«Ο Καζέριο είναι φούρναρης, δεν είναι ρουφιάνος»

Σε ηλικία 21 ετών ο αναρχικός Σάντε Ιερόνιμο Καζέριο [Sante Ieronimo Caserio, 1873-1894] εκτέλεσε τον Μαρί-Φρανσουά-Σαντί Καρνό [Marie-François-Sadi Carnot], πρόεδρο της Τρίτης Δημοκρατίας, στη Γαλλία. Η πράξη είχε τεράστιο διεθνή αντίκτυπο.

Ο Καζέριο είχε γεννηθεί στο λομβαρδικό χωριό Μόττα Βισκόντι από πάμπτωχη καθολική οικογένεια. Ορφάνεψε μικρός από πατέρα, έτσι σε ηλικία δέκα ετών αναγκάστηκε να φύγει για το Μιλάνο προκειμένου να βιοποριστεί. Εκεί τον πήρανε εργάτη σ’ ένα φουρνάρικο.

Έφηβος ακόμα, ήρθε σε επαφή με ανατρεπτικούς κύκλους και κάποια στιγμή ανέπτυξε φιλική σχέση με τον αναρχικό Πιέτρο Γκόρι [Pietro Gori], ο οποίος μεταξύ άλλων σε κείμενά του έχει περιγράψει τον Καζέριο να μοιράζει ψωμί και αναρχικά φυλλάδια, τυπωμένα με δική του δαπάνη, σε ανέργους που έβρισκε έξω απ’ το τοπικό συνδικαλιστικό κέντρο [Camera del Lavoro]. Ο νεαρός αναρχικός έμενε σ’ ένα δώμα που είχε νοικιάσει, και συνήθιζε να σπιτώνει αστέγους συντρόφους τα βράδια, όσο ο ίδιος έβγαζε νυχτοκάματο στο φούρνο.

Συνελήφθη για πρώτη φορά τον Απρίλη του 1892, επειδή είχε διανείμει σε στρατιώτες έναν αντιμιλιταριστικό διάλογο με τίτλο «Giorgio e Silvio». Καταδικάστηκε σ’ εκείνη την περίπτωση, μα αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος. Στα 19 του χρόνια ωστόσο κλήθηκε στο στρατό, κι αμέσως λιποτάκτησε προς την Ελβετία.

Ο Καζέριο διέφυγε αρχικά στο Λουγκάνο, όπου μετείχε και σε μία απεργία τον Αύγουστο του 1893. Στη συνέχεια έμεινε για λίγο στη Λωζάννη και κατόπιν στη Γενεύη, ώσπου ταξίδεψε και πάλι. Ύστερα από μερικές περιπλανήσεις, βγάζοντας ως συνήθως το ψωμί του σε φουρνάρικα, κατέληξε στη γαλλική πόλη της Λυόν.

Στη Γαλλία, ύστερα από μια σειρά βομβιστικών ενεργειών και απόπειρες εκτέλεσης αξιωματούχων από υποστηρικτές της προπαγάνδας της πράξης, το καθεστώς έβαλε σε ισχύ τους «αχρείους νόμους» [lois scélérates], που στην πράξη καταργούσαν την κείμενη νομοθεσία του 1881 περί ελευθερίας του Τύπου. Ήδη απ’ τους πρώτους μήνες του 1894 οι Αρχές εξαπέλυσαν αντι-αναρχικές επιχειρήσεις με επανειλημμένες επιδρομές κι έρευνες σε σπίτια, συλλήψεις, βασανισμούς, δίκες, φυλακίσεις.

Τον Φλεβάρη του 1894, στο Παρίσι, οι δικαστές στείλανε στην γκιλοτίνα τον αναρχικό βομβιστή Ωγκύστ Βαγιάν [Auguste Vaillant], ο οποίος είχε πάρει εκδίκηση για την καρατόμηση του επαναστάτη Ραβασόλ [Ravachol, 1859-1892]. Μόλις λίγες μέρες μετά, ο αναρχικός Εμίλ Ανρύ [Émile Henry] εκδικήθηκε την εκτέλεση του Βαγιάν, πραγματώνοντας βομβιστική επίθεση στο Καφέ Τερμινούς, όπου σύχναζε η μπουρζουαζία, κοντά στο σταθμό του Σαιν-Λαζάρ. Κι αυτός ο σύντροφος θανατώθηκε στη λαιμητόμο, τον Μάη του ίδιου έτους.

