[Λονδίνο 2010] Συνέντευξη με την αναρχική Jean Weir

σε μορφή pdf εδώ

~ Λοιπόν, πώς βρέθηκες να έχεις συλληφθεί στις 19 Σεπτέμβρη 1994, μαζί με τέσσερις άλλους αναρχικούς (τον Αντόνιο Μπουντίνι, τον Χρήστο Στρατηγόπουλο, την Εύα Τζιούτζια και τον Κάρλο Τέσσερι), και να κατηγορείσαι για ένοπλη ληστεία σ’ αγροτική τράπεζα του Ροβερέτο (στο Σερραβάλλε) της Ιταλίας; Πώς κύλησε η ζωή σου μέχρι την έκβαση αυτήν;

Πώς βρέθηκα να ’χω συλληφθεί κείνη τη μέρα της 19ης Σεπτέμβρη 1994; Ε, προφανώς δεν ήτανε «το τέλειο έγκλημα»… ένας δυο χωρικοί είδανε κάτι τύπους να πηδάνε ένα φράχτη μες στο δάσος στα βουνά Τσίτζολα, κι εξαπολύθηκε μαζικό «ανθρωποκυνηγητό», και σε μερικές ώρες μάς είχαν μαγκώσει όλους. Μα θαρρώ πως δεν εννοείτε ακριβώς αυτό. Με ρωτάτε πώς τσούλησε η ζωή μου ως εκείνη τη στιγμή. Θα προσπαθήσω ν’ απαντήσω στο ερώτημα· φαίνεται να υπονοεί πως η όλη κατάσταση ήταν μια κάποια κλιμάκωση προς την οποία τραβούσε η ζωή μου. Στην ουσία δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Αν τα πράγματα είχανε πάει διαφορετικά, και δεν είχαμε πιαστεί, κανένας ποτέ δε θα γνώριζε το συμβάν. Θα επρόκειτο απλά για «μια μέρα στη ζωή» μιας χούφτας αναρχικών συντρόφων.

Δε θεωρώ ότι πρόκειται για κάτι το εξαιρετικό όποτε αναρχικοί αποφασίζουν να πάρουν πίσω μερικά απ’ όσα έχουν κλέψει απ’ όλους μας – έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της επιβίωσης όπως κάθε άλλος απόβλητος, κι άλλωστε δεν είμαστε διατεθειμένοι απλά να «επιβιώνουμε», αλλά επιθυμούμε να πορευτούμε πέραν των περιορισμών της φτώχειας και να πράξουμε επί της πραγματικότητας. Μερικοί σύντροφοι πιστεύουν ότι η απαλλοτρίωση θα ’ναι μια μαζική εκδήλωση όπου οι εκμεταλλευόμενοι θα περάσουν όλοι μαζί στην πράξη μια σπουδαία μέρα, ενώ άλλοι δεν είναι διατεθειμένοι να περιμένουνε ως την αιωνιότητα για να συμβεί αυτό, ή να περάσουν όλη τους τη ζωή υπό το ζυγό της εκμετάλλευσης, ούτε και να παίρνουν μέρος στην εκμετάλλευση άλλων.

Κοιτώντας πίσω στο χρόνο, αυτό που υπήρξε εξαιρετικό ήταν το γεγονός ότι είχαμε συντρόφια με τα οποία ήταν εφικτό να κουβεντιάσουμε για οτιδήποτε και πιθανώς να δράσουμε από κοινού ως αποτέλεσμα των συζητήσεών μας. Λέω εξαιρετικό παρ’ ότι εκείνον τον καιρό ήτανε κάτι το σύνηθες. Αυτή η εις βάθος γνώση τού ενός για τον άλλον (και του εαυτού σου) είναι απόρροια του να βρίσκεσαι σ’ έναν κοινό αγώνα –διαδηλώσεις, συναντήσεις, συζητήσεις, δράσεις, κ.λπ.– στη διάσταση ενός άτυπου αναρχικού κινήματος. Οι σχέσεις μεταξύ συντρόφων βαθαίνουν, καθένας αποκτάει πραγματική γνώση για τον άλλον, όχι μονάχα για τις στοχεύσεις μας αλλά για το πώς είμαστε ως άτομα, τον τρόπο με τον οποίον αντιδράμε, τις δυνάμεις και τις αδυναμίες μας. Από ένα τέτοιο σημείο, νομίζω πως είναι φυσιολογικό για συντρόφους που ξέρουν κι εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον να εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο σε ορισμένα ζητήματα και ν’ αποφασίσουν να πειραματιστούν προκειμένου να ωθήσουν τον αγώνα τους παραπέρα και να διανοίξουν νέες δυνατότητες σε οποιονδήποτε τομέα. Για τους αναρχικούς, η απουσία ιεραρχίας αφορά επίσης τη δράση. Όταν πραγματώνεται σε μια προταγματική διάσταση με μιαν ατόφια τάση προς τη λευτεριά, η εγκυρότητα οποιασδήποτε δράσης εξαρτάται κι απ’ την ύπαρξη όλων των άλλων.

