Dada: Μια σύντομη ανασκόπηση

Μια σύντομη ανασκόπηση της ιστορίας του κινήματος του Νταντά που αναπτύχθηκε κατα τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου σαν μια ριζοσπαστική αντίδραση στην κοινωνία που το γέννησε.

«Στη Ζυρίχη δεν λάβαμε μέρος στα σφαγεία του παγκόσμιου πολέμου, αλλά αφιερώσαμε τους εαυτούς μας στις καλές τέχνες. Όσο ακούγονταν οι ομοβροντίες των πυροβολισμών από απόσταση, εμείς κολλούσαμε χαρτιά, διαβάζαμε τα έργα μας, γράφαμε ποίηση και βυθιζόμασταν στην ένταση των φωνών μας», Χανς Αρπ.
Το Νταντά ήταν μια άμεση απάντηση χωρίς προηγούμενο στα κατακλυσμιαία γεγονότα της σφαγής του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, καταδεικνύοντας την παράλογη φύση του καπιταλισμού και το κράτος πολέμου όπως μια φωτοβολίδα φωτίζει το πεδίο της μάχης τη νύχτα. Ο εφιάλτης μπορούσε να απαντηθεί μονάχα με την απόρριψη των αξιών μιας κοινωνίας που είχε επιτρέψει να συμβεί αυτό. Στο Νταντά, η απόρριψη αυτή οργανώθηκε γύρω από την άρνηση των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών αξιών της παλιάς κοινωνίας. Έτσι, έπαιξε έναν καίριο ρόλο, επηρρεάζοντας για πάνω από 50 χρόνια κάποιους από τους καλλιτέχνες που αναμείχθηκαν στο κίνημα, ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ύστερα κινήματα, όπως ο Σουρεαλισμός και οι αναρχικές καλλιτεχνικές δραστηριότητες της δεκαετίας του 60.

Ήταν στο κέντρο της Ζυρίχης, στο ουδέτερο έδαφος της Ελβετίας, που οι καλλιτέχνες συγκεντρώθηκαν, βρίσκοντας καταφύγιο από τον τρόμο του εν εξελίξει πολέμου. Εδώ οργάνωσαν τις εκδηλώσεις τους στο Καμπαρέ Βολτέρ.Στα 1915 ο Ούγκο Μπαλ και η σύντροφός του Έμμυ Χέννινγκς έστησαν το Καμπαρέ Βολτέρ και πλαισιώθηκαν από άλλους καλλιτέχνες όπως ο Τριστιάν Τζαρά, ο Μαρσέλ Τζανκό (και οι δύο ρουμανικής καταγωγής), ο Ριτσαρντ Χιούλσενμπεκ και ο Χανς Αρπ από τη Γαλλία και τη Γερμανία. Αναζήτησαν τη ριζοσπαστική κριτική της σύγχρονης κοινωνίας και της τέχνης που παρήγαγε. Ο Ούγκο Μπαλ εξέδωσε το Μανιφέστο του Νταντά, όπου δήλωσε: “ Το Νταντά είναι μια νέα τάση στην τέχνη… Το Νταντά έρχεται από το λεξικό. Είναι τρομερά απλό. Στα Γαλλικά σημαίνει ‘παιδικό αλογάκι’,στα γερμανικά ‘αντίο’, ‘παράτα με’, ‘θα τα πούμε’, στα ρουμάνικα, ‘ναι, βέβαια, έχεις δίκιο, αυτό είναι.το δίχως άλλο, σίγουρα, σωστά…’”

Kurt Schwitters, 1887-1948

Ο Μπαλ ήθελε να χρησιμοποιήσει μια λέξη χωρίς νόημα για να γελοιοποιήσει τους ισχυρισμούς της τέχνης του παλιού κόσμου. Όπως ο ίδιος είπε: “Πώς γίνεται κανείς διάσημος; Λέγοντας Νταντά. Με μια ευγενική χειρονομία και εκλεπτυσμένους τρόπους. Ώσπου να τρελαθεί. Ώσπου να χάσει τη συνείδησή του. Πώς μπορεί κανείς να ξεφορτωθεί ό,τι θυμίζει τη δημοσιογραφία, τα σκουλήκια, όλα τα καλά και πρέποντα, τα μικρόνοα, τα ηθικά, τα εξευρωπαϊσμένα και όλα όσα απονεκρώνουν;”

