Παρίσι, φυλακή της Σαντέ: «Σαν λυσσασμένος σκύλος»

Ανώνυμο γράμμα κρατουμένου, από τη φυλακή της Σαντέ, για τις συνθήκες κράτησης και τη φυλακή γενικότερα, Μάρτιος-Απρίλιος 2011.

[Η μπροσούρα σε μορφή pdf εδώ]

Εισαγωγικό σημείωμα

Η μπροσούρα «Σαν λυσσασμένος σκύλος» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα γαλλικά τον Απρίλη του 2011. Πρόκειται για το ανώνυμο γράμμα ενός κρατουμένου μέσα από τη φυλακή της Σαντέ, στο Παρίσι, το οποίο μεταφράστηκε από μέλη του Contra Info στα ελληνικά, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας ενημέρωσης για την πραγματικότητα της φυλακής και τις συνθήκες εγκλεισμού που βιώνουν καθημερινά οι κρατούμενοι.

Οι περιγραφές στο γράμμα αυτό, δεν αφήνουν περιθώρια για αυταπάτες: οι μάσκες πέφτουν, αποκαλύπτεται -γι’ άλλη μια φορά- η απάτη που συνιστά ο θεσμός της φυλακής˙ θεσμός που εξυπηρετεί μονάχα στην τρομοκράτηση των αντιστεκόμενων κομματιών της κοινωνίας και στην πνευματική και φυσική εξόντωση των ίδιων των εγκλείστων. Με τη δημοσίευση αυτής της μπροσούρας στα ελληνικά, επιθυμούμε να συμβάλουμε στο να ξεσκεπαστούν οι χρησιμοποιούμενες από το Κράτος μέθοδοι καταστολής˙ να φανεί η φρίκη που κρύβεται πίσω απ’ τους τοίχους της φυλακής, αντικαθρέφτισμα των σχέσεων ανταγωνισμού και προσωπικού συμφέροντος που επικρατούν στο σύνολο της κοινωνίας˙ να καταδείξουμε ότι η φυλακή δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλο σκοπό πέρα από το να λειτουργεί σαν φόβητρο για τη «συμμόρφωση» των ανυπάκουων στα πρότυπα μιας αλλοτριωμένης κοινωνίας και την υποταγή τους στο νόμο και στην εξουσία.

Γιατί συμφωνούμε ότι «η καλύτερη γνώση της συνθήκης της φυλακής θα συμβάλει στον αποτελεσματικότερο αγώνα και στη μεγαλύτερη κατανόηση των μηχανισμών που διέπουν τη λειτουργία της».

Γνωρίζοντας τα εμπόδια που συναντούν οι φυλακισμένοι, μαθαίνουμε και πως να τα υπερπηδήσουμε προκειμένου να έρθουμε σ’ επαφή, να τους στηρίξουμε και να οργανώσουμε δράσεις εώς ότου πετύχουμε στον κοινό μας αγώνα για κατάργηση των φυλακών και κατάρρευση αυτού του συστήματος που χρειάζεται κι επιβάλλει την ύπαρξη τους.

Γιατί πιστεύουμε ότι ακόμα κι αν το Κράτος προσπαθεί να φιμώσει και να εξοντώσει όσους βρίσκονται αιχμάλωτοι εντός των τειχών, η αλληλεγγύη ήταν, είναι και θα είναι το δικό μας όπλο και δεν θα σταματήσουμε την προσπάθεια ν’ ακουστούν οι φωνές τους.

Η φυλακή είναι ο βούρδουλας του Καθεστώτος με τον οποίο απειλεί να δείρει όποιον δεν κάθεται φρόνιμα.

“Ο θεσμός της φυλακής υπάρχει γιατί η κοινωνία τη χρειάζεται ώστε να σπέρνει το φόβο που τη συντηρεί και δε βλέπω πως θα μπορούσαμε να επιτεθούμε στη φυλακή χωρίς να τελειώσουμε μια και καλή με τον κόσμο που την παράγει και τη χρειάζεται κι αντιστρόφως. Δε βλέπω ούτε σε τι εξυπηρετεί να πολεμάμε για φυλακές «πιο ανθρώπινες» ή για εναλλακτικές λύσεις, όταν το πραγματικό πρόβλημα ξεπερνά κατά πολύ το ζήτημα της φυλακής και εντοπίζεται σε κάθε πτυχή της κοινωνίας: είναι η ίδια η λογική της κυριαρχίας και της εξουσίας. Θέλουμε ν’ ανακτήσουμε την ελευθερία μας, αλλά ούτε έξω από τη φυλακή είμαστε ελεύθεροι.”

ΑΣ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΣΜΟΥ.

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ.

[Ενθαρρύνεται η διάδοση της παρακάτω μπροσούρας με όποιο δυνατό μέσο, ηλεκτρονικό ή έντυπο και το μοίρασμα σε στέκια, καταλήψεις και αυτο-οργανωμένους χώρους.]

Η ομάδα του Contra Ιnfo.

Σαν λυσσασμένος σκύλος..

Πρόλογος..

Για να γράψω ένα κείμενο όπως αυτό, είμαι υποχρεωμένος να ξεκινήσω με αφετηρία την προσωπική μου εμπειρία, να ξεκινήσω απ’ το προσωπικό για να μιλήσω γι’ αυτό που αφορά όλους. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι προφυλακισμένος στη φυλακή της Σαντέ, στο Παρίσι. Ελπίζω να καταφέρω, μ’ αυτό το κείμενο, να δώσω μια εικόνα για τη σκληρή ζωή του εγκλεισμού, να πετύχω μια διείσδυση στην πραγματικότητα της φυλακής. Τάσσομαι υπέρ της ολικής καταστροφής οποιουδήποτε χώρου εγκλεισμού και πριν τη φυλάκιση μου συμμετείχα ήδη σε αγώνες ενάντια στις φυλακές. Έτσι είχα αναπτύξει ένα ενδιαφέρον για τις συνθήκες διαβίωσης των φυλακισμένων αλλά παρ’ όλα αυτά, η φυλακή όπως τη βιώνω τώρα, απέχει πολύ απ’ την ιδέα που είχα σχηματίσει και απ’ το πως τη φανταζόμουν όσο βρισκόμουν έξω. Αυτό το κείμενο επιχειρεί λοιπόν να συμβάλλει στην προσπάθεια ενημέρωσης -χωρίς συμβιβασμούς- για το τι σημαίνει ζωή στη φυλακή. Στοχεύοντας στην αντιπληροφόρηση, απευθύνεται σε όλους όσους μπορεί να ενδιαφέρονται για το ζήτημα αυτό, αλλά κυρίως, σε όσους αγωνίζονται κατά των φυλακών˙ η καλύτερη γνώση της συνθήκης της φυλακής θα συμβάλει στον αποτελεσματικότερο αγώνα και στη μεγαλύτερη κατανόηση των μηχανισμών που διέπουν τη λειτουργία της. Αυτό το κείμενο βασίζεται λοιπόν στην προσωπική μου εμπειρία, καθώς και σε μαρτυρίες και πληροφορίες που συλλέχθηκαν από άλλους κρατουμένους της φυλακής της Σαντέ, η οποία δεν είναι παρά μια φυλακή όπως όλες οι άλλες. Απευθύνεται σε όλους όσους, όντας επαναστάτες, επιθυμούν την καταστροφή των χώρων εγκλεισμού, αλλά επίσης στους ίδιους τους κρατουμένους και στα κοντινά τους πρόσωπα.

