Το πραξικόπημα στο Εκουαδόρ και η ευρύτερη σημασία του

Το «επιτυχημένο» πραξικόπημα στην Ονδούρα (2009), καθώς και το πρόσφατα αποτυχημένο είναι ενδεικτικά της βαθιάς κρίσης της «μετανεοφιλελεύθερης πολιτικής». Το αποτυχημένο αστυνομικοστρατιωτικό πραξικόπημα στο Εκουαδόρ, που έγινε στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, έθεσε πληθώρα ερωτημάτων σχετικά με το ρόλο που παίζουν από κοινού το κράτος και οι σύμμαχοί του, ανάμεσα στην παραδοσιακή ολιγαρχία, στα κοινωνικά κινήματα της αριστεράς, στις ιθαγενείς οργανώσεις και τα πολιτικά τους κόμματα. Ενώ ο πρόεδρος Κορρέα, όλες οι λατινοαμερικάνικες κυβερνήσεις και σημαντικοί τομείς του λαού του Εκουαδόρ περιέγραφαν τις βιαιοπραγίες ως πραξικόπημα, το κύριο όργανο της Ουόλ Στρητ, η The Wall Street Journal, τις χαρακτήριζε ως «αστυνομική διαμαρτυρία». Εκπρόσωποι της Goldman Sachs και του Foreign Affairs Council όριζαν την απόπειρα αρπαγής της εξουσίας από το στρατό και την αστυνομία ενάντια στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση σαν «πολιτική κρίση» που εισήγαγε ο ίδιος ο πρόεδρος. Όταν το χτύπημα είχε ήδη προσπεραστεί, το κίνημα των αυτοχθόνων ιθαγενών CONAIE έβγαλε ένα μανιφέστο καταδικάζοντας την κυβέρνηση, ενώ το κόμμα των ιθαγενών Pachacutik υποστήριζε την απέλαση του προέδρου και ενέκρινε το χτύπημα της αστυνομίας σαν «μία δίκαιη πράξη εκ μέρους δημοσίων υπαλλήλων». Συνοπτικά, οι ιμπεριαλιστικοί προστάτες του πραξικοπήματος, ορισμένοι τομείς της ελίτ του Εκουαδόρ και το ινδιάνικο κίνημα υποβάθμισαν τη βίαιη εξέγερση του πραξικοπήματος της αστυνομίας, για να δικαιολογήσουν την υποστήριξή τους σε αυτό που μεταμφιέζεται σε μια άλλη «νόμιμη οικονομική διαμαρτυρία». Με άλλα λόγια, το θύμα του χτυπήματος των ελίτ μετατράπηκε σε καταπιεστή της λαϊκής βούλησης. Το φλέγον ζήτημα «ήταν ή δεν ήταν ένα πραξικόπημα» είναι θεμελιώδους σημασίας, για να αποφασιστεί αν η κυβέρνηση είχε δίκιο να καταστείλει τον ξεσηκωμό και αν είχε τεθεί σε κίνδυνο το δημοκρατικό σύστημα.