~ Τα μίντια και το ιταλικό κράτος επιδόθηκαν σ’ έναν παροξυσμό αναφορικά με τη δίκη, όμως εσύ πώς βίωσες την αλληλεγγύη από άλλους αναρχικούς και εξεγερμένους κατά τη διάρκεια της νομικής διαδικασίας και της έκτισης φυλάκισής σου;

Για την ακρίβεια το πράγμα εξελίχθηκε σε δύο δίκες… ή μάλλον, σε τρεις. Πρώτα έγινε η δίκη για την εν λόγω ληστεία, ύστερα κατηγορηθήκαμε για δύο ακόμη ληστείες στην περιοχή, κι έτσι παραπεμφθήκαμε σε δεύτερη δίκη (αυτή κράτησε πολλούς μήνες), στη διάρκεια της οποίας ωρίμασε η πεντίτα («μετανοημένη τρομοκράτης»), επιφέροντας τη διαβόητη «δίκη Μαρίνι». [Βλ. σχετικά: 1, 2, 3, 4, 5.] Τα τοπικά μέσα πράγματι επιδόθηκαν σ’ έναν παροξυσμό αμέσως μετά τη ληστεία του Σερραβάλλε (κοντά στο Ροβερέτο): υπήρχανε όλα τα συστατικά για το μιντιακό κοκτέιλ «τρομοκρατικής τρομάρας» – ξένοι, αναρχικοί, όπλα, ληστεία, κ.ο.κ. Μα αυτό δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν ανά την Ιταλία.

Οι αναρχικοί/-ές απ’ το Ροβερέτο και τη γύρω περιοχή δώσανε άμεση και άνευ όρων απάντηση. Η αλληλεγγύη τους ήτανε παθιασμένη, και παιγνιώδης ώρες ώρες. Υποστήριξαν την ταυτότητα των συλληφθέντων συντρόφων, υπεραμυνόμενοι/-ες την ταυτότητά μας ως αναρχικών εντός μιας καλά αρθρωμένης καταγγελίας του ρόλου των τραπεζών, προτάσσοντας την εγκυρότητα της ληστείας τραπεζών, μέσα από αφίσες, φυλλάδια, διαδηλώσεις, ανοιχτές συνελεύσεις κ.ά.

Λίγο καιρό μετά τις συλλήψεις μας, πρωτοκυκλοφόρησε η δεκαπενθήμερη αναρχική εφημερίδα Canenero. Θεωρώ δίκαιο να πω ότι, παρόλο που θα μπορούσε να έχει βγει κάποια στιγμή αργότερα, για διάφορους λόγους η σύλληψή μας ήτανε καταλυτικής σημασίας για την κυκλοφορία της την περίοδο όπου πρωτοεκδόθηκε. Περίμενα τις σελίδες της με ανυπομονησία, κι η επίγνωση ότι πολύ κοντινά μου συντρόφια εργάζονταν μέρα νύχτα για να την εκδίδουν ήταν σαν αστραποβόλημα που φώτιζε εκείνη την αρχική περίοδο εγκλεισμού. Συνέβησαν τόσο πολλά άλλα πράγματα· είναι δύσκολο να καταγράψω τα πάντα. Απ’ την πρώτη στιγμή αναρχικοί/-ές κατέφταναν απ’ όλη την Ιταλία για να παραστούν στις συνεδριάσεις, η αίθουσα του δικαστηρίου ήτανε πάντοτε γεμάτη, και καμιά φορά γινόταν το αδιαχώρητο απ’ το μεγάλο αριθμό συγκεντρωμένων συντρόφων.

