ΗΠΑ: Ημέρα «Κλέψε κάτι απ’ τη δουλειά» (15/4)

Η ημέρα «Κλέψε κάτι απ’ τη δουλειά» πλησιάζει – στις 15 Απρίλη 2011.

Για να προετοιμαστείς γι’ αυτή, θα μπορούσες να φωτοτυπήσεις αντίτυπα του Heist!, του Περιοδικού επανοικειοποίησης εργασιακών χώρων, και να τα τρυπώσεις στα αποδυτήρια και στις λάντζες της περιοχής σου. Θα μπορούσες να προωθήσεις λινκς προς το πρωτότυπο βίντεο Ημέρα «Κλέψε κάτι απ’ τη δουλειά» και την εντυπωσιακή συνέχειά του στην οικογένεια και στους φίλους σου, αν όχι στους συναδέλφους σου.

Ή θα μπορούσες να έρθεις σε επαφή με τους φίλους μας στο Wild Nettle Distribution, που σου στέλνουν δωρεάν πακέτα των 25-50 αυτοκόλλητων για την ημέρα. Το μόνο που πρέπει να κάνεις, είναι να στείλεις μέιλ στο distro@wildnettle.com. Μην ξεχάσεις να αναφέρεις όνομα και διεύθυνση – οι δωρεές βοηθούν, αλλά δεν είναι υποχρεωτικές. Αν θέλεις περισσότερα από 50 αυτοκόλλητα, παρακαλούμε να συνεισφέρεις στα έξοδα εκτύπωσης και στα μεταφορικά. Π.χ. 10 δολάρια για 100 αυτοκόλλητα θα ήταν υπέροχα. Ίσως να ζητούσες και μεγάλο πακέτο, μαζί με άλλους από την πόλη σου. Μπορείς να συνεισφέρεις μέσω paypal στο ίδιο μέιλ. Δυστυχώς, το Wild Nettle δεν μπορεί να στείλει πακέτα στο εξωτερικό χωρίς αντίτιμο, γι’ αυτό αν ζεις εκτός ΗΠΑ επικοινώνησε μαζί τους.

Ιστορίες από τα μέτωπα

Πέρσι ενθαρρύναμε κόσμο να μας στείλει ιστορίες από κλοπές στον εργασιακό τους χώρο. Ορίστε μερικές από τις απαντήσεις – περισσότερες θα βρείτε στο εδώ.

Κλέψε από το χώρο εργασίας σου για εκπαίδευση

Το σχολείο αποφάσισε περικοπές εξόδων, και οι καθηγητές έπρεπε να παρέχουν οι ίδιοι χαρτί για γραφή ή διαγράμματα στους μαθητές τους. Η χρήση του φωτοτυπικού πάντως είναι δωρεάν. Για το μαθηματικό τμήμα, μία μόνο σελίδα χαρτιού για διαγράμματα σε διπλής όψης εκτύπωση ισοδυναμεί με 5 σελίδες χαρτιού. Κάποιες φορές , το να διευκολύνεται η δουλειά του καθηγητή με το κόστος να βαραίνει τη διεύθυνση, είναι μια ιδιοφυώς φιλανθρωπική πράξη.

— Εκπαιδευτικός μικρής πόλης.

Κλέψε από το χώρο εργασίας σου για να μην αφυδατωθείς

Ο άνθρωπος με το κοστούμι και τα εχθρικά, μισόκλειστα μάτια με κοιτάζει. Στέκομαι στη γωνία του λόμπι στον κινηματογράφο. Έχοντας ξεφορτώσει την παραγγελία, κρατώ την ξύλινη παλέτα στα χέρια μου. Πρέπει, μέσα στην παγωμένη βροχή, να την πάω μέχρι έξω στον κάδο. Νιώθω στα χέρια μου τσιμπιές από τις ακίδες και τον αέρα.
Γυρνώ μέσα και νιώθω στο μέτωπό μου κρύο ιδρώτα. Πάω να πιω ένα ποτήρι νερό.

«Δεν πίνουμε στο λόμπι», λέει ο μάνατζερ.
«Συγγνώμη», λέω.

