Η Άβυσσος δε μας σταματά
Ανακοινωθέν ένα χρόνο μετά την έκρηξη που παραλίγο να μου κοστίσει τη ζωή
Αρχές Ιούνη 2012
Προς τις αντάρτικες συνειδήσεις· στα συντρόφια μου που βρίσκονται διάσπαρτα στον κόσμο:
Έχει περάσει ένας χρόνος και κάτι από τότε που όλα άλλαξαν για μένα, εκείνο το κρύο πρωινό της 1ης Ιούνη, και νομίζω ότι το να μην τοποθετηθώ επ’ αυτού θα ήταν σαν να παίζω το παιχνίδι που εξυπηρετεί το λόγο για τον οποίο βρίσκομαι εδώ, αιχμάλωτος στο νοσοκομείο της φυλακής Σαντιάγο 1, συν του ότι θα ήταν ατιμωτικό για μένα τον ίδιο, αλλά κυρίως για όλους εσάς, τα αγαπημένα μου συντρόφια που νοιάζονται για μένα.
Πρέπει να το πω, θέλησα να κάνω έναν απολογισμό αυτού του χρόνου που πέρασε απ’ όταν συνέβησαν όλα αυτά, αλλά δεν το δήλωσα δημοσίως για δύο λόγους: πρώτον, επειδή το κείμενο εκείνο ήταν αρκετά δεσμευτικό, και δεύτερον, και πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου, γιατί πραγματικά σε αυτό δεν ανέλυα τίποτα, ήταν απλώς ένα κράμα από απογοήτευση, δυσαρέσκεια και μίσος που εκτόξευα εναντίον όλων, βρίζοντας την τύχη που αποχώρησε άτακτα, αλλά τώρα επιθυμώ να το κάνω, νιώθω πως έχω τη διαύγεια να σας εκφράσω κάποια λόγια που είμαι σίγουρος ότι τόσο τ’ αξίζετε.
Όμως, πριν ξεκινήσω, θα ήθελα να σας ενημερώσω για τους λόγους της καθυστέρησής μου. Οι μέρες δεν είναι εύκολες, ο συνεχής εγκλεισμός έχει αρχίσει να κάνει τη δουλειά του, και η διάθεσή μου ήταν φρικτή, λόγος για τον οποίο η πρώτη μου επιστολή κατέληξε να ’ναι ένα συνονθύλευμα οργής και θυμού· η αλαζονεία, η επιθετικότητα και η υπεροψία έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται στις συμπεριφορές μου, ενώ μπροστά σε κάποιες καταστάσεις απλώς δε με αναγνωρίζω, αλλά αγωνίζομαι, αγωνίζομαι για να προχωρήσω και να μη με προδώσω, προσπαθώντας να παλέψω με μένα τον ίδιο στην καθημερινότητα, υπενθυμίζοντάς μου, κι όχι ξεχνώντας, ποιος είμαι και γιατί είμαι εδώ.
Ξεκινάω λοιπόν…
Όσον αφορά τις πληγές μου και την αποκατάστασή μου, προχωράω πολύ καλά, οι καθημερινές ασκήσεις και η εξάσκηση στη δίχειρη εργασία –τούτο θα το πω μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο– με έχουν κάνει να ξεπεράσω την ανικανότητα της συνειδητοποίησης του ημιακρωτηριασμού μου. Σχετικά με την όρασή μου, αυτή έχει βελτιωθεί πολύ, αλλά θα πρέπει να συνεχίσω τη θεραπεία στα μάτια μου γι’ αρκετό καιρό ακόμα. Όσο για τα εγκαύματα, τα περισσότερα πλέον έχουν μετατραπεί σε ουλές και κάποια έχουν εξελιχτεί καλά, ωστόσο θα πρέπει να συνεχίσω να φοράω την ειδική στολή συμπίεσης και να χρησιμοποιώ ροδέλαιο. Τουλάχιστον για μένα, το κεφάλαιο που έχει να κάνει με τη φυσική μου κατάσταση έχει πια κλείσει, η βόμβα ευτυχώς δε με σκότωσε.
Η συναισθηματική μου κατάσταση έχει εξασθενήσει τις τελευταίες μέρες, αλλά αυτό οφείλεται στο συνεχή εγκλεισμό, ξέρω ότι όλοι οι κρατούμενοι έχουμε τα πάνω και τα κάτω μας, και γι’ αυτόν το λόγο είμαι αισιόδοξος, επειδή ξέρω ότι ο εγκλεισμός δε θα κρατήσει για πάντα κι ότι, ακόμα και αν κρατούσε, μόνο τη σάρκα μου θα είχαν, γιατί το μυαλό και το πνεύμα μου θα παραμείνει στο δρόμο, δίπλα σε κάθε μαχητή, χαμογελώντας και συνωμοτώντας, κι αυτό δε το λέω σαν ποιητικό σύνθημα, το βεβαιώνω ως μια πραγματικότητα που αντικατοπτρίζεται στην προβολή του εξεγερσιακού ονείρου, όπου με διάφορες μορφές συντρίβονται οι εξουσιαστικές αξίες της κυριαρχίας.
Η φυλακή είναι σκληρή, δε θα το αρνηθώ, αλλά γίνεται ν’ αντιμετωπιστεί, και είμαστε μάρτυρες αυτού εγώ και καθένα απ’ τα συντρόφια μου, που με διάφορους τρόπους με αγκάλιασαν για να μου δείξουν ότι δεν είμαι μόνος. Η παραδειγματική τιμωρία, για την οποία τόσο περηφανεύεται η εξουσία, δεν ισχύει, τουλάχιστον στην περίπτωσή μου, αφού τόσο εγώ, όσο και τα συντρόφια μου δεν επιτρέπουμε να σταθεί με επιτυχία αυτό το μιντιακό σόου, κι επιπλέον, το μοναδικό παράδειγμα εδώ συνεχίζουμε να το δίνουμε εμείς οι ίδιοι, κραδαίνοντας το καλύτερό μας όπλο, την αλληλεγγύη.
