Αναρχισμός και ριζοσπαστικές κυβερνήσεις

Κείμενο του Larry Gambone

Πώς θα όφειλαν να ενεργήσουν οι αναρχικοί απέναντι σε ριζοσπαστικές κυβερνήσεις ή μία λαϊκή αριστερά; Θα όφειλαν να τους αντιμετωπίσουν μετωπικά; Θα όφειλαν να ενωθούν μαζί τους; Τι παγίδες πρέπει να αποφύγουν;

Αυτά τα ερωτήματα είναι σημαντικά, μιας και ολόκληροι ριζοσπαστικοί λαοί δημιουργούν κινήματα τα οποία αρκετές φορές φέρνουν στην εξουσία κυβερνήσεις προοδευτικές. Ενόσω η καπιταλιστική κρίση βαθαίνει όλο και περισσότερο, είναι πιθανό ότι θα ξεπηδήσουν ολοένα και περισσότερα τέτοιου είδους κινήματα.

Στις μέρες μας, ο αναρχισμός επηρεάζει και είναι περισσότερο «επεκταμένος» απ’ ότι τα τελευταία 70 χρόνια. Και το κίνημα αυξάνει και αναπτύσσεται ολοένα και πιο πολύ. Αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι αποτελούμε μία κυρίαρχη τάση.  Ακόμη και όταν ο αναρχισμός βρισκόταν στο απόγειο του, στην προ του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου εποχή –εποχή συνύπαρξης του αναρχισμού με άλλες σοσιαλιστικές τάσεις-, υπήρξε το σημαντικότερο και πιο διευρυμένο αναρχικό κίνημα από ποτέ. Η Ισπανία του ’36 είδε το σχηματισμό ενός ενωμένου μετώπου, αποτελούμενου από την CNT-FAI, του POUM καθώς και αγωνιστών προερχόμενων από τις βάσεις σοσιαλιστικών συνδικάτων.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο να ειπωθεί ότι η κοινωνική αλλαγή –και ακόμη περισσότερο η κοινωνική επανάσταση- θα δραστηριοποιήσει ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών τάσεων, εκ των οποίων ο αναρχισμός θα είναι απλά μία από αυτές, και όχι πάντα η κυρίαρχη. Οι αναρχικοί θα δουλέψουν από κοινού με άλλες τάσεις οι οποίες προωθούν την αυτοκυβέρνηση, την αυτοδιαχείριση και πρωτίστως με όλες εκείνες τις τάσεις οι οποίες με τον ένα ή άλλο τρόπο προωθούν τον λαϊκό αγώνα. Αυτή η ιδέα, δεν είναι ένα θέμα που θα πρέπει να δημιουργήσει πολεμική μεταξύ μας. Όλο αυτό το διάστημα δουλεύουμε από κοινού και με άλλες τάσεις όπως για παράδειγμα με κινήματα για το περιβάλλον, την ειρήνη,  αντιφασιστικά και αντικαπιταλιστικά.

Το πρόβλημα εμφανίζεται, όταν η πίεση και ο αγώνας όλον αυτών των κινημάτων καταφέρνει να εγκαθιδρύσει λαϊκές κυβερνήσεις, δημοκρατικούς ή «επαναστατικούς» σοσιαλιστές. Τέτοια παραδείγματα μπορούμε να βρούμε στη Βολιβία, στη Βενεζουέλα και το Εκουαδόρ. Με ποιον τρόπο, ως συνειδητοποιημένοι και αποφασιστικοί ελευθεριακοί, συμπεριφερόμαστε απέναντι σε κυβερνήσεις οι οποίες, κατά κάποιο τρόπο, εκφράζουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες, τόσο των κοινωνικών κινημάτων όσο και των εργατών; Πώς αντιδρούμε απέναντι σε τέτοιου είδους καταστάσεις, οι οποίες κρύβουν πληθώρα κινδύνων για το κίνημά μας.

