Lola Ridge [1873-1941], Το αιθέριο έλαιο του αχρησιμοποίητου αέρα

Η λ ι ο σ ή κ ω μ α

(Σκιές πάνω από λίκνο…
τσιμπίδισμα λαμπυρίζει φλογισμένα…
Μια χεριά
ρίχνει κάτι μέσα στην πυρά
και μια μικρότερη χεριά
μπαίνει στη φλόγα σβέλτα βγαίνοντας μετά
καψαλισμένη κι άδεια…
Σκιές
στεκάμενες πάνω από λίκνο…
δυο χεριές
και μια πυρά.)

[…]

II. Το σοκάκι

[…]

Ανήμερα Χριστουγέννων
βρήκα την Τζέινι στο μαξιλάρι μου.
Η Τζέινι είναι καουτσουκένια.
Το κόκκινο και μπλε σακάκι της δε λέει να βγει.
Το χριστουγεννιάτικο δείπνο ήταν πράσινο και άσπρο
κοτόπουλο και μαρούλι και μπιζέλια
και σταγόνες λάδι πάνω στη σαλάτα
χαμογελαστές και ολόφωτες
σαν το χρυσό στα δόντια της κυρίας.

Όμως η μαμά είπε με ευγένεια
Σας ευχαριστούμε, θα δειπνήσουμε έξω.
Δε σ’ άφηνε να πάρεις ένα μπιζέλι
να το βάλεις στην τρύπα όπου υπήρχε η σφυρίχτρα
στο πίσω μέρος του κεφαλιού της Τζέινι
να τσιμπήσει κι η Τζέινι κάτι για το βράδυ
Πήγες λοιπόν στο πάρκο έχοντας μαζί μπισκότα
κι ένα μπουκάλι μαύρο τσάι.

[…]

IV. Μπέττυ

Μπορείς να δεις τους αμμόλοφους απ’ το νέο μας δώμα.
Πεταλούδες
ζούνε στους αμμόλοφους
και σαύρες
και σαρανταποδαρούσες.
Άμα μείνεις εντελώς ασάλευτη
οι σαύρες θα νομίσουνε πως είσαι πέτρα
και θα συρθούν πάνω απ’ τους μηρούς σου.
Οι λιβρέες των πεταλούδων
είναι άλικες και μαύρες.
Οδηγούνε άρματα στον άνεμο.
Πάνω στ’ άρματα οι άνθρωποι
είναι χλωμοί ίδιοι με δροσοσταλίδες –
το βλέμμα σου μπορεί και τους τρυπά –
ωστόσο τ’ άρματα
είναι φτιαγμένα απ’ το χρυσό του ήλιου.
Ανεβαίνουνε στα πέρατα τ’ ουρανού
και δεν αρπάζουνε ποτέ φωτιά.
Υπάρχουν πράσινες σαρανταποδαρούσες
και καφετιές σαρανταποδαρούσες
και μελανές σαρανταποδαρούσες
γιατί πράσινο και καφετί και μελανό
είναι τα χρώματα στη σημαία της κόλασης.
Οι σαρανταποδαρούσες
έχουν εκατοντάδες πόδια
επειδή η κόλαση είναι πολύ μακριά ακόμα
για να βγουν να πάρουνε αέρα.
Οι σαρανταποδαρούσες
δεν έχουν βιάση.
Περιμένουνε την τελευταία μέρα
όταν θα συρθούνε πάνω στους ψευδοπροφήτες
που θα ’χουνε τα χέρια τους δεμένα.

:  :

Η νύχτα τούς αμμόλοφους καλεί
και τους περιμαζεύει από κάτω της.
Σπρώχνει παράμερα τις πόλεις
γιατί τα διαπεραστικά τους φώτα
πληγώνουνε το μαλακό της κόρφο.
Ακόμη και τα κεριά θρονιάζουνε πληγή
σαν μπήγονται μέσα στη νύχτα.

Υπάρχουν πράγματα στους αμμόλοφους
που κανείς δεν ξέρει το παραμικρό για δαύτα…
ξεμυτίζουν στο σκοτάδι την ώρα που τα νεαρά φίδια παίζουν
και λένε το ένα στ’ άλλο μυστικά
μες στα κούφια κούτσουρα.

Μερικές φορές… προτού βρέξει…
όταν τ’ αστέρια έχουνε κρυφτεί…
η νύχτα ζυγώνει στο παράθυρό σου
και οσφραίνεται το φως σου…
Μα δεν πρέπει να το βάλεις στα πόδια –
πρέπει να κοιτάξεις κατάματα τη νύχτα
και να βαδίσεις όλο ανάποδα.