Αυτοκριτικές κάνω αρκετές, πάνω απ’ όλα σ’ αυτό το κεφάλαιο που λέγεται φυλακή, που μου έχει βγάλει το χειρότερό μου εαυτό, γι’ αυτό ταπεινά ζητώ δημόσια συγγνώμη σε όλα τα συντρόφια στα οποία έχω δείξει τα δόντια με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε όσους κι όσες έχω επιτεθεί μόνο και μόνο απ’ την επιθυμία να ξεσπάσω το θυμό μου, εκείνους κι εκείνες που δε θέλω να δω ή να τους γράψω από οργή και ζήλια για την κατάστασή τους, και κυρίως ζητώ συγγνώμη από όλους εκείνους που αναγκάστηκαν να υπομείνουν την γκρίνια μου, τις δυσάρεστες στιγμές και τον κάκιστο χαρακτήρα μου, μόνο και μόνο επειδή ήθελαν να μου εκφράσουν την αλληλεγγύη τους. Γι’ αυτό και πρέπει να τ’ ομολογήσω, δεν ήξερα να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων, της αλληλεγγύης τους, που είναι τεράστια, αλλά εδώ είμαστε, έτοιμοι να προχωρήσουμε, να πέσουμε και να σηκωθούμε ξανά, να μάθουμε από τα λάθη, αυτό άλλωστε είναι και το νόημα, έτσι δεν είναι;
Αν θα ’πρεπε να κάνω μια κριτική εποικοδομητική, θα ’ταν μόνο ότι ίσως λείπει πληροφόρηση από πρώτο χέρι σχετικά με τις συνέπειες της επιλογής μιας αντάρτικης ζωής, να πούμε τι σημαίνει να ζει κανείς στη φυλακή και στην απομόνωση, τι συνεπάγεται αυτό, να κατανοήσουμε καλύτερα το στίγμα τού να θεωρείται κάποιος/-α τρομοκράτης/-ισσα και τι συμβαίνει στη ζωή μας όταν γίνεται αυτό, να προσεγγίσουμε περισσότερο θέματα όπως η παρανομία και η εξορία, που είναι γνωστά μονοπάτια στον αγώνα για τη λευτεριά, μ’ έναν τρόπο πιο πραγματικό και λιγότερο ιδεατό, και τέλος να αρχίσουμε να μιλάμε περισσότερο για τα βασανιστήρια, τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ο εχθρός, τη ρουφιανιά ως αξία-βάση για ένα αστυνομικό κράτος, τον ακρωτηριασμό ως πιθανότητα στον πόλεμο ενάντια στην εξουσία, τον πόνο και την αγωνία ως μέρος της ζωής των μαχητών, και ότι μπορούν να αντιμετωπιστούν όλες και καθεμία απ’ αυτές τις δύσκολες πιθανότητες, πέρα από τη σπέκουλα και τον τσαρλατανισμό.
Αν είναι να μοιραστώ τη λιγοστή –αλλά όχι λιγότερο έντονη– εμπειρία μου σε σχέση με το θέμα, θα έλεγα ότι η δουλειά της φυλακής και της απομόνωσης έχει να κάνει πάνω απ’ όλα με το σπάσιμο του ηθικού, μιας και αρχίζεις να μη δίνεις δεκάρα για τους υπόλοιπους ή για το τι συμβαίνει έξω, προσκολλάσαι στην πραγματικότητα της φυλακής, αυτός είναι ο κόσμος σου τώρα, τι νόημα έχει να ξέρεις τι γίνεται έξω αν εσύ συνεχίζεις να βρίσκεσαι μέσα; Αρχίζεις να ενδιαφέρεσαι όλο και λιγότερο για σένα τον ίδιο, δε σου καίγεται καρφί για τίποτα, γίνεσαι υπερόπτης με τους υπόλοιπους και το περιβάλλον γύρω σου, αρχίζεις να εκτιμάς όλο και λιγότερο τις προσπάθειες των άλλων να σου αποσπάσουν ένα χαμόγελο, γιατί αυτοί δε ζουν τον εφιάλτη σου, στη συνέχεια χάνεις το φόβο για οτιδήποτε, επειδή ξέρεις ότι έχεις χάσει τα πάντα κι είσαι στον πάτο της αβύσσου, έχεις γραμμένη τη ζωή, γίνεσαι εχθρικός και επιθετικός, επιδιώκοντας έτσι να τελειώσουν σύντομα όλα, να σε τσακίσουν στο ξύλο οι φύλακες για τις προσβολές που τους ξεστομίζεις καθημερινά, κι αν είσαι τυχερός, να παρασυρθούν και να καταλήξεις νεκρός, για να ξεκουραστείς επιτέλους από την ψύχωση που κουβαλάς, ή στη χειρότερη περίπτωση να εκτελέσουν αυτό το έργο άλλοι κρατούμενοι προκειμένου να αποδείξουν ποιος είναι ο πιο μάγκας. Όταν η ψύχωση του εγκλεισμού εξελίσσεται, οι πράξεις αλληλεγγύης λίγο μας νοιάζουν, βάζεις συναισθηματικά εμπόδια όπως «τι σημασία έχει μια πράξη αλληλεγγύης, εφόσον είμαι ακόμα αιχμάλωτος;» ή, ακόμη χειρότερα, διατυπώνεις φράσεις όπως «αυτοί δεν έχουν υποστεί τις συνέπειες, όπως εγώ» και βρίζεις την τύχη σου. Είναι αναγκαίες μερικές μπούφλες αγάπης και τρυφερότητας για να αποφευχθούν οι νοσηρές αυτές σκέψεις, θέλω να πω ότι είναι πραγματικά ηλίθιο να πιστεύουμε ότι μόνο εμείς ζούμε τις συνέπειες του εγκλεισμού, και δεν είναι βέβαια ότι εύχεται κανείς να ζήσουμε όλοι μας αυτές τις συνέπειες, αλλά το να μη νιώθει κανείς μόνος και αβοήθητος, μας κάνει δυνατούς· γι’ αυτό, όταν ένα συντρόφι πέφτει αιχμάλωτο, δεν πρόκειται μόνο για τη δικιά του φυλάκιση/τιμωρία, μιας και υπάρχουν πολλές ευγενείς καρδιές που επιλέγουν να το συνοδεύσουν σε αυτό το νέο σκηνικό, στέκοντας αλληλέγγυοι/-ες, βοηθώντας, γράφοντάς του γράμματα, ενημερώνοντας για την κατάστασή του, διεκδικώντας το στο δρόμο, με τρικάκια, φυλλάδια, αφίσες, φωνάζοντας τ’ όνομά του στη διαδήλωση, τινάζοντας τα σύμβολα της εξουσίας προς τιμήν του, κ.λπ. Η φυλακή και η απομόνωση κάνουν αυτήν τη δουλειά, ξεκινάς να σκάβεις το λάκκο σου και παίρνεις την κατηφόρα κατά ’κεί μονάχος, ώσπου καταλήγεις ν’ ακούς τον εαυτό σου να λέει πράγματα τόσο παράλογα, όπως ότι είσαι μόνος, και το χειρότερο αυτής της παγίδας που στήνουμε μόνοι μας είναι ότι εμείς οι ίδιοι φροντίζουμε να απομακρύνουμε τα μόνα μέσα που μπορούν να μας βοηθήσουν να μην καταρρεύσουμε και στη συνέχεια, αρρωστημένα, διαμαρτυρόμαστε και καταθλιβόμαστε από τη λήθη στην οποία μας έχουν θάψει, γιατί τώρα κανείς δε μας θυμάται, κανείς δε μας δείχνει αλληλεγγύη, η απελπισία τρώει τα σωθικά μας, κι αυτό που νομίζουμε πως θα ’ταν το καλύτερο όπλο μας για να αντιμετωπίσουμε τις αντιξοότητες γκρεμίστηκε από τα τείχη της σιωπής, η θέλησή μας έγινε κομμάτια, λόγος για τον οποίο τα σχέδιά σου μοιάζουν ασήμαντα, χάνεις εύκολα το κουράγιο σου, το μέλλον φαντάζει αβέβαιο, αρχίζεις να χάνεις το ενδιαφέρον σου για τη ζωή, και μια νύχτα αγωνίας καταλήγεις κρεμασμένος στο κελί σου.