Σχεδόν ένα μήνα μετά, ο Σάντε Καζέριο πληροφορήθηκε ότι στην πόλη της Λυόν θα τελούνταν τα εγκαίνια μιας «οικουμενικής έκθεσης» παρουσία του προέδρου της Τρίτης Δημοκρατίας, ο οποίος προγραμμάτιζε να δώσει ομιλία και να διασχίσει τα πλήθη των υπηκόων του με επίσημη συνοδεία. Στις 24 Ιούνη 1894 ο Καζέριο βρέθηκε εκεί ειδικά για την περίσταση: περπάτησε υπό βροχή απ’ την κωμόπολη της Σετ μέχρι τη Λυόν αποφασισμένος να εκδικηθεί το χαμό των Βαγιάν και Ανρύ – στους οποίους ο Σαντί Καρνό είχε αρνηθεί να δώσει προεδρική χάρη. Πράγματι, κατά τις εννιά το βράδυ, κατάφερε να πλησιάσει την προεδρική άμαξα και να μπήξει το στιλέτο του στο στέρνο του Καρνό, ο οποίος υπέκυψε στο τραύμα λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

Δευτερόλεπτα μετά την εκτέλεση, λέγεται πως ο Καζέριο είχε τον τρόπο να χαθεί μες στο πλήθος και στη γενική αναταραχή για ν’ αποδράσει, αλλά εκείνος επέλεξε να σταθεί μπροστά στην άμαξα των επισήμων και ν’ αναφωνήσει «Ζήτω η αναρχία! Ζήτω η επανάσταση!» προτού τελικά συλληφθεί.

Η δίκη εναντίον του Σάντε Καζέριο ξεκίνησε στις 2 Αυγούστου 1894 στη Λυόν. Όπως ήταν αναμενόμενο, του επιβλήθηκε η θανατική ποινή. Ο ίδιος έγραψε τη δική του εκδοχή των γεγονότων με πλήρη λεπτομέρεια κι ειλικρίνεια κατά το στάδιο της ανάκρισης και της ακροαματικής διαδικασίας, καταδεικνύοντας ότι είχε ενεργήσει μόνος του, χωρίς καμία εξωτερική συνδρομή. Η επίθεσή του υπήρξε μια ατομική δράση εναντίον ενός μεμονωμένου στόχου. Ασφαλώς, η έδρα του δικαστηρίου επιδίωξε να εισφέρει την υπόθεση της συνωμοσίας κατά του Σαντί Καρνό, αλλά ο νεαρός αναρχικός ουδέποτε είχε συμφωνήσει οτιδήποτε με οιουσδήποτε συνεργούς. Το μόνο πράγμα που είχε συμφωνήσει εκ των προτέρων, με τον εαυτό του, ήταν η αποδοχή της αναπόφευκτης θανάτωσής του.

Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα απ’ την εξέταση στο δικαστήριο (όπως αποδίδονται εδώ):

Δικαστής: (…) Έχεις παρουσιάσει ποτέ σου ψυχικές διαταραχές; Άραγε, δεν είχες πάντοτε πλήρη κατοχή των διανοητικών σου ικανοτήτων; Υπήρξες ποτέ παράφρων;

Καζέριο: Όχι, δηλώνω απολύτως υπεύθυνος.

Δικαστής: Δεν αληθεύει το γεγονός ότι ο θείος σου πέθανε ολωσδιόλου παράφρων;

Καζέριο: Γνώρισα δυο απ’ τους θειους μου, και κανείς τους δεν ήτανε τρελός, σε καμία περίπτωση.

Δικαστής: Ο πατέρας σου πάθαινε επιληπτικές κρίσεις. Μια μέρα είδε τρεις Γερμανούς στρατιώτες να κακοποιούν βάναυσα τον αδερφό του, επί αυστριακής κατοχής, κι είχε πανικοβληθεί υπερβολικά από το συμβάν. Ποτέ δεν το ξεπέρασε μα, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν έπασχε από παραφροσύνη.

Καζέριο: Δεν ήτανε τρελός, έστω κι αν ο φόβος μπορεί να τον έκανε επιληπτικό. Εργαζότανε μονίμως, θαλασσοδάρθηκε όλη του τη ζωή, και δεν έδειξε ποτέ το παραμικρό σημάδι ψυχικής διαταραχής.

