Καταλήψεις: Κύμα εκκενώσεων στο Άμστερνταμ (Ολλανδία)

Πρώτο κύμα «εξώσεων» σε καταλήψεις και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους

Την Τετάρτη, 22 Μάρτη, η πόλη του Άμστερνταμ υπέστη το πρώτο μαζικό κύμα εκκενώσεων μετά την ψήφιση του νόμου που καθιστά παράνομες τις καταλήψεις (και τα αυτοδιαχειριζόμενα στεγαστικά εγχειρήματα). Η αλλοτινή στάση ανοχής απέναντι στις καταλήψεις στην Ολλανδία αντικαταστάθηκε από τη μηδενική ανοχή ενάντια σε όποιους παίρνουν στα χέρια τους το δικαίωμα της στέγασης.
Η αστυνομία του Άμστερνταμ, αντί να προβεί σε εκκένωση κατειλημμένων σπιτιών μεμονωμένα, εξάσκησε το παραδοσιακό μέσο του κύματος «εξώσεων» (εκτοπίσεων). Κατά βάση, η επιχείρηση αυτή σημαίνει πολλές διμοιρίες μπάτσων, ειδικό εξοπλισμό για το σπάσιμο των πορτών και των οδοφραγμάτων, σκύλους αστυνομίας, τεθωρακισμένες «αύρες» και συχνά επίσης ελικόπτερο. Αυτήν τη φορά, προστέθηκε στη σούμα όλων των παραπάνω η στρατιωτική αστυνομία. Από το πρωί δυνάμεις καταστολής διέσχισαν την πόλη και εκκένωσαν μια σειρά καταλήψεων – που είχαν ειδοποιηθεί για τις «εξώσεις». Αντί για συγκεντρώσεις στους χώρους που επρόκειτο να εκκενωθούν, είχαν καλεστεί αποκεντρωμένες και αυτόνομες δράσεις.
Η νύχτα που προηγήθηκε ήταν χαοτική. Εκτός από τη μαζική παρουσία στους δρόμους, σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, άτομα επιτέθηκαν και κατέστρεψαν διάφορα σύμβολα του κράτους και του Κεφαλαίου. Ένα περιπολικό κάηκε και καταστράφηκαν ΑΤΜ σε επιθέσεις κατά τραπεζών. Ένα ιδιόκτητο αυτοκίνητο μεσιτικού γραφείου παραδόθηκε στις φλόγες. Τοιχογραφίες υπέρ των καταλήψεων, με αντεξουσιαστικό περιεχόμενο, ζωγραφίστηκαν σε όλη την πόλη. Συνολικά, έγιναν έξι συλλήψεις την ίδια νύχτα, ενώ ένα ακόμη άτομο συνελήφθη κατά τη διάρκεια της κατασταλτικής επιχείρησης όταν αρνήθηκε να εγκαταλείψει μια κατάληψη.
Δέκα σπίτια εκκενώθηκαν. Το κόστος της επιχείρησης του κύματος «εξώσεων» υπολογίζεται στα 700.000 ευρώ.
Η κατάληψη στο Άμστερνταμ θα συνεχιστεί, και αυτό το ξέρουν όλοι.

Πηγές: agência de notícias anarquistas-ana / 325.nostate / propagandalalaland

Ακολουθεί μετάφραση μπροσούρας για τις καταλήψεις στην Ολλανδία, που τυπώθηκε στο Άμστερνταμ τον Ιανουάριο του 2011

Καταλήψεις: Μια προσφορά σε αυτούς/αυτές που δεν αρκούνται στα λίγα

Αυτό το κείμενο είναι μια συμβολή στην ανάλυση της παρούσας κατάστασης στην Ολλανδία, στο πλαίσιο της κοινωνικής έντασης και της καταστολής που προωθείται τους τελευταίους μήνες γύρω από την απαγόρευση των καταλήψεων. Για εμάς,  επειδή αυτή η αλλαγή του νόμου δεν αποτελεί μια μεμονωμένη εκστρατεία ενάντια στους καταληψίες, είναι σημαντικό να αρχίσουμε να μιλάμε για τη στρατηγική του κράτους που στοχεύει σε διάφορες ομάδες και άτομα.

[nggallery id=6]
Τυπώθηκε στο Άμστερνταμ, Ιανουάριος 2011

Η ολλανδική και η αγγλική έκδοση αυτού του κειμένου δεν αποτελούν ακριβή αντίγραφα μεταξύ τους. Θα πρέπει να επικεντρωθούμε σε «τι» λέγεται και όχι να σκεφτόμαστε «ποιος» το έγραψε. Η μη συμμετοχή σε κουτσομπολιά και διάφορες διαδόσεις, καθώς και ο σεβασμός του κάθε ατόμου και της ασφάλειας του βοηθά τη δημιουργία του αισθήματος της εμπιστοσύνης μέσα στον αγώνα.