Θυμάμαι τα τεράστια BACI («φιλιά») και τ’ αλφάδια που ’χανε γραφτεί με κραγιόν στο τζάμι ενός παραθύρου που βρισκόταν λίγο ψηλότερα απ’ την αίθουσα του δικαστηρίου, αφού σε κάποιους/-ες δεν είχε επιτραπεί η είσοδος, και κατέλαβαν ένα απέναντι κτήριο για να στείλουν τους χαιρετισμούς τους από ψηλά… θυμάμαι την είδηση ότι 150 μηχανήματα αυτόματης ανάληψης μετρητών στην περιοχή είχαν σαμποταριστεί με κόλλα, με συνέπεια μία απ’ τις τράπεζες να αποσύρει τις αξιώσεις της για ζημίες… θυμάμαι το πανό με τις ευχές γενεθλίων που ξεδιπλώθηκε στο δικαστήριο όταν μια συνεδρίαση συνέπεσε με την ημερομηνία γέννησής μου…

Φωτοβολίδες και πυροτεχνήματα πετάχτηκαν προς τη φυλακή του Τρέντο κατά τη διάρκεια μιας ακρόασης στο τοπικό δικαστήριο, με αποτέλεσμα μια σειρά συντρόφων να λάβουν διαταγές απέλασης από την περιοχή. Τον καιρό που βρισκόμουνα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Βιτσέντσα –μια τρομακτική χωματερή, κι ιδίως η γυναικεία της πτέρυγα– συντρόφια νοίκιασαν ένα πούλμαν την πρωτοχρονιά και πραγμάτωσαν αυθόρμητη διαδήλωση με φωτοβολίδες, πανό και βόμβες χρωμάτων, μια ενέργεια που εμπεριείχε ρίσκο, μιας κι η Βιτσέντσα γειτνίαζε άμεσα με την αμερικανική βάση του ΝΑΤΟ. Όταν είχα πια αποφυλακιστεί, έμαθα ότι όλοι κι όλες τους τα περάσανε καλά και πήγανε να γλεντήσουν όλη τη νύχτα κάπου στα βουνά. Την επόμενη μέρα ένα ελικόπτερο της αστυνομίας εμφανίστηκε στο προαύλιο άσκησης των γυναικών, και παρέμεινε εκεί μέχρι τη μέρα που μεταφέρθηκα στη φυλακή Όπερα στο Μιλάνο. Εκείνη η διαδήλωση αγάπης και αλληλεγγύης συνεισέφερε ώστε τελικά να με πάρουν άρον άρον από ’να αηδιαστικό μέρος, χωρίς να χρειαστούν γλειψιματικές «επιστολές προς τη διοίκηση της φυλακής» ή οτιδήποτε παρόμοιο.

Αυτές είναι μερικές απ’ τις στιγμές που ξεχωρίζουν στη θύμησή μου ως προς την πρώτη περίοδο εγκλεισμού. Αργότερα, μετά την εφεύρεση της «μετανοημένης», «πρώην στρατευμένης» σε μία επινοημένη ένοπλη συμμορία όπου υποτίθεται πως ανήκαμε όλες κι όλοι μας, πολλοί σύντροφοι συνελήφθησαν ή πέρασαν στην παρανομία για να συνεχίσουν τον αγώνα. Ξέρω ότι πολλά απ’ τα εναπομείναντα συντρόφια είχαν έντονες συζητήσεις προκειμένου να συμφωνήσουν μεταξύ τους και ν’ αποφασίσουν τι μέλλει γενέσθαι, αλλά δε γνωρίζω γι’ αυτή την περίοδο τόσα όσα για την προηγούμενη.

Οι ερωτήσεις σας με πήγανε πίσω σ’ αυτούς τους όχι και τόσο μακρινούς καιρούς, κι η θύμηση της αλληλεγγύης με πλημμυρίζει με μια τεράστια λάμψη. Ήτανε καταπληκτική. Μονάχα κάποιος που ’χει βιώσει παρόμοιες στιγμές μπορεί να καταλάβει για τι πράγμα μιλάω, κι όπως βλέπετε, δεν μπορώ να στριμώξω σε λίγες μόνο γραμμές την απάντηση στο ερώτημα αυτό, έστω κι αν οτιδήποτε αναφέρω είναι μονάχα ένα ελάχιστο μέρος των πράξεων συντρόφων μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, επί σειρά ετών.