Αφού δεν μπορώ να πιω από το νερό της βρύσης του μπροστά στους πελάτες, τότε απλά θα κατευθυνθώ προς το υπόγειο… όπου μόλις ξεφόρτωσα τρεις κούτες βιταμινούχο νερό.  Στο υπόγειο είναι αποθηκευμένες όλες οι προσφορές και οι προμήθειες. Νιώθω τα χέρια μου άγρια και να καίνε καθώς ανοίγω ένα βιταμινούχο νερό.
Αισθάνομαι την υγρή ενέργεια να μου χτυπά τα δόντια, όμως αυτό απλά κάνει την κούρασή μου πιο ζωντανή. Υπολογίζω το αριθμητικό μέρος της κλοπής αυτής. Κατώτατος μισθός συν υπερτιμημένα ποτά του κινηματογράφου, ισοβαθμούν περίπου με έναν αξιοπρεπή μισθό. Με τη διαφορά ότι τα αφεντικά δεν δείχνουν σεβασμό και η δουλειά είναι βρόμικη.  Κάποιοι μετανάστες φίλοι μου μου λένε ότι είμαι πολύ Αμερικάνος – μου αρέσει το μπέιζμπολ, τα τζιν και να ποσοτικοποιώ τα πράγματα.

Η οικονομική καταπίεση όμως είναι αποκλειστικά αμερικανική;

Αποφασίζω να πάρω μερικές χαρτοπετσέτες και λίγες μεγάλες σκουπιδοσακούλες για το σπίτι. Ήρθε η ώρα να πατσίσουμε, δεν τελειώσαμε όμως ακόμα.

— Φιλόδοξος συγγραφέας Νταν Λάρκινς.

Κλέψε από το χώρο εργασίας σου για να παρτάρεις

Το καλοκαίρι του 2000 ήταν το πιο απολαυστικό περιστατικό κλοπής υπαλλήλου που έχω βιώσει στο εργασιακό μου περιβάλλον. Εργαζόμουν σε μια αποθήκη διανομής αλκοολούχων ποτών, όπου ήταν συνηθισμένο να κλέβουν οι εργάτες. Και συνέβαινε σε τέτοιο βαθμό, που αποτελούσε σημείο τριβής μεταξύ των ιδιοκτητών και των εργατών. Έφτασαν να προσλάβουν ειδικό μάνατζερ για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Αυτός ήταν οικουμενικά μισητός, απ’ όλους τους εργάτες.

Κάποιοι ήταν αλκοολικοί, κάποιοι έκλεβαν για να πουλήσουν μπίρες και κρασί στο δρόμο. Άλλοι έκλεβαν απλά για να μεθύσουν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν μια ομάδα εφήβων –με το ζόρι είχαν τελειώσει το σχολείο–, κι έψαχναν να βρουν μπίρες για το πάρτι τους. Δούλευα δεύτερη βάρδια στις μεταφορές με φορτηγό. Οι νέοι αυτοί εργάζονταν εκεί μόνο δύο βδομάδες, αλλά είχαν καταλάβει πώς δούλευε το πράγμα.

Αν μια κούτα μπίρες είχε μέσα ένα ανοιγμένο μπουκάλι, δεν ήταν κατάλληλη για διανομή, οπότε πήγαινε σε ξεχωριστό σωρό, απ’ όπου οι υπάλληλοι και οι φίλοι τους μπορούσαν να αγοράσουν κρασιά με 1 δολάριο και κούτα μπύρες με 5. Περιττό να πω ότι είχα μια τεχνική για να φορτώνω μπίρες, με την οποία η κούτα θα έπεφτε σε μια γωνία και θα έσπαγε μόνο ένα μπουκάλι, καταστρέφοντας επαρκώς την κούτα, στέλνοντάς τη στον προαναφερθέντα σωρό. Έτσι, αυτοί οι έφηβοι ήρθαν σ’ εμένα λέγοντάς μου: «Ακούσαμε ότι πρέπει να μιλήσουμε μαζί σου αν θέλουμε μια κούτα μπίρες από το σωρό». Τους ρώτησα τι μάρκα μπίρες προτιμούσαν.

