Οι οχτώ ελευθεριακοί αγωνιστές δικαζόμενοι στο Old Bailey το 1972, που επιλέχθηκαν από το βρετανικό κράτος ως “συνωμότες” της Οργισμένης Ταξιαρχίας (The Angry Brigade), βρέθηκαν αντιμέτωποι όχι μόνο με τον ταξικό εχθρό με όλα τα όργανα καταστολής του, αλλά και με τη βραδύνοια και την έλλειψη κατανόησης (ακόμα και την καταδίκη) της οργανωμένης αριστεράς.
Χαρακτηρισμένοι ως “τρελοί”, “τρομοκράτες”, “τυχοδιώκτες” ή στην καλύτερη αυτουργοί “χειρονομιών μιας ανησυχητικής απόγνωσης”, οι μετέχοντες στην Οργισμένη Ταξιαρχία καταδικάστηκαν χωρίς καμία προσπάθεια να αναλυθούν οι δράσεις τους ή να γίνει κατανοητή η σημασία των πράξεών τους στο γενικό πλαίσιο της τρέχουσας ταξικής πάλης. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν αυτή την άποψη ήταν απλά: κατονομάζοντας τις ενέργειες της Οργισμένης Ταξιαρχίας ως “τρομοκρατικές” και εξισώνοντας αυτόν το χαρακτηρισμό με έναν “ατομικισμό”, οι κινηματικές οργανώσεις (των οποίων η τάση είναι να αντιμετωπίζουν τη σχέση ατόμου και μάζας ως αντιθετική) τους απέκλεισαν με ευκολία από τις έγνοιες τους. Παραδόξως, η στάση αυτή δεν περιορίστηκε στην αριστερά με την ευρεία της έννοια, αλλά επικράτησε και στο αναρχικό κίνημα, όπου μέχρι και σήμερα υπάρχει η τάση να παραγνωρίζεται ο ρόλος του ατόμου εντός της μάζας, όπως και ο ρόλος της συγκεκριμένης ομάδας εντός του μαζικού κινήματος. Όταν εγείρεται το ζήτημα, παίρνει συνήθως τη μορφή απόλυτης καταδίκης. Για παράδειγμα, σε άρθρο με τίτλο “Τρομοκρατία” [sic] διαβάζουμε: «Αν κάποιοι λίγοι αναλαμβάνουν από μόνοι τους να εμπλακούν σε “Ένοπλο Αγώνα”, αυτό συνεπάγεται για μας, πέρα απ’ τη συνήθη δημόσια εχθρότητα, αστυνομική παρενόχληση, συλλήψεις και καμπάνιες υπεράσπισης, την απώλεια όλων των πολιτικών μας μαθημάτων, κεκτημένων και δυνάμεων» (στο Class War).
Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι σύντροφοι της Οργισμένης Ταξιαρχίας ήταν παρόμοια με όσα υπέστησαν κι άλλες ομάδες ενεργές εκείνον τον καιρό οι οποίες είχαν αρνηθεί τα όρια του αγώνα όπως τα υποδείκνυε το κράτος (τα περιβόητα όρια της νομιμότητας, πέραν των οποίων εξαπολύονται οι μηχανισμοί καταστολής) και είχαν επιλέξει ως σημεία αναφοράς τους το επίπεδο του μαζικού αγώνα. Η απόφαση αυτή αψηφούσε τον ορισμό του κράτους περί περιορισμών του αγώνα. Επιπλέον, αψηφούσε τα όρια που επέβαλλαν το επίσημο εργατικό κίνημα και οι εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένου του αναρχικού κινήματος. Ο Συμβιωτικός Απελευθερωτικός Στρατός (SLA) στις ΗΠΑ, η Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) στη Γερμανία, οι πρώτες Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, όλες τους βρέθηκαν απομονωμένες από τις “επαναστατικές” οργανώσεις, καταδικασμένες ως αγκιτάτορες, προβοκάτορες, ατομικιστές τρομοκράτες που απειλούσαν την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος.
Σχετικά με τη στάση απέναντι στο Συμβιωτικό Απελευθερωτικό Στρατό, ο Μάρτιν Σοστρ [Martin Sostre] επρόκειτο να γράψει στην Αμερική: «Η αποκήρυξη του SLA από τον κινηματικό τύπο δεν διαφέρει καθόλου από αυτήν της κυρίαρχης τάξης. Η κάθε αριστερή οργάνωση φαίνεται να ανταγωνίζεται τις υπόλοιπες ως προς τη νομιμότητά τους αποκηρύσσοντας τον SLA… Επιδεικτικά απούσα από τις αποκηρύξεις είναι κάθε συζήτηση για το ρόλο του ένοπλου αγώνα. Η επαναστατική βία αντιμετωπίζεται ως κάτι το απεχθές που θα πρέπει να αποφεύγεται. Ο αριστερός κινηματικός τύπος θα έκανε κάποιον να πιστέψει ότι για την ανατροπή της εγκληματικής άρχουσας τάξης αρκεί να οργανώσουμε μαζικά κινήματα, διαδηλώσεις και να επαναλαμβάνουμε επαναστατικά συνθήματα».