Μια αναρχική επιτροπή υπεράσπισης που ’χε διαμορφωθεί νωρίτερα έγινε εξαιρετικά δραστήρια στην εξεύρεση δικηγόρων, στο συντονισμό των συνεισφορών από συναυλίες οικονομικής ενίσχυσης, κ.λπ., και στη δημοσίευση τακτικών ενημερώσεων αναφορικά με την όλη κατάσταση, η οποία έμελλε να εξελιχθεί σε μια σύνθετη κατασταλτική επίθεση εναντίον ενός μεγάλου κομματιού του αναρχικού κινήματος…

Ο σύντροφος που έστελνε τις χρηματικές εντολές κατηγορήθηκε πως είναι «θησαυροφύλακας» της παράνομης οργάνωσης –η οποία κι ανήκε στο χώρο του φανταστικού και είχε εφευρεθεί απ’ τον εισαγγελέα Μαρίνι από κοινού με τις ειδικές δυνάμεις των καραμπινιέρων– και εκδόθηκε ένταλμα για τη σύλληψή του. Το συντρόφι που σήκωνε το μεγαλύτερο βάρος των δραστηριοτήτων της επιτροπής κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση ενός εσωτερικού υπομνήματος της αστυνομίας το οποίο είχε σταλεί στον ελεύθερο ραδιοφωνικό σταθμό Radio Blackout στο Τορίνο. Αργότερα και οι δύο απαλλάχθηκαν των κατηγοριών, ή κατέπεσε το κατηγορητήριο που ’χε σχηματιστεί εις βάρος τους.

Στη διάρκεια των διαφόρων κατασταλτικών φάσεων, χιλιάδες αφίσες τυπώθηκαν και τοιχοκολλήθηκαν σε όλες τις μεγάλες κωμοπόλεις και πόλεις, αλλά και σε πολλά μικρά χωριά – όπου κι αν υπήρχαν αναρχικοί/-ές που θέλανε να δείξουν την αλληλεγγύη τους.

Αντί να παραμείνει μια σαφέστατη υπόθεση λίγων συντρόφων που «πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω», για την οποία δεν υπάρχουν και πολλά να πει κανείς, το πράγμα είχε εξελιχθεί σε δίωξη περίπου 60 αναρχικών για ένταξη σε παράνομη οργάνωση, εξέγερση ενάντια στο κράτος, κ.λπ., με κατηγορητήρια που επέσυραν πολλαπλές ποινές ισόβιας κάθειρξης.

Τα πάντα στήθηκαν γύρω απ’ τις «ομολογίες» της εικοσάχρονης φιλενάδας του Κάρλο –ενός απ’ τα άτομα που ’χανε συλληφθεί μαζί μου–, η οποία είχε επιλεγεί από τη μονάδα ειδικών επιχειρήσεων ROS επειδή ήτανε νεαρή και δυνητικά ευεπηρέαστη, και θα μπορούσε να σκιαχτεί ώστε να συνεργαστεί με την αστυνομία και το δικαστικό σώμα. Αυτή δήλωσε πως ήταν «πρώην μέλος» της «συμμορίας» κι ότι είχε συμμετάσχει σε μία από τις ληστείες στην περιοχή του Τρέντο. Ο τρόπος που ξεπήδησε η ιστορία ήταν τόσο παράλογος, που ’τανε σχεδόν για γέλια, αλλά το πράγμα άρχισε να παίρνει αρκετά σοβαρή τροπή – διενεργήθηκαν εκατοντάδες επιδρομές σε χώρους σ’ όλη την Ιταλία, και πολλοί σύντροφοι κατέληξαν στη φυλακή, ενώ κάποιοι προέβησαν σε απεργία πείνας ωσότου αφεθούν ελεύθεροι. Υπήρξε ευρεία καταγγελία της πλεκτάνης αυτής εναντίον αναρχικών, που είχε γίνει πια βασική πηγή ενημερώσεων: ατελείωτες συναντήσεις, επιθέσεις στον Τύπο, φρακάρισμα εισόδων με κόλλα σε σταθμούς του μετρό την πρώτη μέρα της δίκης Μαρίνι, διαδηλώσεις, περιοδεύουσες παρουσιάσεις, και ούτω καθεξής.