Βρωμάει, στάζει, παραπαίει, πέφτει, καταρρέει. Αυτοί όμως είναι περήφανοι για τη φυλακή τους. Μετράει 150 σχεδόν χρόνια και τα μισά κτίρια έχουν ήδη καταρρεύσει ή παραμένουν κλειστά μέχρι να πραγματοποιηθεί η ολική ανακαίνιση που έχει αποφασισθεί. Απομένει μόνο το Κτίριο Α (Μπλοκ Α) με τους τέσσερις ορόφους του. Στο ισόγειο βρίσκονται όσοι κρατούμενοι θεωρούνται ήσυχοι και δεν προκαλούν προβλήματα: τρεις κρατούμενοι σ’ ένα κελί 9 τ.μ. Στον πρώτο όροφο, επίσης κελιά των 9 τ.μ. όπου τοποθετούνται τέσσερις κρατούμενοι ανά κελί, με τον τέταρτο, πολλές φορές, να κοιμάται σ’ ένα αυτοσχέδιο στρώμα στο πάτωμα. Υπάρχει ένας μόνο χώρος με τα ντους, γεμάτος μύκητες, κατσαρίδες και απορρίμματα που στοιβάζονται˙ έτσι μπορεί κανείς εύκολα να μολυνθεί από ηπατίτιδα ή άλλες ασθένειες. Υπάρχουν τέσσερα ντους με ελλιπή χωρίσματα, για τους 50 περίπου κρατουμένους του ορόφου, ένα εκ των οποίων είναι εντελώς ανοιχτό. Έτσι μαθαίνει κανείς ότι υπάρχει μια ιεραρχία ανάμεσα στους κρατουμένους και ότι είναι οι ίδιοι που τη θέτουν σε ισχύ. Σύμφωνα με τους φύλακες, πρόκειται για τον όροφο όπου τοποθετούνται οι πιο απείθαρχοι. Ο τρίτος όροφος είναι σχεδόν ίδιος, αλλά υποτίθεται ότι επικρατεί περισσότερη ησυχία και οι κρατούμενοι τοποθετούνται ανά τρεις σε κάθε κελί (κάτι που επίσης παίζει ρόλο), τουλάχιστον μέχρι αυτή τη στιγμή.

Στο δεύτερο όροφο τοποθετούνται οι κρατούμενοι που δουλεύουν και έχουν τη φήμη των πιο ήσυχων, καθώς συχνά είναι εντελώς απορροφημένοι από την ιδέα της επανένταξής τους και πιάνονται στο δόλωμα μιας πιθανής μείωσης της ποινής τους. Μια μερίδα κρατουμένων δουλεύει για τη γενική υπηρεσία (εργασίες σχετικές με τη συντήρηση και λειτουργία της φυλακής), μια άλλη μερίδα δουλεύει για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις των σωφρονιστικών ιδρυμάτων (δημοσίου συμφέροντος) που κατασκευάζουν προϊόντα προοριζόμενα για την ίδια τη διοίκηση. Αλλά η μεγαλύτερη μερίδα αυτών των καταδίκων δουλεύει για λογαριασμό εξωτερικών ιδιωτικών επιχειρήσεων (φασονάρισμα, πακετάρισμα εμπορικών προϊόντων, συναρμολόγηση, μικρές βιοτεχνίες), τις οποίες φυσικά, δεν θα δεις να περηφανεύονται γι’ αυτό, στις ιστοσελίδες τους και στους διαφόρους καταλόγους τους.  Οι κρατούμενοι γενικά δεν έχουν κανέναν τρόπο να μάθουν για ποια επιχείρηση  δουλεύουν. Στη Σαντέ, δουλεύουμε γενικώς για την Paris Façonnage, Lacoste, Dior και άλλες, συχνά για μάρκες πολυτελείας, ανάλογα με την περίοδο. Σε άλλες φυλακές της Γαλλίας οι κρατούμενοι δουλεύουν για τις Bouygues, EADS, EDF, Givenchy, Bic, L’Oreal, Orange, 3M, Yves Rocher, Renault, Haribo κ.α.

Παρ’ όλα αυτά, στη φυλακή δεν υπάρχει συμβόλαιο εργασίας αφού απαγορεύεται από το σωφρονιστικό κώδικα. Συνεπώς δεν υπάρχει κατώτατος βασικός μισθός (Salaire minimum interprofessionnel de croissance,SMIC), ούτε άδειες μετ’ αποδοχών, ούτε συνδικαλιστικά δικαιώματα, ούτε άδεια ασθενείας. Η Επιθεώρηση Εργασίας δεν έχει το δικαίωμα να εμφανισθεί απροσδόκητα στη φυλακή: πρέπει πρώτα να την έχει καλέσει η Διοίκηση των φυλακών, κοινώς ποτέ. Οι συνθήκες εργασίας είναι άσχημες και συχνά τα μηχανήματα είναι παλιά, ελαττωματικά και ιδιαίτερα επικίνδυνα. Όποιος εργάζεται για εξωτερική επιχείρηση πληρώνεται με το κομμάτι και είναι οι ίδιες οι επιχειρήσεις που καθορίζουν το ρυθμό εργασίας. Χονδρικά και κατά μέσο όρο, ο μισθός κυμαίνεται από 200 έως 300 ευρώ το μήνα, εκ των οποίων πολλές φορές αφαιρείται ένα ποσό για αποζημιώσεις χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του κρατουμένου (Στμ. Στη Γαλλία χρησιμοποιούν τον επιθετικό προσδιορισμό  “cantinable”  όταν αναφέρονται στα χρήματα που κερδίζουν οι φυλακισμένοι που εργάζονται, από τα οποία αφαιρείται ένα ποσό για τα λειτουργικά έξοδα της φυλακής και για αποζημιώσεις). Σύμφωνα με τη διοίκηση της Σαντέ, εργάζονται περίπου 260 κρατούμενοι. Όσοι δουλεύουν στη βιομηχανία των φυλακών και όχι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, κερδίζουν ακόμα λιγότερα και απασχολούνται σε εργασίες πολύ άχαρες ή ακατάλληλες για ένα δεσμοφύλακα ή έναν εργαζόμενο που υπόκειται στον κώδικα εργασίας˙ καθαρίζουν τις βρωμιές, τα σκατά, το αίμα ή σερβίρουν το συσσίτιο. Έτσι η φυλακή λειτουργεί πιο αποδοτικά, κερδίζοντας απ’ την εργασία των κρατουμένων, η οποία αν και ανυπόφορη, αμείβεται ελάχιστα ενώ της επιβάλλονται εξοντωτικοί ρυθμοί. Αν και η διοίκηση παρουσιάζει την εργασία ως μια «δραστηριότητα καθοριστική για τη μελλοντική επανένταξη των κρατουμένων», στην πραγματικότητα πρόκειται για καθαρό εκβιασμό μπροστά στην προοπτική της μείωσης της ποινής και υπό τη σκιά της μιζέριας. Αυτή η απασχόληση είναι απαραίτητη για πολλούς κρατουμένους, καθώς αντίθετα με όσα ακούγονται, χρειάζονται χρήματα για να επιβιώσει κανείς στη φυλακή. Τα γεύματα δεν τρώγονται και είναι γεμάτα ηρεμιστικά, οπότε υποχρεώνεσαι να σιτίζεσαι από την καντίνα, το οποίο ισοδυναμεί με τις αγορές προϊόντων απ’ το μίνι μάρκετ των φυλακών, σε εξωφρενικές τιμές, συμπεριλαμβανομένων των ειδών πρώτης ανάγκης (είδη υγιεινής, τσιγάρα, στιλό, γραμματόσημα..).

Κάθε Κυριακή συμπληρώνουμε ένα έντυπο παραγγελίας προϊόντων από την καντίνα, τα οποία λαμβάνουμε με 9 ή 10 μέρες καθυστέρηση. Τα προϊόντα,  συχνά αηδιαστικά και σχεδόν ληγμένα, πωλούνται σε υψηλότερες τιμές σε σχέση με έξω (30% ακριβότερα κατά μέσο όρο)˙ για τη διοίκηση των φυλακών είναι πραγματική μπίζνα.

Στη φυλακή, απαγορεύεται να κυκλοφορεί αληθινό χρήμα. Κάθε κρατούμενος έχει έναν εικονικό λογαριασμό (σαν ένα λογαριασμό στην τράπεζα που δεν μπορεί να διαχειριστεί ο ίδιος). Αυτός ο «λογαριασμός» αποτελείται από τα χρήματα που είχε ο κρατούμενος τη στιγμή της σύλληψής του και από μεταφορές χρημάτων ή ταχυδρομικές εντολές πληρωμής που προέρχονται απ’ έξω˙ τμήμα των χρημάτων αυτών, από ένα ποσό και πάνω, αποτελεί αντικείμενο νόμιμης κλοπής από τη διοίκηση για την κάλυψη των «εξόδων» της. Το πιο διαδεδομένο ανταλλακτικό μέσο είναι το χόρτο, αλλά και τα τσιγάρα, η επαναφόρτιση της μπαταρίας του κινητού τηλεφώνου και πιο σπάνια οι δόσεις κρακ. Η είσοδος ναρκωτικών ή κινητών τηλεφώνων στη φυλακή, γίνεται μέσω των επισκεπτηρίων ή με την αδιαμφισβήτητη συνεργασία των δεσμοφυλάκων, ενώ η ανοχή της διοίκησης ποικίλλει˙ όλα τα παραπάνω, συμφέρουν βέβαια τη διοίκηση, καθώς εξαγοράζουν τη σύμπνοια μεταξύ αυτής και των κρατουμένων αλλά όχι μεταξύ των ίδιων των εγκλείστων..