:  :

Όταν βρέχει
και συ μαδάς μυγοπόδαρα…
η μαμά σ’ αφήνει να παίξεις σπιτάκια
με τη Λίζι και την Κλάρα.
Επειδή είσαι Μονάκριβη –
και επειδή οι Μονάκριβες πρέπει να ζουν μονάχες
ενώ οι αδερφούλες μένουνε αντάμα
η Λίζι και η Κλάρα
σου δίνουνε το στεγνό σπιτάκι
και παίρνουνε κείνο με την οροφή που σιγοστάζει.

Σταγόνες βροχής σαν κατσαρές φουρκέτες
προσγειώνονται στης Λίζι και στης Κλάρας τα κεφάλια
που ’ναι στραμμένα σαν να ’ταν ένα –
δυο στόματα
σε ένα γέλωτα απλωμένα.
Η Λίζι σου λέει:
γιατί δε θες να παίξεις –
τη στιγμή που νιώθεις πως θα ’θελες να φτιάξεις
πλεξούδα απ’ την τσαλακωμένη-ασημή βροχή
και να τη μετατρέψεις σε αστραφτερό σχοινί
να σκαρφαλώσεις πάνω… παραπάνω… παραπάνω… στον υγρό ουρανό
και να μη ματαδείς καμιά.

Η αυλόπορτά μας δεν κρεμάει σωστά.
Πρέπει να ’σκαψε κόντρα στον άνεμο με την πατούσα
και να ’φαγε γερή κλοτσιά
σαν την πήρε σβάρνα ο αγέρας.
Ο κατακαθισμένος ουρανός
βγάζει γκρίζες τουλούπες
κι ο άνεμος συρίζει αλικοραβδωτά
φυσώντας ευθεία μπροστά
μα η αυλόπορτά μας σέρνει την πατούσα της
και κλαψουρίζει σ’ ένα ρεζέ με αναφιλητά.

:  :

Τι θαρρείς πως έχω βρει –
δυο νεραϊδοχάλκινα βρακάκια
ή δυο χρυσές λίρες διπλωμένες
μέσα σε λίγο πράσινο μετάξι
ή δυο χρυσά μαμούνια
σε πράσινα πουκαμισάκια;
Αν θες να μάθεις
θα πρέπει να περπατήσεις στα νύχια
ώστε τα πόδια σου απλά να ψιθυρίσουν στο γρασίδι –
θα πρέπει να τα κουβαλήσεις προσεκτικά
και πολύ περήφανα
γιατί οι μίσχοι τους ματώνουν γαλατοσταγόνες –
αλλά η Λίζι και η Κλάρα φωνάζουν εν χορώ:
Κατρουλοράδικα, κατρουλοράδικα –
δόντια λιονταρίσια!
Κοιτάς στα μάτια ενήλικων ανθρώπων
για να δεις μήπως αισθάνονται
όπως αισθάνεσαι και συ…
μα είναι κρυμμένοι παραμέσα τους
κι έτσι δεν ξετρυπώνεις τίποτα.
Οι ενηλικιωμένοι άνθρωποι λένε:
Τ’ αστέρια λάμπουνε απόψε
αλλά δε λένε
τι σκέφτεσαι συ για τα αστέρια –
ούτε καν η μαμά δε λέει τι σκέφτεσαι συ για τα αστέρια.
Αυτό σε κάνει να νιώθεις πολύ μοναχική.

:  :

Είναι παράξενο τούτο με τ’ αστέρια…
Πρέπει να μένεις ασάλευτη όταν σε θωρούν.
Ωθούν το τραγούδι παραμέσα σου με το τραγούδισμά τους.
Οι μακριές ασημιές αχτίδες τους
βυθίζονται εντός σου χωρίς να σε πληγώνουν.
Είναι καλό να τις νιώθεις να ξαποσταίνουν πάνω σου
σαν μεγάλα άσπρα πουλιά…
κι η αστραφτερή λευκότητά τους
δεν καίει όπως ζεματάει ο ήλιος –
ξεπλένει καθετί απάνω σου
και σε κάνει να νιώθεις καθαρότερη κι από νερό.