Το Νταντά περιελάμβανε μουσική, αναγνώσεις έργων, παρουσιάσεις καλλιτεχνικής δημιουργίας και πολλά άλλα, όλα την ίδια στιγμή ή το ένα ακολουθώντας το άλλο. Αυτό το ριζοσπαστικό σημείο εκκίνησης έχει πλέον υιοθετηθεί σε ένα μεγάλο βαθμό από τους σύγχρονούς μας δημιουργούς. Το Νταντά υπήρξε πρωτοπόρο στην ηχητική ποίηση, το ταυτόχρονο ποίημα και το κολάζ.

“Ξέρουμε πως ο Ντανταϊσμός είχε τελειώσει με την πολιτική, την είχε καταστρέψει με μια μονοκοντυλιά, την είχε αγνοήσει. Το κίνημα εξεγέρθηκε ενάντια στην εξουσία κάθε είδους, υπερασπιζόμενο την ελευθερία κάθε είδους”, έγραψε ο Ντανταϊστής Ζωρζ Ριμπεμόντ-Ντεσέν. Στην πραγματικότητα, πολλοί από όσους αναμείχθηκαν με το κίνημα είχαν κάποια γνώση του αναρχισμού και είχαν έρθει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σε επαφή μαζί του. Ο Ούγκο Μπαλ είχε μεταφράσει Μπακούνιν, ο Χανς Ρίχτερ είχε επαφές με την αναρχική ομάδα της Ζυρίχης και ο Τριστάν Τζαρά , που πρωτογνώρισε το αναρχικό κίνημα στο Βουκουρέστι είχε να πει: « Είναι προφανές πως η αναρχική φύση του Ντανταϊσμού μαζί με την ιδέα ενός ηθικού απόλυτου που το κίνημα προέτασσε πάνω από κάθε πιθανή πρακτική αναγκαιότητα, θα κρατούσε το Νταντά μακριά από τους πολιτικούς αγώνες.» Ο Ριμπεμόντ-Ντεσέν εννοεί βέβαια με τον όρο πολίτική τις ραδιουργίες των πολιτικών κομμάτων και όχι την επαναστατική πολιτική του αναρχισμού.

Ο Τριστάν Τζαρά συνόψισε τη στάση του Νταντά στο Ντανταιστικό Μανιφέστο του 1918: « Διακηρύσσουμε πως έχουμε ένα σημαντικό έργο καταστροφής και άρνησης να φέρουμε σε πέρας. Καθαρά και ξάστερα.  Ο εξαγνισμός του συνανθρώπου μας θα πραγματωθεί μετά από μια περίοδο ολοκληρωτικής παράνοιας και επιθετικότητας, σήμα ενός κόσμου που έχει αφεθεί για πάρα πολύ στα χέρια των εγκληματιών που ξεσκίζουν και καταστρέφουν τους αιώνες.»

Μπροστά στη βαρβαρότητα και την καταστροφή που έβλεπε, η ομάδα του Νταντά υιοθέτησε αυθόρμητα (και σε σχέση με την επανάσταση) τη χαρά του να ζεις και να δημιουργείς παρά τις πιο αντίξοες συνθήκες. Η άρνηση του Νταντά απηχεί την παλιά ρήση του Μπακούνιν: “Η ορμή για καταστροφή είναι μια δημιουργική ορμή”. Επιτέθηκε σε όλες τις δυνάμεις της καταστολής, πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές ή ηθικές. Διακήρυξε την εμπιστοσύνη στις μάζες, απέρριψε την εξειδίκευση και το Κράτος. Όπως θα δήλωνε ο Τζαρά: “Ήμασταν ενάντια στον πόλεμο, χωρίς όμως να πέφτουμε στην εύκολη παγίδα του ουτοπικού πασιφισμού. Ξέραμε πως δεν θα ξεφορτωνόμασταν τον πόλεμο αν δεν ξεφορτωνόμασταν τα αίτιά του”… “Αυτός ο πόλεμος δεν ήταν δικός μας. Για μας ήταν ένας πόλεμος ψεύτικων συναισθημάτων και αθεμελίωτων δικαιολογιών… Το Νταντά γεννήθηκε από μια ηθική ανάγκη, από μια ακατανίκητη θέληση για την επίτευξη ενός ηθικού απόλυτου….Τιμή, Πατρίδα, Ηθική, Οικογένεια, Τέχνη, Θρησκεία, Ελευθερία, Αδελφοσύνη, κ.τ.λ., όλες αυτές οι έννοιες που κάποτε ανταποκρίνονταν σε ανθρώπινες ανάγκες, τώρα πια δεν ήταν τίποτα παραπάνω από συμβιβασμοί και κούφια κόκαλα.” Ενώ το Νταντά αρχικά είχε φιλικές σχέσεις με τους Φουτουριστές, διέκοψε κάθε επαφή όταν οι τελευταίοι ασπάστηκαν τις φασιστικές και μιλιταριστικές ιδέες.