Γι’ αυτό, για να μην βρεθούμε σε τέτοιου είδους ατραπούς, είναι σημαντικό να παρατηρούμε συνεχώς τον εαυτό μας και να τον αξιολογούμε, να κρατιόμαστε από πράγματα/ανθρώπους/καταστάσεις που μας κάνουν καλό, και μακριά από καθετί επιζήμιο (όσο είναι δυνατόν), γιατί σίγουρα το να φτάσουμε σε μια κατάσταση ψύχωσης εγκλεισμού δεν είναι κάτι που γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη, είναι ένα τέρας που μεγαλώνει στο μυαλό και στις καρδιές μας με το πέρασμα του χρόνου, και μάλιστα είναι μια σταδιακή διαδικασία, που μπορούμε να την αντιληφθούμε και να την καταπολεμήσουμε πριν να είναι πολύ αργά.
Πρέπει να το πω, εμένα κανείς δε μου ’πε τι σήμαινε ο μόνιμος εγκλεισμός (πόσω μάλλον πώς να τον διαχειριστώ), η πιο πραγματική μου επαφή ήταν οι ιστορίες του ενός ή του άλλου βιβλίου, και τα υπόλοιπα δημιούργημα της φαντασίας μου· με αυτό δε λέω ότι σήμερα δεν είμαι πρόθυμος ν’ αναλάβω το κόστος για τη στάση ζωής που έχω επιλέξει, αλλά σίγουρα θα μου είχε φανεί πολύ χρήσιμο να ξέρω. Λοιπόν, τουλάχιστον στην περίπτωσή μου, έχω προσπαθήσει να το αντιμετωπίσω αρματωμένος με εγχειρήματα στα οποία συνεισφέρω, έστω από αυτήν τη θέση που είμαι, μιας κι είναι σημαντικό να βρίσκεις κάποιο νόημα στις μέρες που περνάνε, μπορεί να είναι πράγματα απλά, να διαβάζεις ένα βιβλίο και να λες τη γνώμη σου, ν’ αλληλογραφείς με άτομα των οποίων τους έχει στερηθεί η λευτεριά ή άλλα πρόσωπα, να δημιουργήσεις μουσική ή ποίηση, να μάθεις να ζωγραφίζεις, να ασκείς το σώμα σου, κ.λπ., αλλά εδώ θα κάνω μία παρατήρηση· τα σημαντικότερα σχέδιά μας, τουλάχιστον στο συνεχή εγκλεισμό, θα πρέπει να είναι εκείνα που απαιτούν μονάχα τη διάθεση και θέλησή μας, και με αυτό δεν αποκλείω την πιθανότητα συνεισφοράς σε εγχειρήματα που ξεπερνούν τους φυσικούς μας περιορισμούς, αλλά ας έχουμε υπόψη ότι αυτά τα τελευταία μπορεί να οδηγήσουν σε πλημμυρίδα απογοητεύσεων: δεν ήρθε το επισκεπτήριο, δε μου απάντησε στο γράμμα, ξέχασε να φέρει αυτό ή το άλλο· ας μην οργανωνόμαστε γύρω από συγκεκριμένες θεματικές, κι άμα τα νοήματα της ζωής μας περιορίζονται μόνο γύρω από τις δράσεις στο δρόμο, με κάμποσα τέτοια σκουντουφλήματα θα βρεθούμε αργά ή γρήγορα με το ηθικό μας τσακισμένο, γι’ αυτό νομίζω πως πρέπει να έχουμε δύο είδη ασχολιών, ένα που θα κάνει να κρατήσουμε την επαφή με την άλλη πλευρά των τειχών κι ένα άλλο που σχετίζεται πάνω απ’ όλα μ’ ένα έργο ατομικό, που μπορεί να παραχθεί ακόμα και υπό συνθήκες μέγιστου εγκλεισμού, έτσι ώστε αν συμβεί κάτι ατυχές, είτε πρόκειται για την απώλεια της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, είτε για αρπαγή του υλικού που χρησιμοποιούμε στις προσωπικές μας ασχολίες, να μη μας ρίξει το ηθικό. Είναι σημαντικό να αυτοδημιουργούμε δίκτυα υποστήριξης για να μη διαλυθούμε στην πορεία, να είμαστε παρατηρητικοί και να αναλύουμε αυτό που δίνει η πραγματικότητα της φυλακής και να κρατάμε απ’ αυτήν ό,τι θεωρούμε χρήσιμο, δηλαδή αν η φυλάκιση σε κρατά σε πλήρη απομόνωση μπορείς να επωφεληθείς της σιωπής για να διαβάσεις, να γράψεις ή να προβληματιστείς, κι από την άλλη, αν σου επιτρέπεται ο προαυλισμός, μπορείς να επωφεληθείς για να κάνεις γυμναστική ή να μιλήσεις με άλλους κρατουμένους (πάντα υπάρχει κάτι χρήσιμο να μάθεις), κι έτσι, ουσιαστικά, η δυνατότητα να καταστρώσεις ένα πλάνο απόδρασης ή εξέγερσης είναι πάντοτε παρούσα, ανεξάρτητα από το καθεστώς στο οποίο μας έχουν υποβάλει.
