Βραζιλία: Ο πόλεμος είναι πόλεμος

Μια σύντομη ανάλυση σχετικά με το θέαμα και την καταστολή

Ο θάνατος ενός καμεραμάν του καναλιού TV Bandeirantes, ονόματι Σαντιάγου Ανδράδε, ως συνέπεια τραύματος που προκλήθηκε από την έκρηξη πυροτεχνικής βολίδας κατά τη διάρκεια συγκρούσεων ανάμεσα σε αστυνομικές δυνάμεις και κουκουλωμένους σε μια διαδήλωση στο κέντρο του Ρίο ντε Ζανέιρο, πλησίον του σιδηροδρομικού σταθμού Σεντράλ ντου Μπραζίλ στις 6 Φλεβάρη 2014, πυροδότησε ένα εξωφρενικό μιντιακό σόου που φαίνεται να σχετίζεται με την ανάγκη της εξουσίας να εντείνει τις κατασταλτικές πολιτικές της, πάνω στη βιάση της να φρενάρει με κάθε κόστος το κάθε μέρα ολοένα πιο διογκούμενο κύμα αγκιτάτσιας το οποίο σαρώνει παντού τα εδάφη που ελέγχονται από το βραζιλιάνικο κράτος. Έκτοτε έχουμε δει πολλές αξιοθρήνητες σκηνές, από τις εκκλήσεις των μίντια και τη συγκινητική «αλληλεγγύη» των νομοταγών πολιτών, την ντροπιαστική στάση μετάνοιας των δυο κατηγορουμένων ως υπεύθυνων για την έκρηξη του εν λόγω πυροτεχνήματος, μέχρι τις τοποθετήσεις της αριστεράς και κάποιων τομέων του αναρχισμού, που από τη μια δηλώνουν συνταραγμένοι κι απ’ την άλλη παίζουν το παιχνίδι της εξουσίας, καταδεικνύοντας ενόχους και αθώους. Ως αναρχικοί, αισθανόμαστε την ανάγκη να εκθέσουμε δημόσια κάποιες ιδέες και θέσεις, να κάνουμε ξεκάθαρες τις σκέψεις μας σχετικά με τις εξελίξεις σ’ αυτό που για μας πιο σαφές δε γίνεται: ένας πόλεμος μαίνεται.

Δεν έχει Μουντιάλ…

Αυτός ο πόλεμος δεν ξεκίνησε τον Ιούνη 2013 και δεν πρόκειται να τελειώσει με το φετινό Μουντιάλ, κι αν αυτό είναι παραπάνω από προφανές για μερικούς, εμάς μας φαίνεται σημαντικό να το υπενθυμίζουμε. Από την αναρχική οπτική μας, στηρίζουμε την αναγκαιότητα να παρεμποδιστεί το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου γι’ αυτό που αντιπροσωπεύει: την πολιτική, στρατιωτική, τεχνολογική και οικονομική πρόοδο του κράτους/Κεφαλαίου. Δε βλέπουμε αυτόν τον αγώνα ως κάτι το μεμονωμένο, αλλά ως μέρος της αναγκαιότητας να καταστραφούν όλες οι δομές της εξουσίας. Αναγνωρίζοντας τον υψηλό βαθμό σημασίας που κατέχουν αυτές οι μεγάλες διοργανώσεις για την ανάπτυξη της εξουσίας, αναγνωρίζουμε κιόλας την αναγκαιότητα να παρεμποδιστούν. Από μία προοπτική αγώνα που πάντοτε αποσκοπεί στη συνολική απελευθέρωση, εκτιμάμε το κύμα των εξεγέρσεων που ξέσπασαν από τον περασμένο Ιούνη, όχι λόγω των διεκδικήσεών τους (που στην πλειονότητά τους ήταν ένα ρεφορμιστικό ζητιάνεμα) αλλά γιατί υπερέβησαν ένα κάποιο όριο. Αυτό που μετασχηματίστηκε έκτοτε δεν ήταν η κατάσταση των πραγμάτων που περιλαμβάνονταν στις διεκδικήσεις – στην τελική, η πλειονότητα των αιτημάτων είχε την ίδια ρίζα, είτε επρόκειτο για την υγεία, τις μετακινήσεις ή την εκπαίδευση, όλα πέρναγαν από τη χρεία του κράτους να συνεχίσει να φροντίζει τις ζωές του κόσμου. Αυτό που μετασχηματίστηκε από τότε ήταν η αγωνιστική κουλτούρα σε αυτά τα εδάφη, όπου ο καθημερινός εξευτελισμός και η καταστολή στην οποία υπόκειται ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού απαντήθηκαν καταλλήλως, με οδοφράγματα, πλιάτσικα, καταστροφή της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας.