Στη Γερμανία, όπου και δημιουργήθηκε μια ακόμη ντανταϊστική ομάδα στο Βερολίνο όταν ο Χίουλσενμπεκ γύρισε εκεί, η κατάσταση ήταν λίγο διαφορετική. Ο Μαξ Ερνστ που είχε αναμιχθεί με το Νταντά στη Ζυρίχη, επέστρεψε στην Κολωνία όπου έστησε άλλη μια ντανταϊστική ομάδα με τον Γιοχάνες Μπάαργκελντ. Οι ντανταϊστές είχαν συνεισφορά στο “Η Δράση”, τη μεγάλη καλλιτεχνική και πολιτική επιθεώρηση που εξέδιδε ο Φραντς Πφέμφερτ. Στη Γερμανία ξεσπούσε επανάσταση και το Νταντά δεν μπορούσε να παραμείνει τόσο ένδοξα αμέτοχο όσο είχε μείνει στη Ζυρίχη. Το γερμανικό Νταντά συνεισέφερε με τον τρόπο του στον εξεγερτικό αναβρασμό, με τις πρωτόγονες καρικατούρες του Τζορτζ Γκροσζ, τους πίνακες του Όττο Ντιξ και το κολλέγιο και τις τυπογραφικές παραλλαγές του Μπάαντερ. Το γερμανικό Νταντά ήταν πρωτοπορία στο φωτομοντάζ.

The First International Dada Exhibition(1920)

Το Νταντά είχε τη δική του ιδιαίτερη παρέμβαση στην εξέγερση των Σπαρτακιστών στο Βερολίνο το 1919.  Πορεύτηκαν στις γειτονιές της εργατικής τάξης τραγουδώντας αντιμλιταριστικά τραγούδια κι έτυχαν ενθουσιώδους αντιμετώπισης. Όπως είπε ο ντανταϊστής Μέρινγκ : “Η ντανταϊστική πομπή μας αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό, ως αυθόρμητη, ως ο μόνος χορός του παρισινού πλήθους μπροστά στη Βαστίλλη. Συνελλήφθησαν γι’ αυτό από τις αρχές, για απόπειρα απαξίωσης των ενόπλων δυνάμεων, κι ένας από αυτούς ο Χερζφελντε πέρασε οχτώ μήνες στη φυλακή. Γύρω στο 1922, το νταντά στην Γερμανία είχε πεθάνει. Κάποια από τα μέλη του είχαν ταυτιστεί με τους μπολσεβίκους, θεωρώντας τους λανθασμένα ως το αληθινό πνεύμα της ρωσικής επανάστασης. Ο Γκροσζ, ο Χάρτφιλντ και ο αδερφός του Χερζφελντε έγιναν μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, ενώ ο Ερνστ γύρισε στο Παρίσι. Η επίδραση του Νταντά στη Γερμανία ήταν αρκετά σημαντική, ώστε ο Χίτλερ να ξεσπάσει εναντίον του στο “Ο αγών μου”, αποκαλώντας το “πνευματική τρέλα” και “μπολσεβικισμό της τέχνης”.