Πέραν όμως των συλλήψεων, είχε παίξει μια πλήρης διαστρέβλωση των αναρχικών μεθόδων, και δεκάδες χιλιάδες φυλλάδια τυπώθηκαν και μοιράστηκαν σε όλη την επικράτεια καταγγέλλοντας αυτό το γεγονός. Πραγματοποιήθηκαν πολλές δράσεις, και πλέον παράγονταν φυλλάδια και αφίσες σε όλη τη χώρα, ύστερα από αναρίθμητες συναντήσεις ομάδων και ατόμων απ’ όλη την Ιταλία. Γίνονταν τακτικές παρεμβάσεις σ’ ελεύθερα ραδιόφωνα. Δράσεις αλληλεγγύης έλαβαν χώρα και στη Γερμανία, στην Ελλάδα και στην Ισπανία. Μια σύντροφος απ’ τη Γερμανία έβγαλε μια δίγλωσση εφημερίδα, μετέφραζε πολλά ιταλικά κείμενα –θεωρητικά κείμενα εννοώ, που δε σχετίζονταν με την καταστολή– και διοργάνωνε εκδηλώσεις ενίσχυσης και συναντήσεις. Επίσης η ίδια μου στάθηκε, με πολλούς τρόπους, όλα τα χρόνια που έμεινα μέσα. Έλαβα μπόλικες επιστολές, και τηλεγραφήματα, και κάρτες, που μου μετέφεραν θερμές ευχές, πάθος, χρώμα, αλληλεγγύη από συντρόφια σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου.

~ Μπορείς να μας μιλήσεις για την εμπειρία σου απ’ τη φυλακή και τις συνθήκες, τις ευκαιρίες για εξέγερση, κ.ο.κ.; Πώς ήταν η σχέση σου με τις άλλες κρατούμενες;

Αυτό κι αν είναι μεγάλη ιστορία… Από πού ν’ αρχίσω; Πρώτα απ’ όλα να πω ότι δεν ήμουν μόνο σε μία αλλά σ’ εφτά φυλακές στη διάρκεια εκείνων των ετών, και πέρασα μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα σε μια κλούβα, μεταγόμενη με χειροπέδες μεταξύ Μιλάνου και Τρεντίνο, κοιτώντας μέσα απ’ τις σχισμές στα μεταλλικά παράθυρα για να ξεκλέψω ματιές στα βουνά ή στα περιβόλια που ανθίζανε, όσο η δίκη στο Τρέντο διάνυε τη διεστραμμένη της πορεία. Οι συνθήκες σε καθεμία απ’ αυτές τις φυλακές ήταν αρκετά συγκεκριμένες, και διέφεραν εν πολλοίς μεταξύ τους. Ωστόσο υπάρχουν μερικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν όλες τις γυναικείες φυλακές – είναι πολύ μικρότερες απ’ τις ανδρικές, και συχνά έχουν πολύ λιγότερες εγκαταστάσεις για εκπαιδευτικές ή ψυχαγωγικές ανάγκες, ή μερικές φορές δεν έχουν και καθόλου.