Δικαστής: Ισχυρίζεσαι πως έχεις απολύτως σώας τα φρένας σε μία επιστολή σου της 25ης Ιούλη, και τούτο αποδεικνύεται επίσης τόσο απ’ την κατάθεσή σου αναφορικά με την επίθεση, την οποία και πραγματοποίησες εν πλήρη συνειδήσει, όσο και από τις σταθερές και ακριβείς απαντήσεις που έδωσες κατά την ανάκριση. (…) Δεν τα πήγαινες κι ιδιαίτερα καλά στο σχολείο…

Καζέριο: Εγώ πρώτος και καλύτερος μετανιώνω γι’ αυτό το πράγμα. Αν είχα πάρει μια εκπαίδευση της προκοπής, θα είχα γίνει δυνατότερος και καλύτερος άνδρας, και θα ’χα δώσει στο αναρχικό ιδεώδες πολύ περισσότερα απ’ το φτωχικό μου βίο. (…)

Δικαστής: Δεν προκύπτει ωστόσο τίποτε απ’ το παρελθόν σου που να μαρτυρά ότι θα γινόσουν δολοφόνος. Ο πρόεδρος Καρνό, στην ομιλία του της 24ης Ιούνη, εξέφρασε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι «στη Γαλλία υπάρχει τώρα ένα και μοναδικό κόμμα για το οποίο οι καρδιές όλων χτυπούν σε ταυτοφωνία». Με τη γενναιόδωρη καρδιά που είχε, καθ’ ότι πρόεδρος της Δημοκρατίας, λησμόνησε το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπάρχει μια παράταξη που δεν επιθυμεί ν’ αφοπλιστεί, που δεν είναι άλλη από το κόμμα της αναρχίας, κι ότι ένα μέλος του κόμματος αυτού θα ’τανε διατεθειμένο να στήσει ενέδρα λίγα μέτρα απ’ την πόρτα της αίθουσας ώστε να τον εκτελέσει. Εσύ, ένας εκπρόσωπος της αναρχικής παραβατικότητας, εσύ ήσουνα που παραμόνευες στην πόρτα της αίθουσας. (…)

Καζέριο: Ήμουνα αναρχικός κάμποσο καιρό προτού γνωρίσω τον Γκόρι, τον οποίο προσπαθήσατε να εμπλέξετε σ’ αυτήν τη δίκη. Οι διαλέξεις του ήτανε δημόσιες και προσέλκυαν κόσμο και κοσμάκη, κι εκεί έμαθα καλά πράγματα που τα σχολεία του συστήματος ξεχνούν να μας διδάξουν.

Δικαστής: Ναι, έμαθες να αγνοείς παντελώς τις συμβουλές της καημένης της μητέρας σου και του αδερφού σου, ενώ κάνανε ό,τι μπορούσαν για να σε κρατήσουν μακριά απ’ τα κακόβουλα δόγματά σου. Πρώτα θύμωσες μαζί τους, και στη συνέχεια την αποκήρυξες ολότελα την οικογένειά σου.

Καζέριο: Αυτό δεν είναι αλήθεια! Τώρα που μιλάμε, αγαπάω και σέβομαι τη μάνα μου όπως το συνήθιζα όσο ήμουνα ακόμα παιδί, και η στοργή μου για όλα τα συγγενικά μου πρόσωπα είναι η ίδια που ήτανε και πριν. Μονάχα που δεν αισθάνθηκα την ανάγκη ν’ αποδεχτώ το δεισιδαίμονα ζυγό τους. Κι απλά εντόπισα πέρα απ’ τη μικρή οικογένεια, που συσπειρώνεται γύρω από μικρά συμφέροντα, μια μεγαλύτερη οικογένεια, την ανθρωπότητα, στην οποία ένιωσα πως όφειλα να δώσω όλο μου τον εαυτό.

(Η έδρα, που εξακολουθεί να θέλει να επιβεβαιώσει τη θεωρία της συνωμοσίας, κι ως εκ τούτου προσπαθεί να ψαρέψει μερικές χρήσιμες αντιφάσεις από τον κατηγορούμενο, διαβάζει φωναχτά τα ονόματα διαφόρων αναρχικών από το Μιλάνο, ρωτώντας τον Καζέριο αν τους γνωρίζει προσωπικά.)