Τα δρώμενα σχετικά με το πραξικόπημα

Η αστυνομία δεν περιορίστηκε στο να «διαμαρτυρηθεί» ενάντια στις οικονομικές πολιτικές, αλλά κατέλαβε την Εθνοσυνέλευση και προσπάθησε να καταλάβει επίσης δημόσια κτήρια και ΜΜΕ. Η πολεμική αεροπορία που συνεργαζόταν με την αστυνομία κατέλαβε το αεροδρόμιο του Κίτο (της πρωτεύουσας του Εκουαδόρ) και μπλόκαρε τα στρατηγικής σημασίας μεταφορικά δίκτυα. Δεκάδες πάνοπλοι αστυνομικοί επιτέθηκαν και συνέλαβαν τον πρόεδρο Κορρέα κρατώντας τον όμηρο. Στη συνέχεια αντιστάθηκαν βίαια στις ειδικές δυνάμεις που τελικά τον ελευθέρωσαν, προκαλώντας τον τραυματισμό δεκάδων και το θάνατο δύο ατόμων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι επικεφαλής της «αστυνομικής εξέγερσης» είχαν κατά νου κάτι παραπάνω από μία απλή «διαμαρτυρία» για τα ακυρωμένα επιδόματά τους: Προσπαθούσαν να ανατρέψουν τον πρόεδρο και ήταν διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους για να το καταφέρουν. Οι ηγέτες του πραξικοπήματος χρησιμοποίησαν τις αρχικές οικονομικές απαιτήσεις των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα ως εφαλτήριο για την ανατροπή του καθεστώτος. Το γεγονός ότι το πραξικόπημα απέτυχε οφείλεται εν μέρει στο επίμονο και δραματικό κάλεσμα του προέδρου να βγει ο λαός στο δρόμο για να υπερασπιστεί τη δημοκρατία, ένα κάλεσμα που είχε απήχηση σε χιλιάδες άτομα και στέρησε στους πραξικοπηματίες την υποστήριξη του λαού. Όλα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν δείχνουν μια βίαιη προσπάθεια της αστυνομίας και διαφόρων τομέων του στρατού να αποδυναμώσουν την εξουσία και να καθαιρέσουν τον πρόεδρο, δηλαδή ένα πραξικόπημα, ανεξάρτητα από το πρίσμα υπό το οποίο θα μπορούσε κάποιος να το ερμηνεύσει. Και έτσι το εξέλαβαν όλες οι λατινοαμερικάνικες κυβερνήσεις, είτε δεξιές είτε αριστερές, μερικές εκ των οποίων έκλεισαν βιαστικά τα σύνορά τους και απείλησαν με διακοπή των σχέσεών τους αν οι επικεφαλής του πραξικοπήματος πετύχαιναν το στόχο τους. Η μόνη εξαίρεση ήταν η Ουάσινγκτον, της οποίας η πρώτη αντίδραση δεν ήταν να καταδικάσει, αλλά περίμενε να δει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα ή, όπως ανακοίνωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος των ΗΠΑ Φίλιπ Κρόουλυ: «Παρακολουθούμε τις εξελίξεις» – αναφερόμενος στην εξέγερση σαν «διαμαρτυρία» που προκαλούσε την κυβέρνηση. Όταν η Ουάσινγκτον κατάλαβε ότι ο λαός του Εκουαδόρ, όλες οι λατινοαμερικάνικες κυβερνήσεις και μεγάλο μέρος των ενόπλων δυνάμεων εναντιώνονταν δυναμικά στο πραξικόπημα, άρα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία, η γραμματέας της πολιτείας Κλίντον τηλεφώνησε στον Κορρέα για να ανακοινώσει τη «στήριξη» των ΗΠΑ στην κυβέρνησή του, αναφερόμενη στο πραξικόπημα σαν απλή «διακοπή της δημοκρατικής τάξης». Κατά την περίοδο πριν την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τα συνδικάτα λειτουργούσαν σε μεγάλο βαθμό ως παθητικοί παρατηρητές, και δεν έκαναν λόγο για γενικές απεργίες ούτε για δραστήριες κινητοποιήσεις. Η απάντηση υψηλόβαθμων αξιωματικών ήταν ο στρατός να αντιταχτεί εντελώς στο πραξικόπημα – εκτός ίσως από την πολεμική αεροπορία, που κατέλαβε το κεντρικό αεροδρόμιο του Κίτο προτού το παραδώσει στους αστυνόμους της Δίωξης ναρκωτικών. Η Δίωξη ήταν στην πρώτη γραμμή του πραξικοπήματος, κάτι που δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει, αφού τα τελευταία 5 χρόνια τελεί υπό την έντονη εκπαίδευση και επιτήρηση των ΗΠΑ.