Αν θα έπρεπε να μιλήσω για άλλες πιθανές συνέπειες αυτού του πολέμου, λέξη με την οποία τόσο αρέσκονται κάποιοι να γεμίζουν τα στόματά τους, θα έλεγα ότι το να σ’ αναγνωρίζουν ως εχθρό της εξουσίας δεν είναι εύκολο, πόσω μάλλον όταν μιντιακά είσαι καταχωρισμένος ως τρομοκράτης, το κοινωνικό σου περιβάλλον επηρεάζεται σχεδόν συλλήβδην, οικογένεια, φίλοι και συντρόφια αρχίζουν να την κοπανάνε, σου γυρνάνε την πλάτη και πολλές φορές αρνούνται ότι σε γνωρίζουν, είναι λίγοι/-ες οι γενναίοι/-ες που τολμούν να μείνουν μαζί σου, η κοινή γνώμη κάνει τη δουλειά της και το σύστημα προσπαθεί να σε απομονώσει με όλες τις πιθανές μεθόδους, δε θα χρειάζεται πλέον να λερώσουν τα χέρια τους με τη θανατική ποινή, σήμερα είναι πιο εκλεπτυσμένες και δημοκρατικές οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν, έτσι ώστε η ζωή να χάνει το νόημά της, γιατί σε απομακρύνουν απ’ οτιδήποτε και αν ήσουν μέρος του, και τούτο δεν το κάνουν μόνο φυσικά με το να σε κλείσουν σ’ ένα κλουβί, αλλά και ψυχολογικά, εξασθενίζοντας τις πεποιθήσεις σου, σε δαιμονοποιούν συλλογικά, σβήνουν τις αναμνήσεις τού τι ήσουν κάποτε και σε μεταμορφώνουν σ’ ένα τηλεοπτικό γεγονός, σε μια αποτυχημένη βομβιστική επίθεση, σε μια ληστεία τράπεζας με θύμα έναν αστυνομικό ή σε μέλος μιας φαντασμαγορικής τρομοκρατικής οργάνωσης· αυτό είσαι, αυτή είναι η κάρτα παρουσίασής σου, σε τέτοιο βαθμό που, αν δε συνειδητοποιήσεις ότι είσαι πολύ περισσότερα απ’ όσα λέει ο Τύπος για σένα, θα καταλήξεις να το πιστέψεις· και το καλύτερο παράδειγμα μπορεί να το δώσει η περίπτωση του Μάουρι· για τι πράγμα έμεινε γνωστός; για μια αποτυχημένη 22η Μάη, άραγε είχε κανείς ποτέ ακούσει για τις φορές που βοηθούσε τις ηλικιωμένες γυναίκες στη γειτονιά του με τις σακούλες απ’ τα ψώνια; Εμείς οι ίδιοι φροντίσαμε να τον μειώσουμε απλώς σε μία ημερομηνία στο ημερολόγιο. Η κοινωνία σε χτυπά ψυχολογικά, οι μέρες σου δεν έχουν πια το ίδιο νόημα όπως πριν, δεν αξίζεις τίποτα και έχεις καταστρέψει τη ζωή όλων γύρω σου, γιατί να συνεχίσεις να ζεις; γιατί να προκαλέσεις περισσότερο πόνο; Δε χρειάζεται να λερώνουν κι άλλο τα χέρια τους με το αίμα σου, σας παρακαλώ! είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι· σε αντάλλαγμα, σε ενθαρρύνουν να σε τελειώσεις εσύ ο ίδιος, γιατί σ’ έχουν περιορίσει σε ένα απλό περιστατικό, αυτό είσαι, ένας τρομοκράτης που μόνο πόνο μπορεί να προκαλέσει γύρω του, οπότε το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να κάνεις τη χάρη στους αγαπημένους σου, αν σου έχει μείνει κάποιος ακόμα, και να βάλεις τέλος στη ζωή σου. Αυτό είναι το κρυμμένο νόημα που αναπαράγει η απαστράπτουσα χιλιανή δημοκρατία μας, δεν υπάρχουν πλέον επαναστάτες, τώρα μας υποβιβάζουν σε απλούς τρομοκράτες, γιατί φυσικά ένας επαναστάτης είναι κάποιος με συναισθήματα, ιδέες, λατρεύει την ελευθερία και είναι σύντροφος του καταπιεσμένου, δηλαδή άξιος μίμησης, ενώ, απ’ την άλλη, ο τρομοκράτης είναι μία άνομη σκιά που δεν έχει καρδιά και έχει εμμονή με τη χρήση βίας από παιδικά τραύματα του παρελθόντος· πώς ν’ αντιμετωπίσει κανείς αυτή την κατάσταση;
Από την πλευρά μου, έχω μάθει να κρατάω παράμερα την κοινή γνώμη, που συχνά είναι η γνώμη του αστικού Τύπου, κι αν και μεγάλο μέρος του λόγου της καταρρέει απλά και μόνο με την ανάλυση του ρόλου της, δε θ’ αρνηθώ ότι πολλές φορές κατάφεραν να με πληγώσουν βαθιά με τη δουλειά τους, ειδικά όταν συνειδητοποιείς ότι αυτές οι απόψεις βγαίνουν από το στόμα των ανθρώπων που αγαπάς, όταν είναι αυτοί που σε στήνουν με την πλάτη στον τοίχο· ή αφαιρείς τη ζωή σου ή συνεχίζεις να μας πληγώνεις… ουόου! τόσο δύσκολο, τόσο βαρύ, να καλείσαι ν’ αποφασίσεις, ή εσύ ή αυτοί, ή εσύ ή αυτοί που αγαπάς πιο πολύ. Κι αν επιλέξεις εσένα; Τι νόημα έχει η ζωή χωρίς εκείνους; Θα επιλέξεις εσένα; Τόσο λίγο τους αγαπάς; Εσύ; Αυτοί; Το ένστικτο της επιβίωσης ή η αγάπη σου; Ποιο είναι ισχυρότερο; Προφανώς, καμία δεν είναι η ορθή εναλλακτική, αλλά επιλέγω τη ζωή μου· αν δεν αγαπήσω τον εαυτό μου, είναι αδύνατον ν’ αγαπήσω τους άλλους. Και καταλήγω διώχνοντας απ’ τη ζωή μου και την καρδιά μου διάφορα άτομα για πάντα, συνεχίζω προχωρώντας, μόνος και πληγωμένος, ακριβώς όπως εκείνο το ξημέρωμα, που ήμουν σαστισμένος, με το θάνατο να με τριγυρίζει και κόκκινος μέσα σε φλόγες οργής, κι η ζωή με χτύπησε και πάλι, μα είναι άλλο ένα κεφάλαιο, και σηκώνομαι και πάλι, αυτήν τη φορά με τη βοήθεια αυτής που δεν έλειψε ποτέ, της αλληλεγγύης. Τ’ αναλογίζομαι αυτά τώρα, ένα χρόνο μετά τη βομβιστική επίθεση που σχεδόν μου κόστισε τη ζωή, και δε μετανιώνω γι’ αυτές μου τις αποφάσεις, ήταν ό,τι καλύτερο, ο πόνος, όπως κι ο εκρηκτικός μηχανισμός, ήταν στιγμιαίος, αλλά η ζωή συνέχισε και η οδύνη αυτών των γεγονότων σβήνει με το πέρασμα του χρόνου, η ζωή, ο αγώνας συνεχίζεται, κι αυτό που σήμερα φαντάζει ανυπέρβλητο, αύριο δε θα είναι τίποτα περισσότερο από μια διήγηση, ένα κεφάλαιο ακόμα σε αυτή την ύπαρξη της μάχης.