Μια τέτοια εγχώρια εφημερίδα – η τροτσκιστική Red Mole – διαχώρισε τη θέση της καλώντας σε αλληλεγγύη στους υπόδικους συντρόφους της Οργισμένης Ταξιαρχίας, με την ακόλουθη επιφύλαξη: «Είναι ανώφελο να ασκείται κριτική από την οργανωμένη αριστερά στην πολιτική της Οργισμένης Ταξιαρχίας, εκτός και αν απαντηθεί επίσης το γιατί αρκετοί δυνητικά πολύ καλοί σύντροφοι απορρίπτουν τις διάφορες λενινιστικές οργανώσεις κι όντως καταφεύγουν στη ρίψη βομβών (μέχρι να συλληφθούν), που από μόνη της συνιστά μιαν εύκολη επιλογή, η οποία δεν ασχολείται με τη δυσκολία του να βοηθηθούν εκατομμύρια άνθρωποι να αλλάξουν τις πολιτικές τους αντιλήψεις». Αρκετά κατανοητό από τη σκοπιά του λενινιστικού προγράμματος. Αλλά από την αναρχική οπτική; Διαβάζουμε στο εξώφυλλο ενός σχετικά πρόσφατου τεύχους της Freedom: «Ακόμα και η τεχνικά άρτια εκστρατεία βομβιστικών επιθέσεων που έφερε εις πέρας η Οργισμένη Ταξιαρχία … δεν πέτυχε απολύτως τίποτα καθώς, εν αντιθέσει με τα διακηρυγμένα ιδανικά τους, προσπαθούσαν να δράσουν ως ελιτίστικη πρωτοπορία, αφήνοντας τον απλό κόσμο παθητικό θεατή των ενεργειών τους. Αντί να οδηγήσει σε μιαν “αφύπνιση” των μαζών, οδήγησε σε ένα φόβο έναντι του αναρχισμού και των αναρχικών ιδεών, κάτι που έχει συμβάλει σημαντικά στην τωρινή μας ανικανότητα».
Όπως μπορούμε να δούμε, το παλαιό μέλημα επιμένει: αυτό της προστασίας του κινήματος (ιδίως του αναρχικού) από τους “τυχοδιώκτες”.
Στην πραγματικότητα, το κίνημα των εκμεταλλευομένων δεν είναι και ποτέ δεν έχει υπάρξει μια μονολιθική μάζα που δρα συλλήβδην με το ίδιο επίπεδο συνειδητοποίησης. Από τις απαρχές του ο αγώνας ενάντια στο Κεφάλαιο χαρακτηρίζεται από μια διχοτόμηση μεταξύ του επίσημου εργατικού κινήματος από τη μια, με τις διάφορες οργανώσεις του (κόμματα, σωματεία κ.ο.κ.) να διοχετεύουν την εναντίωση σε μία διαχειρίσιμη μορφή ποσοτικής διαμεσολάβησης με τα αφεντικά, και του συχνά λιγότερο ορατού κινήματος των “ανεξέλεγκτων” από την άλλη, που αναδύονται κατά καιρούς με σαφείς οργανωτικές μορφές, συχνά όμως παραμένουν ανώνυμοι, απαντώντας σε ατομικό επίπεδο με σαμποτάζ, απαλλοτριώσεις, επιθέσεις στην ιδιοκτησία κ.λπ., στην αναφομοίωτη λογική της εξέγερσης. Δεν υπάρχει διακριτή ή καθορισμένη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο κινημάτων. Συχνά επηρεάζουν το ένα το άλλο, με την ορμή της βάσης να υποχρεώνει τις μεγάλες επίσημες οργανώσεις να κινηθούν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ή και το αντίστροφο, όποτε οι τελευταίες φρενάρουν τους αυτόνομους αγώνες. Πολλοί απ’ αυτούς που απαρτίζουν τη μάζα των μελών σωματείων είναι επίσης εξαιρετικά ενεργοί σε μορφές αγώνα εκτός σωματείου (και κατ’ επέκταση εκτός νόμου). Κάθε πλευρά, ωστόσο, έχει τη δική της παρακαταθήκη: από τη μια πλευρά, μια παρακαταθήκη συμφωνιών και ξεπουλημάτων, οι μεγάλες νίκες που είναι πραγματικές ήττες στις πλάτες των εργατών· κι από την άλλη, μια παρακαταθήκη άμεσης δράσης, ταραχών, οργανωμένων εξεγέρσεων ή ατομικών δράσεων που, όλες μαζί, αποτελούν κομμάτι της μελλοντικής κοινωνίας που όλοι κι όλες επιθυμούμε, και χωρίς αυτές δεν θα ήταν παρά ένα ουτοπικό όνειρο.