Εξήγηση των διαφόρων στάσεων κατά το πραξικόπημα

Οι στάσεις που κρατήθηκαν κατά το πραξικόπημα στο Εκουαδόρ και οι ερμηνείες του ποικίλλουν ανάλογα με τις διαφορετικές ομάδες αντικειμενικών συμφερόντων και υποκειμενικών αντιλήψεων. Τα καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής απέρριψαν ομόφωνα το πραξικόπημα φοβούμενα ένα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμά του στην περιοχή, στην οποία άλλα επιτυχημένα πραξικοπήματα (μετά το περσινό πραξικόπημα στην Ονδούρα) θα ενθάρρυναν το στρατό και την αστυνομία να ενεργήσουν ανάλογα στις χώρες τους. Οι μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος, όταν ο στρατός διέλυσε όλους τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και φυλάκισε, βασάνισε, δολοφόνησε, εξόρισε τους πολιτικούς ηγέτες, έδρασαν ως καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της ηχηρής απόρριψης του πραξικοπήματος στη Λατινική Αμερική. Δεύτερον, η υπάρχουσα πολιτική τάξη ωφελεί την καπιταλιστική τάξη στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής και αποτελεί τη βάση για την πολιτική σταθερότητα και την ευημερία των ελίτ. Κανένα ισχυρό μαζικό κίνημα δεν απειλεί την κοινωνικοοικονομική ηγεμονία του καπιταλισμού ώστε οι οικονομικές ελίτ να υποστηρίξουν ένα πραξικόπημα…

Οι οπαδοί του Κορρέα ήταν στους δρόμους, αλλά όχι τόσοι όσοι στα προηγούμενα καλέσματά του σε δράση για την ανατροπή του πρώην προέδρου Λούσιο Γκουτιέρρεθ. Στους δρόμους βρίσκονταν κατά κύριο λόγο οι πιστοί στο κόμμα. Άλλοι υποστήριζαν τα «αντιιμπεριαλιστικά» του μέτρα (το κλείσιμο της αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στη Μάντα) ή υπεράσπιζαν τους «δημοκρατικούς» θεσμούς, ακόμη και αν είχαν τοποθετηθεί κριτικά απέναντι στις πρόσφατες πολιτικές του.

Ο δισταγμός των ΗΠΑ –που άλλαξαν την αρχική τους άρνηση να καταδικάσουν το πραξικόπημα σε μία εκ των υστέρων καταγγελία τού ήδη αποτυχημένου πραξικοπήματος– εξηγείται από τους μακροχρόνιους δεσμούς των Αμερικανών με το στρατό και ιδιαίτερα με την αστυνομία. Την περίοδο 2006-2011 η παρεχόμενη βοήθεια των ΗΠΑ προς την αστυνομία και το στρατό ανήλθε συνολικά σε 94 εκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων 89 εκατομμύρια διοχετεύτηκαν μέσω του «πολέμου κατά των ναρκωτικών». Μεταξύ των ετών 2006 και 2008, οι αστυνομικοί και στρατιωτικοί του Εκουαδόρ που εκπαιδεύτηκαν έφταναν τους 941, εντασσόμενοι στα «προγράμματα κατά των ναρκωτικών»… Ήταν ακριβώς ο τομέας καταπολέμησης των ναρκωτικών αυτός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάληψη του αεροδρομίου του Κίτο κατά το αποτυχημένο αυτό πραξικόπημα.
Οι ΗΠΑ είχαν πράγματι πολλούς λόγους για να υποστηρίξουν το πραξικόπημα.

