Τούτο τ’ απομεσήμερο δικάσανε κοριτσάκια στο Μιλάνο.
Και δεν ήτανε καμιά θλιβερά δίκη –ερήμην, βεβαίως– ενός παιδιού που πιάστηκε μ’ ένα δύσκαμπτο δικαστή πάνω σε κάποιο έδρανο.
Παρακολούθησα την ανάκριση καταπώς εκτυλίχθηκε.
Αφορούσε μιαν αναρχική διαδήλωση όπου, ανάμεσα σε μάχιμους άνδρες και σκληραγωγημένες γυναίκες, συνελήφθησαν δυο νεαρά κορίτσια ηλικίας δεκατεσσάρων και δεκαπέντε ετών.
Η μελαχρινή Μαρία είχε μια παράξενη γοητεία, με τον αποφασιστικό της αέρα που θύμιζε εκείνον ενός κατεργάρικου αγοριού, με τα κοντά σγουρά της μαλλιά και τη σκουρόχρωμη φλογερή θωριά. Είχε έναν τρόπο να κοιτάει τους κυρίους του δικαστηρίου μ’ ένα είδος σιωπηρής, απροσδιόριστης αυθάδειας – που λειτουργούσε καλύτερα απ’ ό,τι να τους έριχνε ένα παπούτσι στα μούτρα.
Κι όταν άνοιγε το στόμα της να μιλήσει, δεν το ’κανε καθόλου με ύφος που θα προκαλούσε χαμογέλια. Οι κοφτές της φράσεις είχανε νόημα και επιτείνονταν με σίγουρες χειρονομίες.
«Πώς μπορείς να μιλάς για αναρχία;» μουρμούρισε ο δικαστής. «Αφού δεν ξέρεις καν τι είναι».
«Και εσείς την έχετε σπουδάξει την αναρχία από κοντά; Ώστε λοιπόν υπάρχει. Θα μου μάθετε τι σόι πράγμα είναι;»
Όχι, μικρούλα, δε θα σου μάθουνε τίποτα! Η εξέγερση είναι ενστικτώδης. Και συχνά πυκνά η θεωρία είναι παιδαριώδης. Ξέρεις τα πάντα αν αισθάνεσαι πόσο μιαρό είναι να ζει κανείς τούτη την κτηνώδη ζωή.
Η Ερνέστα Κουαρτιρόλα, ένα χρόνο μικρότερη, διαθέτει εξίσου χαρακτηριστική ομορφιά. Το εκκολαπτόμενο κάλλος της είναι σοβαρό, αινιγματικό. Και θα μπορούσε ν’ αποτελεί περήφανο άγαλμα του μέλλοντος, σημασιοδοτώντας… ποιος ξέρει τι.
Η σιωπή της είναι υπεροπτική. Κάνει το πράγμα να φαίνεται σαν να μην έχει ουδεμία σχέση με αυτήν. Α ναι, α όχι, ένα ανασήκωμα των ώμων, και αυτό είναι όλο.
Όμως η μελαχρινή Μαρία, η Μαρία Ρόντα, με την ανυπότακτη στάση, δεν επιτρέπει στους μάρτυρες κατηγορίας που παρελαύνουν να εξακολουθήσουν να πηγαινόρχονται απρόσκοπτα. Οι αποκρίσεις της υποδεικνύουν τις παύσεις. Εξαπολύει αλυσιδωτές προσβολές για τους επαίσχυντους πληροφοριοδότες και τους επαγγελματίες καταδότες.
Επιφυλάσσει μιαν αποστομωτική απάντηση για καθέναν από δαύτους. Έναν αντίλογο που αφήνει το στίγμα του.
Ένας καλοδιαβασμένος πράκτωρ της Δημοσίας Ασφαλείας απαγγέλλει το ποίημά του εις βάρος της. Η δεσποινίς Ρόντα ενθάρρυνε τους διαδηλωτές να επιτεθούν αιφνιδιαστικώς στην αστυνομία, κι εξακολούθησε να τους παροτρύνει σαν να ’τανε δαιμονισμένη, φώναζε σε άπαντες, πρόσβαλε μάλιστα και τον ταξίαρχο!
«Τι απαντάς σε όλα αυτά;» της έτριξε τα δόντια ο πρόεδρος.
«Οικτίρω αυτόν το φύλακα. Τον λυπάμαι γιατί μετά βίας βγάζει το ψωμί του, γιατί είναι ένας φτωχοδιάβολος. Αλλά μου κάνει εντύπωση που τον βλέπω να καταφέρεται εναντίον άλλων φτωχοδιαβόλων, των αδερφών του… ας τ’ αναλογιστεί αυτό».
Κι ίσως να έριξε μια πρώτη αποκαλυπτική αχτίδα πάνω σ’ αυτό το σκοτεινό πνεύμα, σαν έκανε μια χειρονομία χάριτος απέναντι στον άθλιο που μόλις πρωτύτερα την είχε κατηγορήσει.
Έτσι στάθηκαν στην περίσταση οι αδερφές των συντρόφων μας, αυτές που βρίσκονται σε μία ηλικία όπου άλλες δεν έχουνε καλά καλά σταματήσει να παίζουνε με κούκλες, ή σε κείνη την ηλικία όπου οι κόρες των αστών αρχινούν να χαριεντίζονται σε παιχνίδια έρωτα με μικρούς ξαδέρφους ή κάποιον ωριμότερο φίλο της οικογενείας.
Τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης. Οι άνδρες του δικαστηρίου φάνηκαν γενναιόδωροι. Η Ερνέστα και η Μαρία θα περάσουνε τρεις μήνες στην ειρκτή – και τούτες οι μικρούλες θα πρέπει επίσης να πληρώσουν πρόστιμο στους κυρίους.
Τριακόσια δικά μας φράγκα απαίτησε η έδρα από φτωχά κορίτσια!
Είναι κυνικό, μα έτσι πάει το πράγμα…
Μια στιγμή προτού το δικαστήριο αποσυρθεί ώστε να εξετάσει την καταδικαστική ετυμηγορία, ο άνδρας στα κόκκινα είπε στη Μαρία:
«Έχεις να προσθέσεις κάτι;»
«Τίποτα, μιας και θα ’τανε άσκοπο».
Και αυτή ήταν η τελευταία λέξη. Όχι χαριτωμένη, αλλά μαστιγωτική.
Λέγεται ξανά και ξανά ότι το Μιλάνο είναι ένα μικρό Παρίσι. Οι δικαστές του Μιλάνου τ’ αποδεικνύουν αυτό, τουλάχιστον ως προς ένα σημείο: είναι το ίδιο αποκρουστικοί με τους παρισινούς ομότιμούς τους.
Κι ούτως ή άλλως, το δικαστικό σώμα δεν είναι παντού το ίδιο; Δηλαδή, θα μπορούσαν να είναι αλλιώτικα τα πράγματα;
Και αυτός είναι ίσως κι ο λόγος που σε ακολουθεί η θύμηση της πατρίδας όπου κι αν πας. Εφορμά σαν ναυτία καταπάνω σου σαν δεις την αχρειότητα του δικαστή.
No Comments “Zo d’Axa [1864-1930], Μικρά κορίτσια”