Μια σύντομη ματιά στην εξέλιξη του αγώνα σ’ αυτήν τη χώρα δείχνει αυτήν τη δυαδικότητα αρκετά καθαρά. Το οργανωμένο αντικαπιταλιστικό κίνημα όπως το ξέρουμε σήμερα άρχισε να διαμορφώνεται στις αρχές του 19ου αιώνα. Αντίθετα με τις άλλες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες που αναπτύσσονταν τότε, εδώ υπήρχε μόνο μια ισχνή κομμουνιστική επιρροή, τόσο σε οργανωτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο. Ο παραδοσιακός βρετανικός αντιιντελεκτουαλισμός και η “κοινή λογική” υπήρξαν μάλλον θεμελιώδους σημασίας για μια πιο πραγματιστική μορφή οργάνωσης, που πήρε τη μορφή των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αυτά τα συνδικάτα ήταν εξαρχής ρεφορμιστικά, παρ’ ότι μερικές φορές, μέσω πίεσης που ασκούσε η βάση, κάποια εξ αυτών γνώρισαν εξεγερσιακές στιγμές. Ωστόσο, οι αλλαγές που πρότειναν τα συνδικάτα συνήθως επιδιωκόταν να επιτευχθούν με τη χρήση μη βίαιων μεθόδων, εντός των συνταγματικών ορίων.
Από τα πρώιμα εργατικά κινήματα, αριθμητικά σημαντικότερο ήταν αυτό των Χαρτιστών, που ξεκίνησε περί το 1838. Αναγνωρισμένο ως το πρώτο σύγχρονο μαζικό κίνημα, η πρώτη διακήρυξη των Χαρτιστών συνέλεξε 1.250.000 υπογραφές. Αυτό δεν είναι επ’ ουδενί ποιοτική εκτίμηση των ενεργών υποστηρικτών. Ακόμα κι αυτό το κίνημα διεπόταν από δύο αντικρουόμενα ρεύματα: αυτούς που κήρυτταν τη μη βία και τη συνταγματική οδό προς την καθολική ψηφοφορία ως λύση, και αυτούς που πρέσβευαν (και πραγμάτωναν) την ανταρσία και την ένοπλη άμεση δράση. Αυτοί αποτελούσαν αφενός την αποκαλούμενη “ηθική δύναμη” κι αφετέρου τη “φυσική δύναμη”. Συνδέονταν με το διαχωρισμό αναμεταξύ βιοτεχνών και ανειδίκευτων εργατών και ποτέ μα ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν μεταξύ τους, γεγονός στο οποίο πιθανότατα οφείλεται η βραχεία διάρκεια του εν λόγω κινήματος.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, και ακριβώς πριν απ’ αυτήν, υπήρξαν επίσης μορφές αυτόνομου στασιασμού, όπως εκείνος των πολλών τεχνιτών στην κλωστοϋφαντουργία που, υπό την απειλή να χάσουν τις δουλειές τους ή να υποβιβαστούν σε ανειδίκευτους εργάτες, οργανώθηκαν σε ένοπλες ομάδες. Το πλέον σημαντικό αυτών των εξεγερσιακών κινημάτων ήταν εκείνο που έμεινε γνωστό ως Λουδισμός, κι έλαβε χώρα μεταξύ 1810-1820. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ένας υπέρογκος αριθμός περιουσιακών στοιχείων καταστράφηκαν, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου αριθμού μηχανικών αργαλειών, που είχαν ανασχεδιαστεί ώστε να παράγουν υποδεέστερα, κακής ποιότητας αγαθά. Οι Λουδίτες – παίρνοντας το όνομά τους από τον Νεντ Λουντ, που είχε καταστρέψει με βαριοπούλα όσες υφαντικές μηχανές είχε βρει μπροστά του – οργανώθηκαν τοπικά κι ακόμη και ομοσπονδιακά με εξαιρετικό συντονισμό, και παρά την ευρεία παράταξη στρατιωτών, ειδικά στο Ουέστ Ράιντινγκ και στο Γιορκσάιρ όπου το κίνημα ήταν ισχυρότερο, η γενικευμένη εξέγερση υπήρξε προ των πυλών σε παραπάνω από μία περιπτώσεις. Όπως επισημαίνει ο Τζον Ζερζάν [John Zerzan, στο Creation and Its Enemies: “The Revolt Against Work”], αυτή δεν ήταν η απεγνωσμένη έκρηξη εργατών που δεν είχαν άλλη διέξοδο, καθώς προϋπήρχε μια μακρά παράδοση συνδικαλισμού μεταξύ των εργατών κλωστοϋφαντουργίας και άλλων ήδη πριν από τους λουδίτικους ξεσηκωμούς.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1830 ήταν η σειρά των αγρεργατών που γίνανε περιστασιακοί εργάτες να οργανωθούν στη “στρατιά” του Κάπταιν Σουίνγκ, μιας μυθικής φιγούρας που υιοθετήθηκε ως σύμβολο των εργατών γης που έκαιγαν θημωνιές και αχυρώνες, απειλώντας τους καταπιεστές τους (γαιοκτήμονες, εφημέριους, ειρηνοδίκες και λοιπούς) ότι θα τους βρει η ίδια μοίρα. Εκεί που οι Λουδίτες ήταν υπερβολικά οργανωμένοι, οι άντρες του Σουίνγκ υπολείπονταν μυστικότητας. Δεκαεννέα εξ αυτών απαγχονίστηκαν (οι δεκαέξι για εμπρησμό), 644 φυλακίστηκαν και 481 απελάθηκαν στην Αυστραλία.