Την ώρα που κάποιοι ντανταϊστές είχαν απορροφηθεί από την πολιτική, κάποιοι άλλοι επιχείρησαν να συνεχίσουν την πολιτιστική επανάσταση την οποία ως πρωτοπόροι ξεκίνησαν. Οι διαφωνίες τους με την κουλτούρα της προλεταριακής τέχνης συνοψίζονταν στο εξής : “Σε αυτούς που θέλουν να δημιουργήσουν μια προλεταριακή τέχνη, θέτουμε το ερώτημα: τί είναι προλεταριακή τέχνη; Είναι τέχνη που φτιάχνουν οι ίδιοι οι προλετάριοι; Ή τέχνη αφιερωμένη στην υπηρεσία του προλεταριάτου; Ή τέχνη σχεδιασμένη να αφυπνίσει τα (επαναστατικά) προλεταριακά ένστικτα; Δεν υπάρχει τέχνη που να την κάνουν προλετάριοι, γιατί ο προλετάριος που κάνει τέχνη δεν είναι προλετάριος, αλλά καλλιτέχνης. Ένας καλλιτέχνης δεν είναι ούτε προλετάριος ούτε αστός, και αυτό που δημιουργεί δεν ανήκει ούτε στους προλετάριους ούτε στους αστούς, αλλά σε όλους.” Αυτό εμφανίστηκε στο “Proletkunst Manifesto”, που υπέγραψαν ο Αρπ, ο Τζαρα, ο Βαν Ντέσμπουργκ και ο Σπέγκερμαν, και το οποίο κάτω από τον φαινομενικά ευνοϊκό τίτλο του, στην πραγματικότητα επιτιθόταν στη χειραγώγηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας από μια ιδεολογία.
Ο αγώνας να χαραχθεί ένα μονοπάτι μεταξύ του “τέχνη για την τέχνη” και τους περιορισμούς της προλεταριακής τέχνης ήταν δύσκολος και ποτέ δεν είχε ταξινομηθεί επαρκώς στο εσωτερικό του ίδιου του ντανταϊσμού. Το ρεύμα “πολιτιστικής επανάστασης” του Νταντά, που διατήρησε τις αρχικές του προθέσεις, κατακρίθηκε από τους μπολσεβίκους ως αστικό ή αναρχικό, ενώ οι ίδιοι οι αστοί το αποκαλούσαν μπολσεβίκικο ή αναρχικό!

Το Νταντά στη Γαλλία.
Όπως έχουμε ήδη δει, ο Μαξ Ερνστ με το τέλος του πολέμου, είχε ήδη πάει στο Παρίσι. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί κι άλλα μέλη του Νταντά, όπως ο μοναδικός καθαρά αμερικανός ντανταϊστής Μαν Ρέι, μαζί με άλλους ευρωπαίους που είχαν επιστρέψει από τη Νέα Υόρκη, όπως ο Μαρσέλ Ντισάμπ και ο Φρανσίς Πικαμπια. Συνέχισαν τον επικό αγώνα του Νταντά ενάντια στην καθεστηκυία τέχνη. Ενώθηκε μαζί τους ο Τζαρά και ενισχύθηκαν μεταξύ άλλων από τους Αντρέ Μπρετόν, Λουίς Αραγκόν, Μπένζαμιν Περέτ, Πολ Ελιγιάρ, Ριμπεμόν Ντεσενιέ, και Φιλίπ Σουπό. Συνέχισαν τις ντανταϊστικές αναζητήσεις πάνω στον αντιμιλιταρισμό και τον αντικληρικανισμό. Δράσεις που περιλάμβαναν τη δίκη-παρωδία του Μορίς Μπαρές , ακραίου εθνικιστή και αντισημίτη. Ο Μπρετόν καθιερωνόταν στην ηγεσία ενός κινήματος το οποίο θα οδηγούσε σε πιο πολιτικούς δρόμους. Οι Τζαρά , Πικάμπια και άλλοι δυσανασχέτησαν με αυτό, θεωρώντας το ως ανάθεμα στο αρχικό πνεύμα αυθορμητισμού του Νταντά. Ο Μπρετόν θέλησε να κινηθεί από την “καταστροφική” φάση του Νταντά, σε μια πιο δημιουργική προσέγγιση. Από αυτές τις διαφοροποιήσεις προέκυψε το νέο κίνημα του σουρεαλισμού, αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία…

Αφιερωμένο στον Τζιμ Ντουκ, που συνέχισε το έργο του Νταντά.

Το άρθρο πρωτοεμφανίστηκε στο Virus, περιοδικό που εκδίδονταν απ’ τα μέλη της Αναρχικής Ομοσπονδίας στο Λονδίνο.

Από εδώ: http://libcom.org/library/dada