Αργεντινή: Δικαστήριο της Παταγονίας παραχωρεί στην Benetton κοινοτική γη των Μαπούτσε

Πριν από λίγες ημέρες ένα δικαστήριο της Παταγονίας έβγαλε μία απόφαση έξωσης της κοινότητας των Μαπούτσε που είχε εγκατασταθεί το 2007 σε κοινοτική γη που διεκδικείται δικαστικά από τη Benetton. Ακολουθεί ένα ιστορικό της υπόθεσης και η ανακοίνωση της κοινότητας των Μαπούτσε.

Το 1884 το κράτος της Αργεντινής οργάνωσε μία στρατιωτική εκστρατεία εξολόθρευσης των ιθαγενών πληθυσμών της Πάμπας και της Παταγονίας. Μεγάλος αριθμός ιθαγενών εκδιώχτηκε βίαια από τη γη τους, η οποία πέρασε στα χέρια του Κράτους και του ιδιωτικού Kεφαλαίου. Το ευρωπαϊκό Κεφάλαιο χρηματοδότησε αυτήν την εκστρατεία, η οποία είχε ως στόχο την γενοκτονία και εκδίωξη των Μαπούτσε και των άλλων ιθαγενών πληθυσμών από τη γη που ζούσαν αυτοί και οι πρόγονοί τους, έτσι ώστε αυτή να περάσει στα χέρια λίγων φεουδαρχών, αλλά και ντόπιων και Ευρωπαίων αποίκων.

Το 1896 ο πρόεδρος της Αργεντινής δωρίζει 9 εκατομμύρια στρέμματα γης στην ίδια περιοχή, σε Άγγλους μεγαλογαιοκτήμονες, παραβλέποντας και προσπερνώντας τους νόμους του ίδιου του Κράτους, οι οποίοι απαγόρευαν τη συσσώρευση μεγάλων εκτάσεων έγγειας ιδιοκτησίας σε ένα πρόσωπο και τη συνένωση ιδιοκτησιών. Εκτός αυτού, η δωρεά έγινε παρουσία ενός ιδιώτη και όχι ενός κρατικού συμβολαιογράφου, όπως όριζε ο νόμος. Επίσης, σε αυτή τη σκοτεινή υπόθεση πουθενά δεν αναφέρονται τα ονόματα των αγοραστών! Το Κράτος της Αργεντινής πλήρωνε έτσι το αντίτιμο της βοήθειας που είχε λάβει μερικά χρόνια πιο πριν και εγκαθίδρυε στην περιοχή ένα καθεστώς σκλαβιάς για το λαό των Μαπούτσε. Κατόπιν, η γη αυτή περνά σε μία εταιρεία-φάντασμα, την «Εταιρεία Γαιών της Νότιας Αργεντινής», η οποία ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1889 και δεν είναι εγγεγραμμένη σε κανένα από τα επίσημα ή μη αρχεία της Αργεντινής, παρά μόνο στο Εμπορικό Επιμελητήριο. Ο νόμος που ίσχυε το 1896 όριζε επίσης ότι σε περίπτωση δωρεάς ο αποδέκτης της θα έπρεπε να δουλεύει τη γη που του παραχωρήθηκε και απαγόρευε ρητά τη μεταβίβαση γαιών για κερδοσκοπικούς σκοπούς.

Μετά τη δεύτερη αυτή «μεταβίβαση», η επονομαζόμενη «Εταιρεία Γαιών της Νότιας Αργεντινής» περιφράσσει με συρματόπλεγμα αυτήν την τεράστια έκταση αλλά δεν κάνει την υποχρεωτική από το νόμο τοπογραφική μέτρηση της περιφραχθείσας έκτασης και κανένας κρατικός φορέας ή οργανισμός δε ζητά από την «εταιρεία» αυτή να κάνει τοπογραφικό σχέδιο και επίσημη μέτρηση της γης που έφτασε στα χέρια της. Έτσι, σιγά σιγά η έκταση αυτή “μεγαλώνει”, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα συγκρίνοντας τους χάρτες διαφόρων εποχών, ακόμα και το χάρτη που περιέχεται στο βιβλίο που εξέδωσε η ίδια η Benetton για την ιστορία της περιοχής( σύμφωνα με την ίδια).

