οι Βάσκοι, αφού οι ίδιοι το έχουν αποφασίσει: Η ίδια η αστική βασκική τάξη ελέγχει τη Χώρα. Έτσι, έχουμε από τη μία μεριά τον εθνικό αγώνα, για τη διάσωση-διαφύλαξη της κουλτούρας μας και των αποφάσεών μας, ανεξάρτητων από τις ισπανογαλλικές επιβολές, κι από την άλλη τον κοινωνικό αγώνα για την αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού μοντέλου, το οποίο οι ίδιες κυρίαρχες βασκικές τάξεις έχουν επιβάλει. Υπό αυτή την έννοια, ο εθνικός αγώνας στη Χώρα των Βάσκων είναι σε καλύτερη θέση, ενώ στην υπόθεση των Mαπούτσε ο αρχέγονος λαός αυτής της γης δεν έχει τον έλεγχο σε τίποτα και, ταυτόχρονα, έρχεται σε δεύτερη μοίρα τόσο οικονομικά, όσο και κοινωνικά και πολιτιστικά.

Κάποιο μήνυμα που θα ήθελες να στείλεις στους αναγνώστες;
Θεωρώ ότι είναι απαραίτητη η ύπαρξη δικτύων ενημέρωσης τα οποία να είναι στα χέρια του ίδιου του λαού. Έχω πολύ περισσότερα να μάθω, παρά να διδάξω, ωστόσο η προσωπική μου εμπειρία, ως Βάσκου, μου έχει δημιουργήσει μία συνείδηση όσον αφορά τη σημασία της γλώσσας, κι επίσης, τη σημασία της ως συγγραφικού μέσου, ως σημαντικότατου στοιχείου της κοινωνικής συνοχής ενός λαού. Επίσης, ως αναρχικός, πιστεύω ότι η δημιουργία μιας οριζόντιας κοινωνίας, δίχως κρατικές δομές, βασισμένη στην αλληλοβοήθεια και στην αλληλεγγύη, σφυρηλατεί ένα λαό πιο δυνατό, με ισχυρούς δεσμούς αδελφικούς, που είναι δυσκολότερο να υποταχθεί σε άλλες θελήσεις πέρα από την ίδια την πρωτοβουλιακή οργάνωση που καθένα από τα μέλη της επιθυμεί. Στέλνω ένα χαιρετισμό σε όλους τους αναγνώστες κι όλες τις αναγνώστριες, κυρίως στις γυναίκες, οι οποίες είναι η αληθινή ελπίδα για οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή. Πολλά ευχαριστώ που μου έχετε επιτρέψει να μάθω τόσα από το λαό σας και να είμαι ανάμεσά σας.

Η συνέντευξη στα ισπανικά και το βίντεό της εδώ.

Πηγή: http://www.azkintuwe.org