Ο Κορρέα ήρθε στην εξουσία με την ανατροπή της φιλοαμερικανικής μαριονέτας, του πελάτη των ΗΠΑ Λουσίο Γκουτιέρρεθ, κι αποδεκατίζοντας τα ολιγαρχικά κόμματα που ευθύνονταν για τη δολαριοποίηση της οικονομίας και τον εναγκαλισμό του δόγματος της ελεύθερης αγοράς της Ουάσινγκτον. Ο Κορρέα έθεσε υπό αμφισβήτηση το εξωτερικό χρέος, αρνούμενος να πληρώσει τα χρέη που προκλήθηκαν υπό δόλιες συνθήκες. Και το πιο σημαντικό: ήταν σύμμαχος του προέδρου της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες, μέλος της ALBA[1] και ισχυρός αντίπαλος της Κολομβίας – του κυριότερου συμμάχου της Ουάσινγκτον στην περιοχή. Η πολιτική του Εκουαδόρ αποδυνάμωσε τη στρατηγική των ΗΠΑ για «περικύκλωση της Βενεζουέλας» με εχθρικά καθεστώτα. Έχοντας ήδη στηρίξει το επιτυχημένο πραξικόπημα κατά του προέδρου της Ονδούρας Σελάγια, συμμάχου του Τσάβες, οι ΗΠΑ είχαν πολλά να κερδίσουν από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, προκειμένου να απομακρύνουν από την ALBA άλλο ένα μέλος της συμμαχίας. Η Ουάσινγκτον ακολουθεί μια «τριπλή στρατηγική»:
1) διπλωματική, προσφέροντας τη βελτίωση των σχέσεων,
2) ανατρεπτική, χτίζοντας την ικανότητα της ανατροπής, χρηματοδοτώντας την αστυνομία και το στρατό, και
3) οικονομικά, μέσω των ΑID, NED, της Παγκόσμιας Τράπεζας, τομείς ΜΚΟ του κινήματος των αυτοχθόνων, ιδιαίτερα των Pachacutik και ομάδων αντιφρονούντων που συνδέονται με τον Γκουτιέρρεθ.

Οι ηγέτες των αυτοχθόνων τήρησαν διαφορετικές στάσεις απέναντι στο πραξικόπημα. Η πιο ακραία θέση ήταν αυτή που υιοθετήθηκε από το σχεδόν ετοιμοθάνατο εκλογικό κόμμα Pachacutik (αποδέκτης βοήθειας των ΗΠΑ), το οποίο υποστήριξε το πραξικόπημα της αστυνομίας και ζήτησε από τις μάζες να διαμορφώσουν ένα «ενωμένο μέτωπο», έκκληση που έπεσε στο κενό. Η ομάδα του κινήματος των αυτοχθόνων(CONAIE) υιοθέτησε την περίπλοκη θέση τού να αρνηθεί ότι είχε γίνει πραξικόπημα, απορρίπτοντας παράλληλα τη βία της αστυνομίας και παρουσιάζοντας μια σειρά από αιτήματα και κριτικές για τις πολιτικές και τις μεθόδους διακυβέρνησης Κορρέα. Δεν έκανε καμία προσπάθεια μήτε να αντιταχτεί μήτε να υποστηρίξει το πραξικόπημα. Δηλαδή, σε αντίθεση με το μαχητικό και αντιδικτατορικό παρελθόν της, η CONAIE ουσιαστικά μπήκε στο περιθώριο. Η παθητικότητα της CONAIE και των περισσότερων σωματείων έχει τις ρίζες της σε σοβαρές διαφωνίες με τις πολιτικές του καθεστώτος του Κορρέα.

Η αυτοδημιούργητη ευπάθεια του Κορρέα: Η στροφή του σε δεξιές πολιτικές

Κατά τη διάρκεια του αναδυόμενου «κινήματος των πολιτών» πριν από πέντε χρόνια, ο Ραφαέλ Κορρέα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανατροπή του αυταρχικού,  διεφθαρμένου και φιλοϊμπεριαλιστικού καθεστώτος του Λούσιο Γκουτιέρρεθ. Μόλις εκλέχτηκε πρόεδρος, έθεσε σε εφαρμογή κάποιες από τις βασικές προεκλογικές του υποσχέσεις: Έδιωξε την αμερικανική στρατιωτική βάση στη Μάντα, αρνήθηκε τις πληρωμές του εξωτερικού χρέους –που βασίζεται σε παράνομους τρόπους υπολογισμού–, αύξησε τους μισθούς, και μάλιστα τον κατώτατο, βασικό μισθό, έδωσε πιστώσεις και δάνεια με χαμηλό επιτόκιο σε μικρές επιχειρήσεις. Υποσχέθηκε επίσης ότι θα συμβουλεύεται και θα λαμβάνει υπόψη τα κινήματα των αυτοχθόνων, όπως και κοινωνικά κινήματα των πόλεων. Όλα αυτά θα οδηγούσαν στην εκλογή μιας Συνταγματικής Συνέλευσης που θα εκπονούσε ένα νέο Σύνταγμα. Το 2007 το κόμμα του Κορρέα Αlianza País κέρδισε πλειοψηφία δύο τρίτων στο νομοθετικό σώμα της Συνέλευσης. Ωστόσο, για να αντιμετωπίσει τη μείωση των εσόδων λόγω της παγκόσμιας ύφεσης, ο Κορρέα έκανε μία απότομη δεξιά στροφή. Υπέγραψε επικερδή συμβόλαια με πολυεθνικές εταιρείες εξόρυξης, διασφαλίζοντάς τους δικαιώματα εκμετάλλευσης γαιών που διεκδικούνταν από κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών, χωρίς διαβούλευση με αυτούς, παρά το πρόσφατο ιστορικό της καταστροφικής ρύπανσης των εδαφών, του νερού και του περιβάλλοντος των ιθαγενών. Όταν οι τοπικές κοινότητες ενέργησαν με σκοπό να μπλοκάρουν τη συμφωνία, ο Κορρέα έστειλε το στρατό και  κατέστειλε βάναυσα τις διαδηλώσεις. Σε μεταγενέστερες προσπάθειες διαπραγμάτευσης, ο Κορρέα άκουσε μόνον τη δική του φωνή και απέρριψε τους ηγέτες των αυτοχθόνων, αποκαλώντας τους «συμμορία εγκληματιών» και «αντιδραστικά στοιχεία» που μπλόκαραν τον «εκσυγχρονισμό της χώρας».