Γύρω στη μία ώρα αργότερα, όπως αναμενόταν, μια κούτα μπίρες έπεσε σπάζοντας ένα μπουκάλι και αχρηστεύοντας την κούτα. Τη φόρτωσα βιαστικά στην παλέτα, πηγαίνοντας γρήγορα προς το σωρό. Είχε μουλιάσει όμως τόσο πολύ, που όταν τη σήκωσα άνοιξε, και άλλο ένα μπουκάλι έπεσε κι έσπασε. «Όχι, ρε!» είπα απογοητευμένος και βιάστηκα να μαζέψω τα υπόλοιπα μπουκάλια από το έδαφος. Οι μισοί εργάτες ήρθαν να δουν τι γίνεται. Οι έφηβοι με ρώτησαν τι πήγε στραβά και τους είπα «Καταστράφηκε, δεν κάνει πια». Απογοητευμένος, άρπαξα ένα μπουκάλι, το άνοιξα κι άρχισα να κατεβάζω το περιεχόμενο. Οι έφηβοι σταμάτησαν, με κοίταζαν να πίνω και μετά άρπαξαν κι αυτοί μπίρες να πιουν. Μετά από αυτούς ήρθαν όλοι να πιουν από την αχρηστευμένη κούτα.

Ήμουν στη δεύτερη μπίρα, όταν ο «αντικλεπτικός» μάνατζερ ήρθε κι είδε το θέαμα όλων των εργατών να πίνουν παράνομα. Τον κοίταξα στα μάτια με περιφρόνηση γυρνώντας το μπουκάλι στα χείλη μου, με το ποτό να κατεβαίνει αναστατώνοντας το λαιμό μου. Στάθηκε εκεί για μια στιγμή, καταλαβαίνοντας ότι ήταν μια μάχη στην οποία θα μπορούσε μόνο να χάσει, κι έφυγε. Γελάσαμε με αυτό, και υποσχέθηκα στους μικρούς ότι το συντομότερο δυνατό θα τους έφερνα μια κανονική κούτα.

— Διαλεκτικός των μεσοδυτικών Πολιτειών.

[vimeo]http://vimeo.com/11099078[/vimeo]

Κλέψε από το χώρο εργασίας σου για να μείνεις συγκεντρωμένος στη δουλειά

Βγήκα από το σχολείο και περπάτησα 25 λεπτά μέχρι το Μπάσκιν Ρόμπινς (σ.τ.μ.: αλυσίδα παγωτατζίδικων) στο κέντρο της πόλης, περνώντας τους συνεργάτες μου και κατευθυνόμενος προς τα πίσω για να πάρω μια ποδιά και μια μετωπίδα. Καθώς ντυνόμουν κοίταξα το ρολόι, 2:45, νωρίς. Ήμουν σχεδόν πάντα στην ώρα μου κι εμφανιζόμουν πάντα για τις βάρδιές μου. Ενώ αυτό μπορεί να φαίνεται ως το ελάχιστο δυνατό αναμενόμενο από έναν υπάλληλο, το να είμαι όπου και όταν έπρεπε να είμαι χωρίς να περνάω όλη μου τη βάρδια στο τηλέφωνο φωνάζοντας στην καλή μου, με κατέστησε έναν από τους καλύτερους υπαλλήλους εκεί. Αυτό γιατί το αφεντικό μου προσλάμβανε αποκλειστικά μαθητές λυκείου. Το πλεονέκτημα σε αυτό ήταν ότι μπορούσε να μας πληρώνει πολύ λίγο (μετά από σχεδόν τρία χρόνια, έβγαζα 75 σεντς περισσότερα απ’ ό,τι όταν ξεκίνησα) – είχε επινοήσει μέχρι και σύστημα για να μας κλέβει τα τιπς (φιλοδωρήματα) από καιρό σε καιρό. Μπορούσε επίσης να μπλέκεται με τα προγράμματά μας και να φέρεται αυταρχικά με κάθε τρόπο.  Το μειονέκτημα ήταν ότι κάποιος σαν εμένα, που ήμουν αρκετά κακός στη δουλειά μου, μπορούσε να βγει υπάλληλος του μήνα.

Χτύπησα κάρτα και πήγα να αντιμετωπίσω την ουρά πελατών, που έφτανε μέχρι έξω στην πόρτα. Αυτό συνέβαινε όλο το καλοκαίρι, κάθε καλοκαίρι, από το άνοιγμα μέχρι το κλείσιμο: Ατελείωτες ουρές πελατών, καθένας πιο προσβλητικός από τον προηγούμενο. Παιδιά αναστατωμένα που το κυπελλάκι τους με τον Σρεκ δεν έμοιαζε μ’ εκείνο στη φωτογραφία, γονείς έξαλλοι που δεν κατάφεραν με την αγορά ενός παγωτού να ηρεμήσουν τα κακομαθημένα παιδιά τους.