Mε το που φτάνεις στη φυλακή λαμβάνεις μια κάρτα αναγνώρισης η οποία παίζει λίγο-πολύ τον ίδιο ρόλο με την αστυνομική ταυτότητα εκτός φυλακής. Πάνω στην κάρτα υπάρχει μια φωτογραφία που τραβήχτηκε την πρώτη μέρα που έφτασες στη φυλακή, μετά το τέλος της προφυλάκισης, κι έτσι μέχρι την έκτιση της ποινής σου μπορείς να «απολαμβάνεις» καθημερινά το χάλι  που είχες εκείνη την ημέρα. Υπάρχει επίσης ένας γραμμωτός κώδικας (barcode) άμεσα συνδεδεμένος με το βιομετρικό αποτύπωμα της παλάμης του χεριού σου, ονοματεπώνυμο, αριθμός μητρώου (που αφορά την εγγραφή στα μητρώα της φυλακής) κι η ημερομηνία γέννησης. Αυτή την κάρτα πρέπει υποχρεωτικά να την κουβαλάς πάνω σου για κάθε μετακίνηση έξω απ’ το κελί και να τη δείχνεις στο δεσμοφύλακα κάθε φορά που στο ζητάει.

Οι υπόλοιποι τομείς της φυλακής είναι κατεστραμμένοι και γίνονται εργασίες. Σ’ αυτό ειδικά οφείλεται κι ο συνωστισμός στη Φυλακή της Σαντέ. Υπάρχουν όμως κι άλλα κτίρια˙ αυτό που στεγάζει τους ημι-απελευθερωμένους που είναι υποχρεωμένοι να επιστρέφουν κάθε βράδυ στην κόλαση (πρόκειται για το μόνο «καθαρό» κτίριο της φυλακής όπου τοποθετούνται ένας έως δύο κρατούμενοι ανά κελί), καθώς επίσης και τα κτίρια 1 και 2 στα οποία υπάρχουν μονάχα ατομικά κελιά, σπάνιο αγαθό στη Φυλακή της Σαντέ, για το οποίο πρέπει θεωρητικά να γραφτείς στη λίστα αναμονής. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν παρά τρεις τρόποι για ν’ αποκτήσεις ατομικό κελί:

-Ο συμβιβασμός: να ρουφιανεύεις, να είσαι υπάκουος, γλείφτης κι εξυπηρετικός

-Η ατελείωτη αναμονή: θεωρητικά η αναμονή κυμαίνεται από 4 μήνες έως 1 χρόνο, αλλά η διοίκηση της φυλακής έχει πάντα τον τελευταίο λόγο και τίποτα δεν εξασφαλίζεται εκ των προτέρων ούτε από κάποιον κανονισμό. Εξ’ άλλου οι κρατούμενοι δεν έχουν πρόσβαση σε κάποιον εσωτερικό κανονισμό (που σίγουρα υπάρχει κάπου)

-Ο αγώνας και τα διάφορα μέσα άσκησης πίεσης: αποκλεισμός του προαυλισμού, των γραφείων των διευθυντών και των υπευθύνων της φυλακής μέχρι ικανοποιήσεως του αιτήματος. Πρέπει να είσαι αποφασισμένος, μαχητικός και να επαναλαμβάνεις αυτές τις δράσεις αν είναι απαραίτητο. Ο δικηγόρος μπορεί επίσης να ασκήσει πιέσεις στη διοίκηση αλλά δεν μπορείς να βασιστείς μόνο σ’ αυτόν γιατί ο δικηγόρος δεν μπορεί παρά να σε στηρίξει σ’ αυτό που ήδη κάνεις μόνος σου…

Οι πτέρυγες 1 και 2 είναι παρόμοιες, αν και η πρώτη είναι πιο καθαρή μ’ ένα προαύλιο πιο ανθρώπινο. Να διευκρινίσω ότι ο προαυλισμός στη φυλακή έχει τα χάλια του, συρματοπλέγματα, κάμερες, συνωστισμός κι έλλειψη χώρου με τον έναν κρατούμενο να πέφτει πάνω στον άλλο, μια ώρα για να κάνεις κύκλους…Και δεν ανέχομαι πια ν’ακούω συνεχώς κι αδιαλείπτως ότι οι κρατούμενοι είναι έγκλειστοι 23 ή 22 ώρες το 24ωρο. Όχι. Οι κρατούμενοι είναι έγκλειστοι 24 ώρες το 24ωρο.

Η εγγραφή στις δραστηριότητες (η οποία γίνεται θεωρητικά βάσει μιας λίστας αναμονής αλλά στην πραγματικότητα εντελώς αυθαίρετα) είναι επίσης πιο πιθανή στην πρώτη παρά στη δεύτερη πτέρυγα.

Τα ατομικά κελιά έχουν μέγεθος 5,20 τ.μ. το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι δεν μπορείς να τεντώσεις τελείως τα χέρια. Τα παράθυρα, τοποθετημένα σε μεγάλο ύψος, είναι πολλές φορές φραγμένα με τόσο ψιλά και πυκνά κάγκελα και συρματοπλέγματα που καθίσταται αδύνατο να κοιτάξεις έξω και καταλήγεις ν’ αλληθωρίζεις ή να πονάν τα μάτια σου, τόσο πυκνό είναι το πλέγμα. Όλα έχουν γίνει με σκοπό να νιώθεις άσχημα και μόνος.

Τρεις φορές την ημέρα είναι το συσσίτιο.

7.30: Το «πρωινό»: μια ελάχιστη ποσότητα βουτύρου, ρόφημα σικορέ (στμ. ένα υποκατάστατο του καφέ που παρασκευάζεται από τις ρίζες του φυτού σικορέ ή Cichorium) που είναι αδύνατο να το πιεις, ένα φακελάκι σκόνη γάλακτος κι ένα φακελάκι ζάχαρη. Και την Κυριακή ένα αηδιαστικό γλυκό ή άσχημα αποψυγμένο. Μία μπαγκέτα ψωμί μοιράζεται καθημερινά γύρω στις 10.30.

11.30: Το πρώτο «γεύμα».

17.30: Το δεύτερο «γεύμα».

Μία μεγάλη μερίδα των κρατουμένων δεν αγγίζει το συσσίτιο. Τα γεύματα είναι πάντα τα ίδια. Εντόσθια, γλώσσα βοδινού , ψάρι ακαθόριστου είδους, κακομαγειρεμένα λουκάνικα, φαγητά πνιγμένα στο νερό ή υπερβολικά λιπαρά. Δε σερβίρονται φαγητά για χορτοφάγους. Η μόνη εξαίρεση που γίνεται είναι για το φαγητό Halal και Casher, οπότε πρέπει να δηλώσεις σε κάποιο δεσμοφύλακα ότι είσαι μουσουλμάνος ή εβραίος.

Επιπλέον, ακούγεται από αυτούς που δουλεύουν (όντας αντικείμενο εκμετάλλευσης) στην κουζίνα ότι ηρεμιστικά υπό μορφής σκόνης προστίθενται στα γεύματα. Το να τρέφεσαι αποκλειστικά απ’ το συσσίτιο ισοδυναμεί επίσης και με χρόνια διάρροια, κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό καθώς μοιράζεσαι την τουαλέτα με τους τρεις συγκρατούμενούς σου σ’ ένα κελί 9 τ.μ. με κακό εξαερισμό.