Περίληψη

Η κατεύθυνση πολιτικής της νέας κυβέρνησης δεν πρέπει να σοκάρει. Πρόκειται για υπολογισμένες διαδικασίες μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής τάσης με ακόμα πιο ρητές και απροκάλυπτες τις πολιτικές της μη ανοχής και του ελέγχου. Αυτά τα μέτρα σκοπό έχουν κυρίως να ξεφορτωθούν τα ανεπιθύμητα κομμάτια της κοινωνίας, τους περιθωριοποιημένους και τα δυνητικά μη ελεγχόμενα στοιχεία που εξακολουθούν να αποτελούν κίνδυνο για την ομοιογενή και συνεργατική κοινωνία που αυτοί θέλουν. Αυτά τα μέτρα έχουν δύο κατευθύνσεις: ενσωμάτωση ή εξουδετέρωση. Αυτή τη στιγμή, η νέα κυβέρνηση διευρύνει και εντατικοποιεί τη πολιτική των τελευταίων δέκα ετών της χώρα με ταχύτερους και επιθετικότερους ρυθμούς. Το CDA (χριστιανοδημοκράτες), το VVD (φιλελεύθεροι) και το PVV (νεοδεξιοί λαϊκιστές) διαμορφώνουν το πολιτικό πλαίσιο για τα επόμενα χρόνια. Όλα τα πολιτικά κόμματα έχουν τις ίδιες επιδιώξεις και  λειτουργίες: να επιβάλλουν τα κρατικά συμφέροντα στο λαό. Το δρόμο για αυτή τη μετάβαση άνοιξε το PVDA (σοσιαλδημοκράτες), το οποίο τα τελευταία χρόνια εισήγαγε θεαματικά μέτρα επιβάλλοντας νέες μορφές (κοινωνικού) ελέγχου για την προστασία και την ασφάλεια,  προστατεύοντας τις τράπεζες, αυξάνοντας την καταστολή και πολλαπλασιάζοντας τη ξενοφοβική και ελιτίστικη προπαγάνδα (ξεσπάσπατα σε παράνομους, ομάδες παρέμβασης σε κοινωνικούς χώρους, μειώσεις στην πρόνοια, εξαναγκαστικά προγράμματα ενσωμάτωσης, ποινικά μέτρα για μικρά αδικήματα, για παράδειγμα: πέντε πλημμελήματα είναι αρκετά για 10ετή φυλάκιση με σκοπό τη τιμωρία και όχι το σωφρονισμό κ.τ.λ.). Νέα όρια και νέες αρχές ορίζουν τον υποτιθέμενο κοινωνικό διάλογο. *1

Και ενώ σε πολιτικό επίπεδο η ιστορία της μη ανεκτικότητας και της ενσωμάτωσης γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη, επιπλέον [οι κυβερνώντες] έπαψαν να διαψεύδουν την εσωτερική διαμάχη τους με τον ολλανδικό λαό. Στην προσπάθεια τους να διευρύνουν τις διαφορές μεταξύ των πολιτών, διαχωρίζοντας ανάμεσα στους συνεργάσιμους και μη (με βάση τα χαρτιά τους, τις ανάγκες και τις επιθυμίες ή την οικονομική δυνατότητα τους) ο μόνος τρόπος να  δημιουργηθεί μια αποτελεσματική αντίσταση είναι μέσω της συνεύρεσης, της συζήτησης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων αναπτύσσοντας την αλληλεγγύη και το θάρρος ενάντια στα αφεντικά και τους πολιτικούς.

Γιατί, όμως, να μιλάμε για την παρούσα κατάσταση πραγμάτων αυτού του διεφθαρμένου πολιτικού κόσμου, όταν το κείμενο αυτό μιλάει για την ποινικοποίηση των καταλήψεων; Η κρίση που δημιουργούν εξυπηρετεί πάντα κάποιον σκοπό. Οι καταληψίες, οι επισφαλείς εργαζόμενοι, η νεολαία στους δρόμους ή και οι μετανάστες- δεν αποτελούν μεμονωμένα παραδείγματα, ούτε τυχαία τα θύματα της καταστολής που ξαφνικά αποφάσισαν να ξεσηκωθούν. Ακούγεται κοινότυπο, αλλά είναι πολύ σημαντικό να συνδέσουμε τις καταστάσεις μεταξύ τους. Το κράτος δεν κηρύσσει τυχαία πόλεμο ενάντια στους «τρομοκράτες του δρόμου» (ορισμός που δίδεται από τους πολιτικούς και τα μίντια στη μαροκινή νεολαία), τους καταληψίες ή τους επισφαλείς εργαζόμενους. Είναι μια αποφασιστική ενέργεια διεύρυνσης του κρατικού επεκτατισμού, του καπιταλισμού και της αύξησης των σκλάβων του. Το σύστημα προκειμένου να νομιμοποιήσει και να αποδείξει την αναγκαιότητα του για την προστασία των πολιτών του χρειάζεται να επινοήσει εχθρούς. Το κάνουν για να διατηρήσουν έναν παράγοντα πανικού και ανησυχίας στις συζητήσεις και τις αποφάσεις τους και με αυτό τον τρόπο αυξάνουν την (προληπτική) καταστολή και τον έλεγχο όλων όσων δεν προσαρμόζονται στα ασφυκτικά σχέδια τους.

