Στις 2 Απρίλη 2014 συμπληρώθηκαν 32 χρόνια από την απόβαση του αργεντίνικου στρατού στις νήσους Μαλβίνας/Φώκλαντ, που επρόκειτο να αναζωπυρώσει τη σύγκρουση με το Ηνωμένο Βασίλειο για τον έλεγχο της περιοχής. Ένα μήνα αργότερα (το έτος 1982) η βύθιση του καταδρομικού General Belgrano του αργεντίνικου πολεμικού ναυτικού από ένα βρετανικό υποβρύχιο θα σήμανε την έναρξη της ένοπλης σύρραξης, που είχε ως απολογισμό περισσότερους από 700 νεκρούς και 1.800 τραυματίες.
Για να κατανοήσουμε τα κίνητρα αυτής της περιπέτειας του αργεντίνικου κράτους είναι αναγκαίο να θυμηθούμε την κοινωνική κατάσταση την οποία αντιμετώπιζε η στρατιωτική κυβέρνηση εκείνη την περίοδο, όταν απέναντι στην καταστολή, στον πληθωρισμό και στην ανεργία άρχιζε ν’ αναδύεται και πάλι η κοινωνική συγκρουσιακότητα. Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η γενικευμένη δυσαρέσκεια αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο ενόσω έβγαιναν στο φως, κάθε φορά με όλο και μεγαλύτερο αντίκτυπο, οι βίαιες εξαφανίσεις προσώπων και λοιπές αγριότητες που είχαν διαπραχθεί εναντίον του προλεταριάτου.
Έτσι λοιπόν, όταν η κυβέρνηση της στρατιωτικής χούντας αποφασίζει να πάρει τις νήσους Μαλβίνας, δεν κάνει τίποτα παραπάνω απ’ το να συνεχίζει την εσωτερική της πολιτική με άλλα μέσα. Στόχος δεν ήταν η «ανάκτηση» των νησιών αλλά ο αφανισμός της κοινωνικής σύγκρουσης. Είναι ξεκάθαρο πως αυτό το μέτρο, που αντιπροσώπευε μια προσωρινή λύση στα προβλήματα των μιλιταριστών, δεν επέλυε κανένα από τα προβλήματα του προλεταριάτου στην Αργεντινή· απεναντίας, τα επιδείνωνε… βλέπεις, όταν αμυνόμαστε απέναντι στον «εξωτερικό εχθρό», δεν μπορούμε να διεκδικούμε μισθολογικές αυξήσεις, ούτε και τίποτα… όλοι μαζί, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, για την τιμή της γενοκτονικής αργεντίνικης σημαίας.
Όλο δαύτο δεν είναι βέβαια καμιά καινοτομία του αργεντίνικου κράτους· ο πόλεμος είναι αναγκαιότητα σύμφυτη της καπιταλιστικής δυναμικής της παραγωγής, αλλά και θεμελιώδες εργαλείο της μπουρζουαζίας για να αντιμετωπίζει το προλεταριάτο.
Μέσω των πολέμων ανάμεσα στα κράτη, διαφορετικές φράξιες της μπουρζουαζίας αντιπαρατίθενται για την κατάκτηση αγορών, την ιδιοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, των εδαφών και των «φυσικών πόρων». Αυτό με τη σειρά του βάζει μπρος την παραγωγή εξοπλισμών κι ενεργοποιεί εταιρείες υπηρεσιών, κατασκευαστικές επιχειρήσεις και μέσα επικοινωνίας, ανάμεσα σε άλλα. Μερικές φορές όμως αυτά δεν είναι επαρκή κίνητρα για να ξεσπάσει μια πολεμική σύρραξη, και προκύπτει ένας άλλος, βαθύτερος λόγος για τον οποίο ο πόλεμος ανάγεται σε αυτοσκοπό: η δυνατότητά του να αποδυναμώνει και να αποσαθρώνει το προλεταριάτο σε στιγμές κρίσης και κοινωνικών συγκρουσιακών συνθηκών. Στους πολέμους μάς σκοτώνουν (και μας υποχρεώνουν να σκοτωνόμαστε αναμεταξύ μας!) στο μέτωπο της μάχης, ενόσω απαιτούν από μας κάθε είδους θυσία στην «οπισθοφυλακή», κάνοντάς μας να παραμερίζουμε την προάσπιση των συμφερόντων μας ως τάξης, προκειμένου να ενισχύσουμε την κυριαρχία της μπουρζουαζίας. Απέναντι στον πόλεμο δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να εναντιωθούμε στους άμεσους καταπιεστές και εκμεταλλευτές, να αντιταχθούμε στη στρατολόγηση, να σπάσουμε την πειθαρχία στους δρόμους και στους χώρους εργασίας, και να ενθαρρύνουμε το προλεταριάτο του «εχθρικού μπλοκ» να πράξει το ίδιο στην επικράτειά του.
Για να μας πείσει, η αστική τάξη έχει στην υπηρεσία της αυτούς που επιχειρούν να μας ναρκώσουν με πολιτική και ιδεολογίες. Έτσι συνέβη και στην Αργεντινή· όλα τα πολιτικά κόμματα της δεξιάς και της αριστεράς στήριξαν ανοιχτά τον πόλεμο των Φώκλαντ. Τα συνθήματα που διακήρυξαν, και που εξακολουθούν να διακηρύττουν, όπως «αντιμπεριαλισμός», «δεύτερη ανεξαρτησία», «υπεράσπιση της εθνικής οικονομίας», «οικονομική ανεξαρτησία» ή «εθνική απελευθέρωση», για να αναφέρουμε ενδεικτικά κάποια, δεν είναι παρά αιμοσταγή δολώματα για να μας τραβήξουνε στη δολοφόνα βαρβαρότητα του καπιταλισμού και του πολέμου του.
Τριάντα δύο χρόνια μετά τον πόλεμο, ο μύθος των Μαλβίνας συνεχίζει ν’ αποτελεί ένα χρήσιμο θέαμα για την κυρίαρχη τάξη ώστε να αποσπά την προσοχή μας. Τώρα καταδικάζεται η «περιπέτεια» των χουντικών, λέγεται πως ήταν «αθέμιτη» κίνηση εφόσον έγινε σε καιρό δικτατορικής διακυβέρνησης, και άλλα συναφή. Κι όταν λιγότερο θα το περιμένουμε, θα μας καλέσουνε να «φορέσουμε την αργεντίνικη φανέλα» και να σφίξουμε τα ζωνάρια για να υπερασπιστούμε την πατρίδα, για να δούμε τ’ αδέρφια μας να πεθαίνουν και ν’ αποτρελαίνονται στο μέτωπο της μάχης… πάντοτε περήφανοι που είμαστε Αργεντίνοι!
Μακριά από την πολιτική και τη σπέκουλα, εμείς καταλαβαίνουμε πως οι προλετάριοι δεν έχουμε πατρίδα, ότι οι εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι είναι διάσπαρτοι ανά τον κόσμο, και πως δεν υπάρχει δυνατή συμφιλίωση ανάμεσα στις τάξεις. Ο αγώνας μας μπορεί να είναι μονάχα για την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση.
πηγή: la oveja negra