Το θλιβερό καθήκον του συντάκτη της νεκρολογίας είναι δικό μου. Είναι θλιβερό να γράφεις μια σελίδα με μια καρδιά που ρωτάει: και μετά τι; Μα είμαστε αφοσιωμένοι στον αγώνα: ή στο να επιτύχουμε την εξαφάνισή μας. Είναι αναπόφευκτο, κι έτσι ένας από μας αναπόφευκτα χάνεται.
Χμ! Και πώς θα κραυγάσουν οι μωροί: ξεροκέφαλε αναρχικέ! Ποιος μπορεί να κατανοήσει τη θύελλα που βρυχάται στο μυαλό μας; Ποιος μπορεί ν’ αντιληφθεί την πείνα μας για χαρά, για ζωή; Ποιος μπορεί να καταλάβει την ήττα μας που πηγάζει από ανθρώπινη δειλία;
Είμαστε μόνοι μας. Δε βρήκαμε τη συντροφιά των απόκοτων έτοιμη να συμμετάσχει στον αγώνα για την κατάκτηση της ζωής.
Γι’ αυτό, ηττηθήκαμε.
Και ένας από μας έχει χαθεί. Ο άλλος παραμένει με το βλέμμα του στυλωμένο στον ορίζοντα. Δεν μπορεί, δεν πρέπει ν’ αναχωρήσει. Αυτό είναι το πεπρωμένο μας. Θα βρούμε συντρόφους;
Αλλιώς, καθένας από μας με τον τρόπο του θα εξαφανιστεί, σιωπηλώς ή ταραχωδώς, από τη σκηνή του κόσμου.
Ένα κεφάλαιο έχει κλείσει.
Ένα κεφάλαιο αγώνα, ελπίδων, ψευδαισθήσεων. Το τέλος όμως δεν έχει έρθει. Καθώς αυτές οι παράξενες, ασυνήθιστες ζωές φτάνουν στο τέλος τους, θα φτάσουμε στο σημείο ν’ αντιληφθούμε πως θα ήταν καλύτερα αν δεν είχαν ποτέ γεννηθεί.
Κι αυτό είναι όλο κι όλο που ήταν να λεχθεί.
(Καλοκαίρι του 1918)
Απόσπασμα από το βιβλίο «Το σκοτεινό γέλιο ενός επαναστάτη: τα γραπτά του Μπρούνο Φιλίππι», που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Μαύρη Διεθνής, μεταφρασμένο στα ελληνικά από τα φυλακισμένα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς/FAI-IRF.