Marie Louise Berneri [1918-1949]: Το τίμημα του πολέμου και της απελευθέρωσης

Σεπτέμβρης του 1943

Οι βρετανικοί βομβαρδισμοί επέφεραν το θάνατο πολλών χιλιάδων ανθρώπων τις τελευταίες εβδομάδες. Στη συνάντηση του Κεμπέκ [τον Αύγουστο του 1943, μεταξύ των συμμαχικών κυβερνήσεων της Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά], πολιτικοί οι οποίοι παρέχουν στην αφεντιά τους καταφύγια πολύ απομακρυσμένα απ’ την εμβέλεια των βομβαρδισμών, σχεδιάζουν να εξακολουθήσουν τους μαζικούς βομβαρδισμούς ως μέσο για τη συνέχιση του «πολέμου ενάντια στο φασισμό».

Οι πόλεις Αμβούργο, Μιλάνο, Γένοβα, Τορίνο καλύπτονται από ερείπια, στους δρόμους τους στοιβάζονται πτώματα και ρέει το αίμα. Η «αμβουργοποίηση» τίθεται σε χρήση ως νέος όρος για την ολοσχερή καταστροφή πόλεων, καθώς και τη μαζική δολοφονία των πληθυσμών τους, μέσω τρομοκρατικών επιδρομών. [Οι πλέον σφοδροί αεροπορικοί βομβαρδισμοί κατά του Αμβούργου έλαβαν χώρα στα τέλη Ιούλη του 1943.] Ο Τύπος κομπάζει για τη δύναμη της βρετανικής βασιλικής αεροπορίας [RAF] να επιφέρει τέτοια καταστροφή σ’ όλες τις πόλεις της Γερμανίας και της κεντρικής Ευρώπης. Ούρλιαξαν απ’ αγανάκτηση όταν οι γερμανοί βομβάρδισαν εκκλησίες και νοσοκομεία, αλλά όταν η οσμή της σφαγής αναδίνεται απ’ άλλοτε όμορφες και πολυάνθρωπες πόλεις, τότε βρίσκουν λόγια χαράς. Όταν χτυπήθηκε το δίκτυο ύδρευσης στο Μιλάνο, και πλημμύρισε το κέντρο της πόλης, τους φάνηκε καλό θέμα για να σπάσουν πλάκα. «Λίμνη Μιλάνο» τ’ αποκαλεί το εξυπνοπούλι ο δημοσιογράφος. Τι σημασία έχει για κείνον αν «το νερό κυλάει ανάμεσα στα ερείπια και στα συντρίμμια βομβαρδισμένων κτηρίων, και οι άνθρωποι που ζουν στην περιοχή αναγκάστηκαν να παραμείνουν μέσα στα λείψανα των σπιτιών τους για τέσσερις μέρες, ωσότου υποχωρήσει η στάθμη του νερού και μπορέσουνε να βγουν»… Στ’ αλήθεια υπέροχο τ’ αστείο με τη «Λίμνη Μιλάνο». Μόνο που, όσο οι δημοσιογράφοι χαχανίζουν στις παμπ της Φλητ Στρητ [στο Λονδίνο], τα νοσοκομεία κι οι ομάδες διάσωσης εργάζονται νυχθημερόν προσπαθώντας να μετριάσουν κάπως τον πόνο και την παραμόρφωση των πληγέντων, την πείνα τους και την έλλειψη καταφυγίου.

