Giuseppe Ciancabilla [Ρώμη 1872 – Σαν Φρανσίσκο 1904], «Ενάντια στην οργάνωση»

Δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι αναρχικοί εδραιώνουν πάνω σε παγιωμένα δόγματα τα σημεία εκείνα που ενδείκνυται ν’ ακολουθηθούν συστηματικά. Διότι, έστω κι αν υποτεθεί μια ομοιογένεια απόψεων μεταξύ πολλών συντρόφων και πολλών ομάδων ως προς τις γενικές γραμμές ακολουθούμενης τακτικής, η εν λόγω τακτική θ’ αντικατοπτριστεί σε εκατό διαφορετικές μορφές εφαρμογής· με χίλια διαφορετικά επιμέρους στοιχεία.

Ως εκ τούτου, δε θέλουμε προγράμματα τακτικής και, κατά συνέπεια, δεν επιθυμούμε οργάνωση. Άπαξ διαπιστώθηκε ο σκοπός, ο στόχος προς τον οποίο τείνουμε, τότε αφήνουμε σε κάθε αναρχικό ελεύθερη την επιλογή των μέσων τα οποία το κριτήριό του, η εκπαίδευσή του, η ιδιοσυγκρασία του, το πνεύμα μαχητικότητας που τον διακατέχει υποδεικνύουν ως βέλτιστα. Εμείς μήτε διαμορφώνουμε παγιωμένα προγράμματα μήτε σχηματίζουμε μικρά ή μεγάλα κόμματα. Μα ομαδοποιούμαστε αυθόρμητα, και όχι με μόνιμα κριτήρια, σύμφωνα με παροδική πολιτική συγγένεια αναμεταξύ μας προς μία συγκεκριμένη επιδίωξη, και μετασχηματίζουμε διαρκώς αυτές τις ομάδες έτσι ώστε να φέρουμε εις πέρας το σκοπό για τον οποίο εξαρχής συνδεθήκαμε, και προκύπτουν κι αναπτύσσονται εντός μας περαιτέρω επιδιώξεις και αναγκαιότητες, προτρέποντάς μας ν’ αναζητήσουμε νέους συνεργούς, κόσμο που σκέφτεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως εμείς στη δεδομένη περίσταση.

Όταν κάποιος από μας δεν ενδιαφέρεται πλέον να δημιουργήσει ένα πλασματικό κίνημα ατόμων συμπαθούντων και μη ευσυνείδητων, αλλά μια ενεργή ζύμωση των ιδεών που παροτρύνουν κάποιον να σκεφτεί, ακόμη κι αν κόψει το λαιμό του, ακούει συχνά φίλους που έχουν συνηθίσει για πολλά χρόνια σε άλλη μέθοδο αγώνα να του αποκρίνονται πως ή ατομικιστής είναι, ή καθαρά θεωρητικός του αναρχισμού.

Είναι ψευδές πως είμαστε ατομικιστές, εφόσον θελήσει κανείς να δώσει σ’ αυτήν τη λέξη τη σημασία των απομονωτικών στοιχείων, αρνητών οποιασδήποτε συναυτουργίας εντός της κοινωνικής κοινότητας, και υποστηρικτών της γνώμης ότι το άτομο θα μπορούσε ν’ αρκέσει από μόνο του. Ωστόσο, εφόσον οι ίδιοι εμείς προτάσσουμε την ανάπτυξη των ελεύθερων πρωτοβουλιών του ατόμου, ποιος είναι εκείνος ο αναρχικός που δε θέλει να είναι ένοχος αυτού του είδους ατομικισμού; Αν αναρχικός λέγεται όποιος προσβλέπει στη χειραφέτηση από κάθε ηθική και υλική εξουσία, πώς θα μπορούσε να μη συμφωνεί ότι η επισφράγιση της ίδιας της ατομικότητας, απαλλαγμένης από οποιαδήποτε υποχρέωση και εξουσιαστική εξωτερική επιρροή, είναι τελείως καλοπροαίρετη, είναι η ασφαλέστερη ένδειξη της αναρχικής συνείδησης; Ούτε είμαστε απ’ αυτούς τους καθαρά θεωρητικούς επειδή πιστεύουμε στην αποτελεσματικότητα της ιδέας περισσότερο απ’ ό,τι σ’ εκείνη των ατόμων. Από ποιο πράγμα καθορίζονται οι δράσεις, αν όχι από τη σκέψη; Για μας, τώρα, το να παράγεις και να δίνεις βήμα σ’ ένα κίνημα των ιδεών είναι το πλέον αποτελεσματικό μέσο για τον καθορισμό της ροής των αναρχικών πράξεων, τόσο στην πρακτική πάλη, όσο και στον αγώνα για την πραγμάτωση του ιδεώδους.

