Αργεντινή: Η αναξιοπρέπεια των κανονικών

Ενώ σε διάφορα σημεία του πλανήτη μια αναδυόμενη μαχητικότητα αρχίζει να παίρνει υπόσταση, εκδηλώνεται και οργανώνεται, στην αργεντίνικη επικράτεια το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει σ’ ένα είδος μπουρμπουλήθρας. Εδώ αρκεί μονάχα να μιλήσει κανείς ανοιχτά εναντίον της κυβέρνησης Κίρσνερ για να τον καταχωρίσουν στη μία πλευρά ή στην αντίπαλη, αν τυχόν καταφερθεί εναντίον των πολυεθνικών. Έτσι είναι· αν και κανείς ποτέ δεν ξέρει με σιγουριά από τι ακριβώς ορίζεται η μια πλευρά ή η άλλη, πάντως φαίνεται να υπάρχουν δυο πλευρές…

Το τελευταίο διάστημα η πολιτική ξεγυμνώνεται με μεγαλύτερη ευκολία ως ένα απλό ζήτημα ταυτότητας. Σε απάντηση στο διευρυμένο αντικιρσνερικό φάσμα που καλούσε σε διαδήλωση με το σλόγκαν «Στις 8 Νοέμβρη: Εγώ θα πάω», τα κάθε λογής κυβερνητικά στελέχη αντέταξαν το σύνθημα «Στις 8 Νοέμβρη: Εγώ δε θα πάω».

Από πότε όμως έγινε σημαντικό ν’ ανακοινώνει κάποιος πως δεν πρόκειται να συμμετάσχει σ’ ένα κάλεσμα; Ίσως από τότε που εντάθηκε ο εθισμός στο φέισμπουκ και στις μανιέρες του, ή από τότε που το πολιτικό άρχισε να εκδηλώνεται στην αθλιότερη έκφανσή του: αποδίδοντας σε καθέναν από μία ταυτότητα, την αίσθηση του ανήκειν σε μία ομαδοποίηση ή σ’ έναν τομέα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, τα επιχειρήματα καταλήγουν να ’ναι απλό τσοντάρισμα, που το μόνο που κάνουν είναι να μπαλώνουν την ήδη ειλημμένη απόφαση ως προς την επιλογή ένταξης σε μία πλευρά, η οποία δεν επιλέγεται απαραίτητα στη βάση της εγκυρότητας ή της ανακρίβειας των επιχειρημάτων. Γιατί τα επιχειρήματα αυτά μπορούν να εξυπηρετούν τόσο για το ένα πράγμα όσο και για το άλλο, μιας και δε μετράει το να έχεις δίκιο, αλλά το να επιβάλλεις το δικό σου δίκιο. «Δικό σου» που λέει ο λόγος, γιατί αυτά τα δίκια δεν είναι τίποτ’ άλλο από τα δίκια της τάδε ή δείνα όψης της μπουρζουαζίας.

Αυτά τα «επιχειρήματα», που παρουσιάζονται ως το επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, δεν είναι τίποτα παραπάνω απ’ το ασήμαντο συμπλήρωμα μιας ταυτότητας που, όταν δεν καταναλώνει θρησκεία ή μπάλα, καταναλώνει πολιτική. Η κουβέντα μες στο σπίτι έχει πάρει την ίδια τηλεοπτική δυναμική που την έχει θηλάσει: τη μορφή ειδήσεων, ψευτο-έρευνας ή αρχειακού προγράμματος. Οι γείτονες, οι συγγενείς, οι συνάδελφοι ή οι κυβερνοναύτες συζητούν λες και παίρνουν μέρος σε τηλεοπτικό πάνελ, χωρίς να διακυβεύεται τίποτα πέραν των εκφρασμένων απόψεων, κι ενόσω η καθημερινή ζωή συνεχίζει απαράλλακτη…