Όταν λέμε ότι είμαστε σε πόλεμο και αποζητάμε ν’ ακονίσουμε τις θέσεις μας, δεν το λέμε από φετιχισμό, ούτε και το μετράμε βάσει στρατιωτικών παραμέτρων. Απεναντίας, έτσι τοποθετούμαστε απέναντι στην πραγματικότητα, απ’ την ανάγκη να καταστρέψουμε μια κοινωνία βασισμένη στην εξουσία, στην κυριαρχία και στον έλεγχο πάνω σε κάθε μορφή ζωής στη Γη. Αυτός ο πόλεμος διεξάγεται ήδη απ’ τις απαρχές αυτού του μοντέλου οργάνωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, όπου ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν όντα που αντιμάχονταν και εξεγείρονταν με όλη τους την ενέργεια κόντρα σε αυτό το μοντέλο ύπαρξης. Αυτό παραπέμπει, για παράδειγμα, στον αγώνα πολλών αυτοχθόνων λαών, ο οποίος σ’ αυτά τα 514 χρόνια δε σταμάτησε ούτε στιγμή. Το κράτος, μέσω των ένοπλων βραχιόνων του, κινητοποιείται διαρκώς προκειμένου να επιτεθεί εναντίον όσων θεωρεί εχθρούς του. Αυτό συμβαίνει, φέρ’ ειπείν, σε μεγάλες πόλεις όπως το Ρίο ντε Ζανέιρο και το Σάο Πάολο, όπου η αστυνομία δολοφονεί 500 με 600 άτομα το χρόνο. Πέρα απ’ την ίδια την εξόντωση, αξίζει να πούμε ότι ζούμε στη χώρα με τον τρίτο μεγαλύτερο πληθυσμό φυλακών στον κόσμο, με άλλα λόγια η φυλακή ή η δολοφονία αποτελούν πρωτίστως την τιμωρία οποιουδήποτε παραβιάζει, για πολλούς και διάφορους λόγους, τους νόμους που συντηρούν την «ειρήνη» και την τάξη σε αυτή την κοινωνία. Το μονοπώλιο της κρατικής βίας συνιστά ένα από τα πρωταρχικά θεμέλια συντήρησης της παρούσας τάξης πραγμάτων.

Από τον Ιούνη του 2013, οπότε και ξεκίνησε ένας νέος κύκλος ξεσηκωμών, φαίνεται πως οι επιθέσεις εντείνονται από την άλλη πλευρά, αυτήν των καταπιεσμένων, φτωχών και εξεγερμένων. Έκτοτε είδαμε υπέροχες χειρονομίες ανταρσίας, δράσεις μεταδοτικές που δύσκολα μεταφράζονται με λέξεις. Μια ζωντανή απόδειξη αποτελούν οι εξαγριωμένες αντιδράσεις των πληθυσμών στις φαβέλες και στις γειτονιές των περιφερειών απέναντι σε αστυνομικές δολοφονίες, μια πρακτική σπάνια και σποραδική, η οποία όμως απ’ τον Ιούνη έχει εξαπλωθεί και επαναληφθεί πάμπολλες φορές, ώστε σιγά σιγά να αποδομείται η αντίληψη πως οι μόνοι που συγκρούονται με τους μπάτσους σε αυτές τις ζώνες είναι οι ναρκέμποροι. Αντίστοιχα βέβαια κινητοποιείται και το κράτος, λαμβάνοντας τα μέτρα του προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτήν τη συνθήκη, εξοπλίζοντας και επανδρώνοντας τις δυνάμεις ασφαλείας του, διευρύνοντας τον τεχνολογικό έλεγχο και θεσπίζοντας νέους νόμους για να απαντήσει στο κύμα καταστροφών, λογαριάζοντας μονίμως στην αβάντα της χειραγωγούμενης και θεαματοποιημένης πληροφόρησης των μίντια. Με το θάνατο αυτού του δημοσιογράφου, οι αντιτρομοκρατικές διατάξεις είναι σχεδόν πια πραγματικότητα, και φαίνεται πως βρήκαν το εγχώριο δείγμα των αποκαλούμενων τρομοκρατών στο πρόσωπο όσων με λύσσα συμμετέχουνε στο μαύρο μπλοκ.