:  :

Η κούκλα μου η Τζέινι δεν έχει μέση
και το σώμα της είναι σαν μπανιέρα με στερεωμένα πόδια.
Μερικές φορές τη χτυπάω
μα ύστερα πάντοτε τη φιλάω.
Όταν θα ’χω φιλήσει όλη την μπογιά απ’ το κορμί της
θα του δέσω μια κορδέλα
για να μη δείχνει κουρελιάρα.
Αλλά θα πρέπει να ’ναι κυανή –
θα πρέπει να μην είναι ροζ –
το ροζ κάνει στα μούτρα της πιο χτυπητή
τη βρομιά που δε λέει να ξεπλυθεί.

:  :

Βαράω την Τζέινι
και τη βαράω…
και δώσ’ του κείνη να χαμογελά…
γι’ αυτό την έγδαρα ανάμεσα στα μάτια με καρφίτσα.
Τώρα δε μ’ αγαπάει πια…
μ’ αγριοκοιτάζει… κι αγριοκοιτάζει…
αν και την παρακάλεσα να με συγχωρέσει
κι έχυσα ζάχαρη στο κεφάλι της από την πίσω τρύπα.

:  :

Η μαμά λέει πως η Τζέινι είναι μια νεραϊδίσια κούκλα
κι ότι μ’ έχει συγχωρέσει –
ότι κατέβηκε στην αγορά
να μ’ αγοράσει μερικά γλυκά.
– Τώρα φάνηκε στην πόρτα
με μια σακουλίτσα δεμένη γύρω απ’ το λαιμό –
τρέχω προς τη μεριά της Τζέινι
και τη φιλάω όπου μπορώ…
Αχ… ακόμη κατσουφιάζει.
Αφήνω τα γλυκά να πέσουνε στο πάτωμα –
η μαμά
σου ’πε κάτι που ’ταν ψέμα.

:  :

Τσάιναμαν
τραγουδάει στο δρόμο:
ζαλζαβατικά ωπωλικά, ζαλζαβατικά ωπωλικά –
καυτός ήλιος
λάμπει στο πρόσωπό σου –
πρέπει να ξημέρωσε καινούργια μέρα.
Μα γιατί δε χαίρεσαι
άμα ξημέρωσε καινούργια μέρα;
Επειδή κάτι έχει συμβεί…
κάτι θλιβερό και τρομερό…
Τώρα το θυμήθηκα… η Τζέινι.
Χτες
πήγα έξω την Τζέινι
κι έδεσα το μαντίλι μου γύρω απ’ το μούτρο της
και το παραγέμισα με άμμο
και την πέταξα μες στο χαντάκι
χάμω μες στα βρομόνερα
κάτω απ’ τα βρομόχορτα…
κι όταν η μαμά με ρώτησε πού ήτανε η Τζέινι
είπα ότι την είχα χάσει.

:  :

Χαίρομαι που ’πεσε νύχτα
για να μπορώ να πάω για ύπνο
και να ξεχάσω τα πάντα γύρω από αυτό…
Όμως η μαμά κοιτάει τη γλώσσα μου καλά καλά
και λέει πως θα μου δώσει να πιω τσάι με σέννα.
Μόλις μυρίζεις το τσάι
κλείνεις σφιχτά τα μάτια σου
κι υποκρίνεσαι πως δεν ακούς
την απαλή, δροσερή φωνή της μαμάς
που περνά πάνω απ’ το μέτωπό σου
σαν πνοή αγέρα.
Και τότε κείτεσαι στο σκοτάδι
και στυλώνεις το βλέμμα… και στυλώνεις το βλέμμα…
ώσπου έρχονται οι φάτσες…
κίτρινες φάτσες με μοχθηρή ματιά
που παρασύρονται σε μια πρασινωπή ομίχλη…
Άραγε
η Τζέινι να βλέπει φάτσες
εκεί έξω… μονάχη στο σκοτάδι…
Άραγε
να ’βγαλε το μαντίλι από πάνω της
ή να τρύπωσε το νερό μες στην τρυπίτσα
όπου βρισκόταν η σφυρίχτρα
στο πίσω μέρος του κεφαλιού της
και να την έπνιξε…
ή τ’ αστέρια
να μπορούνε να τη δούνε κάτω απ’ τα βρομόχορτα;

:  :