Οι σχετικά σταθερές ώρες του συσσιτίου συμβάλλουν στην επιβολή ενός καθορισμένου ωραρίου για τον κρατούμενο και στην ανυπόφορη ρουτίνα της φυλακής, καθώς κάθε μέρα συμβαίνουν λίγο πολύ τα ίδια πράγματα και όλα πάντα σε μια καθορισμένη ώρα: διανομή της αλληλογραφίας, του τύπου, συσσίτιο, προαυλισμός, διανομή του ψωμιού, οι όποιες –τυχόν- δραστηριότητες. Ο κρατούμενος αποκτά λοιπόν τη ρουτίνα της κάθε μέρας. Το καθημερινό τηλεοπτικό πρόγραμμα, η ώρα του καφέ, της ανάγνωσης κτλ. Σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, οι κρατούμενοι που έχουν ατομικό κελί καταλήγουν να επαναλαμβάνουν την ίδια καθημερινή ρουτίνα, την οποία προσπαθούν να βελτιώσουν με ότι βρίσκεται στη διάθεσή τους.

Για να καταλάβει κανείς την κατάσταση, αρκεί να φανταστεί ότι κάθε μέρα που ξυπνάει, ξαναζεί την ίδια ακριβώς μέρα με την προηγούμενη, ίδια από την αρχή μέχρι το τέλος. Αυτό μπορεί να σε τρελάνει πολύ γρήγορα και να χάσεις κάθε αίσθηση της πραγματικότητας.

Στη φυλακή υπάρχει πραγματική ψύχωση (από πλευράς διοίκησης) με την πιθανότητα απόδρασης η οποία και θ’ αποτελούσε σημάδι σοβαρής δυσλειτουργίας του ιδρύματος. Αυτός ο φόβος οδηγεί σε μια σειρά από περιορισμούς,  στο όνομα της ασφάλειας, οι οποίοι έρχονται σ’ αντίθεση με τον νόμο, σύμφωνα με τον οποίον η φυλάκιση υποτίθεται ότι περιορίζεται στη στέρηση της ελευθερίας. Αυτό εξηγεί  τη λογική που διέπει τις μετακινήσεις εντός φυλακής (συνεχές άνοιγμα και κλείσιμο της κάθε πόρτας), παραβίαση της ιδιωτικότητας του κρατουμένου, προκαλεί και δικαιολογεί χρήση διαφόρων μέσων ελέγχου και περιορισμού συχνά ταπεινωτικών. Πολλές φορές μέσα στην εβδομάδα οι δεσμοφύλακες μπαίνουν στα κελιά φωνάζοντας «έλεγχος κάγκελων!» και χτυπούν τα κάγκελα μ’ ένα μεταλλικό σωλήνα, συχνά το πρωί για αιφνιδιασμό, ώστε να βεβαιωθούν ότι τα κάγκελα δεν έχουν λιμαριστεί ή κοπεί.

Οι κρατούμενοι έχουν θεωρητικά δικαίωμα σε 3 επισκεπτήρια των 45 λεπτών κάθε εβδομάδα (περισσότερα απ’ ότι σ’ άλλες φυλακές) καθώς και σ’ ένα επισκεπτήριο μεγαλύτερης διάρκειας μια φορά το μήνα (σε ακόμα πιο θεωρητική βάση). Φυσικά οι επισκέψεις εξαρτώνται συχνά απ’ τη διάθεση των δεσμοφυλάκων που έχουν ολόκληρη γκάμα μεθόδων για να χαραμίσουν, να διαταράξουν ή και να ακυρώσουν ένα επισκεπτήριο.

-Από πλευράς επισκεπτών, ο δεσμοφύλακας μπορεί αυθαίρετα ν’ απαγορέψει κάθε αργοπορία του επισκέπτη και να κλείσει τις πόρτες χωρίς να υπάρχει δυνατότητα ένστασης ή ακόμα και να γράψει μια λάθος ώρα επισκεπτηρίου σε σχέση με την ώρα που είχαν δηλώσει οι επισκέπτες ότι θα έρθουν για επισκεπτήριο, κάτι το οποίο ακυρώνει ουσιαστικά το επισκεπτήριο (αλλά όχι απαραίτητα όλη την αναστάτωση που το συνοδεύει).

-Από πλευράς κρατουμένων, τα «κόλπα» τους είναι πιο διακριτικά. Η διοίκηση της φυλακής μπορεί να καλέσει τον κρατούμενο τις ώρες εκείνες που γίνεται το επισκεπτήριο ή να φροντίσει ώστε ο κρατούμενος να μην έχει την κάρτα του τη στιγμή του επισκεπτηρίου.

Ένα μικρό παράδειγμα του πόσο κοινότυπος είναι ο σαδισμός τους: οι σκούπες δεν επιτρέπονται στη φυλακή, αλλά οι κρατούμενοι μπορούν για μια ώρα ν’ ανταλλάξουν μια σκούπα με την κάρτα τους. Ο δεσμοφύλακας μπορεί λοιπόν να το κανονίσει έτσι, ώστε να μην επιστρέψει εγκαίρως την κάρτα για το επισκεπτήριο (ακόμα κι αν το επισκεπτήριο είναι πολλές μέρες αργότερα), ή και να τη χάσει. Αλλά αν πας στο επισκεπτήριο χωρίς την κάρτα αναγνώρισης και άρα χωρίς δυνατότητα βιομετρικού ελέγχου υποχρεώνεσαι να χρησιμοποιήσεις το Hygiaphone, που σημαίνει επισκεπτήριο μέσα σ’ έναν αποπνικτικό χώρο 2 τ.μ. (μέσα στον οποίο ο δεσμοφύλακας μπορεί να σας «ξεχάσει» επί 30 λεπτά-εγγυημένη αίσθηση ασφυξίας), με τζάμια από πλεξιγκλάς ανάμεσα σ’ εσένα και τον επισκέπτη, σχεδόν αδιαφανή απ’ τη βρωμιά, με δυσκολία στο ν’ ακούσεις και ν’ ακουστείς και φυσικά κάμερες. Οι «συμπαθείς» σοσιαλιστές υπήρξαν τόσο «πονόψυχοι» ώστε ν’ απαγορεύσουν  υπό την αιγίδα του μεγάλου τους ήρωα Badinter (στμ. Robert Badinter, γνωστός Γάλλος ποινικολόγος, μέλος του σοσιαλιστικού κόμματος Γαλλίας, που διατέλεσε στο παρελθόν υπουργός δικαιοσύνης), τις συσκευές Hygiaphone στη δεκαετία του ’80, αλλά παρ’ όλα αυτά, οι συσκευές χρησιμοποιούνται σαν μια ένατη τιμωρία μέσα στην τιμωρία.

Το σεξ είναι απαγορευμένο στους κρατουμένους. Χάρη στο άρθρο που προβλέπει ότι: «Αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα 2ου βαθμού αν ένας κρατούμενος επιβάλλει στη θέα των άλλων πράξεις άσεμνες ή πράξεις που προσβάλλουν την αιδώ», οι δεσμοφύλακες μπορούν με την άνεσή τους και πάντα ανάλογα με τη διάθεση και την «καλή» τους θέληση, να διακόψουν απότομα μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα χάδι κι άλλες εκδηλώσεις στοργής. Κι ενώ η διανομή προφυλακτικών επιτρέπεται, οι σεξουαλικές εκδηλώσεις από πλευράς κρατουμένου μπορούν να τον οδηγούν στην απομόνωση ή στην επιβολή άλλων πειθαρχικών ποινών. Η σεξουαλική και συναισθηματική μιζέρια αποτελούν ξεκάθαρα μέρος της τιμωρίας.