Καζέριο: Μου κάνετε άχρηστες ερωτήσεις, είναι σκέτο χάσιμο χρόνου αυτό που κάνετε. Δεν ξέρω κανέναν απ’ αυτούς που αναφέρετε, κι ακόμα και να ’ξερα, δε θα σας το ’λεγα.

Δικαστής: Η έρευνα τεκμηρίωσε ότι διατηρούσες επαφή μαζί τους, και η αστυνομία έχει παράσχει πλήρη αποδεικτικά στοιχεία ως προς αυτό.

Καζέριο: Τότε, να ’στε ευχαριστημένοι με τους αστυνομικούς σας· εμένα μ’ αηδιάζουνε αυτοί οι τύποι.

Δικαστής: Οι αστυνομικοί τη δουλειά τους κάνουν.

Καζέριο: Το ξέρω, μα δεν είναι δική μου αυτή η δουλειά.

Δικαστής: Θες ν’ αρνηθείς ότι πήγες στο σύντροφό σου τον Φωρέ στη Σετ, για να σου ξυρίσει τα γένια;

Καζέριο: Δηλαδή, να μην πήγαινα σε μπαρμπέρη; Να με ξύριζε κάνας φουρναραίος; (…)

Δικαστής: Πρώτα απαξίωσες την οικογένειά σου, και μετά την πατρίδα σου. Εγκατέλειψες την Ιταλία τη στιγμή που έπρεπε ν’ αποδώσεις το ιερό σου χρέος στην ίδια σου τη γενέτειρα, δηλαδή όταν ακριβώς χρειάστηκε να καταταγείς στο στρατό.

Καζέριο: Ανέκαθεν πίστευα ότι εμείς, οι φτωχοί άνθρωποι, πληρώνουμε μπόλικα χρέη προς την πατρίδα και τους πλουσίους της. Κι έτσι αποφάσισα ν’ αφήσω ένα απ’ αυτά τα χρέη απλήρωτα. Άλλωστε το χρέος συμπεριλάμβανε κι άλλη οφειλή, την παραμονή μου στη φυλακή, που επικυρώθηκε με έκδοση ποινής εις βάρος μου. Εκείνοι που την απολαμβάνουν την πατρίδα, ας την υπερασπίζονται κιόλας! Εμείς μονάχα φτώχεια και καταφρόνια πήραμε απ’ την πατρίδα, κι όλοι μας είμαστε πάρα πολύ πρόθυμοι να τη βγάλουμε απ’ τη μνήμη μας για να κρατάμε στη θέση της μια σπουδαιότερη χώρα, που δεν έχει ειδεχθή σύμβολα σαν τις αδελφοκτόνους σημαίες σας, που δεν έχει παράλογα σύνορα, την πιο μεγαλειώδη χώρα της Γης, όπου οι άνθρωποι μπορούν να μεγαλώσουν λεύτεροι στις δικαιώσεις της προόδου και του πολιτισμού. (…)

Δικαστής: Σίγουρα πάντως βρέθηκες στη Σετ με το σύντροφό σου Λακρουά.

Καζέριο: Σας έχω ήδη προειδοποιήσει ότι προτίθεμαι να δώσω στο δικαστήριο οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με πράγματα, γεγονότα και περιστάσεις που αφορούν τον εαυτό μου, αλλά ότι αρνούμαι σε κάθε περίπτωση να κάνω τη δουλειά της αστυνομίας και να υπηρετήσω τη διωκτική σας μανία· συνεπώς, δεν πρόκειται ν’ αναφέρω ονόματα ή γεγονότα που είναι άσχετα προς την επίθεσή μου και τούτη τη δίκη, στην οποία κι ολοφάνερα γυρεύετε εκδίκηση. (…)

Δικαστής: Παράτησες σύξυλο τ’ αφεντικό σου στη Σετ την 23η Ιούνη, από το πουθενά, απαιτώντας να σου πληρώσει αποζημίωση. Κουβαλούσες περίπου τριάντα φράγκα πάνω σου.