Αχνίζει μπλε και δε σαλεύει τίποτα
στην άλικη οδό.
Ο αγέρας πρέπει να σωριάστηκε με την ουρά καπακωμένη –
μήτε τις μύγες δεν τινάζει μακριά.
Και μπορείς ν’ αφουγκραστείς τη σιωπή
να βουίζει στους ευκαλύπτους
όπως βουίζανε οι άγγελοι
σαν πετούσαν ανάμεσα στους κέδρους του Λιβάνου
με λεπτά τούλινα φτερά
που τα διαπερνούσε η ματιά.
Ωραία ν’ ακούς τη σιωπή να παράγει βουητά –
ώσπου έρχεται πολύ σιμά
και σου βροντάει τ’ αυτιά
και σε πιέζει σύγκορμη
μέχρι να ουρλιάξεις…
Σαν ουρλιάζεις κόντρα στη σιωπή
σπάει σε κουδουνίσματα πολλά
σαν κάποιον ασημή καθρέφτη
που σπάει σε μικροθραύσματα.
Ίσως τα φτερά της να ’ναι γυάλινα –
ίσως να ζει βαθιά μέσα σε σκοτεινή, ολοσκότεινη σπηλιά
και να βγαίνει στην επιφάνεια μοναχά
για να ζεστάνει στον ήλιο τα φτερά…
Κάνει κρύο στη σπηλιά –
όσο καλά και να σκεπάζεσαι.
Μικρά κορίτσια κάθονται ’κεί μέσα
ντυμένα στα λευκά
κι οι κούκλες που βαστάνε
όλες τους έχουνε λευκά μαντίλια
φορεμένα πάνω από τα μούτρα.
Οι σκιές τους δεν μπορούν να παίξουνε μαζί τους…
οι σκιές τους ξαπλώνουνε δίπλα στα πόδια τους…
γιατί τα μικρά κορίτσια κάθονται πετροβαλσαμωμένα
με τις πλάτες γυρισμένες στο στόμα της σπηλιάς
όπου πέφτει ένα αχνό φως
στης σιωπής τα φτερά
απ’ τον ήλιο σαν γλιστράει καθοδικά.

[…]

Υπάρχει μια σκιά στη γωνιά του παραπήγματος
ζαρωμένη, που παραμονεύει…
μια μαύρη κουλουριασμένη σκιά
που παρακολουθεί… έτοιμη να χυμήξει…
αλλά δεν πρέπει να με σκιάζει –
τίποτα δεν πρέπει να με σκιάζει.
Φουκαριάρα σατανική σκιά
το κερί θα την έδιωχνε μακριά
μόνο που δεν μπορεί να το ζυγώσει.
Θαρρείς πως όλοι δα σε μισούνε
σκιά με την πλάτη σου στον τοίχο
και δεν κοτάς να γείρεις και να κοιμηθείς;
Εγώ πάντως δε σε μισώ.
Ακόμα και η σελήνη προσπαθεί να φανεί ευγενική.
Μονάχα σε τσαλαπατάει
όπως θα πάταγα κι εγώ ένα σκουλήκι άμα δεν το είχα δει.
Σκιά, μη με φοβάσαι εμένα.
Δες – δεν έχω κανένα φως στο χέρι μου –
τίποτα να γλυτώσω τον εαυτό μου –
κι όμως βαδίζω καταπάνω σου –
αν μ’ αφήσεις
θα σε αγκαλιάσω
και θα σε χαϊδέψω απαλά.
Σε εκπλήσσει που θα σου ’δινα μια αγκαλιά;
Σε κυριεύει μαύρη μαύρη θλίψη
που κανείς δε σ’ αγαπά;

V. Τζουντ

[…]

Όταν περνάς απ’ το χαντάκι όπου βρίσκεται η Τζέινι
τρέχεις με ποδοβολητά
και κοιτάς απ’ την άλλη μεριά.
Ο Τζουντ λέει πως η Τζέινι μ’ αγάπησε
μόνο που δεν μπόρεσε να με συγχωρέσει
κι ότι μπορείς ν’ αγαπάς ανθρώπους πάρα πολύ
και ποτέ, ποτέ, μα ποτέ να μην τους συγχωρέσεις…
κι έτσι σπρώξαμε ένα ξύλο στα νερά που ’χαν χρώμα πράσινης φιάλης.
Μονάχα όμως ζιζάνια βγήκανε στα φανερά
κι ένα παλιό καπάκι με ξεφτισμένη την μπογιά.

[. . .]

Απόδοση αποσπασμάτων μακροσκελούς ποιήματος της αναρχικής Λόλα Ριτζ από τη συλλογή Sun-Up, and Other Poems (Νέα Υόρκη 1920)· ο τίτλος της ανάρτησης πηγάζει από λέξεις της ίδιας στην αφιέρωση του βιβλίου —βλ. i, ii