Τα επισκεπτήρια διεξάγονται, όπως κι όλα τ’ άλλα μέσα στη φυλακή, με απόλυτα επαναλαμβανόμενο τρόπο. Έξοδος απ’ το κελί και κάλεσμα, μισάωρο (περίπου) αναμονής, βιομετρική αναγνώριση της παλάμης του χεριού και ταμπόν UV στο άλλο χέρι κι έπειτα επισκεπτήριο υπό την επίβλεψη του φύλακα που εμποδίζει την εκδήλωση σωματικής τρυφερότητας του επισκέπτη, πάλι βιομετρικός έλεγχος και UV, μισάωρο αναμονής, ξεγύμνωμα και σωματική έρευνα, έλεγχος των ενδυμάτων ένα προς ένα, μαλλιά, στόμα, πατούσες. Και μετά, ανάλογα με τη διάθεση του δεσμοφύλακα, υποχρεώνεσαι ν’ ανασηκώσεις τους όρχεις, να σκύψεις και να περιμένεις έως ότου αποφασίσει να σου επιστρέψει τα ρούχα αντί να κοιτάει τ’ απόκρυφά σου, πάντα στο τέλος μ’ ένα «καλημέρα» ή συχνά μ’ ένα φιλικό και καθωσπρέπει «καλημέρα κύριε δεσμοφύλακα». Τη φάση του ξεγυμνώματος και της σωματικής έρευνας την αποκαλούμε «το χιλιόμετρο του πέους» ή για τους περισσότερο ευφάνταστους «το 24ωρο του πέους». Μετά εκ νέου αναμονή κι επιστροφή στο κελί. Το επισκεπτήριο είναι αρκετά εξουθενωτικό κι αποτελεί μια δοκιμασία αφού από ένα επισκεπτήριο προγραμματισμένο στις 14.00 επιστρέφουμε στα κελιά στις 16.00 ή κι αργότερα.

Δε δέχονται όλοι οι κρατούμενοι επισκέψεις καθώς πολλοί είναι απομονωμένοι ή αλλοδαποί και μακριά απ’ τους δικούς τους. Παρ’ όλα αυτά τα επισκεπτήρια παραμένουν ένας ζωτικός πνεύμονας για τον κρατούμενο, ο οποίος βρίσκεται εξ’ ορισμού απομονωμένος και καταλήγει πάντα να νιώθει μόνος ακόμα κι αν δέχεται στήριξη εκτός φυλακής ή κι έχει ανθρώπους γύρω του μέσα στη φυλακή. Γι’ αυτό και τα επίσημα αντίποινα (πειθαρχικά) ή τα ανεπίσημα και παράνομα που αφορούν στα επισκεπτήρια, είναι ιδιαιτέρως αποτελεσματικά και χρησιμοποιούνται σαν φόβητρο από τους δεσμοφύλακες.

Ουσιαστικά, ο δεσμοφύλακας κατέχει μια εξουσία η οποία όσο μικρή κι αν είναι, μπορεί πραγματικά να σπάσει το ηθικό του κρατουμένου. Η θερμοκρασία του νερού στα ντους για παράδειγμα, μπορεί να ρυθμιστεί μονάχα απ’ έξω και φυσικά ο χώρος αυτός είναι κλειδωμένος άρα μόνο οι δεσμοφύλακες μπορούν να ρυθμίσουν τη θερμοκρασία. Ένα στα δύο ντους λοιπόν, έχει τόσο καυτό νερό που είναι αδύνατο να βάλεις το κεφάλι σου από κάτω για πάνω από δύο δευτερόλεπτα, ή τόσο κρύο ώστε βγαίνεις απ’ το ντους τρέμοντας. Η διανομή της αλληλογραφίας ή του τύπου εξαρτάται επίσης απ’ την «καλή» θέληση του φύλακα, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά ότι μια πρωινή εφημερίδα χάνει κάθε ενδιαφέρον αν τη λάβεις στις 19.00. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι δεσμοφύλακες δε φημίζονται ακριβώς για την εξυπνάδα τους (μπορούμε άνετα να μιλήσουμε για ελαφριά καθυστέρηση), μπορεί να καταλήξεις με την αλληλογραφία του γείτονα κι αντιστρόφως, οπότε καλό είναι να τα πηγαίνεις καλά με το συγκεκριμένο γείτονα. Συχνά η αλληλογραφία μπλοκάρεται, λογοκρίνεται, «χάνεται» ή κατάσχεται απ’ το δικαστή ή τη διοίκηση των φυλακών. Μπορεί να καθυστερήσει αρκετό καιρό να παραδοθεί ανάλογα με τους ελέγχους που γίνονται, ή και να μην έρθει ποτέ.

Το ίδιο ισχύει και για την εσωτερική αλληλογραφία, την οποία πρέπει να χρησιμοποιήσεις σχεδόν για όλα τα ζητήματα˙ για να γραφτείς σε μια δραστηριότητα, να ζητήσεις μια ιατρική εξέταση, να κάνεις αίτηση στην Υπηρεσία Στήριξης Φυλακισμένων κι Αποφυλακισμένων, να συζητήσεις μ’ έναν υπάλληλο-με ασαφή τρόπο-αρμόδιο για τη λήψη αποφάσεων, να διατυπώσεις ένα αίτημα. Η εσωτερική αλληλογραφία έχει την ενοχλητική τάση να εξαφανίζεται ή να αγνοείται. Ορισμένες φορές πρέπει να συντάξεις το ίδιο γράμμα 10 φορές για να λάβεις μια απάντηση, έτσι συχνά εγκαταλείπεις την προσπάθεια. Και σ’ αυτή την περίπτωση εξαρτάσαι απ’ την τεμπελιά ή μη του δεσμοφύλακα που «κυβερνάει», από το αν είναι έτοιμος ή όχι να κουνήσει το χοντρό του κώλο απ’ τον έναν όροφο στον άλλο. Πολλές φορές, η υγεία, οι δραστηριότητες, τα αιτήματα για μεγαλύτερης διάρκειας επισκεπτήρια εξαρτώνται αποκλειστικά από τα παραπάνω.

Κι έπειτα, επί μονίμου βάσεως, η υπόσχεση που δεν κρατείται ποτέ, «ξανάρχομαι», «δυο δευτερόλεπτα, έρχομαι» και στο τέλος τίποτα. Η πόρτα κλειστή και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ο δεσμοφύλακας έχει όλη την άνεση της εξουσίας, να σε κοιτάει να κατουράς αίμα, να διπλώνεσαι στα δύο απ’ τον πόνο, χωρίς ν’ αντιδρά, ή να σ’ αφήνει μ’ έναν ετοιμόρροπο τοίχο έτοιμο να πέσει πάνω σου ανά πάσα στιγμή. Μπορεί επίσης ν’ αρνηθεί να περάσει λίγο καπνό ή μια ντομάτα από ένα κελί σ’ ένα άλλο. Ή να ρημάξει τα πράγματά και την αλληλογραφία σου κατά τη διάρκεια ενός απρόσμενου ελέγχου στις 7 το πρωί. Να σ’ εμποδίσει να τεντώσεις τα πόδια σου ανάμεσα σε δυο εξόδους από τα κελιά ή να χαιρετήσεις κάποιο συγκρατούμενο που βρήκες τυχαία στο διάδρομο με τη δικαιολογία ότι είσαι επικίνδυνος, έτσι στα ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς να συνέβη κάτι συγκεκριμένο.

Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει μια ιεραρχία ανάμεσα στους κρατουμένους. Ανάμεσα σε «πρωτάρηδες» (που φυλακίζονται για πρώτη φορά) και μη, ανάμεσα στα διάφορα είδη παραπτωμάτων, ανάμεσα σε δυνατούς κι αδυνάτους. Οι κρατούμενοι που τα ‘χουν βρει με τους φύλακες, αυτοί που ως δια μαγείας έχουν ναρκωτικά, χόρτο ή τηλέφωνα, τείνουν να βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας. Τα μικρά αυτά προνόμια τους εξασφαλίζουν επίσης κάποιες μικρές ανέσεις:  να επιλέγουν κελί και συγκρατούμενους, να έχουν στη διάθεσή τους χλωρίνη, βούτυρο, σάκους απορριμμάτων, κι άλλα αγαθά που τους διανέμονται δωρεάν. Ανάμεσα στους κρατουμένους, αυτός που έχει τη μεγαλύτερη ποσότητα χόρτου, ναρκωτικών και τηλεφώνων, είναι αυτός που μπορεί ν’ αποφασίζει για τα πάντα. Μπορεί ν’ ανταλλάξει ότι θέλει με μια ποσότητα χόρτου, καθώς οι μέρες φαίνονται λιγότερο μακριές όταν είσαι «φτιαγμένος» και ο καιρός «που περνάει γρήγορα» είναι μια πολυτέλεια στη φυλακή.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η διοίκηση είναι ενήμερη για την ύπαρξη χόρτου και τηλεφώνων, αλλά αυτό κάθε άλλο παρά τους ενοχλεί. Ένας μαστουρωμένος κρατούμενος είναι λιγότερο συγκρουσιακός, μπορούν πιο εύκολα να τον χειριστούν κι αποτελεί επιπλέον ένα εργαλείο καταστολής στα χέρια τους, έτοιμο προς χρήση όποτε το θελήσουν. Κι αρκετοί κρατούμενοι βρίσκονται «φορτωμένοι» με νέες δικαστικές υποθέσεις  για αδικήματα που διαπράχθηκαν στη φυλακή.  Είναι λίγο πολύ το ίδιο μ’ ό,τι αφορά στη θρησκευτική λατρεία (στμ. δηλαδή το πως η θρησκευτική λατρεία λειτουργεί κατευναστικά μέσα στη φυλακή), ο σεβασμός που δείχνει η διοίκηση για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κρατουμένων προκαλεί έκπληξη αν τον συγκρίνουμε με τον αντιστρόφως ανάλογο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.  Φυσικά οι πιο φανατικοί θα ζητούν πάντα περισσότερα, αλλά για τον οποιοδήποτε πιστό, όλα έχουν ρυθμιστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει πρόσβαση στις διάφορες πτυχές της λατρείας του και θρησκευτικοί λειτουργοί είναι παρόντες ώστε να καθοδηγήσουν τη συνείδησή του, σε αρμονία πάντα με τις ανάγκες της διοίκησης: ειρήνη ανάμεσα σε φυλακισμένους και δεσμοφύλακες και πόλεμος ανάμεσα στους κρατουμένους. Υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα, όπως η τηλεόραση ή τα αθλήματα, που προωθούν αυτό το κλίμα ειρήνης, δεν έχω όμως το κουράγιο να χρονοτριβήσω αναφορικά μ’ αυτά.