Στο παρελθόν, οι αναρχικοί αντέδρασαν με δύο διαφορετικούς τρόπους, αντιθετικούς και λανθασμένους. Ο πρώτος θα μπορούσε να αποκαλεστεί λικβινταρισμός (οπορτουνισμός)[1]. Σε αυτή την περίπτωση οι αναρχικοί χάνουν παντελώς τον έλεγχο του δικού τους προγράμματος, και μετατρέπονται σε επαναστατική τάση της Κυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια της Ρώσικης Επανάστασης, χιλιάδες αναρχικοί είτε ενώθηκαν με τους μπολσεβίκους είτε δημιούργησαν προ-μπολσεβίκικες οργανώσεις στις αντίστοιχες χώρες τους. Είναι περιττό να ειπωθεί ότι οι μπολσεβίκοι δεν εφάρμοσαν το δικό μας κοινωνικό πρόγραμμα. Αργότερα, το κίνημα «26 Ιούλη», στράφηκε προς το Κομμουνιστικό Κόμμα, εξαλείφοντας τους Κουβανούς αναρχικούς, ενώ οι αναρχικοί οι οποίοι βρίσκονταν έξω από την Κούβα –για λόγους αλληλεγγύης προς την Κουβανική Επανάσταση- αγνόησαν παντελώς την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι σύντροφοί τους. Ο λικβινταρισμός σημαίνει την παντελή εγκατάλειψη του αναρχισμού, με αντάλλαγμα μία ελάχιστη κοινωνική πρόοδο, όπου πολλές φορές ούτε καν αυτή συμβαίνει.

Θεωρώ ότι ο λικβινταρισμός υπακούει στην αδυναμία του αναρχισμού. Πριν από το 1917, υπήρξαν ομολογουμένως λίγες προσπάθειες αναρχικών επαναστάσεων, όπου ο αναρχισμός καταδείκνυε συγκεκριμένα σφάλματα. Ο μπολσεβικισμός φαινόταν, τότες, ότι έδειχνε το μονοπάτι. Στις απαρχές του 1960, ο αναρχισμός εμφανιζόταν αρκετά αδύναμος, και οι αναρχικοί έψαχναν οποιαδήποτε αφορμή για να διατηρήσουν τον οπτιμισμό τους, και το παράδειγμα της Κούβας φαινόταν να είναι η αφορμή την οποία έψαχναν. Όπως ο αναρχισμός στις μέρες μας είναι ένα κίνημα σε διαρκή ανάπτυξη, δε βλέπω ότι ο λικβινταρισμός αποτελεί προς το παρόν ένα πρόβλημα πρωταρχικής σημασίας, αν και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επαναπαυτούμε.

Ο σεχταρισμός είναι το επόμενο λάθος. Τι έκπληξη μας προκαλεί το γεγονός όταν αντιλαμβανόμαστε ότι οι δημοκρατικοί και λαϊκοί σοσιαλιστές δεν είναι αναρχικοί! Δεν μπορούμε να περιμένουμε από αυτούς να πραγματοποιήσουν το κοινωνικό μας πρόγραμμα, παρά μονάχα να ελπίσουμε να φέρουν εις πέρας το δικό τους προγραμματισμό, και κυρίως το κομμάτι αυτό το οποίο ευνοεί τον λαό. Ωστόσο, σε περίπτωση που το κάνουν, θα πρέπει να ανακηρυχθούν σε εχθρούς μας, και στον ίδιο βαθμό που είναι ο ιμπεριαλισμός και η ολιγαρχία; Τι σκέφτεται ο λαός, όταν οι αναρχικοί καταριούνται αυτούς τους ρεφορμιστές; Ο σεχταρισμός διαχωρίζει τους αναρχικούς από τις λαϊκές μάζες, οι οποίες αδυνατούν να κατανοήσουν για ποιο λόγο οι επαναστάτες κατηγορούν εκείνες τις δράσεις οι οποίες βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο. Αυτό το οποίο είναι ακόμη χειρότερο, είναι όταν ο σεχταρισμός φέρει μαζί τους και ένα λόγο ο οποίος δε διαφέρει σε τίποτα από αυτόν των αντιδραστικών. Σύμφωνα με τους σεχταριστές, ένα ποτήρι ποτέ δε μπορεί να ιδωθεί ως μισογεμάτο, αλλά πάντα μισοάδειο. Εάν επιβληθεί η αντίδραση, αυτή θα βασανίσει και θα δολοφονήσει τους σεχταριστές , μαζί με όλες τις υπόλοιπες τάσεις, όπου ο σεχταρισμός τους απλά θα παραμείνει ως μια πικρή ανάμνηση στα στόματα του νικημένου λαού.

Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση της Λατινικής Αμερικής, όπου η λαϊκή κινητοποίηση προκαλεί πόλωση, ανάμεσα στις μάζες και την ολιγαρχία (μαζί με τους υποστηρικτές της). Εάν η ολιγαρχία κερδίσει το πλεονέκτημα σε αυτό τον αγώνα, το αποτέλεσμα θα είναι η καταστολή όλων των κινημάτων, οι βασανισμοί και το μακελειό. Το να σκεφτεί κάποιος ότι απλά οφείλει και πρέπει να παραμείνει στο περιθώριο αυτής της πόλωσης, και ότι αυτή είναι μονάχα ένας «αγώνας μεταξύ διαφορετικών αστικών φατριών», μάλλον νομίζει ότι ζει στον ιδεατό κόσμο.

Μία από τις αιτίες του σεχταρισμού, είναι η φετιχοποίηση των υποτιθέμενων, ή πραγματικών, διδαγμάτων του παρελθόντος. Οι μπολσεβίκοι στράφηκαν ενάντια στους συμμάχους τους αναρχικούς, όπως επίσης το ίδιο έκανε και ο Φιντέλ Κάστρο. Οπουδήποτε ο σταλινισμός ανέλαβε τον έλεγχο, οι αναρχικοί και οι λοιπές επαναστατικές τάσεις «εκκαθαρίστηκαν». Από αυτή την τραγική ιστορία «απελευθερώθηκε» μία τακτική την οποία, οποιαδήποτε επανάσταση ή μαρξιστική κυβέρνηση, αληθινή ή μη, θα συνεχίσει να ακολουθεί. Ωστόσο η ιστορία μεταβάλλεται, και δεν είναι μία απλή στατική επανάληψη. Ο σταλινισμός δεν είναι μια πλατωνική έκφραση, που κοντοστέκεται πάνω από το σύμπαν προσμένοντας να εκφραστεί με το πρώτο άνθισμα της επαναστατικής αλλαγής.

Οι εναλλακτικές στο σταλινισμό-τροτσκισμό, σοσιαλδημοκρατία και αναρχισμός, ήταν υπερβολικά ασθενείς στις δεκαετίες του ’40 και ’50. Ο σταλινισμός ήταν ηγεμονικός την περίοδο αυτή. Ωστόσο, ο λαός μαθαίνει στη βάση της εμπειρίας, αν κάτι αξίζει ή όχι. Αυτό το οποίο ειδώθηκε ως ένα ζωτικό και εφικτό μοντέλο για την επαναστατική αλλαγή, εκείνο του Κράτους –μοναδικού κόμματος συν της εθνικοποίησης του παραγωγικού πλούτου, δεν συνεχίζει να θεωρείται στις μέρες ως μία αξιόπιστη απάντηση. Δε δημιουργείται, με βάση αυτό το μοντέλο, η κοινωνική τάξη την οποία καθένα άτομο ονειρεύεται.

Το μοντέλο άρχισε να απομακρύνεται από την ηγεμονία του σταλινικού μοντέλου, στα τέλη του ’60. Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή, προσπάθησε να δημιουργήσει το σοσιαλισμό διαμέσου μιας δημοκρατικής διαδικασίας. Η επανάσταση των Σαντινίστας, στη Νικαράγουα, δεν υιοθέτησε μια σταλινική γραμμή. Αντί να τελειώσει μια για πάντα με όλες τις διαφορετικές τάσεις, εκτός από τη δική της, αντ’ αυτού ευνόησαν μία δημοκρατία ποικίλων και διαφορετικών τάσεων, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της δεξιάς. Μία ευγένεια που ποτέ δεν τους αναγνωρίστηκε.

Τι οφείλουν να κάνουν λοιπόν οι αναρχικοί μπροστά σε καινούργια καθεστώτα, επαναστατικά ή προοδευτικά, τα οποία κατά κάποιο τρόπο δουλεύουν για το όφελος του λαού; Πρωτίστως, να ξεκαθαρίσουμε ότι η δική μας πίστη και αφοσίωση είναι στραμμένη εξ’ ολοκλήρου στο λαό και όχι στις κυβερνήσεις. Εάν ένας λαός στηρίζει μια προοδευτική κυβέρνηση, το κάνει γιατί αυτή η κυβέρνηση δίνει απαντήσεις στις επιθυμίες του. Μία μετωπική επίθεση ενάντια στην κυβέρνηση, προτού καν αυτή αρχίσει να λειτουργεί και να δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο στους υποστηρικτές της, είναι μία επίθεση χωρίς νόημα και θα δημιουργήσει μια άβυσσο ανάμεσα σε εμάς και το λαό.

Πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι όταν μία κυβέρνηση δρα, κατά κάποιο τρόπο, σύμφωνα με το κοινό συμφέρον. Όταν αποκλίνει από αυτή την κατεύθυνση, της ασκούμε κριτική. Ωστόσο, υπάρχουν τρόποι δράσης και κριτικής οι οποίοι δε μας αποξενώνουν από το λαό. Οφείλουμε να έχουμε μια συμπεριφορά ισχυροποίησης θετική. Ποτέ να μην παραμελήσουμε να μιλάμε για την ανάγκη της άμεσης δημοκρατίας και της αυτοδιαχείρισης. Εάν η κυβέρνηση είναι απρόθυμη προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα από τις υποσχέσεις, η δική μας πίεση θα να είναι ασταμάτητη και με μεγάλη απήχηση, και σε καμία περίπτωση δε θα θεωρηθεί ως κάτι το αρνητικό. Ο στόχος μας θα πρέπει να ‘ναι το σπρώξιμο, από τα κάτω, της προοδευτικής, κυβέρνησης μέχρι αυτή να φτάσει στο κριτικό εκείνο σημείο της πτώχευσης, της κατάρρευσης. Το σημείο εκείνο όπου θα δείξει είτε το πραγματικό της αντιδραστικό πρόσωπο, είτε θα ξεκινήσει μία διαδικασία αυτοδιάλυσης μέσα σε ένα σκηνικό γενικότερης ισχυροποίησης της λαϊκής εξουσίας. Και αυτή ακριβώς η διαδικασία δε μπορεί νε έρθει εις πέρας χωρίς της ελευθεριακή μας δράση, η οποία πρέπει να κερδίσει μία δυνατή βάση μέσα στον λαό, στα συνδικάτα, στις πόλεις και στις κοινωνικές οργανώσεις, ώστε να είναι δυνατή η υπεράσπιση των κατακτήσεών μας καθώς και η δυνατότητα δημιουργίας μιας ισχυρής βάσης για να προχωρήσουμε τον αγώνα μας ένα βήμα παραπέρα.

Οφείλουμε να είμαστε μαζί με το λαό. Εάν ο λαός κερδίσει μία άλφα σχετική αυτονομία και αποσυγκεντροποίηση, εμείς θα πρέπει να είμαστε εκεί για να σπρώξουμε τα πράγματα στο μέγιστο που μπορούμε. Εάν μια επαναστατική κυβέρνηση προωθεί τις κοοπερατίβες, οφείλουμε να τις διαμορφώσουμε και να ενωθούμε με αυτές ώστε να σιγουρέψουμε την δημοκρατικότητα και την αυτονομία τους. Εάν οι αντιδραστικοί προσπαθήσουν να επανακτήσουν την κυριαρχία τους μέσω μιας δικτατορίας, κάλπικων εκλογών ή απλά μία εισβολή, οφείλουμε να βρεθούμε στην πρώτη γραμμή του μετώπου αντίστασης, όχι ως λακέδες της κυβέρνησης, αλλά ως σύμμαχοι των λαϊκών κινημάτων τα οποία θα αφανιστούν σε περίπτωση που οι αντιδραστικοί καταλάβουν την εξουσία. Το σύνθημά μας δε θα πρέπει να είναι «υπερασπιζόμαστε την κυβέρνησή μας», αλλά «υπερασπιζόμαστε το λαό…τις πόλεις μας, τα συνδικάτα μας, τις κοοπερατίβες μας κ.τ.λ.». Ποτέ δε θα πρέπει να συμμαχήσουμε με την αντίδραση, ούτε καν φραστικά, ανεξάρτητα από τις διαφορές που θα έχουμε με την προοδευτική κυβέρνηση.