Καζέριο: Πάνω κάτω. (…)

Δικαστής: Στη διαδρομή σου προς Λυόν πέρασες από τόσα χωριουδάκια, κι είδες όλους αυτούς τους φιλήσυχους χωρικούς· και τίποτε απ’ όσα είδες δε σ’ έκανε να το ξανασκεφτείς πριν προβείς στο ανόσιο σχέδιό σου;

Καζέριο: Τώρα μάλιστα! Εμένα μου προξενούν μονάχα περιφρόνηση οι σκλάβοι που αποκοιμιούνται κάτω απ’ τον ίδιο τους το ζυγό και κάτω από βαριά χτυπήματα και καθημερινές ταπεινώσεις, και βρίσκουνε παρηγοριά παίζοντας μπόουλς στο χορτάρι ή λίγο χαρτάκι τις Κυριακές. Χάρη σε δαύτους οι κυβερνήτες απολαμβάνουν ατιμωρησία όσο ασκούν την καταπίεσή τους, κι εξαιτίας αυτών τ’ αφεντικά είναι σε θέση να εκμεταλλεύονται χωρίς να χαμπαριάζουν τίποτα. Αν απλοί άνθρωποι συγκεντρώνονταν για να μάθουνε όλοι μαζί, να συζητήσουν, να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον και να προετοιμαστούν έστω και για μικρά αιτήματα, αντί να πνίγουν τις στενοχώριες τους και τα λιγοστά τους χρήματα στο κρασί, στην μπίρα και στα παίγνια, τότε αυτοί που μας κυβερνάνε, αυτοί που μας εκμεταλλεύονται κι αυτοί που μας δικάζουνε δε θα τολμούσαν και πολύ να επιδεικνύουν τόση αλαζονεία. (…)

Δικαστής: Η αναρχική ιδέα ήταν τόσο ισχυρή κι αποκλειστική μέσα σου, που σ’ έκανε να ξεχάσεις πως εσύ, ο αχάριστος, δεν επρόκειτο να δώσεις τίποτα παραπάνω από εκδίκηση και οδύνη στη Γαλλία, τη χώρα που σου πρόσφερε τη φιλοξενία της εργασίας;

Καζέριο: Όσο για τη δράση μου, ήτανε γερά αποφασισμένη και προσεκτικά μελετημένη, και με τίποτα δε θα μπορούσε ν’ αλλάξει ή να ματαιωθεί. Όσο για τη φιλοξενία της εργασίας, κύριε Δικαστά, εσείς είστε μεταξύ εκείνων που απολαμβάνουν τα οφέλη της εργασίας των άλλων χωρίς καν να τ’ αξίζετε. Αντιθέτως, εγώ ανήκω σ’ αυτούς που υποφέρουμε μονάχα εξευτελισμούς και βάσανα από την εργασία, και χωρίς καν να φταίμε σε τίποτα. Όταν μας παραχωρείτε τη φιλοξενία της εργασίας, όπως την αποκαλείτε, μας επιτρέπετε να επιβιώνουμε απονέμοντάς μας την τιμή της μεγαλοσύνης σας, και για το λόγο αυτόν περιμένετε από μας ευγνωμοσύνη. Όταν, από ανάγκη, πουλάμε τον κόπο και τον ιδρώτα μας σε φραγκοφονιάδες και τοκογλύφους, κι εξασφαλίζουμε τη δική σας ασφάλεια, ζωή και χαρά για ένα κομμάτι ψωμί και μια κλοτσιά στο στομάχι, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι είμαστε εμείς αυτοί που σας παρέχουμε τη φιλοξενία της καλοπέρασης, κι άρα δεν αισθανόμαστε πια πως σας χρωστάμε κάτι. Το μόνο που σας χρωστάμε ακόμη είναι ένα ιερό χρέος μίσους, εκδίκησης και σφαγιασμού. Και να μην έχετε αυταπάτες, γιατί μία απ’ αυτές τις μέρες θα πληρώσουμε το λογαριασμό…

(Στη συνέχεια ο Καζέριο κατέθεσε έναν πολύ λεπτομερή απολογισμό της επίθεσής του εναντίον του προέδρου Καρνό.)

Δικαστής: Είσαι αναρχικός λοιπόν, και καλλιεργείς την ιδέα της καταστροφής της κοινωνίας, και είσαι ορκισμένος εχθρός όλων των αρχηγών του Κράτους, είτε πρόκειται για δημοκρατία είτε πρόκειται για απολυταρχία.