Μετέπειτα ο Κορρέα προχώρησε στην επίθεση κατά των δημοσίων υπαλλήλων, προωθώντας νομοθετικές ρυθμίσεις που μείωναν μισθούς, μπόνους και προνόμια, καταργώντας τις συμβάσεις που βασίζονται σε συμφωνίες μεταξύ συνδικάτων και νομοθετών. Ομοίως, ο Κορρέα  επέβαλε νέους νόμους για την οργάνωση του πανεπιστημίου, οι οποίοι αντιμετώπισαν την αντίθεση των διοικητικών υπαλλήλων, των καθηγητών και των φοιτητών. Εξίσου επιβλαβές για τη δημοτικότητα του Κορρέα στους κόλπους της μεσαίας τάξης των μισθωτών ήταν το αυταρχικό ύφος που χρησιμοποίησε για να επιβάλει τη δική του ατζέντα θεμάτων, η υποτιμητική γλώσσα που χρησιμοποίησε για να μειώσει τους συνομιλητές του και η επιμονή του ότι οι διαπραγματεύσεις ήταν μόνον ένα μέσο για να δυσφημήσουν τους συναδέλφους τους.

Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Κορρέα ότι είναι πρωτοπόρος του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» (!) ήταν, αντιθέτως, ο διοργανωτής μιας προσωπικής στρατηγικής στο μέγιστο βαθμό για τον καπιταλισμό του 21ου αιώνα , που βασίζεται σε μία δολαριοποιημένη οικονομία, σε ξένες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στον τομέα των ορυχείων και του πετρελαίου, σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και κοινωνική λιτότητα. Ωστόσο, η «δεξιά στροφή» του προέδρου εξαρτάται και από την πολιτική και οικονομική υποστήριξη της Βενεζουέλας και των συμμάχων της, της Κούβας και της Βολιβίας. Έτσι, ο Κορρέα βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος:  Έχασε την κοινωνική στήριξη της κοινωνικής αριστεράς, λόγω των οικονομικών πολιτικών που ευνοούν το «ξεπούλημα» στο εξωτερικό και του εσωτερικού προγράμματος λιτότητας, και δεν έλαβε την υποστήριξη των ΗΠΑ, λόγω των δεσμών του με τον Τσάβες και την Κούβα.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Κορρέα αποξενώθηκε τόσο από τα συνδικάτα, όσο και από τα κοινωνικά κινήματα και τους αυτόχθονες, και κατάφερε να εξασφαλίσει μόνον ένα πολύ περιορισμένο μέρος της «εξουσίας του δρόμου» για να εξουδετερώσει το πραξικόπημα. Εξίσου σημαντικό ήταν ότι οι ΗΠΑ και οι εταίροι τους είδαν στη μειωμένη οργανωμένη υποστήριξη και στην αύξηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας την ευκαιρία να βολιδοσκοπήσουν το έδαφος για ένα πιθανό πραξικόπημα, μέσω των πιο έμπιστων συνεργατών τους στην αστυνομία και σε μικρότερο βαθμό στην πολεμική αεροπορία. Το πραξικόπημα της αστυνομίας ήταν μία πρόβα, μία ενθάρρυνση για να προχωρήσει παραπέρα, χωρίς οποιαδήποτε ρητή δέσμευση, εν αναμονή της επιτυχίας ή αποτυχίας. Εάν το πραξικόπημα της αστυνομίας είχε εξασφαλίσει επαρκή στρατιωτική υποστήριξη, η Ουάσινγκτον και οι πολιτικοί και κοινωνικοί ολιγάρχες της θα είχαν τη δυνατότητα να παρέμβουν, ζητώντας ένα «αποτέλεσμα μέσω των διαπραγματεύσεων», που θα είχε ανατρέψει τον Κορρέα  ή ότι θα τον είχε καταστήσει ένα «ρεαλιστή» πελάτη. Δηλαδή, ένα «επιτυχημένο» πραξικόπημα θα εξάλειφε άλλον ένα σύμμαχο του Τσάβες, αλλά ακόμα και ένα αποτυχημένο πραξικόπημα θα είχε δώσει το μήνυμα προειδοποίησης προς τον Κορρέα για το μέλλον.