Το 1975 η εταιρεία αυτή περνά στα χέρια αργεντινών καπιταλιστών. Το 1982 κρατικοποιείται, γίνεται ανώνυμη εταιρεία(λες και πριν ήταν επώνυμη) και αλλάζει ο τίτλος της από τα αγγλικά στα ισπανικά. Το 1991 αγοράζεται από την Edizione Holding Internacional N.V., εταιρεία ιδιοκτησίας της Benetton. Nα σημειωθεί εδώ ότι η Benetton αγοράζει ταυτόχρονα εκτάσεις στην πρωτεύουσα Μπουένος Άιρες, στο Ρίο Νέγρο και τη Σάντα Κρους, που σύμφωνα με την ιστοσελίδα της, μαζί με αυτές της εταιρείας που αγόρασε, φτάνουν συνολικά στα 9 εκατομμύρια στρέμματα.

Στο διάστημα 1976-1983, η Χούντα της Αργεντινής ξεπουλάει και άλλες μεγάλες κοινοτικές εκτάσεις των Μαπούτσε σε ξένες εθνικές ή πολυεθνικές εταιρείες.

Η νομοθεσία της Αργεντινής προστατεύει τον κοινωνικό χαρακτήρα και ρόλο της γης. Αυτό βέβαια στα χαρτιά, καθώς το καθεστώς της μεγάλης ιδιοκτησίας στην Αργεντινή βασίζεται μέχρι και σήμερα στην άγρια εκμετάλλευση τόσο της γης όσο και των ανθρώπων που δουλεύουν σε αυτήν, προς όφελος των τσιφλικάδων-φεουδαρχών και των καπιταλιστών. Επίσης, διάφοροι νόμοι υποτίθεται ότι προστατεύουν και κατοχυρώνουν τα δικαιώματα των ιθαγενών πληθυσμών στη γη τους.

Το 2002, μία οικογένεια αυτοχθόνων Μαπούτσε έπραξε το αυτονόητο: εγκαταστάθηκε σε ένα κομμάτι κοινοτικής γης που είχε αφαιρεθεί από την κοινότητα από τους ιμπεριαλιστές και μέχρι τότε ήταν χέρσα και εγκαταλελειμμένη, καλλιεργώντας την για να ζήσει και στην ουσία προσδίδοντας της τον κοινωνικό χαρακτήρα που υποτίθεται ότι προστατεύουν οι  νόμοι του Κράτους. Οι φτωχοί αυτοί άνθρωποι έφυγαν από την κωμόπολη που ζούσαν περιθωριοποιημένοι, με σκοπό να επιστρέψουν στη γη των προγόνων τους και να ζήσουν από αυτή. Δεν παραβίασαν καμία περίφραξη, αφού το συρματόπλεγμα είχε σκουριάσει και είχε γίνει κομμάτια. Η κρατική καταστολή ήταν άμεση. O κρατικός μηχανισμός κινήθηκε άμεσα για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του Κεφαλαίου, διώχνοντας με τη βία τους Μαπούτσε. Ο Ρόναλντ Μακ Ντόναλντ, εκπρόσωπος της προαναφερθείσας «εταιρείας» και της Benetton, τους μήνυσε.

To 2003, o Κολαμπέγι, ο δικαστής που εκδίκασε πρωτόδικα την υπόθεση και διέταξε την εκδίωξη της οικογένειας Μαπούτσε, καθαιρέθηκε από το πόστο του και κινήθηκε δικαστική διαδικασία εναντίον του, λόγω αυτής της παράνομης απόφασης που είχε πάρει. Οι μεγαλογαιοκτήμονες της περιοχής εξέδωσαν μία προειδοποιητική ανακοίνωση, κάνοντας σαφές πως δεν θα δέχονταν μία δικαστική απόφαση υπέρ της οικογένειας. Η δικαστική απόφαση που βγήκε ήταν καταδικαστική για την οικογένεια. Αμέσως ακολούθησαν ανακοινώσεις για τις επενδύσεις της εταιρείας στην περιοχή και τη δωρεά μιας ποσότητας καυσόξυλων που φρόντισε να κάνει τις επόμενες ημέρες.

Για τα επόμενα χρόνια, 2004-2007, ο αγώνας των Μαπούτσε πλαισιώθηκε από μεσάζοντες, μεσολαβητές, διαπραγματευτές και διπλωμάτες. Ακολούθησαν συναντήσεις και διαπραγματεύσεις στην Αργεντινή και στην Ιταλία. Η διπλωματία της Αργεντινής, ένα κράτος στο οποίο ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι απόγονοι ευρωπαίων μεταναστών και αποίκων, προσπάθησε με κάθε τρόπο να εγγυηθεί για την παρουσία της Benetton και όσων βρίσκονται από πίσω της στην Παταγονία.