Δεν αποκλείουμε την προσπάθεια κανενός ατόμου που θέλει να σώσει την αξιοπρέπεια του (ενέργεια που απαιτεί αρκετό θάρρος) μέσω των ονείρων και των σκέψεων (ακόμα και των δογματισμών) μας. Είμαστε τόσο τυχαίοι και μόνοι όσο όλοι μας. Ένα πράγμα που έχουμε κοινό είναι ότι μας έχουν γαμήσει, όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα μέτρα που παίρνουν εξασφαλίζουν τη δική μας ειρήνη και ασφάλεια: αποκλειστικά και πάντα λειτουργούν προς το συμφέρον του κέρδους τους και τον έλεγχο μας.

Συμβιβασμός

Θα θέλαμε να αναφέρουμε ένα πολύ λεπτό θέμα, το οποίο αποτελεί σοβαρό ζήτημα συζήτησης και διαμάχης (και ισχύει) για όλους τους κοινωνικούς αγώνες -όπως και στον μικρόκοσμο του χώρου μιας κατάληψης- και έχει πολύ μεγάλη σημασία. Σε πολλές περιπτώσεις, είμαστε αντίθετοι στην ιδέα του συμβιβασμού, αν και πρακτικά αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη μας σε αυτό τον κόσμο. Και όταν η ιδέα αυτή εμφανίζεται στο πλαίσιο προσωπικών παθών και επιθυμιών μέσα σε ένα συλλογικό αγώνα είναι δύσκολο να διατηρηθεί μια αμερόληπτη στάση πάνω στο ζήτημα. Κάθε φορά που οι σκέψεις και τα συναισθήματα κάποιου/ας επικοινωνούν με αυτά των άλλων, η αλληλεπίδραση μπορεί να είναι συγκρουσιακή. Αυτή η αντιπαράθεση δεν είναι απαραίτητα αρνητική: οι προκλήσεις είναι σημαντικές τόσο για τη κατανόηση των άλλων όσο και για την ανάπτυξη της αυτοκριτικής. Τελικά, αυτό είναι που διαφοροποιεί το κοινωνικό κίνημα το οποίο είναι ζωντανό και αναλυτικό από τη στατική μάζα. Το σημείο όπου ο συμβιβασμός αποκτά αρνητική έννοια είναι όταν για χάρη μιας επιβαλλόμενης εσωτερικής κοινωνικής ειρήνης μέσα σε ένα κίνημα αποφεύγουμε μια φυσική, ανοιχτή και ειλικρινή διαφωνία μεταξύ μας. Η εκδήλωση μιας ελεύθερης και άμεσης κατανόησης από τον καθένα χωριστά για το τι θέλουμε (και τι δεν θέλουμε) οδηγεί σε αυθόρμητες διαφωνίες και καταστάσεις που μπορούν να δημιουργήσουν ένα πιο γόνιμο έδαφος. Έτσι, η εύρεση συνενόχων, συμμάχων και συντρόφων γίνεται πιο ξεκάθαρη: σε ποιο βαθμό μπορούμε να είμαστε συνοδοιπόροι και μέχρι ποιο σημείο οι διαφορετικές απόψεις στη συζήτηση μας προκαλούν πραγματικές αντιπαραθέσεις μεταξύ μας.