Μέχρι στιγμής έχω μιλήσει για δύο πιθανές συνέπειες της επαναστατικής πάλης, τη φυλακή και το χαρακτηρισμό ενός ως εχθρού της κοινωνίας, αλλά ακόμα δε μίλησα για την πλέον αξιοσημείωτη συνέπεια στη δική μου περίπτωση, τον ακρωτηριασμό των σωμάτων μας και πώς μπορούμε παρ’ όλα αυτά να συνεχίσουμε ν’ αγωνιζόμαστε. Αν πρέπει να μιλήσω για την αποκατάσταση και πώς ο ακρωτηριασμός των σωμάτων μας γίνεται ο σταυρός που πρέπει να κουβαλάμε σε όλη μας τη ζωή, νομίζω ότι είναι σημαντικό να σημειωθεί πως κάθε περίπτωση είναι μοναδική, έχει τα δικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Μα υποθέτω ότι, στο κάτω κάτω, υπάρχουν πολλές ομοιότητες. Στην αρχή σε αποθαρρύνει, είναι σαν έναν κατακλυσμό που σάρωσε τη ζωή σου κι όλα τα όμορφα συναισθήματα βρίσκονται κάτω απ’ τα ερείπια του ακρωτηριασμού, προσδοκάς ότι αυτό που σου συνέβη είναι μόνο ένα κακό όνειρο και πως κάποια στιγμή θα ξυπνήσεις, γίνεσαι εύθικτος με το παραμικρό, δεν μπορεί να σου ’χει συμβεί αυτό, πρέπει να υπάρχει μια εξήγηση, αλλά η μόνη εξήγηση είναι αυτή που σου υπαγορεύει ο καθρέφτης, οι μέρες περνούν, σε πιάνει κατάθλιψη, θαρρείς πως ποτέ δε θα το ξεπεράσεις, πρέπει να ζητάς βοήθεια για κάποιες βασικές ανάγκες κι αυτό σου προξενεί έναν άβολο εξευτελισμό, αρχίζεις να γίνεσαι μοχθηρός, κι αυτή η νέα κατάσταση σε αναστατώνει, οι άνθρωποι που προσπαθούν να σε εμψυχώσουν συνειδητοποιούν την παραίτησή σου, η ζωή έτσι δεν έχει νόημα, αλλά προσπαθούν να σε υποστηρίξουν ανεξάρτητα από τη διάθεσή σου, είσαι θυμωμένος, δε θέλεις ούτε ασκήσεις να κάνεις ούτε αποκατάσταση, θέλεις να στείλεις τα πάντα στο διάολο, να αφαιρέσεις τη ζωή σου, κι αυτό φαίνεται να είναι μία επιλογή, αλλά φοβάσαι μήπως στην προσπάθεια αυτήν καταλήξεις χειρότερα, έχεις γίνει δειλός, είσαι μπερδεμένος, κλαις τις νύχτες της μοναξιάς, γίνεσαι θεριό απέναντι στους άλλους, είσαι πληγωμένος, το ξέρεις, αλλά πρέπει να θεραπεύσεις την καρδιά σου για να ξεκινήσεις την αποκατάσταση. Αν καταφέρεις να φτάσεις μέχρι εκείνο το σημείο, έχεις ήδη κάνει ένα βήμα στο δρόμο προς τη νίκη, τη δικιά σου νίκη, γιατί αυτή είναι η μάχη η δικιά σου, τώρα πρέπει να οπλιστείς με υπομονή, η απόγνωση σε περιμένει στη γωνία, μία, δύο, τρεις, εκατό πτώσεις, κανείς δεν είπε ότι θα ’ναι εύκολο, αλλά δες, δεν το κάνεις πολύ καλά, αλλά το καταφέρνεις, και μόνος σου, χωρίς βοήθεια, ένα ελαφρύ χτύπημα στην πλάτη, τα υπόλοιπα είναι θέμα εξάσκησης, σου λένε, καλά, αν μπόρεσα να το κάνω μια φορά, μπορώ πάλι, κοιτάς γύρω, είσαι μόνος, και το κατορθώνεις, χαμογελάς, πόσος καιρός πάει που δε είχες χαμογελάσει; Δε χρειάζεται να το δείξεις σε κανέναν, το έχεις δείξει σε σένα τον ίδιο, είσαι ένας μαχητής δίνοντας μία απ’ τις καλύτερές σου μάχες, αρνείσαι να πεθάνεις, αυτό είναι για τους γενναίους, μερικές πτώσεις ακόμα, η κοροϊδία των ίδιων κάθε φορά, η πραγματικότητα σου επιφυλάσσει μια ανηφόρα, κατηγορείς τον εαυτό σου, τα πράγματα είναι δύσκολα, ωστόσο δεν έχεις εγκαταλείψει, αυτό είναι ένα γεγονός, κοιτάς πίσω, έχεις διανύσει πολύ δρόμο για να εγκαταλείψεις εδώ πέρα, έχεις πλέον λόγους να συνεχίσεις, δεν μπορείς ν’ απογοητεύσεις όλους όσους σ’ αγαπούν και θέλουν να σε δουν ευτυχισμένο, αλλά, πάνω απ’ όλα, δεν μπορείς ν’ απογοητεύσεις τον εαυτό σου, του το υποσχέθηκες κάποτε, όταν τα πράγματα έγιναν σκούρα, θα είσαι αγωνιστής για μια ζωή, και σφίγγεις τα δόντια σου για να μη νιώθεις ντροπή, μερικές φορές λες απαίσια πράγματα στον εαυτό σου, είσαι αδίστακτος με σένα, άλλες φορές νιώθεις ο πιο περήφανος του κόσμου, δεν έπεσες παρ’ όλα αυτά, οι μέρες περνάνε, αρχίζεις ν’ αποκτάς ένα ρυθμό, και δε σε πικραίνει πια το είδωλό σου, αρχίζεις να το αποδέχεσαι, μαθαίνεις νέα πράγματα γι’ αυτή την κατάσταση, αλλά όχι και τόσο νέα για την ίδια τη ζωή, ξαναμαθαίνεις τον τρόπο να μαθαίνεις, τα πράγματα φανερώνονται τώρα από μια διαφορετική σκοπιά, κι ένα απόγευμα με τον ήλιο ακόμα συντροφιά θέτεις το τελεσίγραφό σου· αν δεν ξαναφτιάξω τη ζωή μου μέχρι κείνη την ημερομηνία, δε θα συνεχίσω άλλο αυτή την τρέλα…
Τελικά επιμένεις, καταφέρνεις να το ξεπεράσεις, έρχεται η ημερομηνία όπου πρέπει να κάνεις την αξιολόγηση της απόδοσής σου, και το χαμόγελο στο πρόσωπό σου αποκαλύπτει ότι έχεις περάσει τη δοκιμασία με επιτυχία κι ακόμα καλύτερα απ’ ό,τι περίμενες, και τότε δεν αισθάνεσαι ούτε ανάπηρος ούτε άχρηστος ούτε τίποτα, είσαι ακόμα μαχητής, έτοιμος να αντιμετωπίσεις το καθετί.