Μαζί με την αναπόφευκτη εξέλιξη των δυνάμεων καταστολής υπό τη μορφή αστυνομίας και στρατού, βλέπουμε την εξέλιξη των σωματείων ως απόπειρα να επιβληθεί τάξη από μέσα από την ίδια την εργασιακή κατάσταση. Με το διαχωρισμό τους βάσει των επαγγελμάτων και της ειδίκευσης ή μη ειδίκευσης εργατών, κατάφεραν όχι μόνο να ελέγξουν αλλά και να κατακερματίσουν τον αγώνα και να τον διασπείρουν μέσα σ’ αυτούς τους επίπλαστους τεμαχισμούς. Μέχρι το 1910 υπήρχαν πάνω από 50 σωματεία μόνο στη βιομηχανία μηχανολογικού εξοπλισμού. Το επαναστατικό κίνημα που αναπτύχθηκε ακολούθως άρχισε μερικώς ως καταστροφή των παλαιών μορφών οργάνωσης.
Τρία σημαντικά κινήματα αναπτύχθηκαν. Το εξελικτικό συνδικαλιστικό κίνημα υπό τη γαλλική επιρροή, οι βιομηχανικοί συνδικαλιστές (Industrial Workers of the World – IWW) από την Αμερική, και το κίνημα των συνδικαλιστικών αντιπροσώπων (shop stewards), που ήταν εξαιρετικά ενεργό στο Clydeside της Σκωτίας. Αγωνίστηκαν για τον έλεγχο της βιομηχανίας από τους εργάτες και ενάντια στην αποτυχία των ορθόδοξων συνδικαλιστικών οργανώσεων και του αριστερού κοινοβουλευτισμού να βελτιώσουν με οποιονδήποτε τρόπο τις συνθήκες εργασίας. Όμως αυτά τα κινήματα, αν και ισχυρά σε τοπικό επίπεδο, και ικανά να οργανώσουν σημαντικές απεργίες και στασιασμούς, δεν επεκτάθηκαν ποτέ πέρα από τα όρια των κλάδων της μηχανολογίας και των μεταφορών και των ορυχείων.
Στα χρόνια του πολέμου ανέκυψε ένα σύμφωνο ανάμεσα στα συνδικάτα και στην κυβέρνηση. Συνεργάστηκαν στενά για να ενσταλάξουν διά της βίας ένα αίσθημα πατριωτισμού στους εργαζομένους, ώστε να τους προετοιμάσουν για τη μεγάλη σφαγή που επρόκειτο να έρθει. Οι απεργίες κηρύχθηκαν παράνομες ως αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας, δείχνοντας ξεκάθαρα πώς η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη νομιμότητα και στην παρανομία είναι ένα εύπλαστο όργανο στα χέρια της εξουσίας. Δεν πήγαν όλοι πρόθυμοι στο σφαγείο, και οι πολλές λιποταξίες και ανταρσίες που καταπνίγηκαν άγρια εξακολουθούν να αποτελούν μέρος της άγραφης ιστορίας του προλεταριάτου.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα, που συγκροτήθηκε το 1920 κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής ύφεσης, ήταν απολυταρχικό και συγκεντρωτικό. Παρ’ όλο που το κόμμα δεν κέρδισε ποτέ την υποστήριξη που είχαν οι ομόλογοί του στην ευρωπαϊκή ήπειρο, έπαιξε ωστόσο καλά το ρόλο του στην αστυνόμευση των δρομολογημένων αγώνων. Για παράδειγμα, εισέβαλε στους αγώνες των ανέργων που ήταν οργανωμένοι σε τοπικές ομάδες και έκαναν απαλλοτριώσεις τροφίμων, καταλήψεις κ.λπ., και τους καναλίζαρε σε ρεφορμιστικά αιτήματα προς το κράτος και μεγάλες διαδηλώσεις σαν τις πορείες πείνας από το Τζάρροου προς το Λονδίνο.
Η Γενική Απεργία ήταν εμβληματική της αντίθεσης ανάμεσα στη μάζα των εργατών και στα συνδικάτα και κόμματα που ισχυρίζονταν ότι τους εκπροσωπούσαν.
Ωστόσο, με την ανάκαμψη και ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας, η κύρια ενεργητικότητα των εκμεταλλευομένων συγκεντρώθηκε στο χώρο εργασίας, το μόνο μέρος όπου πλέον βρίσκονταν μαζί. Το κίνημα των συνδικαλιστικών αντιπροσώπων αναζωπυρώθηκε τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, στα λεγόμενα χρόνια της αλματώδους ανάπτυξης. Αλλά, αν και πιο κοντά στη βάση των εργαζομένων, διέσπασε το πεδίο του αγώνα ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι τα σωματεία που ήταν προσανατολισμένα σε ξεχωριστά επαγγέλματα. Ο αυξανόμενος καταμερισμός της εργασίας προκάλεσε εντεινόμενες διασπάσεις στους αγώνες, με αποτέλεσμα η αλληλεγγύη ανάμεσα στους διάφορους τομείς εργασίας να είναι περιορισμένη, ακόμη και μεταξύ των εργαζομένων στο ίδιο εργοστάσιο.
