Και πρώτα απ’ όλα σεις, κορμί μου και μυαλό, κάντε μια προσπάθεια να μη σταυρώνετε τα χέρια σε στάση θεατή, μιας κι η ζωή δεν είναι θέαμα, και μια θάλασσα καημού δεν είναι δα σκηνή, κι ένα ανθρώπινο ον που κραυγάζει δεν είναι χορός αρκούδας…
Λόγια;
Ω ναι, λόγια!
Λόγε – σε καταριέμαι, απογευματινή πνοή.
Τ’ όνομά σου συνώνυμο της τάξης;
Για μένα είναι το επακόλουθο του βούρδουλα.
Κάλλος, έκκληση της πέτρας σε ονοματίζω.
Όμως – αχ! Όχι το βραχνό λαθραίο του γέλωτά μου.
Α, ο θησαυρός μου από νιτρική ποτάσα!
Αφού σας μισούμε,
εσάς και το λόγο σας,
θ’ απευθυνθούμε στην πρόωρη άνοια
στη φλεγόμενη παράνοια
του πείσμονα κανιβαλισμού…
Τραγουδάμε για τα δηλητηριώδη λούλουδα
που εκρήγνυνται στους ορμητικούς λειμώνες·
οι ουρανοί του έρωτα διαιρεμένοι από λιπώδη
έμβολα·
επιληπτικά πρωινά· ο λευκός
ασπασμός
αβυσσαλέων αμμότοπων, η πτώση
ερειπίων κάτι νύχτες θαμβωμένες
από άγριες οσμές.
Τι μπορώ να κάνω;
Είναι ακόμη χρεία ν’ αρχινήσω.
Ν’ αρχινήσω τι;
Το μόνο πράγμα στον κόσμο που
αξίζει τον κόπο ν’ αρχινήσω:
Το Τέλος αυτού του κολασμένου κόσμου.
– από το 8ο τεύχος του περιοδικού «My Own», 1 Μάη 2013, σελ. 4