Το 2007 η κοινότητα των Μαπούτσε της Σάντα Ρόσα Λελέκε επανέκτησε ένα μικρό μέρος της γης της, συνολικά 5.000 στρέμματα. Η Benetton κινήθηκε δικαστικά εναντίον τους, ζητώντας την εκδίωξή τους, ακόμα και να μην ανάβουν φωτιά για να ζεσταθούν ή να μαγειρέψουν, μέσα στα όρια της έκτασης που ισχυρίζεται ότι της ανήκει, μέχρι να βγει η τελική απόφαση. Κι αυτό σε μία περιοχή στην οποία η θερμοκρασία είναι σχεδόν συνεχώς υπό το μηδέν. Αρχικά η Εισαγγελία αποφάνθηκε ότι οι Μαπούτσε δεν είχαν κάνει χρήση βίας και δεν προχώρησε στην άμεση εκδίωξή τους, την οποία ζητά η ιταλική εταιρεία μέσω του νομικού ισχυρισμού της.

Στα τέλη του 2010, η κοινότητα των Μαπούτσε άσκησε έφεση και αίτηση αναίρεσης στο δικαστήριο της πόλης Έσκελ, λόγω αντισυνταγματικότητας της απόφασης. Στόχος των Μαπούτσε ήταν η παύση της δικαστικής διαδικασίας για τα περισσότερα από 5 χιλιάδες στρέμματα γης που διεκδικεί η Benetton, και που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Στις αρχές του Φλεβάρη του 2011, κτηματίες της περιοχής Τσουμπούτ, προετοιμάζοντας το έδαφος, άρχισαν μία δυσφημιστική εκστρατεία κατά των Μαπούτσε και του συστήματος κοινοκτημοσύνης που εφαρμόζουν. Συγκεκριμένα, ζήτησαν από τη Δικαιοσύνη «να λάβει υπ’ όψιν της το ιερό αστικό δικαίωμα: αυτό της ατομικής ιδιοκτησίας». Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας των κτηματιών της περιοχής, Ερνέστο Σιγκέρο, συκοφαντώντας με τρόπο φανερά ψευδή τους Μαπούτσε, ταυτιζόμενος με τη Benetton και τα συμφέροντα του ντόπιου και ξένου Κεφαλαίου, τους ονόμασε ψευτο-ιθαγενείς που «έχουν εγκατασταθεί σε εκτάσεις μερικών μελών(!) της αγροτικής μας ένωσης». Αποκάλυψε ότι είχε συναντήσεις με μέλη της τοπικής κυβέρνησης, οι οποίες δεν είχαν ανακοινωθεί και ότι πρόκειται να συναντηθεί με δικαστικούς για να τους αναλύσει το ζήτημα και να διαπιστώσει πως «όλα γίνονται σύμφωνα με το νόμο». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ντίγνα ντε Μπλάνκο, πρόεδρος των γαιοκτημόνων της περιοχής Κομοδόρο Ριβαντάβια, δήλωσε ότι «υπάρχει ανησυχία για την τήρηση του προστατευόμενου από το Σύνταγμα δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας, στο οποίο δε χωράει καμία συζήτηση για δικαιώματα τρίτων (πάνω σε αυτήν)».

Η Ρος Ρούα Ναουέλκιρ, μέλος της οικογένειας που επέστρεψε στη κοινοτική γη των Μαπούτσε το 2007, δήλωσε ότι δεν την ξαφνιάζει η απόφαση, «αφού ο νόμος ευνοεί τους ξένους και τους μεγαλοϊδιοκτήτες, ενώ αγνοεί τους αρχέγονους κατόχους αυτής της γης» και πως «ακόμα και αν η Δικαιοσύνη των λευκών καταπατητών πει ότι η γη ανήκει στη Benetton, εμείς θα πάμε να μείνουμε εκεί, γιατί είναι η αρχέγονη γη των προγόνων μας και να εκεί θα ζήσουμε. Ελπίζουμε ότι για μία φορά στη ζωή της η Δικαιοσύνη θα αποφανθεί ότι είναι μια δίκαιη υπόθεση για τους Μαπούτσε. Αν πει το αντίθετο, για άλλη μια φορά θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι η δικαιοσύνη δεν υπάρχει, διότι, δυστυχώς, αν βγάλουν απόφαση που να είναι εναντίον μας, τότε δεν υπάρχει δικαιοσύνη, υπάρχει αδικία».

Στα τέλη του Φλεβάρη του 2011, τεχνικοί από το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Παταγονίας πραγματοποίησαν κτηματολογική καταγραφή στην κοινότητα, σύμφωνα με το Νόμο 26.160, γεγονός που σταματά τις διαδικασίες εκδίωξης των Μαπούτσε και δίνει τη σκυτάλη στο Εθνικό Ίδρυμα Υποθέσεων των Ιθαγενών να πραγματοποιήσει μία κτηματολογική καταγραφή στις κοινότητες των ιθαγενών.