Χωρίς τον καταιγισμό των μέσων μαζικής επικοινωνίας, που βγάζουν στο προσκήνιο το σαματά, αυτός θα ήταν άλλος ένας απ’ τους τόσους διαπληκτισμούς μεταξύ μπουρζουάδων, από κείνους τους καβγάδες που επιλύονται σε γραφεία πίσω από κλειστές πόρτες ή μέσω τραπεζικών λογαριασμών. Όμως, και οι δυο πλευρές έχουν στοιχηματίσει στην «πίεση της κοινής γνώμης», δηλαδή στο τσουβάλιασμα όσων κατοικούν στην Αργεντινή υπό την ιδιότητα του πολίτη, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, μέσα στην παραζάλη δύο επιλογών καταπίεσης και εκμετάλλευσης.

Εξ ου και η βαρύτητα της 7ης Δεκέμβρη (7D) ή του «νόμου περί μέσων μαζικής ενημέρωσης». Ακόμη κι από μέσους διανοουμένους –της μιας ή της άλλης μπάντας– εκφράστηκε η γνώμη πως το «χαζοκούτι», που τόσο έχει επικριθεί, θα μπορούσε ν’ αρχίσει να μεταδίδει κάτι άλλο εκτός από ένα σωρό χαζομάρες, μα αυτό εξαρτάται, λέει, απ’ τον ιδιοκτήτη του μέσου.

Η σημασία που δίνεται στην 7η Δεκέμβρη, πέρα απ’ το ασαφές αποτέλεσμα της όλης διαμάχης, οφείλεται στη χρησιμότητα του νόμου για την περαιτέρω θωράκιση των διαφόρων θέσεων, και κυρίως της ιδέας ότι δεν μπορεί κανείς να παραμένει αμέτοχος στη «συζήτηση». Ακριβώς όπως γίνεται λόγος για την υπεράσπιση του δικαιώματος της ψήφου, παρ’ ότι «όλοι τα ίδια σκατά είναι», έτσι γίνεται λόγος και για την υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης, έστω και χωρίς να υπάρχει τίποτα καινούργιο που να εκφράζεται, πόσω μάλλον η ιδέα της δημιουργίας δικών μας «μέσων» για να το πράξουμε. Όπως όλες οι δημοκρατικές ελευθερίες, έτσι και η ελευθερία της έκφρασης ελέγχεται από το κράτος και καθορίζεται από το Κεφαλαίο. Αν το ζητούμενο είναι ν’ ασκηθεί ριζοσπαστική κριτική στην καθεστηκυία τάξη, δεν προβλέπεται να εμπιστευτούμε καμιά νομοθεσία για να το κάνουμε, ούτε και «να χρησιμοποιήσουμε τα μέσα του εχθρού για να κάνουμε τη φωνή μας ν’ ακουστεί», τακτική που ουδέποτε έφερε καλά αποτελέσματα.

Κάθε μέρα πολιτικοποιούμαστε όλο και περισσότερο, αλλά με τη χειρότερη σημασία του όρου, γινόμαστε δηλαδή όλο και περισσότερο πολίτες, όλο και πιο θεσμικοποιημένοι. Το σύνθημα ξεσηκωμού «Να φύγουν όλοι» του 2001 έχει γελοιοποιηθεί ως παιδαριώδες, ως κρετίνικο, ως παράδειγμα του «πόσο άσχημα ήμασταν πριν και πόσο καλά είμαστε τώρα», σύμφωνα πάντα με τους καθεστωτικούς που συσπειρώνονται γύρω απ’ την κυβέρνηση. Κι όποτε η αντιπολίτευση ανασύρει τη θύμηση του 2001, το κάνει κατασκευάζοντας το μύθο του ένδοξου αργεντίνικου λαού που ανέτρεψε μία κυβέρνηση. Οι κατσαρόλες λοιπόν απομονώνονται απ’ το πλαίσιο των συνελεύσεων, των πικετοφοριών και της οργάνωσης, στερούμενες του περιεχομένου τους, της δυνητικότητας του συνθήματος «να φύγουν όλοι».