Κάποιες τελευταίες σκέψεις ως συμπέρασμα

Η εξέλιξη του πραξικοπήματος της αστυνομίας μετατράπηκε σε φάρσα: Οι πραξικοπηματίες δεν υπολόγισαν καλά  ούτε την υποστήριξη που περίμεναν από το στρατό ούτε αυτήν από τα διασπασμένα ιθαγενικά συνδικάτα και τις οργανώσεις. Έμειναν παντελώς μόνοι. Λόγω έλλειψης εθνικών ηγετών και μη καν έχοντας συγκεκριμένη στρατηγική, το εγχείρημά τους καταπνίγηκε – ήταν απλά θέμα χρόνου. Δεν υπολόγισαν καλά τη διαθεσιμότητα των ΗΠΑ  να εμπλακούν μόλις θα γινόταν σαφές  ότι οι πραξικοπηματίες δεν είχαν την υποστήριξη των στρατιωτικών ελίτ  κι ήταν εντελώς ανίκανοι. Αυτό που θα μπορούσε να έχει αρχίσει σαν χτύπημα τελείωσε σαν μία φάρσα με μια σύντομη ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ στρατού και αστυνομίας σε ένα αστυνομικό νοσοκομείο…
Από την άλλη, το γεγονός ότι τελικά ο πρόεδρος Κορρέα μπορούσε να υπολογίζει μόνο στη στήριξη των ειδικών δυνάμεων της ελίτ, για να τον ελευθερώσουν από την αστυνομία, δείχνει την τραγωδία ενός πρώην λαϊκού ηγέτη: Ένας ηγέτης που άρχισε έχοντας τεράστια λαϊκή υποστήριξη –υποσχόμενος να εκπληρώσει επιτέλους το αίτημα των αγροτών για αγροτικές μεταρρυθμίσεις, το αίτημα των Ινδιάνων για διαπραγματεύσεις σχετικά με τον ορυκτό πλούτο, καθώς και τα αιτήματα των αστικών εργατικών τάξεων για δίκαιες αμοιβές– και κατέληξε να επιστρέφει στο προεδρικό μέγαρο προστατευόμενος μέσα στα τεθωρακισμένα του στρατού.