Τρομοκράτης είναι το κράτος

Μας φαίνεται περιττό να επαναλάβουμε το χιλιοειπωμένο, ότι δηλαδή το κράτος σπέρνει τον τρόμο και βιάζει δίχως οίκτο, κι όμως πρόκειται για αναγκαία επανάληψη αφού από τον Ιούνη είναι μεγάλος ο αριθμός των νεκρών στις διαδηλώσεις ή ως συνέπεια αυτών, όπως οι περιπτώσεις του Ντάγκλας Ενρίκε ντε Ολιβέιρα και του Λουίς Φελίπε Ανισέτου ντε Αλμέιδα, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους πέφτοντας σε διαφορετικές μέρες από αερογέφυρα του Μπέλο Οριζόντε, του Φερνάντου Κάντιδου στο Ρίο ντε Ζανέιρο και της Κλεονίκε Βιέιρα στο Μπελέμ, που πέθαναν από εισπνοή δακρυγόνων, η σφαγή 11 ατόμων από όργανα του τάγματος ειδικών επιχειρήσεων BOPE στη φαβέλα της Νόβα Ολάντα του Ρίο ντε Ζανέιρο ύστερα από γενικευμένη λεηλασία που ξέσπασε κατόπιν διαδήλωσης, αλλά και υποθέσεις εκτελέσεων όπως αυτή του αναρχικού Σάμουελ Έγκερς [Samuel Eggers], ο οποίος δολοφονήθηκε στο Κασίας ντου Σουλ, στην πολιτεία του Ρίου Γκράντε ντου Σουλ, κατά πάσα πιθανότητα από φασίστες ή δυνάμεις των μπάτσων, και της ακτιβίστριας Γκλέισε Νάνα, η οποία εκτελέστηκε στο Ντούκε ντε Κασίας, στην πολιτεία του Ρίο ντε Ζανέιρο, καθώς καταπιανόταν ανοιχτά με τη συλλογή ντοκουμέντων προς καταγγελία των «κακοποιήσεων» στις οποίες προέβαινε η αστυνομία κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στο Ρίο ντε Ζανέιρο.

Κανένας από αυτούς τους θανάτους δεν έφτασε να ’χει στα μέσα επικοινωνίας ούτε το ένα δέκατο του αντίκτυπου που είχε ο θάνατος του κάμεραμαν τηλεοπτικού καναλιού, για προφανείς λόγους: ο θάνατος του Σαντιάγου είναι ο πρώτος θάνατος κάποιου ο οποίος υπηρετούσε άμεσα την εξουσία σε αυτά τα πεδία μάχης. Αντίθετα με το συγκλονισμό που εκφράστηκε ποικιλοτρόπως, από πολίτες μέχρι κι αριστερούς τομείς του αναρχισμού, θεωρώντας ότι πρόκειται για έναν εργαζόμενο που έπεσε θύμα, εμείς δεν ευαισθητοποιούμαστε με το χαμό του. Ναι, ο Σαντιάγου δούλευε, αλλά μήπως θυμάστε για ποιον δούλευε; Τη στιγμή που βρισκόταν εκεί ήτανε τα μάτια του ελέγχου, ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της φασιστικής μηχανής διαμόρφωσης γνώμης που λέγεται τηλεόραση, δεν ενεργούσε ως αθώος εργάτης, αλλά διαδραμάτιζε ρόλο-κλειδί έχοντας αναλάβει μια θέση νευραλγική σ’ έναν εν εξελίξει πόλεμο.

Αποστρεφόμαστε τη λογική των ενόχων και αθώων. Όπως μας φαίνεται καταθλιπτικό να θυματοποιείται ο καμεραμάν, εξίσου καταθλιπτική στα μάτια μας είναι κι η εναγώνια αναζήτηση των πραγματικών υπαιτίων της έκρηξης εκ μέρους της αριστεράς, που αφενός βεβαίωνε σε πολλές περιπτώσεις ότι αυτουργός ήταν η αστυνομία κι αφετέρου θυματοποιούσε τους κουκουλωμένους. Για μας είναι σαφές ότι η εξουσία δε γυρεύει τους πραγματικά υπευθύνους, αλλά αντίθετα αποζητά περιεχόμενο για το θέαμά της, τη δικαιολογία που χρειαζόταν για να σκληρύνει ακόμα περισσότερο τις κατασταλτικές στρατηγικές της. Τι σημασία έχει αν ήταν οι μπάτσοι ή οι κουκουλωμένοι που εκτόξευσαν αυτόν τον πυροτεχνικό μηχανισμό, άμα το θέαμα είναι στην τελική το ίδιο; Αυτό που βίωνε κανείς εκείνη τη μέρα στο δρόμο ήταν ένας πόλεμος, και «τυχαίοι» θάνατοι όπως του Σαντιάγου είναι πάντοτε πιθανές συνέπειες τέτοιου είδους καταστάσεων. Για μας δεν υπάρχουν ένοχοι και αθώοι, υπάρχουν τοποθετήσεις σ’ αυτόν τον κοινωνικό πόλεμο· ένας καμεραμάν στην υπηρεσία των μεγάλων μίντια δεν είναι αθώος, ένας μπάτσος δεν είναι αθώος, είναι υποτακτικοί που λάβανε θέσεις σε αυτήν τη σύγκρουση.