Έτσι, δυο βδομάδες μετά την 7η Δεκέμβρη, και πριν το τέλος του έτους 2012, ξεσπάνε πλιάτσικα σε διάφορα μέρη της χώρας, φέρνοντας μαζί τους το φάντασμα του 2001. Η ημερομηνία που συμπίπτει υπονοεί ομοιότητες, αλλά δεν συνεισφέρει τίποτε στην κατανόηση των γεγονότων.

Ακούγονται τα συνηθισμένα, ότι τα πλιάτσικα ήταν οργανωμένα, ότι είναι έργο προβοκατόρων, και γι’ άλλη μια φορά κυβέρνηση και αντιπολίτευση –αυτήν τη φορά ενδεδυμένη το συνδικαλιστικό μανδύα– ανταλλάσσουν μύδρους. Λένε ό,τι μπορούν, λένε πολλά, αλλά κρύβουν, εσκεμμένα ή όχι, το πιο σημαντικό· δε λένε τα πράγματα με τ’ όνομά τους: καπιταλισμός. Πράγμα που σημαίνει, προπαντός σ’ αυτά τα μέρη, πολιτικάντηδες και μαζί απόγνωση, πείνα, μα επίσης ματαίωση μπροστά στις ανάγκες που επιβάλλει η κυρίαρχη κουλτούρα, μια διεφθαρμένη αστυνομία όπως κι ένα κάρο νομικές αυθαιρεσίες.

Οι καπιταλιστικές αντιφάσεις εκρήγνυνται, και κανείς δεν προτίθεται ν’ αναλάβει την ευθύνη. Εκείνοι που ζουν απ’ τα προϊόντα που εμείς παράγουμε, τα οποία στη συνέχεια μας πλασάρουν λέγοντάς μας πως θα είμαστε δυστυχείς αν δεν τ’ αποκτήσουμε, είναι οι ίδιοι που φρικιάζουν όταν οι φτωχοί τα κλέβουν.

Ο σάλος, με τον πασαέναν να θέλει να πει τη γνώμη του «όπως κάνουν στην τηλεόραση», δεν αφήνει καν το περιθώριο να σκεφτεί κανείς ξεκάθαρα αυτό που συνέβη, ότι δηλαδή αυτό το κύμα λεηλασιών άφησε πίσω νεκρούς, μιας και για το κυρίαρχο σύστημα η ανθρώπινη ζωή αξίζει λιγότερο από μια οθόνη LCD, ένα καφάσι με κρασιά ή ένα πακέτο μακαρόνια – όταν δε θα ’πρεπε να αξίζει ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, αφού μια ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί ποτέ να συγκριθεί μ’ ένα αντικείμενο.

Ενδεχομένως, το όλο πλιάτσικο δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια πράξη απελπισίας εξαιτίας των υλικών συνθηκών διαβίωσης ενόσω πλησίαζαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά, μέρες όπου η γενικευμένη τρέλα και αποξένωση αυξάνονται ανάλογα με το διαφημιστικό βομβαρδισμό, τη θερμοκρασία, τα λεφτά που δε φτάνουν, και τη βεβαιότητα ότι πέρασε άλλος ένας χρόνος υποτέλειας στη ρουτίνα της εργασίας ή στην περιθωριοποίηση.