Η Ιστορία των καταλήψεων

Σύμφωνα με τους μπάτσους: «Οι διώξεις που σχετίζονται με την πρακτική της κατάληψης αποτελούν καθημερινότητα. Η κάθε πλευρά γνωρίζει τις πρακτικές της άλλης και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια τυπική ηρεμία. Συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, μπορούμε να δούμε μια επιτυχημένη στρατηγική αποκλιμάκωσης από τη πλευρά της τοπικής εξουσίας».*2
Οι καταλήψεις ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ως μια πρακτική λύση στα τεράστια οικονομικά προβλήματα και προβλήματα στέγης: οι τιμές των ακινήτων ήταν εξοργιστικά υψηλές, η ανεργία ιδιαίτερα εκτεταμένη και πολλά σπίτια έμειναν άδεια. Προέκυψε κάπως αυθόρμητα και στα σπίτια άρχισαν να μπαίνουν ανά δύο άτομα. Η ανάγκη στέγης και η έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας στο πρόβλημα αυτό, ανάγκασε πολλούς να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Ήταν ένα πραγματικό κοινωνικό κίνημα και παρέμεινε τέτοιο, αν και δεν γενικεύτηκε. Υπάρχουν πολλοί λόγοι ενθουσιασμού για την ευρεία αποδοχή απαλλοτριώσεων ιδιοκτησίας. Η κατάληψη χωρίς αδειοδότηση και πέρα από τα όρια της νομιμότητας μπορεί να οδηγήσει στη δυνατότητα δημιουργίας ενός ριζοσπαστικού αγώνα.
Οι νέοι αυτοί τρόποι δημιουργίας και ενδυνάμωσης της ανάληψης ευθύνης των αναγκών μας μπορεί να αποτελέσει πραγματική απειλή στις δυνάμεις εξουσίας. Θεωρητικά, όλα αυτά μπορούν να διασφαλίσουν «την ενότητα και τη δικαιοσύνη» που χρειάζεται μια κοινωνία για να υπάρξει. Η διάδοση ενός κινήματος που την ίδια στιγμή εκθέτει την αδυναμία του κρατικού ελέγχου και αμφισβητεί την αναγκαιότητα του τους τρομάζει. Ακόμα και αν η αντιπαράθεση των καταληψιών με το κράτος παραμείνει στάσιμη (η στέγαση είναι θεμελιώδης για την επιβίωση και όχι για την εκπλήρωση  των πιο αχαλίνωτων επιθυμιών μας) μπορεί να αποτελέσει την απαρχή της απελευθέρωσης από την αναγκαιότητα της κρατικής παροχής στα μέσα επιβίωσής μας. Οποιαδήποτε πράξη ενάντια στη κρατική ισχύ που μας τροφοδοτεί με μια ζωή που δεν διαλέξαμε, ούτε συμφωνήσαμε οι ίδιοι είναι μια απελευθερωτική πράξη. (Αντίστοιχα κατακριτέος είναι κάθε αγώνας που υπόσχεται τη διατήρηση οποιασδήποτε ιεραρχικής εξουσιαστικής δομής).

Πολυμορφία τακτικής

Το ολλανδικό κράτος νομιμοποίησε τη πρακτική της κατάληψης κατά το πολύ χαρακτηριστικό «μοντέλο Πόλντερ», δηλαδή το κοινωνικό πρότυπο ταξικής συνεργασίας (στην Ελλάδα γνωστό ακόμα κι ως «το ολλανδικό θαύμα»), ένα σύστημα βάσει του οποίου υπάρχουν περιθώρια για διάλογο και συμβιβασμό με όλους – το αφεντικό με τον εργάτη, τον ιδιοκτήτη με τον ενοικιαστή, το κράτος με τους πολίτες (ομάδες κοινών συμφερόντων), προκειμένου να προκύπτουν οι λιγότερες δυνατές διαμάχες – κι έτσι απέφυγε την κατά μέτωπο αντιπαράθεση, αλλά άνοιξε ένα πεδίο όπου το κίνημα των καταλήψεων μπορούσε να γίνει αποδεκτό στο πλαίσιο της νομιμότητας. Η αποφυγή της ανοιχτής αντιπαράθεσης είναι μια τακτική  που τελικά απέδωσε. Έδωσε στους μπάτσους και στους δικαστές τη δυνατότητα για μια γενικότερη εποπτεία των καταλήψεων, ενώ σε πολιτικό επίπεδο με τη στρατηγική αυτή επεκτάθηκε η πίστη στο κράτος και η παραδοχή ότι αν και [το κράτος] έχει πολλά προβλήματα, προσποιείται ότι έχει όλες τις λύσεις. Αυτό επίσης αυξάνει την πρόκληση της αλλαγής του συστήματος μέσα στο ίδιο το σύστημα, καθώς η πραγματική καταστροφή  του  φαίνεται να έχει γίνει λιγότερο επείγον ζήτημα. Κάτι τέτοιο ξεπερνά ακόμα και την ανακωχή: η νομιμοποίηση αποδείχτηκε μία από τις πιο επιτυχημένες αντεπαναστατικές κινήσεις στην Ιστορία των κοινωνικών κινημάτων στη χώρα. Η στροφή ενός δυναμικού ριζοσπαστικού κινήματος να συνδιαλέγεται με τους μπάτσους, τους πολιτικούς και τα μίντια είναι πρακτικές, οι οποίες, αν και άκριτα, στην πραγματικότητα λειτουργούν. Αυτό έχει επιτρέψει την αύξηση των ρεφορμιστικών πολιτικών και τη δικαίωση της τακτικής τους για τη συνέχιση των καταλήψεων. Η συμμετοχή σε έναν τέτοιο διάλογο με αυτούς που αποφασίζουν για εμάς απορρίπτει την ιδέα ότι δεν χρωστάμε τίποτα στο σύστημα και ούτε αυτό σε εμάς. (Με τον όρο ρεφορμισμός εννοούμε όλες αυτές τις αγωνιστικές δράσεις, οι οποίες λειτουργούν μέσα στη δομή του συστήματος χρησιμοποιώντας τα μέσα, τους θεσμούς και κυρίως το σεβασμό στα νομικά όρια.)