Όσον αφορά την περίπτωσή μου συγκεκριμένα, υποθέτω ότι μου συνέβη αυτό που συμβαίνει στην πλειονότητα των βαριά τραυματιών από ατύχημα, θέλησα να βρω μια γρήγορη και εύκολη λύση (το θάνατο), αλλά εμένα διάφοροι/-ες με προκάλεσαν κιόλας, μερικοί με πολύ χονδροειδή τρόπο, ώστε αν μη τι άλλο να τ’ αποπειραθώ, κι έτσι, πιασμένος απ’ την αλληλεγγύη, κρατήθηκα ώσπου η ανάρρωση ν’ αρχίσει να δίνει τα πρώτα της αποτελέσματα, μιας και με όλα όσα είχαν προηγηθεί το ’βαλα πείσμα να μπορέσω να σηκωθώ απ’ αυτήν τη λούμπα· θυμάμαι ότι το γινάτι και η ξεροκεφαλιά λειτούργησαν υπέρ μου, γιατί υπήρχαν άτομα που δεν έδιναν δεκάρα για την αποκατάστασή μου (συμπεριλαμβανομένων ειδικών), αλλά την τελευταία κουβέντα θα την έλεγα εγώ, ήταν μόνο θέμα χρόνου· επίσης, θυμάμαι ότι πέρασα πολλές ντροπές –που προτιμώ να μην αποκαλύψω, χεχεχε– κι αυτές συνέβησαν επειδή πήγαινα κόντρα στο χρόνο κατά τη διάρκεια της αποκατάστασής μου, προσπαθώντας να κάνω/δοκιμάσω τα πάντα, ακόμη και χωρίς να έχω τελειώσει την απαραίτητη προετοιμασία, και λέω ότι πήγαινα κόντρα στο χρόνο διότι ήθελα να είμαι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση όταν θα έμπαινα στη φυλακή, δεν ήθελα καν να διανοηθώ ότι θα με βοηθούσε ένας δεσμοφύλακας, και για καλή μου τύχη αυτό δε συνέβη ποτέ. Αφότου μπήκα στη φυλακή, μια 22α Νοέμβρη, μ’ ένα σφίξιμο στο στομάχι και το ηθικό ακμαίο, καταπιάστηκα με το να εκμεταλλευτώ αυτό το νέο σκηνικό απόλυτου εγκλεισμού για να ολοκληρώσω την αποκατάστασή μου, και δεν έλειψαν στιγμές όπου με λοιδόρησαν για τη φυσική μου κατάσταση, αλλά σ’ εκείνες τις περιστάσεις δάγκωνα τα χείλια και σκεφτόμουν ότι αργά ή γρήγορα θα μετάνιωναν για τις κοροϊδίες τους, γιατί εγώ καλύτερα απ’ τον οποιονδήποτε ήξερα ότι έφτυναν στα μούτρα τους, σύντομα θα είχα αναρρώσει πλήρως και δε θα τολμούσαν να μου ξαναμιλήσουν έτσι· ο χρόνος πέρασε, σιγοκύλησε, αργοπόρησε σαν χελώνα, εγώ έκανα ασκήσεις κάθε μέρα, χωρίς σταματημό, και με κρύο και με ζέστη, πειθαρχούσα στον εαυτό μου, κι ήταν θέμα πρακτικής, υπομονής και επιμονής (práctica, paciencia, perseverancia, τα 3 «p», όπως τα ονόμασα) για να με δω πλήρως αποκατεστημένο, έτσι λοιπόν να με, δείτε με τώρα, ένα χρόνο μετά την έκρηξη που παραλίγο να με σκοτώσει, ποιος είπε ότι θα ’μενα στο βούρκο του εξευτελισμού για πάντα; ποιος είπε ότι θα ’μουνα ηττημένος για το υπόλοιπο της ζωής μου; ποιος είπε ότι ο αγώνας δε μας κάνει δυνατούς; Αν οι ιδέες μου μπορούν να με κάνουν να χάσω τη ζωή, μπορούν επίσης να με κάνουν να την ξανακερδίσω, αυτό ήταν πάντοτε το στοίχημά μου, γι’ αυτό ρίχτηκα με όλες μου τις δυνάμεις στη μάχη, γιατί αναγνωρίζω σ’ αυτήν το μεγαλείο τού να σπας τα δεσμά, κι αρκεί να με παρατηρήσω στην καθημερινότητα για να επιβεβαιώσω αυτήν τη διαπίστωση· φτάνει να σας πω ότι μπορώ ακόμα και να περάσω μια κλωστή σε βελόνα, έτσι, τάλε κουάλε όπως είμαι, χωρίς τα 8 απ’ τα 10 δάχτυλα των χεριών, μπορώ να δέσω τα κορδόνια μου, να μαγειρέψω, να πλύνω, να φτιάξω όμορφους κύβους οριγκάμι και ό,τι άλλο κάνω κέφι, μπορώ ακόμη να φέρω εις πέρας όλα όσα έκανα και πριν· βέβαια, η μόνη μικρή διαφορά είναι πως μου παίρνει λίγο παραπάνω, αλλά αυτή είναι μια λεπτομέρεια τόσο μικρή, τόσο μηδαμινή, σε σύγκριση με το πόσο κοντά βρέθηκα στο θάνατο, που την περνάω στο ντούκου, γιατί στο κάτω κάτω το ’ξερα πάντα, για τους επαναστάτες δεν υπάρχει τίποτα που να ’ναι ακατόρθωτο, και η εξαιρετική μου ανάρρωση τ’ αποδεικνύει.
Το σημαντικό είναι να μη χάσεις ποτέ το μαχητικό πνεύμα, με την καμία· δεν έχει σημασία πόσο χάλια φαίνονται τα πράγματα, γιατί όσο δε σε προδίδουν το μυαλό κι η καρδιά σου, τα υπόλοιπα καταλήγουν να ’ναι σχεδόν λεπτομέρεια, τα σώματά μας μπορούν να κλατάρουν, σίγουρα, αλλά αυτό που μας κάνει μεγάλους δεν έχει καθόλου να κάνει με σάρκα και οστά, αυτό που μας κάνει γίγαντες είναι οι πεποιθήσεις μας, η επίγνωση ότι κάνουμε το σωστό.