Το αποτυχημένο πραξικόπημα στο Εκουαδόρ θέτει ένα ευρύτερο πολιτικό ερώτημα: Η παρ’ ολίγον εξαφάνιση του Κορρέα μήπως σημαίνει το τέλος του πειράματος των «νέων κεντροαριστερών καθεστώτων», που προσπαθούσαν να «ισορροπήσουν» μία υγιή αύξηση βασισμένη στις εξαγωγές τροποποιώντας την κοινωνική αποδοτικότητα;
Όλη η επιτυχία των κεντροαριστερών καθεστώτων βασίστηκε στην ικανότητά τους να επιδοτούν και να προωθούν το εγχώριο και ξένο Κεφάλαιο, το σχετιζόμενο με τη γεωργία και τον ορυκτό πλούτο, ενώ αύξαναν τις θέσεις εργασίας, τους μισθούς και τις επιδοτήσεις (προγράμματα ενάντια στη φτώχεια). Αυτή η «πολιτική φόρμουλα» είχε αναληφθεί λόγω της εκρηκτικής αύξησης των απαιτήσεων της Ασίας και άλλων παγκοσμίων αγορών, καθώς επίσης από τις ιστορικά πολύ υψηλές τιμές των πρώτων υλών. Όταν ξέσπασε η κρίση του 2008, το Εκουαδόρ, προσκολλημένο στο δολάριο, ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος στη Λατινική Αμερική και ανίκανο να εκτιμήσει την αύξηση και να προστατέψει την οικονομία.

Σε συνθήκες κρίσης, ο Κορρέα αποφάσισε να καταστείλει τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα, κι έκανε μεγάλες προσπάθειες να εξασφαλίσει την υποστήριξη των πολυεθνικών στους τομείς του ορυκτού πλούτου και του πετρελαίου. Επιπλέον, η αστυνομία και ο στρατός του Εκουαδόρ ήταν πολύ πιο ευάλωτοι στις διεισδύσεις των αμερικανικών υπηρεσιών εξαιτίας κατάρτισης και χρηματοδότησης σε μεγάλη κλίμακα, διαφορετικά απ’ ό,τι στη Βολιβία και στη Βενεζουέλα, που είχαν αποβάλει αυτές τις υπηρεσίες φοβούμενες τις υποκινητικές τους δραστηριότητες. Αντίθετα απ ‘ ό,τι στην Αργεντινή και στη Βραζιλία, ο Κορρέα δεν είχε την ικανότητα να «συμφιλιώσει» τους διαφόρους τομείς των κοινωνικών κινημάτων μέσω διαπραγματεύσεων και παραχωρήσεων. Αργότερα η διείσδυση των χρηματοδοτούμενων από την «αυτοκρατορία» ΜΚΟ στις ινδιάνικες κοινότητες, που υποδαύλιζαν το «διαχωρισμό» και τις πολιτικές σχετικά με την «ταυτότητα» της κάθε κοινότητας, δε διευκόλυναν καθόλου μια τέτοια συμφιλίωση.

Ωστόσο, παρά τις ιδιαιτερότητες του Εκουαδόρ, το αποτυχημένο πραξικόπημα τονίζει τη σπουδαιότητα του να επιλύονται οι βασικές κοινωνικοοικονομικές διεκδικήσεις αν είναι επιθυμητό να έχουν επιτυχία τα μακροοικονομικά προγράμματα της κεντροαριστεράς. Εκτός από τη Βενεζουέλα, κανένα κεντροαριστερό καθεστώς δεν πραγματοποιεί δομικές αλλαγές, δεν εθνικοποιεί τομείς στρατηγικής σημασίας και δεν αναδιανέμει τα εισοδήματα. Ακόμη και το καθεστώς του Τσάβες στη Βενεζουέλα έχει χάσει μεγάλο μέρος της λαϊκής υποστήριξης, ύστερα από την αμέλειά του σε «βασικές υπηρεσίες» (δημόσια ασφάλεια, μάζεμα σκουπιδιών, παροχή νερού και ηλεκτρικού ρεύματος, προμήθεια τροφίμων) λόγω διαφθοράς και ανικανότητας. Με την πάροδο του χρόνου η κεντροαριστερά δε θα μπορεί να εξαρτάται από «χαρισματικούς» ηγέτες ως αντάλλαγμα για την απουσία δομικών αλλαγών. Οι κυβερνήσεις πρέπει να στηρίξουν την αύξηση των μισθών και τη χρηματοδότηση των δημοσίων υπηρεσιών σε ένα κλίμα «κοινωνικού διαλόγου». Η συνεχόμενη απουσία κοινωνικών μετασχηματισμών, ενώ οι ελίτ των τομέων της γεωργίας και του ορυκτού πλούτου ευημερούν, ανοίγει την πόρτα για την επιστροφή της δεξιάς και προκαλεί διαχωρισμούς των κοινωνικών συνασπισμών στους οποίους βασίζεται η κεντροαριστερά. Και το σημαντικότερο όλων: Οι εσωτερικές ρωγμές της κεντροδεξιάς προσφέρουν μιαν ευκαιρία στην Ουάσινγκτον να υπονομεύσει και να ανατρέψει τα καθεστώτα αντιστρέφοντας τη σχετικά ανεξάρτητη εξωτερική της πολιτική, επιβεβαιώνοντας εκ νέου την ηγεμονία της.

