Δεν ψηφίζω. Ποτέ δεν έχω πάρει μέρος σε κάποιες εκλογές κι ούτε πρόκειται να πάρω. Σε πολύ κόσμο φαίνεται απίστευτη η ιδέα ότι κάποιος ή κάποια που πραγματικά νοιάζεται για το τι συμβαίνει στον κόσμο αρνείται να ψηφίσει. Η κοινή λογική του δημοκρατικού κράτους μάς λέει πως το εκλέγειν είναι ο τρόπος που μπορούμε ν’ αλλάξουμε τα πράγματα, ότι όσοι κι όσες απέχουν απ’ τις εκλογές είναι απαθείς. Έχει μάλιστα ειπωθεί ότι όσοι κι όσες δεν ψηφίσουν δε θα πρέπει να διαμαρτύρονται.
Όμως, συχνά η κοινή λογική κρύβει πάρα πολλές ανεξέταστες αξιωματικές πεποιθήσεις. Αυτό σίγουρα αληθεύει όσον αφορά τις κοινοτοπίες για τη δημοκρατία και το εκλέγειν. Εξηγώντας γιατί δεν ψηφίζω, ελπίζω πως θα εκθέσω ορισμένες απ’ αυτές τις αξιωματικές πεποιθήσεις, βάζοντας παράλληλα ένα δυο ερωτήματα.
Αν η άρνησή μου να ψηφίσω ξεπηδούσε απ’ την απάθεια, προφανώς δε θα καθόμουν καν να γράψω αυτές τις αράδες. Στην πραγματικότητα, η άρνησή μου να ψηφίσω πηγάζει από την επιθυμία να ζήσω μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο, έναν τρόπο που απαιτεί μια ριζική αλλαγή στην κοινωνική δομή της ζωής μας και του κόσμου. Στο μέτρο του δυνατού, προσπαθώ ν’ αντιπαρατεθώ με τον κόσμο στον οποίο ζούμε υπό τους όρους αυτών των επιθυμιών, δρώντας προς την πραγμάτωσή τους.
Εν συντομία, θέλω να ζήσω σ’ έναν κόσμο στον οποίο μπορώ να είμαι εγώ δημιουργός της ζωής μου, ενεργώντας σε ελεύθερη συνέργεια με άλλα άτομα με τα οποία αισθάνομαι κάποια συγγένεια και των οποίων την παρουσία απολαμβάνω, προκειμένου να φτιάξουμε μαζί τις ζωές μας με τους δικούς μας όρους. Η υπάρχουσα κοινωνική τάξη αποτελείται από ένα παγκόσμιο δίκτυο θεσμών που στέκεται εμπόδιο στην πραγμάτωση αυτής της επιθυμίας. Το εν λόγω δίκτυο περιλαμβάνει οικονομικούς θεσμούς, όχι μόνο τις επιχειρήσεις ως επιχειρήσεις, αλλά και όλο το σύστημα οικονομικών συναλλαγών, ιδιωτική και δημόσια περιουσία, και εργασιακή σκλαβιά – τα θεσμικά όργανα του καπιταλισμού. Συμπεριλαμβάνει κυβέρνηση, νομικό πλέγμα, την αστυνομία, το στρατό και την κοινωνική γραφειοκρατία – τα θεσμικά όργανα του κράτους. Αυτοί οι θεσμοί καθορίζουν τις συνθήκες του κοινωνικού μας βίου, εξαναγκάζοντάς μας σε ρόλους που επικυρώνουν κι αναπαράγουν τη θεσμική τάξη. Η δική μου επιθυμία να δημιουργήσω τη ζωή μου με τους δικούς μου όρους με τοποθετεί σε αντάρτικη θέση εναντίον αυτών των θεσμών. Αν βρω άλλα άτομα με παρόμοια επιθυμία και ενώσουμε τις δυνάμεις μας σ’ ένα συλλογικό αγώνα για την πραγμάτωσή της, τούτο είναι εν δυνάμει επαναστατικό.