Κι οι γελοιογράφοι μας κρίνουν πως η ολοσχερής καταστροφή σηκώνει χιουμοριστικό σχολιασμό. «Το Βερολίνο βγήκε απ’ την πρίζα, και σύντομα θα βγει κι εκτός χάρτη!» Ωστόσο, όταν οι εφημερίδες δημοσιεύουν περιγραφές και φωτογραφίες της καταστροφής και της δυστυχίας στο Αμβούργο και στο Μιλάνο, ο κόσμος των Κλάιντσαϊντ και Κόβεντρυ, του Πλύμουθ και του Ηστ Εντ του Λονδίνου θα θυμηθεί τα μερόνυχτα εκείνα όταν τα σπίτια τους βομβαρδίστηκαν, όταν οι συγγενείς τους σκοτώθηκαν ή περίμεναν τη σειρά τους στα νοσοκομεία… Όταν οι εφημερίδες μιλούν χαιρέκακα για τις ορδές προσφύγων που αποσύρονται σε αλλόφρονα κατάσταση απ’ το Αμβούργο, κουβαλώντας τ’ απομεινάρια των υπαρχόντων τους στις πλάτες, όταν κάνουν λόγο για τον κόσμο του Μιλάνου που «στήνει έξω καταυλισμούς κάτω απ’ τα δέντρα», οι κάτοικοι των βομβαρδισμένων πόλεων της Αγγλίας θα θυμηθούν τις δικές τους απόπειρες να ξεφύγουν απ’ το νυκτερινό τρόμο, θα θυμηθούν πως όταν ξεχύθηκαν κατά κύματα από το Πλύμουθ στην ύπαιθρο, τα μεγάλα σπίτια των πλουσίων τούς έκλεισαν την πόρτα, κι αφέθηκαν να περιπλανώνται χωρίς τροφή ή καταφύγιο.

Γιατί ποιοι πλήττονται στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις όποτε αυτές βομβαρδίζονται, αν όχι οι εργάτες που έχουνε ζήσει μες στην αθλιότητα και στο μόχθο, όπως ακριβώς οι εργάτες κι εργάτριες του Κλάιντσαϊντ ή του Κόβεντρυ; Όταν βομβαρδίζεται το λιμάνι της Νάπολης, η πυκνοκατοικημένη ζώνη της εργατικής τάξης γύρω απ’ το λιμάνι είναι αυτή που πλήττεται περισσότερο. Οι βόμβες δε χτυπάνε τις πολυτελείς βίλες των πλούσιων φασιστών, οι οποίες είναι διάσπαρτες κατά μήκος των ακτών του κόλπου της Νάπολης· οι βόμβες πέφτουνε σ’ εκείνα τα ψηλά πολυώροφα σπίτια που ’ναι τόσο στριμωγμένα το ένα δίπλα στ’ άλλο, ώστε οι δρόμοι να μην είναι τίποτ’ άλλο από σκοτεινά περάσματα αναμεταξύ τους· σπίτια όπου άνθρωποι διαβιώνουν σ’ ένα δωμάτιο ανά τετράδες ή πεντάδες.

Όταν βομβαρδίζονται οι γερμανικές πόλεις, δεν είναι η ναζιστική ελίτ αυτή που υποφέρει. Αυτή διαθέτει βαθιά κι άνετα καταφύγια, όπως ακριβώς κι η ελίτ αυτής της χώρας. Οι οικογένειές τους έχουν εκκενωθεί σε ασφαλείς περιοχές ή στην Ελβετία. Όμως οι εργάτες κι εργάτριες δεν είναι σε θέση ν’ αποδράσουν. Το προλεταριάτο της πόλης, οι γάλλοι, ολλανδοί, βέλγοι και σκανδιναβοί εργάτες υποχρεώνονται απ’ το όργανο του Χίμλερ, την Γκεστάπο, να συνεχίσουν να δουλεύουν παρά τους σφοδρούς βομβαρδισμούς. Γι’ αυτούς είναι αδύνατη η απόδραση.

Οι εργάτες κι εργάτριες στα βρετανικά εργοστάσια πυρομαχικών και στα εργοστάσια αεροσκαφών καλούνται να αισθάνονται αγαλλίαση μ’ αυτήν τη σαρωτική καταστροφή απ’ την οποία δεν υπάρχει διαφυγή. Τοιχοκολλούνται ολόγυρά τους φωτογραφίες που απεικονίζουν ογκώδεις σωρούς ερειπίων, με τη λεζάντα: «Αυτό είναι το έργο σας». Η άρχουσα τάξη τούς θέλει να νιώθουνε περηφάνια που ’χουνε βοηθήσει να καταστραφούν οικογένειες της εργατικής τάξης. Γιατί αυτό έχουνε κάνει. Έχουνε βοηθήσει τ’ αφεντικά τους να οργανώσουν σφαγές ασύγκριτου μεγέθους, αφού μπροστά τους η καταστροφή της Γκερνίκα, ο βομβαρδισμός του Ρόττερνταμ και της Βαρσοβίας είναι λες και παίζανε πόλεμο τίποτα παιδάκια. Αυτές οι τοιχοκολλημένες αφίσες θα ’πρεπε να εξοργίζουν την ανθρωπότητα, να κάνουν τους ανθρώπους να αρρωσταίνουν στη σκέψη του ρόλου που τους ζητά να παίξουνε η καπιταλιστική κοινωνία.