Στις 3 του Μάρτη του 2011, κοινοποιήθηκε από το δικαστήριο η εντολή εκκένωσης της έκτασης. Ο δικαστής Ομάρ Μαγκαλιάνες όρισε προθεσμία 10 ημερών για την εκκένωση της. Ο Εντγκάρδο Μανοσάλβα δήλωσε ότι το νομικό δίκαιο υπερίσχυσε του δίκαιου των ιθαγενών, χαρακτήρισε λανθασμένη την απόφαση και είπε ότι οι Μαπούτσε προτίθενται να καταθέσουν έφεση. Επίσης είπε ότι η δικαστική απόφαση δεν αναγνωρίζει το νόμο 26.160, σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύονται οι εκδιώξεις ιθαγενών από τη γη στην οποία βρίσκονται, μέχρι την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου(κτηματολογικής καταγραφής).

Την Πέμπτη 5 Μάρτη έγινε συγκέντρωση διαμαρτυρίας και αποδοκιμασίας της απόφασης έξω από τα δικαστήρια της πόλης Εσκέλ στην Παταγονία.

Η κοινότητα των Μαπούτσε της Σάντα Ρόσα Λελέκε έβγαλε την ακόλουθη ανακοίνωση:

To 2002 αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στα πατρογονικά μας εδάφη, όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι πρόγονοί μας, όπου ζήσαμε από παιδιά. Μάθαμε να σεβόμαστε τη φύση και να ζoύμε με τη mapu[1] (γη), κάνοντας ngellipun[2] και διάφορες παραδοσιακές τελετές του λαού μας, διατηρώντας τα έθιμα και τον τρόπο ζωής μας. Έτσι, στο τέλος του 2002 δεχτήκαμε το πρώτο χτύπημα της Δικαιοσύνης, η οποία αποφάσισε την έξωσή μας από την κοινοτική γη και η Benetton και η Ανώνυμη Εταιρεία Γης της Νότιας Αργεντινής (Compañía Tierras del Sud Argentino S.Α) , μας κατήγγειλε ως καταπατητές των ίδιων μας των  εδαφών. Περάσαμε από μια δίκη στην οποία η δικαιοσύνη του δικαστηρίου της πόλης Εσκέλ, υπό τον Δρ Χόρχε Έyιo, αποφάνθηκε υπέρ του ομίλου επιχειρήσεων της Benetton.

Κατά την περίοδο αυτή ταξιδέψαμε στην Ιταλία για να συναντηθούμε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Luciano Benetton, ο οποίος μεταξύ άλλων μας υποσχέθηκε ότι θα βρεθεί μια λύση στη αντιδικία και επίσης μας είπε ότι «ο λόγος του ως άνθρωπος αξίζει περισσότερο από την υπογραφή του σε ένα έγγραφο».

Μετά από τρία χρόνια που δε λάβαμε καμία απάντηση και λύση εκ μέρους του ιταλού μεγιστάνα και της εθνικής, περιφερειακής και δημοτικής εξουσίας της Αργεντινής, στις 14 Φεβρουαρίου 2007 επιστρέψαμε στη γη των προγόνων μας για να γίνουμε αυτό που είμαστε, Μαπούτσε, “άνθρωποι της γης”.

Oι αόρατοι λαοί της Benetton

Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών έπρεπε να αγωνιζόμαστε συνεχώς ενάντια στη Δικαιοσύνη. Λίγο μετά από τη συμπλήρωση τεσσάρων ετών στη γη μας, λάβαμε την 1η Μαρτίου από το δικαστήριο της πόλης Εσκέλ την κλήση για έξωση. Η απόφαση υπεγράφη από τον δικαστή Ομάρ Μαγκαλιάνες, ο οποίος και πάλι ενήργησε εξ ονόματος της Land Company Sud Argentino Α.Ε., ιδιοκτησίας του Luciano Benetton.