Το πρώτο πράγμα που μου χτύπησε και μ’ ενόχλησε ήταν ότι ήμουνα μόνη – θέλω να πω, κρατιόμουνα χωριστά απ’ τα συντρόφια μου, που για μεγάλο διάστημα μοιράζονταν ένα κελί, έτσι είχαν μπόλικες ευκαιρίες να μιλήσουν, να γελάσουν και γενικά ν’ αντιμετωπίσουν από κοινού την κατάσταση. Κρατηθήκαμε χώρια με την Εύα, η οποία ευτυχώς αποφυλακίστηκε περίπου ένα μήνα μετά τη σύλληψή μας. Είχα περάσει παρόμοιες καταστάσεις στο παρελθόν, οπότε ήξερα ακριβώς τι παίζει, και μάζευα δυνάμεις. Η αλληλεγγύη εκτός των τειχών, στην οποία αναφέρθηκα, είναι βέβαιο ότι έθρεψε βαθιά τη δύναμή μου, αλλά υπήρχαν πολλά που συνέβαιναν μέσα μου και γύρω μου που θα ’θελα να έχω κουβεντιάσει με δικές μου συντρόφους, κι αυτό ήταν αδύνατον. Εννοώ ακόμη και μερικά ψιλοπράγματα της φυλάκισης – ή μάλλον, τα πάντα είναι ψιλοπράγματα, μα μπορεί να ’ναι βαριά ανά περιόδους. Αντίκτυποι απ’ το παροιμιώδες «πέταγμα της πεταλούδας» μπορούν να κάνουν τον κύκλο τους ανά πάσα στιγμή, σαν βαρύ μπούμερανγκ, κι ακόμη και οι σκέψεις ενός ατόμου φαίνεται ν’ αποκτούν (ή ίσως την έχουνε ούτως ή άλλως) μια γερή ικανότητα επενέργειας στην πραγματικότητα.

Νομίζω ότι μένοντας κανείς απλά ζωντανός, διαφυλάσσοντας την ατομικότητά του και κρατώντας το πνεύμα –και το κεφάλι του– ψηλά είναι από μόνα τους μια μορφή ανταρσίας στο πλαίσιο ενός θεσμού που είναι σκόπιμα φτιαγμένος για να πατάει τους ανθρώπους κάτω και να τους εξευτελίζει. Τα πράγματα ήτανε πολύ διαφορετικά τότε σε σύγκριση με ό,τι ήταν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 στην Ιταλία, όταν χιλιάδες συντρόφων είχαν μπει στη φυλακή, συχνά κρατούμενοι σε ειδικά προσαρμοσμένες φυλακές υψίστης ασφαλείας. Η εξέγερση ήταν μια σταθερά, μια αναγκαιότητα και μια συνέχιση του αγώνα που μαινόταν έξω, παίρνοντας σχεδόν τη θέση του, προτού κάνει την εμφάνισή της η ρεφορμιστική μεταστροφή πολλών απ’ τους μαρξιστές-λενινιστές αρχηγούς.

Σήμερα, ειδικά αν μιλάμε για γυναίκες, ίσως να πρόκειται για πολύ μικρό αριθμό, να βρίσκονται μέσα για οποιονδήποτε λόγο από μια ολόκληρη γκάμα αιτίων (καλύτερα οι αναρχικοί να μην αυτοκηρύσσονται πολιτικοί κρατούμενοι· άμα καταλήξουν σε «πολιτικές» πτέρυγες είναι επειδή το κράτος τούς χώνει εκεί πέρα για να τους αποτρέψει απ’ το να «μολύνουν» λοιπούς κρατουμένους). Στην πραγματικότητα, σε μερικές απ’ τις μικρές φυλακές όπου ήμουνα, αρχής γενομένης απ’ το Ροβερέτο, όσο τους έπαιρνε δεδομένων των περιοριστικών συνθηκών, με κρατούσαν χώρια απ’ τις άλλες φυλακισμένες. Οι ανθρωποφύλακες δεν είχανε συνηθίσει να βλέπουν τα φυλλάδια που φτάνανε στην αλληλογραφία μου, και τα χέρια τους κυριολεκτικά τρεμούλιαζαν μόλις έρχονταν σ’ επαφή με ορισμένα τέτοια κείμενα, κι έτσι με μετήγαγαν από ’κεί όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Το μόνο πράγμα που θυμάμαι απ’ τη φυλακή στο Τρέντο είναι ένας νυχτερινός σεισμός, μετά τον οποίο πέρασα μια ώρα και βάλε προσπαθώντας ν’ αποφασίσω τι πρέπει να κάνω σε αναμονή άλλης δόνησης, ώσπου αποκοιμήθηκα. Δεν έχουνε όμως ευτυχή έκβαση όλα αυτά τα συμβάντα: 8 κρατούμενες (και δυο γυναίκες δεσμοφύλακες) σκοτώθηκαν παγιδευμένες σε πυρκαγιά που ξέσπασε στη φυλακή Λε Βαλλέττε στο Τορίνο το 1986. Μαρτυρίες κρατουμένων στη Νέα Ορλεάνη παγώνουνε το αίμα απ’ τη φρίκη, για ν’ αναφέρουμε μονάχα ενδεικτικά παραδείγματα. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι –πέρα από τ’ ανέκδοτα και τις θύμησες– η φυλακή απαρτίζεται από τόσο πολλά θωρακισμένα κουτιά όπου εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο είναι κλειδωμένοι μέρα νύχτα. Οι τελευταίοι είναι όμηροι του κράτους και ζουν στο έλεος μιας ιεραρχίας άθλιων δειλών 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.