Για κάποιους άλλους κρατούμενους όμως, τίποτα δεν καταφέρνει πραγματικά να εξαγοράσει αυτή την τόσο επιθυμητή ειρήνη. Γι’ αυτούς υπάρχει η «βόλτα» από την Πειθαρχική Επιτροπή. Υπάρχει ένας πίνακας όπου καταγράφονται παραβάσεις και κυρώσεις, ο οποίος όμως παραμένει αρκετά φλου ώστε να μην αποτελεί εμπόδιο στην αυθαιρεσία της διοίκησης. Η ίδια παράβαση ανάλογα με τον τρόπο ερμηνείας της, μπορεί να καταταχθεί ως 1ου, 2ου ή 3ου βαθμού βαρύτητας. Στην Πειθαρχική Επιτροπή, όπου μπορείς να έχεις ένα δικηγόρο για να σε υπερασπισθεί, υποκρινόμαστε ακόμα λιγότερο ότι τηρούνται οι δημοκρατικές διαδικασίες, σε σχέση με μια παραδοσιακή δίκη σε δικαστήριο, καθώς το άτομο που σε δικάζει είναι το ίδιο μ’ εκείνο με το οποίο είχες τη διαμάχη. Πρόκειται για το διευθυντή της φυλακής ή για οποιονδήποτε άλλο…Υπάρχει μια ποικιλία ποινών (με ή χωρίς αναστολή) που είναι προσαρμοσμένες στην παράβαση.

Στην απομόνωση επικρατούν οι ίδιες σχεδόν συνθήκες κράτησης που συναντάμε και στην προφυλάκιση και μπορεί κανείς να μείνει εκεί μέχρι 40 μέρες. Αλλά υπάρχει επίσης η μόνιμη απειλή της μεταφοράς κάποιου κρατουμένου με σκοπό ν’ απομακρυνθεί απ’ τους οικείους του και ν’ απομονωθεί ακόμα περισσότερο. Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για τη μόνιμη απειλή της ποινής μέσα στην ποινή, της φυλακής μέσα στη φυλακή, η οποία είναι ήδη μια φυλακή μέσα στην κοινωνική φυλακή. Μοιάζει λίγο με το παιχνίδι των ρωσικών ξύλινων κούκλων (στμ. οι λεγόμενες μπάμπουσκες) της φυλακής.

Φυσικά δεν πρόκειται να δώσω μια ψεύτικη και νοσταλγική εικόνα, αλλά αναφορικά με την κυρίαρχη στη φυλακή ηθική, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί από πλευράς κρατουμένων, μέσα σε λίγες δεκαετίες και μεγάλες αλλαγές έχουν γίνει σ’ ό,τι αφορά τον αγώνα, τη συγκρουσιακότητα, την ανταρσία. Όπως διηγούνται οι παλαιότεροι κρατούμενοι, στο παρελθόν τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα, υπήρχαν δύο στρατόπεδα, όχι τρία, ούτε δέκα, απ’ τη μια πλευρά ήταν οι φυλακισμένοι κι απ’ την άλλη οι φύλακες. Φυσικά, υπήρχαν και τότε, όπως πάντα, προδότες, ρουφιάνοι, δειλοί κι όσοι προτιμούσαν να συνεργαστούν. Αλλά σήμερα όλα είναι πιο θολά και μπλεγμένα. Η αλληλεγγύη ανάμεσα στους κρατουμένους, ως αρχή, δεν υπάρχει πλέον, αυτό δεν την εμποδίζει όμως να υφίσταται ακόμα και μάλιστα με συνέπεια. Η σύγκρουση με τη διοίκηση, ως αρχή, δεν υφίσταται ούτε κι αυτή. Υπάρχει παρ’ όλα αυτά ένας κοινωνικός πόλεμος μέσα στη φυλακή, όπως και έξω. Αλλά υπάρχει κι ένας εμφύλιος πόλεμος που έρχεται σε σύγκρουση μ’ αυτόν, όπως συμβαίνει και έξω.

Με αποτέλεσμα, κάποιοι  να μη διστάζουν να «δώσουν» άλλους κρατουμένους για λίγο χόρτο ή για ν’ αποφύγουν μία μέρα στην απομόνωση. Δε διστάζουν να συγκρουστούν με άλλους κρατουμένους με κριτήριο το χρώμα του δέρματος, να βοηθήσουν στην κατάπνιξη εξεγέρσεων προκειμένου να μη διαταραχθεί η γαλήνη τους και το μικρο- εμπόριο τους, να γίνουν φίλοι με τους φύλακες για να μπορέσουν να γλείψουν λίγα ψίχουλα ακόμα από το πιάτο, κάποιες φορές να τους εντάξουν κοινωνικά στους κόλπους των κρατουμένων και να κοιμηθούν με γυναίκες δεσμοφυλάκες. Για να λέμε την αλήθεια, δεν υπάρχουν πια δυο στρατόπεδα, αλλά τόσα όσα και τα διαφορετικά χρώματα του δέρματος των κρατουμένων και δεν παίζει πλέον κανένα ρόλο αν κάποιος είναι ένστολος ή μη. Η φυλακή είναι γεμάτη με «μαύρους κι άραβες» και οι συμμαχίες γίνονται και ξεγίνονται με βάση φυλετικά κριτήρια παρά με βάση του «ποιος κατέχει τα κλειδιά και ποιος δεν έχει τίποτα».

Σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζομαι  ότι αυτά δε συνέβαιναν και στο παρελθόν, αλλά αυτό που παλιότερα αποτελούσε τον κανόνα (φυλακισμένοι εναντίον διοίκησης) είναι πλέον η εξαίρεση. Δεν «τσακίζουμε» πλέον τους ρουφιάνους, εκτός κι αν «έδωσαν» εμάς, δεν κινητοποιούμαστε πλέον για κανένα άλλο πέρα από το δικό μας και μόνο συμφέρον, δεν ξεπερνάμε πλέον τις διαφορές  μας όταν πρόκειται ν’ αντιμετωπίσουμε τον ένστολο εχθρό, δεν υπάρχει παρά ελάχιστη αλληλοβοήθεια και οι πιο φτωχοί μπορούν κάλλιστα να πεθάνουν της πείνας.