Πήρα την πρώτη παραγγελία, δύο μπάλες παγωτό σε κύπελλο. Κόστος: 1,80 δολάρια το ένα. Γύρισα προς το δεύτερο ταμείο, αυτό που δεν κοιτάζει προς τους πελάτες: όταν το χρησιμοποιούσες, η πλάτη σου ήταν γυρισμένη στη κάμερα με την οποία το αφεντικό μάς παρακολουθούσε από το σπίτι του. Χτύπησα μόνο μία μπάλα. Ο πελάτης πλήρωσε με 5δόλαρο κι εγώ έδωσα ρέστα 1,40, σκεπτόμενος ότι υπήρχε στο ταμείο 1,80 επιπλέον. Δεν ήταν μόνο ότι σκεφτόμουν πως ο χρόνος μου άξιζε περισσότερο απ’ όσο πληρωνόμουν· ήταν κι ένας τρόπος να καταπολεμώ τη βαρεμάρα. Ένας τρόπος να καταπολεμώ το θυμό μου. Το έκανα ξανά και ξανά όλο το απόγευμα και τη νύχτα. Καθώς οι πελάτες ήταν προσβλητικοί και με κοιτούσαν σαν να ήμουν βλάκας, χαμογελούσα ψυχρά υπολογίζοντας πόσα θα μπορούσα να κερδίσω από τις παραγγελίες τους. Η πραγματική ομορφιά αυτού του κόλπου ήταν ότι, ακόμη κι αν μια νύχτα δεν έβρισκα την ευκαιρία να τσεπώσω τα λεφτά, λίγα αφεντικά κάνουν πραγματικό έλεγχο όταν υπάρχουν πολλά φράγκα στο ταμείο.

Ήταν γύρω στα 12 τέτοια κόλπα που μπορούσα να κάνω για να διασκεδάσω κατά τη διάρκεια της βάρδιάς μου. Ο συνεργάτης μου Ντέβον παρέμενε αφοσιωμένος στο να πουλάει χόρτο έξω από το μαγαζί.

Όταν έβαζε με τη σπάτουλα διπλή ποσότητα σε μία μπάλα, με μια σακούλα ανάμεσα στα κύπελλα, μετά οι πελάτες τού άφηναν 20 δολάρια σε ένα τσαλακωμένο κύπελλο κάτω από τον κάδο σκουπιδιών, που βρισκόταν πίσω, ώστε να τα πάρει στο επόμενο διάλειμμα που έβγαινε έξω για τσιγάρο. Του είχα μάθει αυτό το τρικ πριν εφεύρω τα κόλπα πνευματικής αριθμητικής. Δε φοβόμουν μήπως καταλάβει τι κάνω γιατί ήταν πολύ απασχολημένος και μάλλον μαστουρωμένος.

Υπήρχε και η μάνατζερ, η Νάταλι, που τύχαινε να είναι η κοπελιά μου, που χωρίς αμφιβολία έκανε το ίδιο πράγμα. Στο τέλος της νύχτας συγκρίναμε τα νούμερα κι έβγαιναν 40 δολάρια στον καθέναν. Ο φίλος μου Γουές μπήκε στο μαγαζί περιμένοντάς με να κάνω διάλειμμα. Όταν τελικά τον συνάντησα πίσω, του είχα ένα δωράκι: «Βρήκα επιτέλους πώς να κάνω τα smoothies βέγκαν!» Του έδωσα το smoothie με ένα τεράστιο κύπελλο γκρανόλας από τον πάγκο με τις επικαλύψεις. Ήταν το αγαπημένο μου κομμάτι της δουλειάς, και σε όποιο φαγάδικο δούλεψα από τότε: να δίνω δώρα. Είναι τόσο εύκολο να είσαι γενναιόδωρος όταν αυτά που δωρίζεις δεν είναι στην ουσία δικά σου!