Ακόμα και η πιο βαθιά ανάλυση της κρατικής αντεπαναστατικής στρατηγικής, αλλά και η ευκολία και η κενότητα του ρεφορμισμού δεν απενοχοποιούν τους καταληψίες. Όλοι οι έως τώρα συμμετέχοντες θα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες για το θάνατο αυτής της επαναστατικής προοπτικής. Η κατάληξη αυτή επιβεβαιώθηκε τη στιγμή που ο κόσμος άρχισε να ενδιαφέρεται για τη διατήρηση των χώρων και να αναζητά τη λιγότερο διαπραγματευτική οδό για αυτή τη μικρή νίκη. Η έλλειψη προσωπικής πρόκλησης για έναν καθολικό αγώνα και όχι μια μεμονωμένη μάχη είναι αυτό που οδήγησε ένα ριζοσπαστικό κίνημα σε ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής (life style) και τον λόγο που έχουμε περιέλθει σε μια σύγχυση και έλλειψη πρωτοβουλίας αρκετό καιρό τώρα. Η απουσία οποιασδήποτε συζήτησης που να αντιμετωπίζει ουσιαστικά την παρούσα πραγματικότητα, όπου η ανάγκη της στέγης αποτελεί μόνο ένα μέρος, μας έχει απομονώσει και αδρανοποιήσει. Οι καταληψίες δέχτηκαν τη νομική υποστήριξη σαν μια αποφασιστική νίκη, η οποία συνέβαλε καθοριστικά στη στάση την οποία υιοθέτησαν για να τοποθετηθούν ενάντια στο κράτος. Αυτό τους πρόσφερε κάτι για να «πιαστούν» και [τώρα] φοβούνται να εγκαταλείψουν. Ένα μικρό κομμάτι αυτονομίας  θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει περισσότερες δυνατότητες οργάνωσης και [επιπλέον] στοχασμό για τους τρόπους συνέχισης του αγώνα. Απεναντίας, αρκεστήκαμε στα ψίχουλα, φοβούμενοι να διακινδυνέψουμε αυτό το μικρό κομμάτι αυτονομίας: είχαμε κάτι να χάσουμε. Όμως αυτή η αυτονομία στην πραγματικότητα δεν είναι αληθινή: είναι κάτι που μας παραχώρησαν και πάντα με την αγωνία μη μας το πάρουν πίσω. Εμείς τους επιτρέψαμε την εξουσία αυτή με τη λογική καλύτερα να έχουμε “κάτι” παρά τίποτα: προσέχουμε πάντα να είμαστε αρκετά φρόνιμοι για να μην έχουμε προβλήματα. Πολύ γρήγορα ξεχάσαμε ότι τίποτα από αυτά που μας προσφέρουν δεν μπορεί να μας ικανοποιήσει και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να μας προσφέρει τίποτα παρά μόνο μια προσωρινή αυταπάτη. Στη πραγματικότητα, το ξέσπασμα της 1ης Οκτωβρίου συνέβη όταν ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει. [Ήταν] μία προσπάθεια υπεράσπισης της απελπισίας, όταν οι καταληψίες ένιωσαν ότι τους έστησαν στον τοίχο. Ένα κίνημα δυνατό δεν θα πανικοβαλλόταν σε μια ενδεχόμενη αλλαγή στο νόμο.