Μερικές προσωπικές εμπειρίες

Το 1972, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση (NDP) εκλέχθηκε για πρώτη φορά στη Βρετανική Κολομβία. Την ίδια εποχή προσπαθούσαμε να στήσουμε το αναρχικό κίνημα. Υπήρχαν 25 περίπου άτομα τα οποία ενδιέφερε ο αναρχισμός, εκ των οποίων τα μισά περίπου βρίσκονταν στη δική μας ομάδα. Η κυβέρνηση του NPD εισήγαγε τις ‘πράσινες γραμμές’, ένα μέτρο για την προστασία των πράσινων ζωνών καθώς και των γεωργικών εκτάσεων από τις κερδοσκοπικές ορέξεις των ιδιοκτητών γης. Αυξάνουν τη μηνιαία κοινωνική εισφορά από $95 σε $160, και δημιούργησαν ένα αποκεντρωμένο και δημοκρατικό μηχανισμό συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης. Επίσης απαγόρεψαν την σωματική τιμωρία στα σχολεία καθώς και άλλα κατασταλτικά μέτρα. Αντί να καταγγείλουμε την κυβέρνηση, όπως θα έκανα για παράδειγμα οι σεχταριστές, εμείς δεν είπαμε τίποτα. Στην πραγματικότητα ήμασταν σύμφωνοι με αυτό το οποίο έκαναν, και αφιερώσαμε όλες μας τις δυνάμεις στο να δημιουργήσουμε ένα ισχυρό αναρχικό κίνημα από το να αφιερώσουμε το χρόνο και τις δυνάμεις μας στο να καταγγείλουμε και να επιτεθούμε στην κυβέρνηση. Θα ήταν σαν ένας ψήλος να προσπαθεί να επιτεθεί σε έναν ελέφαντα.

Αυτό το οποίο συνέβη ήταν ότι, ήταν ότι οι μισοί από την ομάδα μας ήταν τόσο γοητευμένοι με την προοδευτική κυβέρνηση του NPD, που πρότειναν να εισχωρήσουμε στο κόμμα ώστε να συνεχίσουμε την πίεση μέσα από τις γραμμές του. Όταν μερικοί από εμάς το αρνήθηκαν, η λικβινταριστική τάση αποσχίστηκε και αποφάσισε να ενωθεί με την κυβέρνηση. Εμείς τους καταγγείλαμε και για κάποιο διάστημα υπήρξε μία πικρή εχθρότητα ανάμεσά μας. Οι αναρχικοί οι οποίοι αποφασίσαμε να μην συνταχθούμε με το κόμμα, είμαστε εκείνοι οι οποίοι αργότερα δημιουργήσαμε το Αναρχικό Κίνημα του Βανκούβερ, το οποίο υπάρχει και μέχρι τις μέρες μας. Σέβομαι τους ‘αναρχικούς του NPD’, με πολλούς από αυτούς ξαναγίναμε φίλοι, και αυτοί συνεχίζουν να είναι συμπαθούντες του αναρχισμού μέχρι σήμερα.

Αναδρομικά, θεωρώ ότι ο λικβινταρισμός(οπορτουνισμός) προέκυψε διότι ο κόσμος δεν είχε μια πλήρης συνείδηση του τι είναι ο αναρχισμός. Η εμπειρία του σεχταρισμού, τόσο κοινή μέσα στις διάφορες σέχτες της αριστεράς, είναι μία υπερ-αντίδραση ιδωμένη αντίστροφα. Από την άλλη, υπήρχε έλλειψη συντρόφων με εμπειρία οι οποίοι θα μπορούσαν να μας είχαν βοηθήσει. Ξεκινούσαμε από το μηδέν, για να το πούμε με κάποιο τρόπο. Δεν κάναμε λάθος στην επιλογή μας να μην επιτεθούμε στο NPD, ωστόσο σφάλαμε στο να μην ‘εκπαιδεύσουμε’ τους συντρόφους μας μαθαίνοντάς τους ποιές είναι οι διαφορές ανάμεσα στην σοσιαλδημοκρατία και τον αναρχισμό.

(I) Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για την ανατροπή του Αλιέντε, η CIA υποκίνησε και χρηματοδότησε μία απεργία οδηγών φορτηγών. Οι σεχταριστές εξύψωσαν τη συγκεκριμένη απεργία ως ένα ‘παράδειγμα ταξικού αγώνα’ ενάντια στους καταραμένους ρεφορμιστές του Αλιέντε.

Larry Gambone: Καναδός αναρχικός, σύμμαχος του αναρχοσυνδικαλισμού (αν και σέβεται και άλλες αναρχικές παραδόσεις, όπως αυτές του αναρχοατομικισμού και της αμοιβαιότητας), είναι ερευνητής της ιστορίας των πολιτικών ιδεών, και ιδιαίτερα αυτών του αναρχισμού και του λαϊκισμού. Είναι μέλος του επαναστατικού συνδικάτου ΙWW. Γράφει από τη δεκαετία του 1960, και στις μέρες μας τρέχει το μπλογκ http://porkupineblog.blogspot.com.

http://www.anarkismo.net

http://www.lsqueluchan.org

Το κείμενο στα αγγλικά, ισπανικά


[1] liquidacionismo/liquidationism