Αυτό που πράγματι είπε το πλιάτσικο είναι ότι, παρά τα δέκα χρόνια που κρατά το τσίρκο προόδου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι δομές της εκμετάλλευσης παραμένουν άθικτες. Το πλιάτσικο έφερε εκ νέου στο προσκήνιο όσους κι όσες στ’ αλήθεια υποφέρουν, εκμηδενίζοντας τον πληκτικό μπουρζουάδικο διαπληκτισμό μεταξύ «υπερμάχων και πολεμίων του κιρσνερισμού». Υπάρχει φτώχεια, υπάρχει συνωστισμός, υπάρχουν ντρόγκες, κι άρρηκτα συνδεδεμένη με όλα αυτά είναι μια κοινωνική αποσάθρωση, όπου το ίδιο κάνει αν κλέψεις τον επιχειρηματία του σουπερμάρκετ και τον ίδιο σου το γείτονα, τον εκμεταλλευτή και τον εκμεταλλευόμενο. Μα αυτό δε θα πρέπει να μας κάνει να πάρουμε μέρος στο χορό των αγανακτισμένων, που ξέρουν να ωρύονται ως τους ουρανούς γι’ αυτά τα φαινόμενα που συμβαίνουν λίγες φορές το χρόνο, αλλά το βουλώνουν όλους τους υπόλοιπους μήνες μπροστά στη λεηλασία του πλανήτη, το βουλώνουν όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου μπροστά στη λεηλασία της ίδιας μας της ζωής.

Φαίνεται εύκολο να ιδωθούν οι πλιατσικολόγοι σαν αποδιοπομπαίοι τράγοι αυτής της παρακμιακής κοινωνίας. Κι ακούγεται πάντοτε το ίδιο «επιχείρημα»: αν πεινούσαν δε θα έκλεβαν μια τηλεόραση. Μήπως αυτοί που διατυπώνουν τη φτηνή αυτήν κριτική δουλεύουν μόνο για ν’ αγοράσουν ψωμί και ζυμαρικά; Αν θέλουμε να ’μαστε ακριβοδίκαιοι, αυτοί που αγοράζουν μια τηλεόραση κι αυτοί που την κλέβουν διατρέχουν και οι δυο κίνδυνο για την υγεία και τη ζωή τους, αν όχι από τις γοργές σφαίρες των μπάτσων, τότε απ’ την αργή φθορά που η ρουτίνα χαράζει στο σώμα τους, κι αφού λίγο τους νοιάζει αν την τηλεόραση τη συναρμολόγησε ένας εργάτης με κοινωνική ασφάλιση ή ένας αλυσοδεμένος ανήλικος, θα συνεχίσουν να βλέπουν τους ίδιους 11 ηλιθίους να τρέχουν πίσω από μια μπάλα, θα συνεχίσουν να χαζεύουν τα ίδια πλαστικά βυζιά… άρα το σπάσιμο μιας βιτρίνας για απαλλοτρίωση ή το άνοιγμα ενός πορτοφολιού για πληρωμή παύουν να διαφέρουν και πολύ, κι είναι πλέον μια λεπτομέρεια.

Η «αγανάκτηση», η «φρίκη» ανακύπτουν όταν έχει κανείς εμποτιστεί με την αστική ηθική της θυσίας, παντιέρα την οποία ανεμίζουν μέχρι εμετού όσοι δεν κουράζονται να μιλάνε για κείνους τους «αλιτήριους» –επί λέξει «σκατομαύρους» [negros de mierda]– ενώ ταυτόχρονα ξερογλείφονται ν’ αγοράσουν καμιά κλεμμένη τηλεόραση σε τιμή ευκαιρίας από την πιο κοντινή παραγκούπολη.

Εκείνοι που αγανακτούν μ’ αυτά τα γεγονότα, κι όχι από τις πραγματικές καθημερινές αδικίες, μισούν εκ προοιμίου τους φτωχούς. Και πάλι τα «επιχειρήματα» λειτουργούν ως τσοντάρισμα για να μπαλωθεί η επιλεγόμενη ταυτότητα, που τόσο πολύ βολεύει τους ισχυρούς.