Ενώ τα συνδικάτα εργάζονταν για την ανάπτυξη της βιομηχανίας μαζί με τ’ αφεντικά, η βάση ανέπτυσσε διαφορετικές, ανεξέλεγκτες μορφές πάλης όπως οι σκόπιμες μειώσεις στο ρυθμό της βιομηχανικής παραγωγής από συντονισμένους εργάτες (go-slows), οι άγριες απεργιακές κινητοποιήσεις, χωρίς πρότερη άδεια των συνδικαλιστικών οργάνων (wildcat strikes), οι καθιστικές διαμαρτυρίες και καταλήψεις μονάδων παραγωγής (sit-ins) κ.ά. Για παράδειγμα, από τις 421 απεργίες λιμενεργατών στις αρχές της δεκαετίας του ’60, οι 410 ήταν ανεπίσημες. Αυτοί οι ίδιοι εργαζόμενοι είχαν ήδη βιώσει την εγκατάσταση στρατευμάτων στα λιμάνια και ναυπηγεία από μια Εργατική κυβέρνηση, και αξιωματούχους της Ένωσης Εργατών Μεταφορών και Γενικών Υπηρεσιών (TGWU) να δίνουν στοιχεία ενάντια στα ίδια τα μέλη του συνδικάτου δέκα χρόνια πρωτύτερα.
Η επιτάχυνση στον αυτοματισμό, το ρυθμό της εργασίας και την αποξένωση, ειδικά στον ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, δημιούργησε αγώνες που στράφηκαν κατά της εργασιακής ηθικής της συνδικαλιστικής ένωσης/διαχείρισης. Ενάντια στα παζαρέματα και στις διαπραγματεύσεις, οι εργαζόμενοι στις αυτοκινητοβιομηχανίες και ιδιαίτερα οι λιμενεργάτες έκαναν σαμποτάζ στις γραμμές συναρμολόγησης, άγριες απεργίες και καταλήψεις. Κάποιες φορές πέτυχαν να πιέσουν τις “αμυντικές” οργανώσεις τους σε καταστάσεις επίθεσης και πέραν των φραγμών του τμηματισμού και των διαφορών με κριτήριο την τεχνική κατάρτιση όπου είχανε στρατολογηθεί. Αλλά ο οικονομισμός των συνδικάτων ήταν ένα από τα ισχυρότερα όπλα του Κεφαλαίου. Σε μία εποχή όπου οι βιομηχανικές ταραχές κι ακόμα και εξεγέρσεις εξαπλώνονταν σε όλη την Ευρώπη, καθεμία ξεκινώντας από μια μειοψηφία με τις δικές της στοχεύσεις και διαδιδόμενη σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων στον ίδιο κλάδο, κι έπειτα πέρα απ’ αυτόν, με πικετοφορίες, εργατικές επιτροπές, συνελεύσεις κ.λπ., τα συνδικάτα ήταν τα μόνα όργανα που είχαν τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν με τη διοίκηση και να κάνουν τους εργαζομένους να επιστρέψουν στη δουλειά κάτω από τρανά συνθήματα ενότητας.
Ανέκαθεν υπήρχε αυτή η δυαδικότητα στο κίνημα των εργαζομένων μεταξύ των στοιχείων της βάσης, που αγωνίζονταν με αμεσότητα και αυθορμητισμό μέσα σε μιαν επακριβή οικονομική κατάσταση, και των εκπροσώπων της εθνικής πολιτικής του επίσημου εργατικού κινήματος, που ήταν πάντοτε έτοιμοι να βάλουν φρένο και να προσδώσουν επίσημο χαρακτήρα σε αγώνες (π.χ. μποϊκοτάζ, απεργίες κι ακόμα και «λευκές απεργίες»), μετατρέποντάς τους σε όργανα διαπραγμάτευσης με τις βιομηχανίες. Ωστόσο δεν μπορούν να εργαλειοποιηθούν όλες οι ενέργειες της βάσης, και η ώθηση προς την παρανομία δεν μπορεί ποτέ να καταπνιγεί ολότελα. Καμιά φορά μπορεί τα πράγματα να φαίνονται έτσι. Αλλά ακόμα κι όταν η κατάσταση δείχνει να έχει “κοπάσει”, υπάρχει ένα αέναο κίνημα αποχούντων, απαλλοτριωτών και σαμποτέρ. Αυτό το κίνημα από τα κάτω, το οποίο εμφανίστηκε με δύναμη στα τέλη της δεκαετίας του ’60, διέλυσε το μύθο της παθητικής, σταθερής αγγλικής εργατικής τάξης, όπως ακριβώς η εικόνα του παραδοσιακού εργάτη άλλαξε με την αύξηση του αριθμού των γυναικών και μεταναστών εργατών στην παραγωγική εργασία και στους ταχέως αναπτυσσόμενους τομείς παροχής υπηρεσιών.