Αρκεί μια στιγμή καταστολής για να δημιουργηθεί μια δυναμική ενότητα. Όμως αυτή η ενότητα πρέπει να έχει ξεκάθαρη βάση. Κανείς να μην προσπαθεί να αντιπροσωπεύσει τον άλλον ή να κυριαρχεί στο λόγο του άλλου. Διαφορετικά μονοπάτια μπορούν να βρουν έναν τρόπο συνύπαρξης τόσο σε ανθρώπινο όσο και σε στρατηγικό επίπεδο. Παρόλα αυτά, δεν θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι η κατάληψη αυτόματα ενώνει τον κόσμο πέραν της απόφασης πάνω στην ίδια τη λύση της στέγασης. Όπως δεν μπορεί να διαψευστεί ή να περιφρονηθεί ότι η κοινωνική υπόσταση των κατειλημμένων χώρων (είμαι καταληψίας, είσαι καταληψίας: είμαστε και οι δυο εντάξει , πάμε να πιούμε μια μπύρα…) έχει αναπτυχθεί από τυφλή και αυθόρμητη αλληλεγγύη. Η διαφοροποίηση των ατόμων, είτε συντηρείται σε ένα απόλυτα επιφανειακό επίπεδο, είτε αγνοείται  κάτω από την ομπρέλα «Είμαστε όλοι καταληψίες». Αυτό έχει αναδείξει περισσότερο τη δυναμική των επεισοδίων και των συμμοριών, παρά το ίδιο το κοινωνικό κίνημα: ένα ανούσιο τρόπο ζωής. Αν και η αλληλεπίδραση και ο διάλογος με τον απλό κόσμο έχουν χαθεί, η άνευ όρων αλληλοκάλυψη έχει γίνει μια φυσιολογική προσδοκία. Μια επίθεση σε ένα από τα σπίτια μας αμέσως γίνεται επίθεση ενάντια σε όλους τους κατειλημμένους χώρους (την επόμενη φορά θα είσαι εσύ…). Αυτό το αίσθημα προωθεί μια συλλογική λύση απέναντι σε ένα κοινό πρόβλημα –που δεν είναι άλλο από τη βίαιη εκκένωση– ωστόσο παραμένει στάσιμο σε απλοποιημένες τελετουργικές διαδικασίες που στην πραγματικότητα υποκαθιστούν τη συζήτηση της εξάπλωσης της κοινωνικής εξέγερσης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή η αλληλεγγύη θεωρείται δεδομένη και απλοποιημένη σε καθιερωμένες μορφές, αντί να χτίζεται μέσω πολιτικής συγγένειας και συζήτησης.

Οι σκέψεις που ακολουθούν προσπαθούν να δώσουν κάποια προοπτική σε  διλήμματα που μας απασχολούν και όμως έχουν συζητηθεί ελάχιστα. Θα θέλαμε να αναφερθούμε στο ρόλο των μίντια, ρόλος κατά κύριο λόγο βάσιμος αφού καταφέρνει να επικοινωνεί και να φτάνει στον κόσμο. Μέσα από τα κανάλια τους –χρησιμοποιώντας ηθικολογικά κριτήρια και εντυπωσιασμούς– αρχίζεις να αναπαράγεις παραμύθια, όπως κάνουν αυτοί. Η συμμετοχή στο πανηγύρι των μίντια, ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, συμπεριλαμβάνει πάντα τη συμμετοχή στο τρίγωνο: μπάτσοι –δικαστές-δημοσιογράφοι. Η μιντιακή συμμετοχή μάλιστα, συχνά αντικαθιστά τη πολύ πιο σημαντική, αν και δύσκολη, δουλειά του άμεσου και ειλικρινούς προσωπικού διαλόγου με καθημερινούς ανθρώπους. Διαλέγοντας την επικοινωνία μέσα από τεχνολογικά κανάλια του θεάματος, και όχι τον δικό μας αδιαμεσολάβητο λόγο, ενισχύουμε  την αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων.

Διεκδικήσεις

Η διεκδίκηση του δικαιώματος στη στέγαση και η αποποινικοποίηση του τρόπου ζωής μας υποδηλώνει τον τρόπο που [αυτοί] λειτουργούν: Αν θέλετε το κράτος να σας παρέχει στέγη και νομιμοποίηση, τότε βουλώστε το και καθίστε φρόνιμα. Προτιμούμε να αποφασίζουμε οι ίδιοι τι χρειαζόμαστε για τους εαυτούς μας  και να το διεκδικούμε. Χωρίς να είμαστε αφελείς για το τι σημαίνει να ζεις σε μια κοινωνία και να βρίσκεσαι εκτός νόμου, δεν θέλουμε οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας να καθορίζονται από τη διαφοροποίηση της έννοιας για το τι είναι εγκληματικό και μη εγκληματικό. Αναφερόμενοι στη διεκδίκηση της ελεύθερης στέγης ή τουλάχιστον τη διεκδίκηση της μη επιβολής της απαγόρευσης των καταλήψεων, θα θέλαμε να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις πάνω στην ιδέα των διεκδικήσεων και πώς αυτές μπορούν να ενδυναμώσουν ή/και να περιορίσουν τα κοινωνικά κινήματα. Οι διεκδικήσεις αποτελούν ένα δυνατό ενωτικό παράγοντα. Όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ένα κοινό πρόβλημα είναι φυσικό και πρακτικό να βρουν κι άλλους, παρόλο που συχνά υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί λόγοι που οδηγούν κάποιον να διεκδικήσει κάτι. (Για παράδειγμα, κάποιοι κάνουν κατάληψη για κοινωνικό χώρο, κάποιοι για κοινωνική στέγη, κάποιοι ενάντια στη κερδοσκοπία της στέγασης, άλλοι για να μείνουν όσο πιο μακρυά γίνεται από τη λογική της μισθωτής σκλαβιάς, άλλοι απλά για να έχουν μια στέγη να βάλουν τα κεφάλια τους από κάτω.) Εντούτοις, θα έπρεπε να μιλήσουμε και για τους περιορισμούς που μπορούν να δημιουργήσουν τέτοιες διεκδικήσεις. Η ύπαρξη μιας λογικής και ρεαλιστικής διεκδίκησης συνεπάγεται την αποδοχή της δύναμης του εχθρού να βρει λύση στο πρόβλημα σου. Από την άλλη, μια μη ρεαλιστική διεκδίκηση (θέλουμε το βασιλικό παλάτι και πρωινό στο κρεβάτι κάθε μέρα… και…) καθιστά τον διάλογο γελοίο, εκθέτοντας βασικά τον παραλογισμό του «διαλόγου» με την εξουσία. Και οι δύο περιπτώσεις εμπεριέχουν την αναγνώριση της εξουσίας. Η μη ύπαρξη διεκδικήσεων σημαίνει ότι ο εχθρός σου (οποιοσδήποτε θέτει τον εαυτό του σε θέση επιβολής πάνω σε κάποιον άλλον) δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα απολύτως, ενώ συνεχίζει να κατέχει εξουσιαστική θέση. Αυτό θέτει τον αγώνα σε μια ξεκάθαρη βάση: δεν μπαίνουμε σε διάλογο με τις ιεραρχικές δομές που επιβάλλει η κοινωνία.