Ρατσισμός, εθνικιστικές λογικές και λογικές διαχωρισμού σε κοινότητες, σεξισμός, εξύμνηση της εργασίας, κυριαρχικές και ιεραρχικές λογικές, υποταγή, ομοφοβία ή ηθικολογία: πρόκειται για φαινόμενα και συμπεριφορές που συναντάς περισσότερο μέσα στη φυλακή παρά έξω. Η βιαιότητα των οικονομικών συσχετισμών είναι πολλαπλάσια εντός των τειχών. Το ίδιο και η βίαιη επιβολή της νόρμας. Και αν με το πέρασμα του χρόνου οι συνθήκες κράτησης βελτιώθηκαν, η βία (σωματική ή ψυχική) μεταξύ κρατουμένων εντείνεται, ενώ οι σχέσεις κρατουμένων και διοίκησης ολοένα κι εξομαλύνονται. O εγκλεισμός μαζί μ’ άλλους έχει μετατραπεί σ’ έναν πόλεμο «όλων εναντίων όλων», ανάμεσα σε μικρές ασήμαντες κλίκες: το απόλυτο βασίλειο του θηρευτή που αρπάζει τη λεία του, αδιακρίτως.

Για έναν εξεγερμένο κρατούμενο, έναν κρατούμενο έτοιμο να πολεμήσει ενάντια στη συνθήκη που του επιβάλλεται και ενάντια στην πιθανότητα επιβολής αυτής της συνθήκης και σε κάποιον άλλον πέραν του ιδίου, η φυλάκιση είναι ένα ταξίδι πάνω σε μια σάπια σχεδία, σ’ ένα ποτάμι όπου στις δυο του όχθες βρίσκονται εχθρικοί πληθυσμοί. Παγιδευμένος ανάμεσα σε συγκρατούμενους και διοίκηση, πολύ δύσκολα μπορεί να πολεμήσει κανείς μέσα στη φυλακή και τα περιθώρια ελιγμού είναι ελάχιστα.

Η «Κινητή Μονάδα Συμβουλευτικής και Ιατρικής Φροντίδας» (στμ. UCSA, Unité de Consultations et de Soins Ambulatoires: στη Γαλλία κάθε φυλακή συνεργάζεται μ’ ένα νοσηλευτικό ίδρυμα το οποίο παρέχει, μέσα στη φυλακή, τις τρέχουσες ιατρικές φροντίδες και εξετάσεις και αναλαμβάνει δράσεις με σκοπό την πρόληψη) και η «Τοπική Ψυχιατρική Υπηρεσία» (SMPR, Service Médico-Psychologique Régional) αρκούνται στο να κατευνάζουν τους κρατουμένους μοιράζοντας τα χάπια σαν καραμέλες. Αυτοί οι ντίλερ με τις λευκές μπλούζες περνάν το χρόνο τους προσπαθώντας να πείσουν τους κρατουμένους, απ’ την πρώτη τους κιόλας μέρα στη φυλακή, να παίρνουν υπνωτικά για να κοιμηθούν και αντικαταθλιπτικά για ν’ αντεπεξέλθουν, για να μη μιλήσω για το Subutex (υποκατάστατο ηρωίνης) που το βρίσκεις πιο εύκολα κι από τα φρούτα, αφού είναι δωρεάν. Η SMPR είναι πραγματικά μια ψυχιατρική κλινική μέσα στη φυλακή όπου κρατούνται όσοι φυλακισμένοι είναι ιδιαίτερα αντιδραστικοί˙  οι πιο αδύναμοι και ανήσυχοι βρίσκονται  σε κατάσταση «φυτού», σαν ζόμπι, και μένουν ξαπλωμένοι σχεδόν όλη την ημέρα ενώ τους μπουκώνουν με χάπια. Οι ιατροί της UCSA εξαρτώνται θεωρητικά απ’ το Δημόσιο Σύστημα Υγείας-Τομέας Παρισιού (στμ. ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά του APHP, Assistance Publique-Hôpitaux de Paris) και όχι απ’ τη Διοίκηση των Φυλακών. Είναι γενικά αρκετά «πατερναλιστές» και δεν πρέπει να τους έχει κανείς εμπιστοσύνη παρά τις βεβαιώσεις τους. Το ιατρικό απόρρητο που υποτίθεται πως οφείλουν να σέβονται είναι ένα μεγάλο ψέμα: συμμετέχουν στις συσκέψεις της διοίκησης αναφορικά με τους κρατουμένους και συζητούν για την υπόθεση καθενός.

Εξαιτίας των απαράδεκτων συνθηκών υγιεινής που επικρατούν μέσα σε παμπάλαιες, σιχαμένες φυλακές όπως αυτή της Σαντέ, ακόμα και τα πιο μικρά κοψίματα ή οι πιο απλοί τραυματισμοί μπορούν να εξελιχθούν πραγματικά άσχημα. Λίγη σκόνη στο μάτι μπορεί γρήγορα να οδηγήσει σ’ έντονο πρήξιμο, το τρύπημα του αυτιού αν δε γίνει σωστά μπορεί να εξελιχθεί σε γάγγραινα κτλ. Επιπλέον, όταν πιάνει ζέστη, κάθε φορά που αγγίζεις τον τοίχο έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι μέσα σε πυρηνικό αντιδραστήρα ενώ το μέρος κατακλύζεται από αναρίθμητα κουνούπια, αρουραίους, ποντίκια, κατσαρίδες και αράχνες.

Στα παραπάνω προστίθενται ο σαδισμός των μηχανικών που κατασκευάζουν κρεβάτια πολύ μικρά ή μετατοπισμένα κατά 7 εκατοστά από τον τοίχο, τα στρώματα που είναι μεγαλύτερα απ’ το μεταλλικό σκελετό του κρεβατιού, ο νιπτήρας που όταν τον χρησιμοποιείς εκτοξεύεται νερό σ’ όλο το χώρο του κελιού ή οι πάγκοι της αίθουσας αναμονής που είναι τόσο σκληροί ώστε πονάν τα πισινά σου, για να μην ξεχνάς ότι δε βρίσκεσαι φυσικά σε ταξίδι αναψυχής. Αναρίθμητες αυτόματες πόρτες οι οποίες δεν ανοίγουν παρά μόνο αφού έχουν κλείσει οι άλλες ώστε υποχρεούσαι να περιμένεις κάθε δέκα δευτερόλεπτα. Και οι σανίδες που χρησιμεύουν για πόρτες στις τουαλέτες είναι πολύ κοντές, αφήνοντας ένα τόσο μεγάλο κενό, πάνω και κάτω, ώστε να μην έχεις πλέον ούτε την παραμικρή ιδέα του τι σημαίνει ιδιωτικότητα.

Η φυλακή προσφέρει σε μια χούφτα από λακέδες την απόλυτη σχεδόν ελευθερία να πειραματιστούν με την ωμότητα της μεγαλειώδους ανθρώπινης φύσης πάνω σ’ άλλους ανθρώπους που στερούνται της ελευθερίας τους, όπως ένα παιδί διαμελίζει μια κούκλα ή το σώμα ενός νεκρού βατράχου με σαδισμό.  Στο ρόλο του ανήλικου σαδιστή: δεσμοφύλακες, αρχιτέκτονες, μηχανικοί, κατασκευαστές, ψυχίατροι, δικαστές. Και στο ρόλο του διαμελισμένου βατράχου:  ο κρατούμενος, ο οποίος πρέπει επιτέλους να καταλάβει ότι είναι ένα τίποτα, ότι δεν υπάρχει για την κοινωνία, ότι δεν υπάρχει ούτε για τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ίδιος κρατούμενος, τον οποίο είναι πάντα έτοιμοι να στείλουν να φέρει εις πέρας τις πιο ανθυγιεινές δουλειές, αυτός που-σαν άλλος σκλάβος σε μοντέρνες βαμβακοκαλλιέργειες- φτιάχνει τσάντες Vuiton για την κυρία δικαστή, η οποία τόσο αρέσκεται να κρατάει μία στο μπράτσο της στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του κεντρικού γραφείου στο Παρίσι.