Η Νάταλι έβγαλε το κεφάλι της από την πίσω πόρτα: «Θα ανταλλάξουμε μιλκσέικς με τα παιδιά από το Nice Slice (αλυσίδα εστίασης με «όνομα» στην πίτσα). Τι θες;»

Σκέφτηκα για μια στιγμή. «Μπρόκολο και κρεμμύδι, και μία για τον Γουές που η μισή να μην έχει τυρί». Είχαμε δικτυωθεί σε όλη την πόλη. Ανταλλάσσαμε παγωτά με τα παιδιά από το Nice Slice για πίτσες, με τα παιδιά από τα Starbucks για περίεργους καφέδες, με τα παιδιά από τα Bruegger’s (επίσης αλυσίδα εστίασης) για μπάγκελς (σαν λουκουμάδες με προζύμι, σε διάφορες γεύσεις). Κάποιοι συνάδελφοί μου έκαναν ανταλλαγές ακόμη και με τον τύπο στην κάβα μια δυο φορές. Το φαγητό ήταν το πιο συνηθισμένο από τα πράγματα που παίρναμε, χαρίζαμε ή ανταλλάσσαμε, δε σταματούσαμε εκεί όμως. Όσοι από εμάς έκαναν γκραφίτι, έπαιρναν λαστιχένια γάντια. Παίρναμε άδειες ή συχνά και γεμάτες κονσέρβες με κρέμα γάλακτος για… ψυχαγωγικούς σκοπούς, αν δεν μας έπιαναν στα πράσα. Για τους φίλους που έμεναν μόνοι τους, χαρτί υγείας, καθαριστικά, ζελατίνη περιτυλίγματος και οτιδήποτε άλλο χρειάζεται κι είναι ευπρόσδεκτο σε ένα σπίτι. Το θέμα με τις υπηρεσίες τροφίμων είναι ότι πετιούνται τόσο πολλά, που γίνεται πάρα πολύ δύσκολο να ελέγξει κανείς τις προμήθειες, έτσι το ερώτημα για τα πάντα στο μαγαζί ήταν: «Έχει αυτό οποιαδήποτε αξία για κάποιον έξω από αυτό το παγωτατζίδικο;»

Ο Γουές με ευχαρίστησε για τη μάσα και πήγε να γράψει τ’ όνομά του πάνω στα πράγματα του κόσμου, ώσπου σχόλασα στις 10:30. Όταν κλειδώθηκε η είσοδος, κι ο τελευταίος πελάτης είχε εξυπηρετηθεί, το πάτωμα είχε σφουγγαριστεί, τα τζάμια είχαν καθαριστεί και το ταμείο είχε μετρηθεί –42,35 δολάρια για πάρτη μου και ανάλογο ποσό για τη Νάταλι–, γύρισα προς το μέρος της: «Πόσο κόσμο θα ‘χουμε;»

«Λαό».

Άνοιξα την κατάψυξη. «Βανίλια-σοκολάτα με κομματάκια;»

«Καλό ακούγεται», είπε εκείνη, παίρνοντας από το ράφι κάτω από το ταμείο έναν πάκο μικρά κύπελλα. Έβγαλα από τον καταψύκτη ένα από τα 20κιλα δοχεία παγωτού και το έβγαλα απ’ την πίσω πόρτα, πριν βάλω το συναγερμό – ξέρετε, αυτόν για τους κλέφτες.

— Υπάλληλος του μήνα.

 

 

Κλέψε από το χώρο εργασίας σου για απροκάλυπτο ντανταϊσμό

ΟΚ, υπάρχει μεγάλη γκάμα κλοπών από χώρους εργασίας, οι οποίες γίνονται βασικά για λόγους επιβίωσης. Φυσικά, δεν ξεπερνάνε ένα όριο, αφού χρειάζεστε επίσης τη δουλειά για να τα βγάλετε πέρα. Σωστά;

Μα υπάρχει ένα άλλο είδος κλοπής από χώρο εργασίας για όσους μπορούν να αντέξουν οικονομικά το να χάσουν τη δουλειά τους ή που απλά δεν τους καίγεται καρφάκι. Οι άνθρωποι που έχουν σιχαθεί τη μισθωτή σκλαβιά είναι έτοιμοι να αυτο-απολυθούν, αν κανείς δεν τους απολύσει. Αυτού του είδους η κλοπή από την εργασία δεν είναι για την επιβίωση, δεν έχει να κάνει με επίτευξη στόχων, γι’ αυτό δεν έχει κανένα όριο. Είναι ένα είδος ψυχολογικής τρομοκράτησης για να βεβαιωθείτε ότι τα αφεντικά δεν ξέρουν τι να περιμένουν. Δεν βοηθά αυτούς που το κάνουμε –η εκδίκηση εργατικής τάξης σχεδόν ποτέ δεν κάνει–, αλλά δείχνει πως ο πόλεμος καλά κρατεί.