Δεν τα βάζουμε με τους οργανωτιστές. Ας συνεχίσουν, εφόσον το επιθυμούν, την τακτική τους. Εάν ο τρόπος με τον οποίο σκέφτομαι εγώ δε θα επιφέρει και κανένα μεγάλο καλό, έτσι και ο άλλος δε θα κάνει κάνα μεγάλο κακό. Μα είναι εσφαλμένο, θαρρώ, να εξαπολύουν την κραυγή κινδυνολογίας τους και να μας δακτυλοδείχνουν είτε ως αγρίους είτε ως θεωρητικούς ονειροπόλους.

—Τζουζέππε Τσιανκαμπίλλα

[στα ιταλικά]

Ο Τζουζέππε Τσιανκαμπίλλα, αναρχικός προπαγανδιστής και συγγραφέας, γεννήθηκε στη Ρώμη το 1872.

Μόλις στα 18 του χρόνια, το 1890, μετέβη στην Ελλάδα προκειμένου ν’ αγωνιστεί ενάντια στην οθωμανική καταστολή. Εκεί έδρασε ως ανταποκριτής της ιταλικής σοσιαλιστικής εφημερίδας Avanti! αλλά, αντί να καταταγεί στις γραμμές των Ιταλών εθελοντών, προσχώρησε σε μια οργάνωση ελευθεριακών μαχητών στο πλευρό του αναρχικού Αμιλκάρε Τσιπριάνι [Amilcare Cipriani], που επιδίωκαν τότε να παρακινήσουν κόσμο σε λαϊκή εξέγερση μέσω ανταρτοπόλεμου.

Πίσω στην Ιταλία, τον Οκτώβρη του 1897, συναντήθηκε με τον Ερρίκο Μαλατέστα για να του πάρει συνέντευξη για την Avanti! κι αυτή η γνωριμία, καθώς και η επακόλουθη αντίδραση της ηγεσίας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI) ως προς την καταγραμμένη τους συζήτηση ώθησαν τον Τσιανκαμπίλλα να εγκαταλείψει αηδιασμένος το σοσιαλιστικό κόμμα και να δηλώσει αναρχικός. Η «διακήρυξή» του αυτή πρωτοβγήκε δημοσίως στην αναρχική εφημερίδα του Μαλατέστα L’Agitazione στις 4 Νοέμβρη 1897. Η επιλογή του να στραφεί στον αναρχισμό υποχρέωσε τον Τσιανκαμπίλλα και τη σύντροφό του Ερσίλια Καβεντάνι [Ersilia Cavedagni] να φυγαδευτούν από την Ιταλία.

Αφού πέρασε ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην Ελβετία, αλλά και στις Βρυξέλλες, ο Τσιανκαμπίλλα ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου άρχισε να αρθρογραφεί για την εφημερίδα Les Temps nouveaux, που είχε ιδρύσει ο αναρχικός Ζαν Γκραβ [Jean Grave] – παρ’ ότι οι λοιποί αρθρογράφοι ένιωθαν πού και πού την ανάγκη να επισημαίνουν τις διαφωνίες τους με τις προοπτικές που έθετε ο Τσιανκαμπίλλα. Το 1898, όταν οι ιταλικές Αρχές τον υπέδειξαν ως «επικίνδυνο αναρχικό», ο Τσιανκαμπίλλα απελάθηκε από τη Γαλλία.

Επέστρεψε στην Ελβετία, όπου προσπάθησε να φέρει σε επαφή τους Ιταλούς επαναστάτες πρόσφυγες. Κατόπιν απελάθηκε κι από την Ελβετία, επειδή έγραψε το κείμενο «Ένα πλήγμα της λίμας» προς υπεράσπιση του Λουίτζι Λουκένι [Luigi Lucheni], ο οποίος υπήρξε υπέρμαχος της προπαγάνδας της πράξης και τον ίδιο χρόνο είχε εκτελέσει την αυτοκράτειρα της Αυστρίας, επονομαζόμενη Ελισάβετ της Βαυαρίας ή «Σίσσυ», μαχαιρώνοντάς τη με μεγάλη λίμα. Το εν λόγω κείμενο υποστήριξης δημοσιεύτηκε στην αναρχοκομμουνιστική εφημερίδα L’Agitatore, της οποίας την έκδοση είχε ξεκινήσει ο ίδιος ο Τσιανκαμπίλλα στην ελβετική κωμόπολη Νοσατέλ.