Ταυτόχρονα, ένα νέο κίνημα μεγάλωνε στα σχολεία και στα κολέγια. Ένα από τα κύρια σημεία αναφοράς γι’ αυτό το κίνημα ήταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Σε κάθε κολέγιο και πανεπιστήμιο διάφορες ομάδες αγωνίζονταν για πολιτικό χώρο. Για μία περίοδο, σημειώθηκε μια προσπάθεια να σχηματιστεί ένα ενιαίο φοιτητικό κίνημα, η Επαναστατική Ομοσπονδία Φοιτητών. Οι πιο σημαντικές ομάδες ήταν αυτές της τροτσκιστικής τάσης, αφού ο μαοϊσμός είχε ελάχιστη επιρροή στη χώρα αυτήν. Όμως η στείρα πολιτική της ευθείας αριστεράς (τροτσκιστές και άλλοι λενινιστές) δεν μπορούσε να συμπεριλάβει το νέο αντεξουσιαστικό κίνημα που είχε αρχίσει ν’ αναπτύσσεται.
Η πολιτική της καθημερινής ζωής – η οργάνωση γύρω από την καταπίεση του καθενός, η προσπάθεια να ξεπεραστούν οι διαιρέσεις ανάμεσα στους εργάτες και τους φοιτητές, στους άντρες και τις γυναίκες, η δημιουργία ομάδων αναφορικά με συγκεκριμένα προβλήματα, σε αντίθεση με αυτές που τελούσαν κάτω από πολιτικές σημαίες – ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. Προέκυψε ένα τεράστιο κίνημα διεκδικούντων, καταληψιών, φεμινιστριών κ.λπ., εκφράζοντας όχι το Δικαίωμα στην Εργασία αλλά την Άρνηση Εργασίας, χρησιμοποιώντας όχι τις τακτικές αναμονής της συνδικαλιστικής εκπαίδευσης, αλλά παίρνοντας – Εδώ και Τώρα – ό,τι τους αρνούνταν, και αρνούμενοι ό,τι τους προσφερόταν. Μια κριτική της πυρηνικής οικογένειας ως γερού προμαχώνα της καπιταλιστικής εξουσίας οδήγησε σε πολλές εμπειρίες κοινοτικής συμβίωσης. Αυτό το κίνημα με όλη την πολυπλοκότητά του, που δεν ήταν τόσο ένα φοιτητικό κίνημα αλλά ένα πιο εξαπλωμένο, που αποτελούνταν από νέους εργαζομένους, φοιτητές και ανέργους, θα μπορούσε να ειπωθεί πως ήτανε το ελευθεριακό κίνημα της εποχής.
Αυτό το κίνημα αποτελούνταν από αυτόνομες ομάδες που ενεργούσαν έξω από τη στάσιμη ατμόσφαιρα του παραδοσιακού αναρχικού κινήματος με τα δικά του μικροσκοπικά κέντρα εξουσίας τα οποία, όπως ο Μπακούνιν τόσο εύστοχα επισήμανε, είναι το ίδιο αισχρά με κάθε άλλη εξουσιαστική δομή. Μπορεί λοιπόν να γίνει ένας παραλληλισμός ανάμεσα στη διχοτόμηση εντός του εργατικού κινήματος και σ’ εκείνη που υπάρχει μέσα στο αναρχικό κίνημα. Από τη μία πλευρά υπάρχουν οι σύντροφοι που κατέχουν θέσεις εξουσίας, οι οποίοι δεν τρέχουν καμία συγκεκριμένη δραστηριότητα που να συμβάλλει στην επαναστατική συνείδηση της μάζας, αλλά περνούν το χρόνο τους προεδρεύοντας σε συναντήσεις και διασκέψεις που έχουν ως στόχο να επηρεάσουν νεότερους συντρόφους μέσω μιας κατήχησης όπου κυριαρχούν οι αφηρημένες αρχές. Αυτές οι αρχές επικυρώνονται ως τα μόνα αληθινά αξιώματα του αναρχισμού και τηρούνται από κείνους που, είτε από τεμπελιά είτε από αδυναμία, τις αποδέχονται άκριτα. Οι εκφράσεις αυτών των νησίδων εξουσίας συνήθως παίρνουν τη μορφή δημοσιεύσεων που είναι μακροχρόνιες και επαναλαμβανόμενες. Έχουν την εξωτερική εμφάνιση ενός “ανοιχτού φόρουμ” προς χρήση του κινήματος ως συνόλου, μα η βασική ιδεολογία – αυτή της συντήρησης και στασιμότητας – φιλτράρεται μέσα και πίσω από τη φούρια “βοηθών” που εκτελούν το καθήκον του “γεμίσματος” και της φυσικής παραγωγής της έκδοσης. Οι δημοσιεύσεις αυτές είναι οι πρώτες που καταδικάζουν τις αυτόνομες δράσεις οι οποίες αντλούν σημεία αναφοράς από το παράνομο κίνημα των εκμεταλλευομένων. Είναι οι πρώτες που τις καταγγέλλουν, κατηγορώντας τες πως ευθύνονται για την αστυνομική καταστολή ενάντια στο αναρχικό κίνημα. Στους ρεμβασμούς τους, έχουνε ξεχάσει ότι η καταστολή υπάρχει πάντοτε και ότι μονάχα στην πιο εξελιγμένη της μορφή δημιουργεί το ειρηνικό νεκροταφείο της συναίνεσης, όπου μόνο φαντάσματα επιτρέπεται να πατήσουν το πόδι τους. Πολλές απ’ τις πιο δυναμικές πρόσφατες κοινωνικές εξεγέρσεις πυροδοτήθηκαν και εξαπλώθηκαν απ’ τη λαϊκή απάντηση στην αστυνομική καταστολή.