Για να μπορούν τα κυβερνώντα θεσμικά όργανα να έχουν λόγο και συνέχεια ύπαρξης, πρέπει να μας αποστερούν τη δυνατότητα να φτιάχνουμε τις ζωές μας για τους εαυτούς μας. Αυτό ακριβώς κάνουν όταν διοχετεύουν την ενέργειά μας σε δραστηριότητα που αναπαράγει τους θεσμούς, κι ύστερα πουλάνε πίσω σ’ εμάς ένα μέρος του προϊόντος αυτής της δραστηριότητας. Αυτή η κλοπή της ενέργειας της ζωής μας σημαίνει πως η κοινωνική τάξη κι εκείνοι που κατέχουν εξουσία εντός αυτής είναι αντικειμενικά εχθροί μας, γιατί έχουν κάνει αφεντάδες μας τους εαυτούς τους. Αυτός είναι ο λόγος που η ταξική πάλη είναι αναπόφευκτο μέρος αυτής της κοινωνικής τάξης. Υποκειμενικά, όμως, γινόμαστε εχθροί αυτής της κοινωνίας άπαξ αποφασίσουμε να πάρουμε πίσω τις ζωές μας ως δικές μας κι αρχίσουμε να ενεργούμε βάσει της απόφασής μας.
Έχοντας πάρει αυτή την απόφαση, τι θα σήμαινε για μένα το εκλέγειν; Πρώτα απ’ όλα, ας λάβουμε υπόψη τα είδη των επιλογών που εμφανίζονται στο ψηφοδέλτιο. Όλες αυτές οι επιλογές μπορούν να συνοψιστούν σε δύο ζητούμενα: 1) ποιοι θέλουμε να μας εξουσιάσουν; και 2) με τι διατάξεις θέλουμε να μας εξουσιάσουν; Αυτές οι ερωτήσεις από μόνες τους προϋποθέτουν ότι δεν επιτρέπεται ή δε γίνεται να είμαστε οι δημιουργοί της ζωής μας, ότι οφείλουμε ν’ αναθέσουμε τη δυνατότητά μας ν’ αποφασίζουμε και να πράττουμε σε άλλους, που θα προσδιορίσουν τις συνθήκες της ζωής μας (ή θα επικυρώσουν όσες έχουν προ πολλού καθοριστεί απ’ την παγκόσμια κοινωνική τάξη) με βάση υφιστάμενες διατάξεις. Ωστόσο, μια ψηφοφορία δεν παρουσιάζει καν αυτά τα δυο ερωτήματα με προφανή τρόπο που να επιτρέπει στον/στην ψηφοφόρο να επιλέξει ελεύθερα. Αυτό θα ήταν αδύνατον δεδομένου ότι αξιωματούχοι των εκλογών δε θα κατάφερναν ποτέ να διατρέξουν μια σειρά εγγράφων στα οποία οι άνθρωποι θα περιέγραφαν τις προσδοκίες τους, έστω και μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο αυτών των ζητούμενων. Έτσι, απεναντίας, μας πετάνε εκεί μερικούς υποψηφίους για να εκλέξουμε στα διάφορα αιρετά αξιώματα –ιδιώτες που θέλουν να ασκήσουν εξουσία πάνω σε άλλους ανθρώπους, είτε για «το κοινό καλό» είτε από χονδροειδή ιδιοτέλεια– και κάνα δημοψήφισμα για να ψηφίσουμε ναι ή όχι. Οι υποψήφιοι και τα δημοψηφίσματα μας πλασάρονται από επαγγελματίες πολιτικούς, ανθρώπους που έχουν το χρόνο και το χρήμα ώστε να ορίσουν τα ερωτήματα τα οποία είναι διατεθειμένοι να μας αφήσουν να κρίνουμε με την ψήφο μας. Τίποτε απ’ αυτά δε θα θέσει ποτέ την άρχουσα τάξη υπό αμφισβήτηση, αφ’ ης στιγμής η ίδια η εκλογική διαδικασία προϋποθέτει την αναγκαιότητα αυτής της τάξης.