H φυλακή της Σαντέ έχει, εξ’ άλλου, τη δική της μικρή ιστορία! Από τους κατάδικους εν αναμονή της μεταφοράς τους στο κάτεργο της Γαλλικής Γουιάνας ή της εκτέλεσής τους, στις αρχές του αιώνα, μέχρι τους θανατοποινίτες που περίμεναν να εκτελεστούν στη λαιμητόμο, η οποία βρισκόταν στημένη στη γωνία της οδού Σαντέ και της λεωφόρου Αραγκό (στμ. όπου και βρισκόταν η Φυλακή της Σαντέ): 40 περίπου άνθρωποι βρήκαν το θάνατο σ’ αυτό το σημείο. Κατά το Β’ Παγκόσμιο  Πόλεμο και την κατοχή, αντιστασιακοί εκτελέστηκαν, αποκεφαλίστηκαν ή πυροβολήθηκαν στα τείχη αυτής της φυλακής. Εδώ βρισκόμαστε έγκλειστοι σήμερα ενώ όλα έχουν γίνει με σκοπό να μας θυμίζουν ότι η φυλακή είναι μια βαρβαρότητα, το έργο μιας κοινωνίας μικρών Eichmann (στμ. γνωστός ναζί που πρωτοστάτησε στο ολοκαύτωμα) όπου κανείς δεν είναι πραγματικά υπεύθυνος για τις πράξεις του και το μόνο που κάνει είναι να υπακούει στους ανωτέρους του, οι οποίοι κι οι ίδιοι υπακούουν σε άλλους και ούτω καθ’ εξής.

****

Για να επιστρέψω σ’ ένα πιο γενικό σκεπτικό, αναρωτιέμαι πως θα μπορούσαμε να ξεμπερδέψουμε με το θεσμό της φυλακής αφήνοντας τον υπόλοιπο κόσμο ως έχει. Το να διαχωρίζει κανείς τη φυλακή απ’ τον έξω κόσμο, είναι για μένα μεγάλο λάθος, αφού η φρίκη που αναπαράγεται εντός της φυλακής, καταλήγοντας σε σύνηθες φαινόμενο, σε μεγάλο βαθμό προέρχεται κατευθείαν απ’ έξω. Στη φυλακή δε συναντάς παρά την όξυνση της προσπάθειας επιβίωσης, προσπάθειας που χαρακτηρίζει τη ζωή και μέσα στην υπόλοιπη κοινωνία.

Έξω απ’ τα τείχη της φυλακής πρέπει επίσης να έχεις χαρτιά για να κυκλοφορείς˙ έξω επίσης καταχωρούμαστε σε αρχεία και υφιστάμεθα έλεγχο˙ οι φτωχοί στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου αντί να ενωθούν για να ανατρέψουν τη συνθήκη που τους επιβάλλεται˙ έξω επίσης είμαστε όπως τα ζώα στο μαντρί και κοιμόμαστε εκεί όπου κάνουμε την ανάγκη μας˙ έξω επίσης υπάρχουν δεσμοφύλακες, ρουφιάνοι, αγκαθωτοί φράχτες, κλειδαριές, θωρακισμένες πόρτες, συρματοπλέγματα, φράγματα. Σύνορα υπάρχουν κι από τις δυο πλευρές του τοίχου.

Ο θεσμός της φυλακής υπάρχει γιατί η κοινωνία τη χρειάζεται ώστε να σπέρνει το φόβο που τη συντηρεί και δε βλέπω πως θα μπορούσαμε να επιτεθούμε στη φυλακή χωρίς να τελειώσουμε μια και καλή με τον κόσμο που την παράγει και τη χρειάζεται κι αντιστρόφως. Δε βλέπω ούτε σε τι εξυπηρετεί να πολεμάμε για φυλακές «πιο ανθρώπινες» ή για εναλλακτικές λύσεις, όταν το πραγματικό πρόβλημα ξεπερνά κατά πολύ το ζήτημα της φυλακής και εντοπίζεται σε κάθε πτυχή της κοινωνίας: είναι η ίδια η λογική της κυριαρχίας και της εξουσίας. Θέλουμε ν’ ανακτήσουμε την ελευθερία μας, αλλά ούτε έξω από τη φυλακή είμαστε ελεύθεροι.

Θέλω την καταστροφή των φυλακών και γι’ αυτό είμαι επαναστάτης, είμαι επαναστάτης και γι’ αυτό θέλω την καταστροφή των φυλακών.

Δεν πρέπει όμως να περιμένουμε τις όποιες μεγάλες και μυθικές μέρες για να πολεμήσουμε ενάντια στις φυλακές. Από μέσα, οι κρατούμενοι δεν έχουν παρά ελάχιστα περιθώρια δράσης για ν’ αγωνιστούν αποτελεσματικά. Ο αγώνας του κρατούμενου είναι ένας αγώνας για την ίδια του την αξιοπρέπεια, για την επιβίωσή του, είναι μια σειρά από μικρές μάχες για να κρατήσει ψηλά το κεφάλι απέναντι στο διαρκή εξευτελισμό που του επιβάλλει το Κράτος και οι υποστηρικτές του. Αλλά ο αγώνας αυτός δεν μπορεί να κατανικήσει αυτή την κοινωνία φυλακών. Έξω από τις φυλακές είναι που παίζονται τα πιο χοντρά παιχνίδια.

Προσοχή, δε λέω ότι ο αγώνας του κρατούμενου είναι ένας αγώνας μάταιος, ούτε ότι δεν πρέπει ν’ αγωνιζόμαστε μέσα στη φυλακή, το αντίθετο. Ούτε λέω ότι οι «έξω» δεν πρέπει να ενδιαφέρονται για τον αγώνα των «μέσα». Αντίθετα, όσοι είναι έξω πρέπει να βοηθήσουν ώστε ν’ ακουστεί δυνατά η φωνή τους και ν’ αγωνιστούν και οι ίδιοι, στο μέτρο του δυνατού, στο πλευρό των φυλακισμένων.

Είναι σημαντικό, να καταφέρουμε να μιλήσουμε χωρίς αναστολές για τις φυλακές, παρά το βαθύ πόνο, να δημοσιευθούν οι επιστολές εξεγερμένων κρατουμένων (όσων το επιθυμούν), να τους δοθεί το βήμα ν’ ακουστούν, κάτι το οποίο δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μόνοι τους, να τεθεί μέσα στην κοινωνία το ζήτημα των φυλακών και κανείς να μην μπορεί να το αποφύγει, στους δρόμους, στις συζητήσεις, στο τραπέζι, στην καφετέρια, στη δουλειά, παντού˙ πρέπει να σπάσει η απομόνωση.

Συγχρόνως (το ένα δεν έχει κανένα νόημα χωρίς το άλλο), πρέπει να εξαπλωθεί η επίθεση ενάντια στις δομές της κοινωνίας, ν’ ασκηθεί έμπρακτη κριτική στην μπίζνα των φυλακών, να μοιραστεί δημόσια ό,τι μπορεί να βοηθήσει έναν κρατούμενο που θέλει ν’ αποδράσει, να παραλύσουν οι υποδομές των φυλακών και να ξεσκεπαστούν όσοι συνεργάζονται και συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο σωφρονιστικό σύστημα. Πρόκειται για μπάτσους, δικαστές, δημοσιογράφους, κατασκευαστές, μηχανικούς, αρχιτέκτονες, πολιτικούς, επιστήμονες, δεσμοφύλακες, επενδυτές, φιλοσόφους, ελεγκτές των φυλακών, τους οποίους πρέπει ν’ αφήσουμε στο έλεος της οργής. Να μην είναι πια ανώδυνη η συμμετοχή σ’ αυτό το σύστημα μαζικού εγκλεισμού εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον κόσμο. Να υπάρχει ένα τίμημα για όσους προπαγανδίζουν ή υποστηρίζουν προσπάθειες μεταρρύθμισης με απώτερο σκοπό τη διαιώνιση αυτού του συστήματος.

Ας στραφεί το μίσος για τη βαρβαρότητα των φυλακών ενάντια στους υπευθύνους κι υπερασπιστές τους, ας γκρεμιστούν οι τοίχοι που χωρίζουν τους φυλακισμένους απ’ τον υπόλοιπο κόσμο… Στη σκέψη μας, όπως και στην πραγματικότητα, αυτά είναι αλληλένδετα.

Ας επανοικειοποιηθούμε τον κοινωνικό πόλεμο αντί να τον υφιστάμεθα.
Μέσα  κι έξω από τις φυλακές.
Φωτιά σε όλες τις φυλακές!

Από τη φυλακή της Σαντέ,
Σαν λυσσασμένος σκύλος, Μάρτιος-Απρίλιος 2011

πηγές πρωτοτύπου: paris.indymedia.org, www.non-fides.fr

No Comments “Παρίσι, φυλακή της Σαντέ: «Σαν λυσσασμένος σκύλος»”