Πίσω στα χρόνια του λυκείου, δούλευα λαντζέρης σε μια καφετέρια κολεγίου. Σε κάθε γεύμα, μας έρχονταν γύρω στις τρεις χιλιάδες, τέσσερις χιλιάδες βρόμικα πιάτα πάνω στον ιμάντα μεταφοράς – μας έπεφτε ζεματιστό νερό στα παπούτσια, σε άλλους έφευγε το δέρμα, στα 8 μέτρα μήκους του. Ο μόνος τρόπος που είχα για να διαχειρίζομαι αυτό το σκηνικό ήταν να αρπάζω ένα πιάτο ανά μισάωρο, να βγαίνω απ’ την πίσω πόρτα και να το εκσφενδονίζω στο συμπιεστή απορριμμάτων με όλη μου τη δύναμη. Ίσως αυτό δεν είναι ακριβώς κλοπή, αλλά το μόνο πράγμα που ήθελα να κάνω σε κείνο το μέρος ήταν να το καταστρέψω. Αν καταλαμβάναμε το χώρο εργασίας μας, σε στυλ Αργεντινής, θα ψήφιζα να το πυρπολήσουμε κι όχι να το αυτοδιαχειριστούμε ή οτιδήποτε άλλο.

Την ίδια χρονιά ο φίλος μου ο «Μπιλ» πήγε για δουλειά σε ένα μπακάλικο. Πρώτη μέρα, κι ο προϊστάμενος του δείχνει το χώρο, του εξηγεί τη ρουτίνα και στη συνέχεια τον βάζει στο πίσω δωμάτιο για να μεταφέρει το στοκ ή κάποια τέτοια μαλακία. Εκεί υπάρχουν μεγάλες κούτες με σαντιγί και, μόλις ο τύπος φεύγει, ο Μπιλ την πέφτει σε όλη τη σαντιγί και λιποθυμά. Ο προϊστάμενος ξανάρχεται και τον βλέπει εκεί, με όλα τα δοχεία και τα πάντα. Φαντάζεστε τι θα σκέφτηκε; Κάτι σαν «Πρέπει να τρέξω μια επιχείρηση με τέτοια μαλακισμένα;»

Λίγα χρόνια αργότερα, ο «Κρις» δούλεψε για ένα μήνα ταμίας σε ένα βενζινάδικο και πέρασε όλο τον καιρό τηλεφωνώντας στο Βέλγιο απ’ το σταθερό τους. Την κοπάνησε λίγο πριν έρθει ο λογαριασμός. Συνήθιζε να κάνει πολλές τέτοιες μαλακίες.

Αλλά η αγαπημένη μου ιστορία είναι όταν ο «Ζακ» δούλευε σε μια αποθήκη της μεταφορικής εταιρείας UPS. Όλη τη νύχτα ξεφόρτωνε κούτες από ένα μεταφορικό ιμάντα με μια κάμερα να είναι στραμμένη πάνω του. Έκανε αυτή τη μαλακία για μήνες, και τσαντιζόταν όλο και πιο πολύ. Ένα βράδυ μπαίνει μέσα, κι είναι ο μόνος που εργαζόταν στην αίθουσα στοιβάζοντας όλα αυτά τα κιβώτια. Τελικά πιάνει ένα απ’ αυτά, το μεταφέρει κάτω απ’ την κάμερα και το ανοίγει σκίζοντάς το με το σουγιά του. Μέσα έχει τσίχλες, άπειρες συσκευασίες. Βγάζει μία, την ανοίγει, ξετυλίγει μια τσίχλα, τη βάζει στο στόμα κοιτάζοντας την κάμερα όλη την ώρα και αρχίζει να μασάει πολύ αργά. Μετά αποχώρησε.

— Ταξικός πολεμιστής.

[vimeo]http://vimeo.com/8921869[/vimeo]

μετάφραση από εδώ: www.crimethinc.com/blog