Τώρα, γράφω αυτές τις γραμμές όχι μόνο για να προειδοποιήσω σχετικά με τις ολέθριες επιπτώσεις που μπορεί να συνεπάγεται ο επαναστατικός αγώνας, το κάνω επίσης για να συμβάλω στη δημιουργία νέων ή και όχι τόσο νέων μεθόδων προς αντιμετώπιση των ζόρικων μονοπατιών όπου μπορεί να μας βγάλουν οι αποφάσεις μας. Και σ’ αυτή την περίπτωση μπορώ μονάχα να συνεισφέρω μερικά παραδείγματα, γι’ αυτό και παρακινώ άλλα συντρόφια να μοιραστούν τις εμπειρίες τους, επειδή οι πιθανές εκβάσεις του αγώνα είναι απεριόριστες, τρέλα, βιασμός, εξορία, ακρωτηριασμός, νίκες, βασανιστήρια, παρανομία, γέλια, φυλακή, πόνος, προδοσία, αμνησία, εξάρτηση, χτυπήματα, ταπεινώσεις, θάνατοι, όλες μαζί ή καμιά τους, άλλες, και τόσες ακόμη πιθανότητες, κι άραγε πόσοι μαχητές και πόσες μαχήτριες, σήμερα στο δρόμο, που πολεμούν ενάντια στην εξουσία και στα σχέδιά της το γνωρίζουν αυτό; πάει να πει, πόσο καλά προετοιμασμένοι/-ες είμαστε για ν’ αναλάβουμε το κόστος του κοινωνικού πολέμου, αν δε γνωρίζουμε αυτά ακριβώς τα πράγματα; μπορούμε να μιλάμε για μη μεταμέλεια χωρίς να τα λαμβάνουμε όλα αυτά υπόψη; καταλαβαίνουμε τι σημαίνει η φυλακή; τι συνεπάγεται αυτή; ή, απ’ την άλλη, κατανοούμε τι οδηγεί ένα συντρόφι στην τρέλα; μέχρι ποιου σημείου αντιλαμβανόμαστε τις συνέπειες του ότι δηλώνουμε εχθροί του κράτους/Κεφαλαίου;
Σε μια πάλη εναντίον του συστήματος στην ολότητά του, έχουμε τα πάντα να χάσουμε· αποδεχόμαστε όντως τους όρους αυτούς προτού μπαρκάρουμε προς την αναζήτηση των ονείρων μας; Είμαι της άποψης να ξέρει κανείς πού μπλέκει, ώστε να γνωρίζει επίσης πώς να υπομένει τις συνέπειες, να τις αναλαμβάνει και να βγαίνει αεράτος απ’ αυτές, γιατί απ’ την ανάποδη συμβαίνει αυτό για το οποίο είχε ήδη προειδοποιήσει μια αγαπημένη και κολλητή συντρόφισσα, καταντάμε η χειρότερη προπαγάνδα του αγώνα.
Αν το σκεφτούμε διεξοδικά, δεν είναι να μας ξενίζει το γεγονός ότι πάρα πολλά συντρόφια απ’ τα παλιά επέλεξαν την αυτοεξορία ως απάντηση σε κάποιες απ’ αυτές τις συνέπειες, κι είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να συνεχίσει κανείς τον αγώνα σε μια περιοχή όπου μιντιακά και κοινωνικά το σύστημα ωρύεται για τον αφανισμό σου· σε τελευταία ανάλυση, πώς μπορεί κανείς ν’ αντιμετωπίσει το σύστημα όταν αυτό είναι εμμονικό με το να σου την πέφτει, έχοντάς σε εξατομικεύσει, εντοπίσει και στοχοποιήσει; Τώρα, πιστεύω πως αν και είναι ακριβές ότι η εξορία του πάλαι ποτέ χρησίμευσε ώστε να θωρακιστεί κανείς πίσω απ’ τη βόλεψη μιας κανονικής ζωής, μακριά απ’ την ποινικοποίηση των επαναστατικών ιδεών, τη σήμερον ημέρα, και τη στιγμή που ’ναι σε ισχύ η πρόταση των συντρόφων της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς, να οπλίσουμε ένα Διεθνές Επαναστατικό Μέτωπο, γίνεται προφανές ότι δεν παίζει ρόλο πού βρισκόμαστε, ο αγώνας συνεχίζεται μέχρι τέλους, γιατί δεν παίζει ρόλο αν είμαστε αιχμάλωτοι, εξόριστοι σε άλλον τόπο ή παράνομοι σε άλλη ήπειρο, ο αγώνας είναι ένας και μόνο κι υπερβαίνει τους φραγμούς εθνών και συνόρων, διότι, ανεξάρτητα απ’ τη γλώσσα που μιλάμε ή την ιδιοσυγκρασία που μας διακρίνει, ο αγώνας εξακολουθεί να εναντιώνεται στις δομές της εξουσίας, στις αξίες της Αρχής και στις λογικές της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας, αδελφοποιώντας μας μ’ αυτόν τον τρόπο με όλα και καθένα απ’ τα μαχόμενα άτομα που όπως κι εμείς παλεύουν για τον ίδιο σκοπό, τη λευτεριά. Τάσσομαι συνειδητά στο διεθνιστικό αγώνα, μιας και γνωρίζω από πρώτο χέρι τα άριστά του αποτελέσματα, γι’ αυτό και δράττομαι της ευκαιρίας να σμίξω με την πρόταση των συντρόφων στην Ελλάδα, ασπαζόμενος την πρωτοβουλία της ΑΑΟ/ΔΕΜ (FAI/FRI) ως ένα εγχείρημα που επικαλείται τα ίδια κριτήρια μ’ εμένα, προσδοκώντας αυτό το ανακοινωθέν να σταθεί ως γνήσια και πραγματική συμβολή, πάνω απ’ όλα για τα συντρόφια που βιώνουν καταστάσεις παρόμοιες με τη δική μου και/ή τα συντρόφια εκείνα που σε κάποιο μέλλον, μη σώσει κι έρθει, θα χρειαστεί να περάσουν από ’δώ που είμαι.
Αν μου ’λαχε να κάνω έναν απολογισμό για όλο αυτό, ένα χρόνο μετά την έκρηξη που παραλίγο να μου κοστίσει τη ζωή, τ’ αποτέλεσμά μου είναι θετικό, πολύ θετικό, και δε θ’ αρνηθώ ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί υπήρξαν μέρες σκούρες σαν τον πυθμένα της θάλασσας, όταν τα πάντα γκρεμίζονταν γύρω μου, η ζωή μου έτσι όπως την είχα χτίσει πήγε στα τσακίδια, κι όμως αυτό με βοήθησε, παρά τον πόνο που επέφερε, να καταλάβω ότι δεν είχα στήσει όλο μου το οικοδόμημα με τρόπο αρκετά στέρεο ώστε ν’ αντέξει την πράξη του λόγου μου, αφού συγγενείς, φιλαράκια, συντρόφια και ταίρια αποτραβήχτηκαν απ’ το πλευρό μου, εννοώντας εδώ έναν τρόπο πολύ πιο βαθύ απ’ ό,τι σωματικά, βλέποντάς με σ’ αυτή την κατάσταση, όπου πολλοί σκέφτηκαν κάλλιο να βυθιστώ μόνος μου προτού συμπαρασύρω κι άλλους μαζί μου, θαρρώντας πως δε θα σταθώ ποτέ στα πόδια μου· αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που με απαξίωσαν –γιατί μες στη μικρότητά τους σκέφτηκαν πως ούτε οι ίδιοι δε θα ’ταν ικανοί να τη γλιτώσουν από μια πτώση σαν τη δική μου– δεν είναι σήμερα στο πλευρό μου, είναι μόνο λόγω της μετριότητάς τους, επειδή, να το ξέρετε, στοργή για να τους συγχωρήσω δε μου ’λειψε· ούτως ή άλλως, κανείς μας δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Μα έτσι όπως συνέβη στην αγένεια των λόγων μου και της ζωής, δεν έλειψαν κι οι χειρονομίες αγάπης και απόλυτης αφοσίωσης, που μου επέτρεψαν να καταλάβω ότι παρ’ όλα αυτά θα ήταν εκεί, μαζί μου, στα καλά και στ’ άσχημα, μέχρι τέλους, επαναβεβαιώνοντας τους δεσμούς που είχαν ήδη υφανθεί, ίσως μόνο με καχύποπτες ματιές συντροφικότητας, με μια περιστασιακή συνομιλία κάνοντας το γύρο του τετραγώνου, με το να μοιραστούμε ένα κολατσιό ή ν’ ασκήσουμε κριτική αδελφικά ο ένας στο άλλον στο παγκάκι μιας πλατείας.