Στην περίπτωση του Μπαριλότσε, η κοινωνία είναι κυριολεκτικά διαιρεμένη: ανάμεσα στην πλούσια, τουριστική, ελβετικού προφίλ συνοικία του Μπάχο Μπαριλότσε, και στην παραγκούπολη του Άλτο, γειτονιά των βιγιέρος, των εργατών, των Μαπούτσε, των Βολιβιάνων και των «τσιλότε».

Πριν από δυο χρόνια –με αφορμή την εν ψυχρώ δολοφονία του 15χρονου Ντιέγο Μποννεφόι [Diego Bonnefoi] από μπάτσους τον Ιούνιο του 2010– «οι μαύροι» του Άλτο κατέβηκαν στο δρόμο, και η αστυνομία απάντησε καθαρίζοντας δύο ακόμη άτομα, γαστρονομικούς σκλάβους των πολυτελών ξενοδοχείων του Μπάχο Μπαριλότσε.

Τώρα «οι ορδές των βαρβάρων», που ζουν σε παράγκες υπομένοντας θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν χωρίς θέρμανση, ξανακατέβηκαν στο δρόμο, για να κατηγορηθούν αυτήν τη φορά από τον Μιγκέλ Πιτσέττο, γερουσιαστή της επαρχίας του Ρίο Νέγρο με το περονικό κόμμα του Μετώπου για τη Νίκη (FpV), ως «σκληροπυρηνικές ομάδες με αναρχικές θέσεις, προερχόμενες από την άκρα αριστερά, που διακρίνονται από παραβατικά χαρακτηριστικά». Στο μεταξύ, στο Μπουένος Άιρες ο Σέρχιο Μπέρνι, υφυπουργός Ασφαλείας, δήλωνε ότι «υπάρχουν κάποιοι που αποζητούν το χάος και το αιματοκύλισμα της Αργεντινής σε αυτές τις γιορτές». Το καθεστώς, που παίζει συνέχεια την κασέτα ότι τάχα δεν καταστέλλει τις διαμαρτυρίες, δεν άργησε να στείλει 400 μπάτσους για να ψεκάσουν χημικά και να ανοίξουν πυρ. Τι ρητορική κωλοτούμπα να έκαναν λοιπόν στο πάνελ του «6, 7, 8»;

Ξεχωριστής μνείας χρήζουν οι πιθανές λύσεις που ακούστηκαν ανάμεσα σε αυτόν τον ωκεανό απόψεων, περιορίζοντας το πρόβλημα σε απλό ζήτημα κακής διαχείρισης, «σφάλμα των κιρσνερικών», «σφάλμα των σοσιαλιστών». Μ’ άλλα λόγια γίνονται εκκλήσεις για «εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας», λες κι αυτό εδώ δεν είναι δημοκρατία, λες κι η δημοκρατία από μόνη της δε συνιστά μια εγκληματική τάξη πραγμάτων. Ύστερα, παίζουν κι οι διάφοροι ευφημισμοί· πρέπει, λέει, να πειθαρχηθούν οι φτωχοί, και σ’ αυτό συμφωνούν τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά: με σχολική εκπαίδευση φυλακίσια κι ελάχιστα ανθρωπινή, με ανταγωνιστικό αθλητισμό, με τέχνη αλλοτριωμένη απ’ τη δημιουργικότητα. Δε σταματάνε να μιλάνε για τους φτωχούς, αλλά το μόνο που θέλουν είναι να τους έχουν κανονικοποιημένους, σε τάξη, συμμορφωμένους προς το δημοκρατικό καθήκον, με το στόμα βουλωμένο. Να μπει ο καθένας στη θέση του: όσοι έχουν αγοραστική δύναμη να πληρώνουν σε μετρητά ή με δόσεις, και οι φτωχοί μακριά, για να τους θυμίζουν από απόσταση ότι πάντοτε τα πράγματα θα μπορούσαν και να ’ναι και χειρότερα.