Η διεκδίκηση μπορεί επίσης να προκαθορίσει τη κατάληξη ενός αγώνα: όταν ένα αίτημα ικανοποιείται, παύει να έχει λόγο ύπαρξης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένας τέτοιος αγώνας είναι διαμεσολαβητικός, ένας αγώνας με σκοπό όχι «να τα διεκδικήσει όλα», αλλά ίσως μια μικρή δόση ελευθερίας προς αυτή τη κατεύθυνση. Αυτό αποτελεί μέρος της διαδικασίας του προσωπικού και συλλογικού πειραματισμού, όπου οι εμπειρίες και οι καταστάσεις δεν πέφτουν από τον ουρανό, αλλά αποτελούν μια συνειδητή εξέλιξη στη διαμόρφωση του κόσμου, τις κοινωνικές σχέσεις μας και την αναμέτρηση με το σύστημα. Αυτό συνδέεται με τη στάση μας ή καλύτερα τη διαφορά ανάμεσα στον αμυντικό αγώνα (αντιδρώντας στο παιχνίδι τους) και τον επιθετικό αγώνα. Δεν περιμένουμε από αυτούς να μας παγιδεύσουν, αλλά διαλέγουμε τον δικό μας τρόπο και χρόνο που θα απειλήσουμε και θα ξεφύγουμε από τον έλεγχο για να κάνουμε τη παρουσία μας δύσκολα ελεγχόμενη. Η επίθεση όπως και η ανάλυση μας πρέπει να είναι τόσο σε προσωπικό όσο και κοινωνικό επίπεδο: ενάντια στους καθημερινούς ύπουλους περιορισμούς της ζωής μας και ενάντια στην ανοιχτή συστηματική επίθεσή [των αρχών] σε οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα επιλέγουν να επιτεθούν. Είναι σημαντικό να έχουμε επίγνωση των κινδύνων, δίχως να αρνούμαστε τη κοινή λογική, εστιάζοντας τον αγώνα μας ακόμα και μέσα από τη περιορισμένη πιθανότητα μιας μοναδική μάχης. Θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε όλες τις περιστάσεις για να διευρύνουμε τη συζήτηση και τη διαμάχη και να βρούμε τρόπους να χτυπήσουμε προκαλώντας τη μεγαλύτερη ζημιά με το μικρότερο ρίσκο.

Κοινωνικός αγώνας

Ένα από τα πιο σημαντικά σημεία της παρούσας κατάστασης σχετικά με τις καταλήψεις είναι η δυνατότητα η συζήτηση για αυτό το θέμα να διευρυνθεί σε ένα γενικότερο πλαίσιο σχετικά με το ενδεχόμενο μιας επανάστασης ενάντια σε ολόκληρο το σύστημα ελέγχου και εκμετάλλευσης. Είναι αναμενόμενο ότι σε μια κοινωνία όπου η αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους έχει σχεδόν εκλείψει, οι άνθρωποι δεν έχουν τη φλεγόμενη επιθυμία της εξέγερσης όταν ο κόσμος τους δεν απειλείται άμεσα. Χρειάστηκε η αλλαγή του νόμου για να δοθεί το έναυσμα για νέες δυναμικές. (Αυτό υποδεικνύει τη φτώχεια του περιεχομένου ενός αγώνα.) Χωρίς να ξεχνάμε ότι αυτό που μας αγγίζει άμεσα  μας επηρεάζει και προσωπικά,  έτσι δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι ακόμα κι αν δεν δεχόμαστε επίθεση, ο μηχανισμός καταβροχθίζει κάποιους άλλους. Είναι απαραίτητο να θέσουμε αυτή την αλλαγή στο νόμο, όπως έγινε με την απαγόρευση των καταλήψεων στο πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή δημιουργήθηκε. Αποτελεί προϊόν του συστήματος που λειτουργεί αποκλειστικά μέσω του ελέγχου και της υποταγής των ανθρώπων με όλους τους τρόπους και σε όλους τους χώρους.