Καζέριο: Είναι το ίδιο και ταυτό. (…)

Δικαστής: Λες, δηλαδή, πως δεν είσαι ο πράκτορας ορισμένης αναρχικής μηχανορραφίας;

Καζέριο: Όχι, είμαι μόνος, κι ήρθα ως εδώ για να πράξω ό,τι επιτάσσει η δικαιοσύνη.

Δικαστής: Κι όμως, οι αναρχικοί σχεδίαζαν υπογείως να δικαιώσουν τους Ραβασόλ, Βαγιάν και Ανρύ. Ο πρόεδρος Καρνό αποφάσισε να μην άρει επ’ ουδενί τις ποινές που επιβλήθηκαν στους άθλιους προκατόχους σου από σώματα ενόρκων, δώδεκα πολίτες κάθε φορά, οι οποίοι και ενήργησαν εν πλήρη συνειδήσει. Γι’ αυτόν το λόγο, μετά το θάνατο του Ανρύ, ο πρόεδρος, η σύζυγος και τα παιδιά του έλαβαν πολλές απειλητικές επιστολές. Δεν αληθεύει ότι τ’ αφεντικά τα οποία εσύ υπάκουσες γράψανε τούτες τις επιστολές;

Καζέριο: Οι αναρχικοί δεν έχουν αφεντικά. Αποφάσισα μονάχος μου να φέρω σε πέρας την πράξη μου και την πραγμάτωσα ελεύθερα, πάλι μονάχος μου.

Δικαστής: Υπάρχει όμως ένα περιστατικό που οι κύριοι ένορκοι, κι η κοινή γνώμη, θα πρέπει να λάβουνε υπόψη. Μετά το θάνατο του Καρνό, στάλθηκε μια φωτογραφία του Ραβασόλ στο προεδρικό μέγαρο των Ηλυσίων, στο Παρίσι, με παραλήπτρια «τη χήρα του Καρνό», όπως αναγραφότανε. Και στο πίσω μέρος της φωτογραφίας ήτανε γραμμένα τα εξής λόγια: «Δικαιώθηκε με τον καλύτερο τρόπο». Εάν πράγματι εσύ δεν είσαι ο πράκτορας όσων στείλανε τούτη τη φωτογραφία, έχεις το θάρρος να τους αποκηρύξεις δημόσια;

Καζέριο: Έχω το θάρρος να μην τους αποκηρύξω. Εγώ δεν απαρνιέμαι πράξεις ή ανθρώπους· μου αρκεί να σας διαβεβαιώσω ειλικρινώς ότι ήμουνα το μόνο άτομο που προετοίμασε την επίθεση αυτήν και που την έφερε σε πέρας. (…)

Δικαστής: Δε σκότωσες μονάχα τον ηγέτη του έθνους, αλλά και έναν άνδρα εκ των καλυτέρων συζύγων και πατέρων.

Καζέριο: Πατέρων; Μυριάδες πατεράδες σκοτώνονται απ’ τη φτώχεια και τη σκληρή δουλειά! Ο Βαγιάν δεν ήτανε πατέρας; Αυτός δεν είχε μια σύντροφο κι ένα παιδί; Ο Ανρύ δεν άφησε πίσω μια μάνα κι έναν αδερφό; Δείξατε σεις έλεος σ’ αυτούς;

Το σώμα των ενόρκων έκανε μόλις είκοσι λεπτά για να κρίνει την καταδίκη του Σάντε Καζέριο. Όταν η έδρα ανακοίνωσε την ετυμηγορία της θανατικής ποινής κι ενημέρωσε τον αναρχικό ότι είχε τη δυνατότητα ν’ ασκήσει έφεση κατά της απόφασης εντός τριήμερης προθεσμίας, εκείνος χαμογέλασε κι ανασήκωσε τους ώμους. Λίγο πριν τον μεταφέρουνε πίσω στο κελί, φώναξε: «Δύναμη, σύντροφοι! Ζήτω η αναρχία!» Το πρωί της 16ης Αυγούστου 1894 οι δήμιοι του καθεστώτος αφαίρεσαν τη ζωή ενός ακόμη επαναστάτη.

[Ο τίτλος της ανάρτησης προέρχεται από στίχο ενός ιταλικού τραγουδιού αφιερωμένου στη μνήμη του Σάντε Καζέριο.]