Το εκλέγειν λοιπόν δεν είναι τίποτα περισσότερο απ’ το να επιλέγει κανείς μεταξύ αφεντάδων –απ’ τους λίγους πάνω στα ψηφοδέλτια– που οι ψηφοφόροι θα προτιμούσαν να έχουν ως εξουσιαστές τους· τίποτα περισσότερο απ’ το ν’ αποφασίζει κανείς ποιες από τις δυνητικές διατάξεις –που παρέχονται μέσα απ’ τις κάλπες για τη διαχείριση αυτής της σχέσης αφεντάδων/σκλάβων– θα ’θελαν οι ψηφοφόροι να δουν τους εξουσιαστές τους να χρησιμοποιούν. Δεδομένου ότι η δημοκρατική διαδικασία βασίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας (με μερικές αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, όπως η χρήση του εκλεκτορικού κολεγίου, ειδικού σώματος εκλεκτόρων που αναδεικνύουν τον πρόεδρο), οι μεμονωμένες «επιλογές» καθενός ατόμου δεν πρόκειται να καθορίσουν τι είδους υποτέλεια θα βιώσει εν τέλει. Αντ’ αυτού, οι «επιλογές» της πλειοψηφίας (όπως ορίζονται απ’ τους εκλογικούς αξιωματούχους) θα το καθορίσουν αυτό για τον καθέναν και την καθεμία.
Εν ολίγοις, το να ψηφίζει κανείς δεν είναι ανάληψη δράσης, ούτε κι ανάληψη ευθύνης για την ίδια τη ζωή του. Είναι ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό. Όταν οι άνθρωποι ψηφίζουν, ουσιαστικά λένε πως αποδέχονται την ιδέα ότι άλλοι θα πρέπει να προσδιορίζουν τις συνθήκες της ζωής τους και του κόσμου τους. Λένε πως άλλοι θα πρέπει να ορίσουν τα όρια των επιλογών που κάνουν, κατά προτίμηση απλοποιώντας αυτές τις επιλογές σε μονοσήμαντες αποφάσεις επί διλημμάτων «ή αυτό ή το άλλο», που αντιμετωπίζονται στα γρήγορα με μία απλή στιγμιαία χειρονομία. Λένε πως θα εναποθέσουν σε άλλους την ευθύνη της ανάληψης αποφασιστικής δράσης. Με άλλα λόγια, εκείνοι που ψηφίζουν λένε πως είναι ικανοποιημένοι που αφήνουν τις ζωές τους στα χέρια άλλων, που απαρνούνται την ευθύνη της δημιουργίας της επιθυμητής τους ζωής, που αποφεύγουν το έργο της εξεύρεσης τρόπων για να λάβουν άμεσα αποφάσεις και να αναλάβουν δράση με άλλα άτομα της επιλογής τους, κάτι που θα μπορούσε να επιφέρει έναν αληθινό μετασχηματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας. Γι’ αυτό, κάθε ψηφοφόρος καλά θα ’κανε ν’ αναρωτηθεί αν αυτό είναι που ’χει σκοπό να πει.
Θέλω να κάνω τη ζωή μου δική μου. Θέλω να βρω άλλα άτομα για να δημιουργήσουμε τρόπους να πράττουμε ελεύθερα από κοινού, προκειμένου να καθορίσουμε άμεσα τις συνθήκες της ζωής μας με τους δικούς μας όρους, χωρίς εξουσιαστές ή θεσμικές δομές να επικαθορίζουν τη δραστηριότητά μας. Για να το πω αλλιώς, θέλω να ζήσω σ’ έναν κόσμο χωρίς αφεντικά και δούλους. Ως εκ τούτου, δεν ψηφίζω. Τέτοιες επιθυμίες δε θα μπορούσαν να χωρέσουν σε μια κάλπη. Απεναντίας, κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να φτιάξω τη ζωή μου σε εξέγερση ενάντια στην άρχουσα τάξη. Μιλάω με άλλους/-ες γύρω μου για τις ζωές μας και για το τι συμβαίνει στον κόσμο ώστε να βρω μερικούς/-ές συνεργούς στο έγκλημα που ονομάζεται ελευθερία. Και πράττω, άμα χρειαστεί μόνος/-η κι όποτε είναι εφικτό με άλλους/-ες, προς την πραγμάτωση της ζωής και του κόσμου που επιθυμώ, κι ενάντια στην άρχουσα τάξη και στην εξαθλίωση που επιβάλλει στη ζωή παντού.
Μπαγαπόντης θεωρητικός (Apio Ludd) —Ώκλαντ
No Comments “[ΗΠΑ] Γιατί δεν ψηφίζω”