Ύστερα από ένα μικρό διάστημα παραμονής του στην Αγγλία, αποφάσισε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπως έκαναν στα τέλη της δεκαετίας του 1800 ο Ερρίκο Μαλατέστα και ο Λουίτζι Γκαλλεάνι, μεταξύ άλλων Ιταλών αναρχικών εμιγκρέδων.

Έτσι, το 1898 εγκαταστάθηκε στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϋ, σημαντικό προπύργιο του ιταλικού αναρχισμού. Εκεί ανέλαβε την αρχισυνταξία της αναρχικής εφημερίδας La Questione Sociale («Το κοινωνικό ζήτημα»), στην ίδρυση της οποίας είχε συμβάλει το 1895 ο Ιταλός αναρχικός Πιέτρο Γκόρι [Pietro Gori]. Ωστόσο, λόγω μεταστροφής των απόψεών του, σύντομα ο Τσιανκαμπίλλα βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τα υπόλοιπα μέλη της συντακτικής ομάδας του εντύπου, που στήριζαν τις οργανωτικές ιδέες και μεθόδους του Μαλατέστα. Το 1899 ο Μαλατέστα επιφορτίστηκε με την αρχισυνταξία της ίδιας εφημερίδας. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην αποχώρηση του Τσιανκαμπίλλα και άλλων συνεργατών απ’ το εγχείρημα, οι οποίοι ακολούθως έβαλαν μπροστά το περιοδικό L’Aurora, με έδρα τους το αλλοτινό Ουέστ Χομπόκεν του Νιου Τζέρσεϋ. Πλάι στη διάδοση αναρχικών ιδεών και προπαγάνδας, ο Τσιανκαμπίλλα συνεισέφερε μεταφράσματα στο νέο αυτό έντυπο, συμπεριλαμβανομένων έργων του Ζαν Γκραβ και του Πιοτρ Κροπότκιν. Παρά τα νομικά κωλύματα κι άλλες δυσκολίες, η ιταλική του μετάφραση της «Κατάκτησης του ψωμιού» του Κροπότκιν κατάφερε να φτάσει μέχρι και την Ιταλία.

Στη συνέχεια ο Τσιανκαμπίλλα κινήθηκε προς τα δυτικά κι εγκαταστάθηκε ανάμεσα στους ιταλικής καταγωγής μεταλλωρύχους στο Σπρινγκ Βάλλεϋ του Ιλλινόις.

Το 1901 ο αναρχικών πεποιθήσεων Λέον Τσόλγκος [Leon Czolgosz] εκτέλεσε με ρεβόλβερ τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλλιαμ ΜακΚίνλεϋ [William McKinley]. Έκτοτε διάφορες αναρχικές ομάδες υπέστησαν άγριες επιδρομές από την αστυνομία, και ο ίδιος ο Τσιανκαμπίλλα οδηγήθηκε από τον Άννα στον Καϊάφα, συνελήφθη, κακοποιήθηκε και εκδιώχθηκε από το Σπρινγκ Βάλλεϋ. Ύστερα κυνηγήθηκε κι απ’ το Σικάγο, για να καταλήξει στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί συνεισέφερε στο περιοδικό LaProtesta Umana, μία επιθεώρηση αναρχικού στοχασμού. Ασθένησε όμως αιφνιδίως, και στις 15 Σεπτέμβρη 1904 –μόλις σε ηλικία 32 ετών– ξεψύχησε σε νοσοκομείο του Σαν Φρανσίσκο στην Καλιφόρνια, έχοντας τη σύντροφό του στο πλευρό του.

Ο Τσιανκαμπίλλα εξέφραζε πάντοτε με σαφήνεια πως ήταν αναρχικός-κομμουνιστής, αλλά ξεκαθάριζε επίσης (όπως και ο Λουίτζι Γκαλλεάνι) πως στεκόταν κριτικά απέναντι στην επίσημη οργάνωση και ότι υποστήριζε εκείνους τους εξεγερμένους –όπως, για παράδειγμα, ο Μικέλε Αντζιολλίλο [Michele Angiolillo], ο Γκαετάνο Μπρέσι [Gaetano Bresci] και ο Λέον Τσόλγκος– που είχαν αναλάβει ατομική δράση εναντίον των αρχόντων του κόσμου της εποχής.

πηγές: i, ii, iii, iv, v, vi