Ο αγώνας για την ελεύθερη στέγαση είναι μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης σχετικά με την επιθυμία να ελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από όλες τις μορφές με τις οποίες ο καπιταλισμός και το κράτος προσπαθούν να εξουσιάσουν τις ζωές μας.

Δεν θέλουμε μια ομοιογενή στατική επαναστατική μάζα με φιλόδοξο και επαναστατικό λόγο και πράξεις. Κάτι τέτοιο είναι βαρετό και αυτό-περιοριστικό. Η αλληλεγγύη μεταξύ ατόμων που επιχειρούν να ξεφορτωθούν οτιδήποτε τους καταστέλλει είναι μια έντονη και όμορφη εμπειρία, δεν θέλουμε να έχουμε προκαταλήψεις για το ποιος είναι ο προσωρινός συνένοχος: δεν έχει σημασία αν στέκεσαι δίπλα σε έναν χούλιγκαν ή έναν μαθητή, ένα δογματικό ακτιβιστή ή ένα παιδί του δρόμου, όπως δεν έχει σημασία αν μοιράζεις φυλλάδια ή συγκρούεσαι. Αυτό που έχει σημασία είναι το περιεχόμενο του αγώνα πέρα από τις θεαματικές στιγμές. Θέλουμε να δημιουργήσουμε μια αληθινή απειλή στην υπάρχουσα παγκόσμια τάξη. Δεν θέλουμε να κάνουμε ηθικά κηρύγματα. Η αλληλοκατανόηση βρίσκεται στον διάλογο και την πρακτική. Και αυτό είναι που μας προσφέρει ο κοινωνικός αγώνας: ένα μέρος για να συναντήσουμε άτομα και να βιώσουμε συλλογικές εμπειρίες εξέγερσης… από αυτό το αίσθημα και τη σκέψη καθετί μπορεί να δυναμώσει…

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΘΕ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗΣ, ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΥ…
Για μια ατομική και συλλογική εξέγερση ενάντια σε όλες τις εξουσιαστικές σχέσεις.

Θα σας δούμε στο δρόμο!

*1 Μια χαρακτηριστική στιγμή ήταν όταν ένα παλιότερο μέλος του CDA (χριστιανοδημοκράτες), σε ένα συνέδριό τους όπου καλούνταν να αποφασίσουν αν θα συμμετάσχουν στη νέα κυβέρνηση ή όχι, είπε τα εξής αναφορικά με τον 2ο Π.Π.: «Είμαι μέλος των χριστιανοδημοκρατών 65 χρόνια τώρα, αλλά και 65 χρόνια από τότε που έκανα μια υπόσχεση, την υπόσχεση να μη δειλιάσω ποτέ να κρατήσω τη μνήμη ζωντανή, τη μνήμη αυτών που παρέμειναν πιστοί στον αγώνα (ενάντια στους Ναζί) μέχρι θανάτου» (βλ. βίντεο Hannie van Leeuwen). Παρά την αφελή πίστη της (τόσο στο θεό, όσο και στη δημοκρατία), τα λεγόμενα αυτά βοηθούν να δούμε τη λανθασμένη κατεύθυνση στην οποία οδηγούν οι τεταμένες πολιτικές. Όταν μια παλιομοδίτισσα χριστιανοδημοκράτρια μιλάει ανοιχτά για τα ξενοφοβικά ήθη της νέας κυβέρνησης συγκρίνοντάς τα με τις ναζιστικές τακτικές, δείχνει ότι ακόμα και για τους ανθρώπους του συστήματος οι καιροί δεν επιτρέπουν τον εφησυχασμό.

*2 Μια έρευνα για τις καταλήψεις σελ. 41: www.politieenwetenschap.nl

Η μετάφραση έγινε από τ’ αγγλικά: το κείμενο σε μορφή pdf
Επίσης, στ’ αγγλικά μπορείτε να το δείτε εδώ
Το πρωτότυπο κείμενο στα ολλανδικά σε μορφή pdf

Δείτε, επίσης, το χρονικό των καταλήψεων στην Ολλανδία και σε άλλες περιοχές του κόσμου: http://squat.net