Η εξουσία με ήθελε ξεγραμμένο απ’ τον αγώνα, ήθελαν να με παγιδεύσουν αιώνια στην 1η Ιούνη 2011, κι ακόμη μέχρι σήμερα το επιχειρούν, αρκεί να παρατηρήσει κανείς για τι πράγμα είμαι γνωστός ή πού βρίσκομαι, αλλά για μένα τίποτα δεν έχει λήξει, συνέχισα, σηκώθηκα, έβγαλα τα νύχια μου ξανά κι εξακολούθησα ν’ αγωνίζομαι, να αντιμετωπίζω τον εχθρό αδιάκοπα, όπως τότε, στις καλύτερες μέρες μου, γιατί δεν είμαι ένας πολεμιστής που θα πρέπει να θυμάστε με νοσταλγία, είμαι ένας ακόμη σύντροφος, ένας ακόμη απ’ την αγέλη, μόνο που βρίσκομαι στα σωθικά του θεριού της φυλακής, το μόνο που με διαφοροποιεί με τα συντρόφια στο δρόμο είναι το σκηνικό που αντιμετωπίζουμε, αλλά, αν εσείς είστε σε θέση να διακινδυνεύσετε την ελευθερία σας κι ακόμη και τη ζωή σας στον αγώνα που μας αδελφώνει, γιατί θα ’πρεπε για μένα να ’ναι αλλιώτικα; Ένα χρόνο μετά την αποτυχημένη επίθεση στο υποκατάστημα της τράπεζας Santander, σηκώθηκα με αγριότητα, νίκησα, αν και με καθίζουν στο εδώλιο των κατηγορουμένων, γιατί έμαθα να παίρνω τα ηνία της ζωής μου στα χέρια μου, θριάμβευσα μπροστά στην εμπορευματοποιημένη ζωή που θέλουν να μας επιβάλουν και μπροστά στο θάνατο που θέλουν να μας πλασάρουν ως μόνη διέξοδο, αλλά αυτή η νίκη δεν είναι μόνο δική μου, τι αλαζονεία θα ’ταν εκ μέρους μου να το νομίζω αυτό, γιατί αν δεν ήταν τα γενναία συντρόφια που τόλμησαν να μου δώσουν την ενθάρρυνση και στοργή τους, να είστε σίγουροι/-ες, σήμερα δε θα σας έγραφα αυτές τις γραμμές, γι’ αυτό εμείς, οι μαχόμενοι του νέου αντάρτικου πόλης, είμαστε η ήττα τους. Σε όλα αυτά τα όμορφα άτομα που καταλαβαίνουν ότι ο κοινωνικός πόλεμος είναι κάτι πολύ περισσότερο από βόμβες, σφαίρες και βενζίνα, και ξέρουν ότι η αλληλεγγύη είναι κάτι περισσότερο από ένα χόμπι για να περνά κανείς τον περίσσιο χρόνο του, σε όλα τα συντρόφια που δεν μπορούν να κοιμηθούν ήσυχα ξέροντας ότι κάποιος δικός τους υποφέρει, σ’ αυτούς κι αυτές που αν δεν έχουν χρόνο διαθέσιμο τον βρίσκουν, φεύγοντας απ’ τη δουλειά ή τα μαθήματα, επειδή ξέρουν ότι απ’ αυτούς κι αυτές εξαρτάται το να κρατηθεί ψηλά το ηθικό ενός συντρόφου, σε όλα τα συντρόφια που αναλαμβάνουν τη συναρπαστική και ενθουσιώδη περιπέτεια προς την κατάκτηση της λευτεριάς, στα συντρόφια της ΑΑΟ/ΔΕΜ, στον αγαπημένο μου φίλο Ρέυχαρτ Ρουμπαγιάν (Ητ), που με τις ευγενικές του χειρονομίες μού έδωσε δύναμη όταν ήμουν ράκος, σε όλους κι όλες που απαλλάχθηκαν των κατηγοριών της στημένης «υπόθεσης βόμβες», που η ελευθερία τους μου χάρισε ένα χαμόγελο ενώ είχε φανεί ότι μαινόταν θύελλα, στα συντρόφια της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς, που με την αξιοπρέπειά τους με παρακινούν να συνεχίσω ν’ αγωνίζομαι, στον Γκαμπριέλ Πόμπο ντα Σίλβα, στον Μάρκο Καμένις και σ’ όλα τα συντρόφια μας που έχουν υποστεί έρευνες και συλλήψεις κατά την κατασταλτική επιχείρηση που εξαπέλυσαν ενάντια στο αναρχικό κίνημα στην Ιταλία, στον Μάουρι, που με δίδαξε ότι ένας λύκος μαγκώνει το σαγόνι ακόμη και μετά θάνατον, στις αυτόνομες συλλογικότητες που επιτίθενται μ’ αποφασιστικότητα, στα φυγόδικα, εξόριστα κι αιχμάλωτα συντρόφια, στους θαρραλέους αλληλέγγυους, στις εξεγερμένες συνειδήσεις, σε όλους κι όλες εσάς αφιερώνω τούτες τις γραμμές, σας στέλνω μια ολόθερμη αγκαλιά και σας οφείλω την προσπάθεια να παραμείνω ζωντανός, γιατί πρέπει να το ξέρετε, ήσασταν οξυγόνο όταν μου ’χε κοπεί η ανάσα.
Γιατί όταν φωνάξατε «δύναμη, σύντροφε» ένιωσα πιο δυνατός από ποτέ!
Γιατί δε μας σταματάνε ούτε οι φυλακές, ούτε η αγωνία, ούτε ο θάνατος!
Ζήτω το Διεθνές Επαναστατικό Μέτωπο!
Ζήτω η Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία!
Θάνατος στο κράτος! Ο αγώνας συνεχίζεται!
Μέχρι τη νίκη, πάντοτε!
Luciano Pitronello Sch.
– Εξεγερσιακός Πολιτικός Κρατούμενος.
στα ισπανικά / βλ. και negratortuguitalakalle, σελίδα υποστήριξης στον Τορτούγα/«Χελώνα»
Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από τον Αναρχικό Μαύρο Σταυρό του Μπουένος Άιρες/Cruz Negra Anarquista de Bs As (Αργεντινή).
No Comments “Σαντιάγο, Χιλή: Δεύτερη επιστολή του Λουσιάνο Πιτρονέγιο (Τορτούγα) απ’ τον εγκλεισμό”
ENGLISH: http://waronsociety.noblogs.org/?p=5219
ITALIANO: http://parolearmate.noblogs.org/2012/07/01/es-it-en-lettera-di-luciano-pitronello