Έτσι, το παραδοσιακό αναρχικό κίνημα αισθάνεται να απειλείται από το άλλο κίνημα των αναρχικών, τις αυτόνομες ομάδες και τα άτομα που βασίζουν τη δράση τους σε μια κριτική αποτίμηση των μεθόδων του παρελθόντος και σε επικαιροποιημένη θεωρία και ανάλυση. Χρησιμοποιούν επίσης παραδοσιακά μέσα όπως είναι τα φυλλάδια, οι εφημερίδες και άλλα έντυπα, ωστόσο τα χρησιμοποιούν ως εργαλεία επαναστατικής κριτικής και πληροφόρησης, προσπαθώντας πάντοτε να κινηθούν προς τη μαζική πάλη και να συνεισφέρουν σ’ αυτήν προσωπικά και μεθοδολογικά. Είναι αρκετά συνεκτικό – και αναγκαίο αν πρόκειται να συμμετέχουν ενεργά στον αγώνα – το να εφαρμόζουν επίσης τα μέσα της άμεσης δράσης και του ένοπλου αγώνα. Αυτές οι ομάδες αρνούνται τη λογική του κέντρου εξουσίας και των “εθελοντών βοηθών”. Κάθε άτομο είναι υπεύθυνο για τη δράση του, η οποία βασίζεται σε αποφάσεις που επιτεύχθηκαν έπειτα από την ατέλειωτη διαδικασία απόκτησης πληροφοριών και κατανόησης. Κάποιες γνώσεις μπορούν επίσης ν’ αποκτηθούν από τους μεγαλύτερους ή πιο έμπειρους συντρόφους στην ομάδα, αλλά ποτέ σαν κάτι που πρέπει να γίνεται σεβαστό και δεκτό άκριτα. Ακριβώς όπως δεν υπάρχουν αμετακίνητα όρια μεταξύ των δυο εργατικών κινημάτων, έτσι δεν υπάρχουν και μεταξύ των δυο αναρχικών κινημάτων. Ούτε υπάρχει ένα σταθερό όριο ανάμεσα στο τελευταίο αναρχικό κίνημα και στο αντάρτικο εργατικό κίνημα. Όταν ο αγώνας εντείνεται, τα κινήματα αυτά έρχονται κοντά και αναμειγνύονται μεταξύ τους, οι αναρχικοί ωστόσο πάντα με το στόχο της ώθησης του αγώνα σε μια επαναστατική κατάληξη και της προσφοράς ελευθεριακών μεθόδων, ώστε να εμποδίσουν το καπέλωμα του αγώνα από εξουσιαστικές δομές. Το άλλο, παραδοσιακό, αναρχικό κίνημα έχει δείξει πολύ συχνά στο παρελθόν την προθυμία του να συνάψει συμμαχίες με δομές του επίσημου εργατικού κινήματος.
Δεδομένης της κατάστασης στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, με το κύμα των βιομηχανικών αναταραχών στο επίπεδο της βάσης, τους αγώνες των φοιτητών στα πανεπιστήμια, τους αγώνες των ανέργων, των γυναικών και ούτω καθεξής, η Οργισμένη Ταξιαρχία αναδύεται τόσο ως απότοκο αυτής της πραγματικότητας, όσο και ως επαναστατικά υποκείμενα που δρουν μέσα σ’ αυτήν. Το να τους απορρίψει κανείς ως μορφή κοινωνικής απόκλισης είναι σαν να κλείνει τα μάτια του απέναντι στην πραγματικότητα του αγώνα εκείνης της εποχής. Το γεγονός ότι οι δράσεις τους σκόπιμα έλαβαν χώρα στο πεδίο της παρανομίας, προσελκύοντας άλλους να κάνουν το ίδιο, δεν τους αποκλείει σε καμία περίπτωση από ό,τι στην ουσία του ήταν ένα παράνομο κίνημα. Αυτό είναι δυνατόν να το διαπιστώσουμε στο πλαίσιο και μόνον των βομβιστικών επιθέσεων που έγιναν εκείνα τα χρόνια (αν και μ’ αυτόν τον τρόπο δεν επιδιώκεται να συρρικνωθούν τα πολυάριθμα και πολυποίκιλα μέσα της παρανομίας σε αυτό της βόμβας): Ο ανώτατος αξιωματικός Yallop, επικεφαλής των εγκληματολογικών εργαστηρίων στο Woolwich Arsenal, βασικός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη εις βάρος των υποτιθέμενων μελών της Οργισμένης Ταξιαρχίας, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι, εκτός από τις 25 βομβιστικές ενέργειες ανάμεσα στο 1968 και στα μέσα του 1971 που τους αποδίδονται, άλλες 1075 είχαν περάσει απ’ το εργαστήριό του.