Οι ιταλοί εργάτες έχουνε δείξει ότι, παρά την εικοσαετία φασιστικής καταπίεσης, ξέρανε καλύτερα ποια είναι τα ταξικά τους συμφέροντα. Έχουν αρνηθεί να γίνουν πρόθυμα εργαλεία στα χέρια των αφεντικών. Έχουνε κατέβει σε απεργία, έχουν σαμποτάρει την πολεμική βιομηχανία, έχουνε κόψει καλώδια τηλεφωνίας κι έχουνε αποδιοργανώσει μεταφορές. Ποια είναι η απάντηση της δημοκρατικής Βρετανίας στον αγώνα τους κατά του φασισμού; Βομβαρδισμοί και ξανά μανά βομβαρδισμοί. Οι συμμαχικές δυνάμεις ζητήσανε απ’ τον ιταλικό λαό ν’ αποδυναμώσει την πολεμική μηχανή του Μουσσολίνι, και τώρα εκμεταλλευόμαστε την αδυναμία τους προκειμένου να τους αποτελειώσουμε με βομβαρδισμούς.

Οι πολιτικοί μας διατείνονταν πως αποζητούσαν επανάσταση στην Ευρώπη για την ανατροπή του φασισμού. Μα τώρα είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ ότι αυτό που φοβούνται περισσότερο είναι μήπως ο φασισμός χρειαστεί ν’ ανατραπεί από λαϊκή εξέγερση. Τρέμουν την επανάσταση, τρέμουν την «αναρχία». Θέλουν να εγκαθιδρύσουνε την «τάξη», κι όπως πάντα, είναι διατεθειμένοι να βαδίσουν μέσα σε ποταμούς αίματος προκειμένου να εξασφαλίσουν την ιδέα τους περί τάξης – μιας τάξης στην οποία οι εργάτες αποδέχονται παραιτημένοι πως το ’χει η μοίρα τους να ζουν στη φτώχεια και στον πόνο.

Πόσες φορές στο παρελθόν έχουμε ακούσει ότι ο αναρχισμός σημαίνει βόμβες, ότι οι αναρχικοί απεργάζονται σαρωτική καταστροφή; Πόσες φορές κινητοποιήθηκαν η αστυνομία κι η καταστολή της άρχουσας τάξης επειδή ένας αναρχικός προσπάθησε να εκτελέσει έναν μονάχα ηγεμόνα ή αντιδραστικό πολιτευτή; Εντούτοις, μία μονάχα επιδρομή αμβουργοποίησης αρκεί για να ξεκάνει περισσότερους άνδρες, και γυναίκες και παιδιά, απ’ όσους σκοτωθήκανε σε όλη την ιστορία –αληθή ή επινοημένη– αναρχικών βομβών. Οι βόμβες των αναρχικών είχαν ως στόχο τους τυράννους που ευθύνονταν για τη δυστυχία εκατομμυρίων ανθρώπων· οι βόμβες της άρχουσας τάξης το μόνο που κάνουν είναι να σκοτώνουν χιλιάδες εργάτες αδιακρίτως.

«Αταξία», «αναρχία», έκραζε ο αστικός Τύπος όταν μεμονωμένοι αποφασισμένοι αναρχικοί σαν τους Σμπαρντελλόττο, Σκίρρου και Λουτσέττι προσπάθησαν να σκοτώσουνε τον Μουσσολίνι… Τώρα οι ίδιοι καπιταλιστές θέλουν ν’ αφανίσουν ολόκληρες πόλεις απ’ το χάρτη της Ευρώπης, θέλουν να ρίξουνε ολάκερους πληθυσμούς στη λιμοκτονία, με την επακόλουθή της μάστιγα επιδημιών και ασθενειών σ’ όλο τον κόσμο. Αυτή είναι η ειρήνη και η τάξη που θέλουν να φέρουν με τις βόμβες τους στους εργάτες του κόσμου.

Άρθρο της Μαρί Λουΐζ Μπερνέρι που πρωτοδημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα War Commentary στην Αγγλία· βλ. εδώ, σελ. 19-21.