Αγανάκτηση είναι να πρέπει να δουλεύεις κάθε μέρα για το Κεφάλαιο, ή να ψάχνεις για δουλειά, ή να ζητιανεύεις. Αγανάκτηση θα έπρεπε να προκαλεί η κανονικότητα, οι δολοφονημένοι και φυλακισμένοι απ’ το σύστημα της ιδιωτικής περιουσίας. Το «πρόβλημα του πλιάτσικου» είναι ότι ακόμα δε συνέβη το μεγάλο πλιάτσικο της ανάκτησης της ζωής μας.

πηγή

Σημειώσεις της μετάφρασης

• Σύμφωνα με τελευταίες ενημερώσεις, όλα τα άτομα που είχαν συλληφθεί για το πλιάτσικο του Δεκέμβρη του 2012, καθώς και συλληφθέντες αλληλέγγυοι (ανάμεσά τους και τρεις αναρχικοί σύντροφοι), έχουν πλέον απελευθερωθεί.

• Με το «νόμο περί μέσων» θεσπίστηκαν το 2009 κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν τη λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων στην Αργεντινή. Μερικά άρθρα του ορίζουν ότι οι όμιλοι μέσων επικοινωνίας (όπως ο όμιλος Clarín, μεταξύ άλλων) υποχρεούνται να εκχωρήσουν κάποιους τίτλους ιδιοκτησίας τους, ή τέλος πάντων απαγορεύεται να είναι κάτοχοι πληθώρας αδειών για ραδιόφωνα, κανάλια, εταιρείες οπτικοακουστικών μέσων κ.ο.κ. Αφότου ψηφίστηκε ο νόμος, οι ιδιοκτήτες μέσων επικοινωνίας άρχισαν να εκποιούν τα ραδιόφωνα, τα κανάλια τους κ.λπ., εκτός από τον όμιλο Clarín, που δεν αποδέχτηκε την εφαρμογή του νόμου και κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα εναντίον της κυβέρνησης. Το ανώτατο δικαστήριο αποφάνθηκε κάποια στιγμή επί της διαμάχης, ορίζοντας την 7η Δεκέμβρη 2012 ως τη μέρα κατά την οποία το αρμόδιο ομοσπονδιακό εφετείο αστικού και εμπορικού δικαίου καλούνταν να αποφανθεί υπέρ ή κατά της προσφυγής αυτής. Το εφετείο ανέβαλε ωστόσο την έκδοση απόφασης, διαιωνίζοντας έτσι το κλίμα έντασης μεταξύ κυβέρνησης και μιντιακών πολυεθνικών. Ο εν λόγω νόμος ουσιαστικά προέκυψε ως απάντηση της κυβέρνησης στην έντονη κριτική που ασκούσαν τα ΜΜΕ, ως επί το πλείστον της αντιπολίτευσης, και η όλη διαμάχη ξέσπασε όταν η Κίρσνερ ξεκίνησε να παραποιεί τα επίσημα οικονομικά στοιχεία της αντίστοιχης εθνικής στατιστικής υπηρεσίας (INDEC).

• Βιγιέρο [villero]: Απαξιωτικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει αυτόν που μένει σε υποβαθμισμένη κακόφημη γειτονιά.

• Τσιλότε [chilote]: Ρατσιστικός όρος που χρησιμοποιείται κατά των πληθυσμών χιλιανής καταγωγής που ζουν στην Αργεντινή. Ο όρος προέρχεται από την ονομασία των κατοίκων στα νησιά του αρχιπελάγους του Τσιλοέ, κατά μήκος των χιλιανών ακτών.

• «6, 7, 8»: Πολιτική εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης, πρόγραμμα το οποίο λάνσαρε το 2009 η κυβέρνηση της Αργεντινής με σκοπό να αρθρώνει τις επιθέσεις της εναντίον άλλων ΜΜΕ περί διαστρέβλωσης επίκαιρων γεγονότων και να προπαγανδίζει τη δημοσιογραφική δεοντολογία.