Αν κοιτάξουμε τις βομβιστικές επιθέσεις για τις οποίες ανέλαβε την ευθύνη η Οργισμένη Ταξιαρχία, βλέπουμε ότι επικεντρώνονται σε δύο μέτωπα του αγώνα που ήταν εξαιρετικά ευαίσθητα εκείνη την εποχή. Το πρώτο ήταν ο αγώνας στη βιομηχανία: η βομβιστική επίθεση κατά του Τμήματος Απασχόλησης και Παραγωγικότητας τη μέρα μιας μεγάλης διαδήλωσης ενάντια στο νομοσχέδιο για τις σχέσεις εργατών και διοικήσεων στον κλάδο της βιομηχανίας· η τοποθέτηση βόμβας στο σπίτι του Carr τη μέρα μιας ακόμα μεγαλύτερης διαδήλωσης· η βομβιστική επίθεση στην οικία του William Batty κατά τη διάρκεια απεργίας εργατριών στη Ford στο Dagenham του Λονδίνου· η βόμβα κατά του John Davies, υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, κατά τη διάρκεια της κρίσης των Upper Clyde Shipbuilders (UCS)· η βομβιστική επίθεση στο σπίτι του Bryant κατά τη διάρκεια απεργίας σε ένα από τα εργοτάξια ανέγερσης κτηρίων του. Για να συμπληρώσουν αυτές τις επιθέσεις, υπήρχαν και οι βόμβες που στόχευαν απευθείας στο μηχανισμό καταστολής του κράτους, σε μία εποχή όπου η καταστολή αυξανόταν ραγδαία ως απάντηση στην έξαρση που υπήρχε σε όλα τα μέτωπα του αγώνα. Στην κατηγορία αυτήν εμπίπτουν η βόμβα στο σπίτι του αρχηγού της αστυνομίας Waldron, επικεφαλής της Scotland Yard· η βομβιστική ενέργεια κατά της αίθουσας υπολογιστή της αστυνομίας στο Tintagel House· κατά του σπιτιού του γενικού εισαγγελέα Peter Rawlinson· και, τέλος, η τοποθέτηση βόμβας σε κέντρο στρατολόγησης εφέδρων αφότου ο εγκλεισμός (χωρίς δίκη) εισήχθη στη Βόρεια Ιρλανδία. Η βομβιστική επίθεση στην μπουτίκ Biba, στη Χάι Στρητ του Κένσινγκτον, κι η βόμβα σε βαν του BBC τη νύχτα πριν το διαγωνισμό Μις Κόσμος ήταν μια προσπάθεια περαιτέρω ώθησης προς την κατεύθυνση της καταστροφής των στερεοτύπων και της αποξένωσης εξαιτίας του θεάματος του καταναλωτισμού και της ένδυσης ρόλων. «Να καθίσετε στο φαρμακείο, με απόμακρο βλέμμα, άδειο, βαριεστημένο, πίνοντας έναν άγευστο καφέ; Ή ίσως ΝΑ ΤΟ ΤΙΝΑΞΕΤΕ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ Ή ΝΑ ΤΟ ΚΑΨΕΤΕ ΟΛΟΣΧΕΡΩΣ» (βλ. 8ο επικοινωνηθέν).
Με τη δράση της, η Οργισμένη Ταξιαρχία έγινε κι αυτή ένα μέρος αυτού του θεάματος, αλλά ένα μέρος που διαμορφώθηκε έτσι ώστε να συμβάλει στην καταστροφή του. Οι δράσεις τους δεν παρουσιάζονται εδώ σαν κάτι παλιό που πρέπει να το πάρουμε και να το ξεσκονίσουμε, και μετά να το βάλουμε πίσω στο ράφι σαν κατάλοιπο του παρελθόντος. Αυτά που έκαναν – και για τα οποία πέντε ελευθεριακοί/-ές πλήρωσαν με βαριές ποινές φυλάκισης – είναι μια συνεισφορά στο συνεχιζόμενο αγώνα που αλλάζει μορφή όσο αλλάζουν οι στρατηγικές του Κεφαλαίου, προκειμένου να αναδιαρθρώνεται και να διατηρείται ζωντανός. Μια κριτική αξιολόγηση της Οργισμένης Ταξιαρχίας πρέπει επομένως να γίνει αλλού, και όχι στις στείρες σελίδες αυτής της μπροσούρας. Πρέπει να γίνει στις ενεργές περισκέψεις ενός κινήματος που έχει να εκπληρώσει ένα έργο, και που δε λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις κατηγόριες και τη δυσφήμηση από εκείνους των οποίων ο τελικός στόχος είναι να προστατέψουν τους εαυτούς τους. Πολλά προβλήματα εγείρονται κάθε φορά που ξαναδιαβάζουμε τις δράσεις και εμπειρίες της Οργισμένης Ταξιαρχίας: παρανομία ή όχι, συμβολική πράξη ή άμεση επίθεση, ανώνυμες δράσεις ή χρήση αναλήψεων ευθύνης για μετάδοσή τους στα μίντια – για να αναφέρουμε μόνο μερικά. Οι σελίδες που ακολουθούν [βλ. Angry Brigade: Documents and Chronology, 1967-1984] βοηθούν στην επισήμανση αυτών των ερωτημάτων, των οποίων η απάντηση θα βρεθεί μόνο στο απτό πεδίο της μάχης.