Οι θεσμικές βάσεις της κεντροαριστεράς είναι εύθραυστες σε όλους τους τομείς, ιδίως αυτές μεταξύ του στρατού και της αστυνομίας, επειδή οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι εξακολουθούν να συμμετέχουν σε κυβερνητικά προγράμματα αμερικάνικης επινόησης με τις στρατιωτικές υπηρεσίες και τη δίωξη ναρκωτικών. Τα κεντροαριστερά καθεστώτα –εκτός της Βενεζουέλας– έχουν συνεχίσει τη συμμετοχή τους σε όλους τους τύπους κοινών στρατιωτικών προγραμμάτων.
Η κεντροαριστερά δεν έχει αλλάξει το κράτος. Ίδιας σπουδαιότητας είναι το γεγονός ότι έχει προωθήσει τις οικονομικές βάσεις της προ-αμερικανικής δεξιάς μέσω της στρατηγικής της εξαγωγής ορυκτών και αγροτικών προϊόντων. Έχει αγνοήσει το γεγονός ότι η πολιτική σταθερότητα είναι προσωρινή και βασίζεται στην ισορροπία της λαϊκής δύναμης, που προήλθε από τις εξεγέρσεις του λαού την περίοδο 2000-2005. Η κεντροαριστερά αγνοεί την πραγματικότητα του ότι ο καπιταλισμός ευδοκιμεί ως συνέπεια της εξαγωγής ορυκτών και αγροτικών προϊόντων, και το ίδιο συμβαίνει με τη δεξιά. Όσο ο πλούτος και η εξουσία των εξαγωγικών ελίτ αυξάνονται και όσο η κεντροαριστερά στρέφεται στη δεξιά, όπως συνέβη με τον Κορρέα, τόσο θα εντείνονται οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι πολιτικές αναταραχές – αν δεν γίνουν μέσω κάλπης, θα γίνουν με σφαίρες, με πραξικοπήματα και με λαϊκές εξεγέρσεις.

Η απουσία μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής πρότασης, ο κατακερματισμός των κοινωνικών κινημάτων, η υιοθέτηση «πολιτικών της ταυτότητας» έχουν αποδυναμώσει σημαντικά μιαν οργανωμένη εναλλακτική που θα ήταν αποτελεσματική όταν τα κεντροαριστερά καθεστώτα εισέρχονταν σε κρίση. Μέχρι στιγμής οι «διανοούμενοι κριτικοί» αγκιστρώνονται στην κεντροαριστερά τρέφοντας πίστη σε μία αριστερή στροφή της, σε μ΄΄ια πολιτική διόρθωση, αντί να πάρουν το δύσκολο αλλά αναγκαίο δρόμο της ανοικοδόμησης μιας ανεξάρτητης τάξης, βασιζόμενης στο σοσιαλιστικό κίνημα.

www.lahaine.org

Το κείμενο στα ισπανικά και στ’ αγγλικά.

Μερικά βίντεο εδώ


[1] «Βολιβαριανή Συμμαχία για τη Δική μας Αμερική»: Πολιτική και οικονομική συμμαχία –ιδρυμένη με πρωτοβουλία της κυβέρνησης της Βενεζουέλας– μέχρι στιγμής 9 κρατών της νότιας Αμερικής, με στόχο τη δημιουργία ενός αντίπαλου δέους στην ηγεμονία των ΗΠΑ.