Αυτή η πρόταση είναι εκ των πραγμάτων λανθασμένη και βασισμένη σε ένα πολύ ειδικό δίκαιο, αφού ο δικαστής αυτός αγνόησε πλήρως την εντολή του Ανωτάτου Δικαστηρίου που υποχρεώνει την εφαρμογή του της νομοθεσίας για τους ιθαγενείς σε αυτές τις περιπτώσεις. Με αυτό γίνεται σαφής η άγνοια των δικαιωμάτων μας και των νόμων  που  προστατεύουν το λαό των Μαπούτσε, όπως:  το άρθρο 75, παράγραφος 17 του Εθνικού Συντάγματος, η Σύμβαση 169 της Διεθνής Οργάνωσης Εργασίας  και οι νόμοι 26.160 και 26.554. Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε το ότι κατά την ώρα της απόφασης λήφθηκε υπ’ υπόψη μόνον η κατάθεση των μαρτύρων που παρουσίασε η Benetton, αγνοώντας τελείως τους μάρτυρες που παρουσιάστηκαν από την Κοινότητα, όπως ο ιστορικός Ραμόν Μινιέρι, οι ανθρωπολόγοι Κλαούντια Μπριόνες και Ρούμπεν Γιανκακέο, οι καταθέσεις των οποίων τεκμηριώνουν την προγονική κατοχή (της γης) και τη διαρπαγή της.

Πιστεύουμε ότι η Δικαιοσύνη και ο δικαστής Ομάρ Mαγκαλιάνες αγνοούν ότι η κοινότητα είναι αναγνωρισμένη από την επαρχία του Τσουμπούτ, μέσω της νομικής της υπηρεσίας και από το Εθνικό Ίδρυμα για τις Υποθέσεις των Ιθαγενών, μέσω του νόμου 26.160. Η Κοινότητα έχει πραγματοποιήσει κτηματολογική καταγραφή, η οποία συνεπάγεται αναγνώριση από το Κράτος.

Μας έρχονται στη μνήμη τα λόγια που μας είπε κάποτε ότι ο δικαστής Mαγκαλιάνες ότι «ποτέ δεν θα του περνούσε από το μυαλό να δώσει εντολή έξωσης για μία κοινότητα των Μαπούτσε-Tεουέλκε». Αυτά τα λόγια μας έκαναν να ενθουσιαστούμε και να πιστέψουμε ξανά, έστω και λίγο, στη Δικαιοσύνη.

Σήμερα, με δεδομένη αυτή την εντολή εκκένωσης (έξωσης), αναρωτιόμαστε για άλλη μια φορά: Πώς μπορούμε να εμπιστευόμαστε αυτή τη Δικαιοσύνη; Που βγάζει άλλη μία απόφαση κατά της κοινότητάς μας που αντιστέκεται και αγωνίζεται γι’ αυτά τα 534 εκτάρια, ενώ η Benetton κατέχει πάνω από 1.500.000 εκτάρια σε ολόκληρη την επικράτεια της Αργεντινής. Η Δικαιοσύνη θα σταθεί κάποτε στο πλευρό μας;

Έχουμε κουραστεί από δικαστές χωρίς αξιοπρέπεια, διεφθαρμένους και προστάτες των γαιοκτημόνων και των πολυεθνικών.

Αισθανόμαστε την υποστήριξη και την αναγνώριση όλων των κοινοτήτων Μαπούτσε-Tεουέλκε της επαρχίας Τσούμπουτ, καθώς και τόσων άλλων που βρέθηκαν στο πατροπαράδοτο προγονικό έδαφος των Μαπούτσε, Wallmapu. Είμαστε πολύ ευγνώμονες για όλη τη συντροφικότητα που λαμβάνουμε από τους αδελφούς Μαπούτσε και μη Μαπούτσε.

Παρά την απόφαση αυτή, θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε την ύπαρξη μας και τη δέσμευσή μας γι’ αυτό το μικρό κομμάτι γης των Μαπούτσε, των προγόνων μας, των δυνάμεων της φύσης nien και newen . Συνεχίζουμε, με την πεποίθηση ότι θα ξαναγράψουμε την ιστορία μας ως λαός Μαπούτσε Τεουέλκε και να αντιστρέψουμε την διαρπαγή, την ταπείνωση και τη λεηλασία.

Δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια για τα εδάφη μας

Για κάθε εκκένωση, θα γίνονται δέκα καταλήψεις

Σάντα Ρόσα Λελέκε, Κουσάμεν, επαρχία Τσούμπουτ, 3 Μαρτίου 2011.

Πηγές: http://paismapuche.org, http://culmine.noblogs.org, http://www.santarosarecuperada.com.ar, http://afilandonuestrasvidas.blogspot.com


[1] Mapu= γη, Μαπούτσε= o άνθρωπος της γης, που ζει σε ισορροπία με τη γη

[2] Τελετή στην οποία ζητείται από τα πνεύματα του πάνω κόσμου να προστατεύσουν ένα κομμάτι γης που έχει μολυνθεί (κυριολεκτικά ή/και μεταφορικά).