Συνέπειες…

Αν λέμε ότι οι δούλοι της εξουσίας ανέλαβαν το δικό τους πόστο, το ίδιο θέλουμε να πιστεύουμε πως κάνανε κι οι εξεγερμένοι. Όσοι και όσες σήμερα αντιμετωπίζουν την παρούσα τάξη πραγμάτων, είναι σημαντικό να έχουν συνείδηση της στάσης που αναλαμβάνουν στην ενεργή συμμετοχή σε αυτές τις εξεγέρσεις. Σίγουρα το περιπετειώδες και τ’ αυθόρμητο δίνουν πνοή σε υπέροχες πράξεις, αλλά μπορούν επίσης να λειτουργήσουν και ενάντια, όταν υπάρχει ασυνειδησία σε σχέση με τις ίδιες τις πράξεις, και κατά τη γνώμη μας είναι απαραίτητο ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια του μπροστά στις πιθανές αρνητικές συνέπειες που ενέχει το να χωθεί ενεργά σε αυτήν τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, πάνω απ’ όλα το ενδεχόμενο να φυλακιστεί και να υποστεί σοβαρό τραυματισμό και/ή να χάσει τη ζωή του. Το να βρίσκεται κανείς σε επιφυλακή έναντι τέτοιων επιπτώσεων σημαίνει να ’ναι σε ετοιμότητα έναντι μιας λανθάνουσας πιθανότητας εντός του πεδίου μάχης της ζωής.

Όπως το βλέπουμε εμείς, η στάση των δυο συλληφθέντων που κατηγορούνται για τη ρίψη του πυροτεχνήματος είναι το λιγότερο ασυνεπής, κι απ’ ό,τι φαίνεται δεν είχαν ιδέα πού έμπλεκαν. Είναι προφανές πως αγανακτούμε με την παραδειγματική τιμωρία που σκοπεύει να τους επιβάλει η εξουσία, και γνωρίζουμε καλά πως απειλώντας τους με ποινή που κυμαίνεται από 15 έως 30 χρόνια φυλάκισης αυτό που επιδιώκουν είναι να πλήξουν τους εξεγερμένους γενικά, αποσκοπώντας στη διασπορά φόβου σε όσους κι όσες σήμερα μάχονται στους δρόμους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε να κανονικοποιηθεί αυτή η στάση όποτε κάποιος απειλείται με φυλάκιση. Όταν επιδιώκουμε να κρατάμε ενεργή την αλληλεγγύη σε άτομα έγκλειστα που είναι συνεπή ως προς τους αγώνες τους, πέρα από ιδεολογίες, στεκόμαστε αλληλέγγυοι σε όσους υιοθετούν εξεγερμένη στάση ενάντια στη συνθήκη στην οποία βρίσκονται, σε αυτούς που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως εχθρούς των δεσμοφυλάκων τους, αντιμετωπίζοντάς τους καταλλήλως, δίχως συνδιαλλαγές. Οι κατηγορούμενοι για την υπόθεση του καμεραμάν επέδειξαν σε κάθε στιγμή τη μεταμέλειά τους, τοποθετούμενοι δημοσίως ως θύματα, συν του ότι δε σταμάτησαν να καρφώνουν ο ένας τον άλλον, επιδιδόμενοι σε εμετική ρουφιανιά. Καταστάσεις όπως αυτή δεν περνάνε στα ψιλά για μας, και κρίνουμε αναγκαίο να υπογραμμίσουμε την καταφρόνια μας απέναντι σε τέτοιου είδους πρακτικές.

Πιστεύουμε ότι η προώθηση μιας εξεγερτικής κουλτούρας σημαίνει επίσης να προπαγανδίζουμε ένα συγκεκριμένο τύπο «ηθικής», που να τον κάνουμε πράξη μέρα τη μέρα, και να εμβαθύνουμε σε συγκεκριμένες αξίες και πρακτικές στην προσωπική μας ζωή. Η κατάδοση αποτελεί ιστορικά έναν από τους μεγαλύτερους εσωτερικούς εχθρούς κάθε είδους κινητοποίησης πολέμιας στο σύστημα, και για μας κάθε είδους στάση που υποκύπτει στη ρουφιανιά είναι απαραίτητο να καταπολεμηθεί, να ξεμπροστιαστεί και να βγει στη φόρα. Κρίνουμε επίσης πως οφείλουμε να κάνουμε την αλληλεγγύη μια αξία πολέμου, και να τα σπάσουμε ολοκληρωτικά με αυτή την αριστερίστικη/χριστιανική αντίληψη η οποία ανάγει την υποτιθέμενη «αθωότητα» ως πρωταρχικό παράγοντα για την έκφραση αλληλεγγύης, αλλά και να διαρρήξουμε την απομόνωση εκείνων που αντιμετωπίζουν εγκλεισμό ως συνέπεια του αγώνα τους.

Μερικοί/-ές αναρχικοί/-ές