Η γυναικεία πτέρυγα στο Τρέντο έκλεισε, και μεταφέρθηκα στη Βιτσέντσα, που ανέφερα προηγουμένως. Το τμήμα των γυναικών αποτελούνταν από δυο σειρές αντικρινών κελιών. Το πρωί άνοιγαν τις βαριές σιδερένιες πόρτες, αφήνοντας κλειδωμένη μια δεύτερη πύλη με κάγκελα. Και αυτή ήταν η «φυλακίσια συνθήκη» για το υπόλοιπο της μέρας. Χλομά αδυνατισμένα κορίτσια περνούσαν όλη τη μέρα τους στο κρεβάτι, επειδή ναι μεν υπήρχε μια αυλή για άσκηση, αλλά είχε τσουχτερό κρύο έξω (η Βιτσέντσα βρίσκεται σε ορεινή περιοχή). Ο χρόνος άσκησης είναι θεσπισμένος με κοινοβουλευτικό διάταγμα, αλλά πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι υπάρχει κι «ελάχιστη παραμονή». Η υποχρεωτική παραμονή δυο ωρών σε μια τεράστια έκταση από μπετόν αρμέ, μέσα σε τσουχτερό κρύο, όπου δεν έβρισκε κανείς τίποτε να κάνει, ήταν πάρα πολύς χρόνος για τις περισσότερες, και οι δεσμοφύλακες ήτανε πολύ ευτυχείς που τη σκαπούλαραν απ’ το καθήκον του κλειδώματος και ξεκλειδώματος τάδε αριθμού πυλών πρόσβασης στο προαύλιο.

Έτσι, ξεκίνησε η μάχη, στην αρχή «με το καλό», επισημαίνοντας την κατάσταση στο ιατρικό προσωπικό, γράφοντας συλλογικά αιτήματα προς τη διεύθυνση των φυλακών, κ.λπ., αλλά εις μάτην. Ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσεις στις άλλες κρατούμενες, γιατί εκτός απ’ το εξωτερικό προαύλιο υπήρχε μονάχα άλλο ένα δίωρο «κοινωνικότητας» τη μέρα, για το οποίο έπρεπε να υπογράψεις εκ των προτέρων, κατονομάζοντας μια κρατούμενη που θα μπορούσε να κλειδωθεί μαζί σου ή την οποία θα μπορούσες να «επισκεφτείς». Παρ’ όλα αυτά, καταφέραμε όλες μας να συμφωνήσουμε ότι θα βγαίναμε στην αυλή την επόμενη μέρα και, σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας, θ’ αρνούμασταν να ξαναμπούμε όταν περνούσε το δίωρο του προαυλισμού. Αυτή η στάση, στο πλαίσιο της φυλακής, ισοδυναμεί με εξέγερση. Έφτασε λοιπόν εκείνη η μέρα. Η παρουσία δεσμοφυλάκων απ’ τον τομέα των ανδρών τού κάτω ορόφου ήρθε σαν επιβεβαίωση ότι τα σχέδια όλων μας είχανε ματαιωθεί. Λίγο αργότερα (κάτι που συνέβη την περίοδο αμέσως μετά τη διαδήλωση της πρωτοχρονιάς) η συγκρατούμενη Κ. απ’ το γειτονικό μου κελί και εγώ «φαντασματοποιηθήκαμε», δηλαδή μας μετήγαγαν απότομα από τη φυλακή, χωρίς κανενός είδους προαναγγελία: εμένα με πήγανε στην «πολιτική πτέρυγα» της φυλακής Όπερα στο Μιλάνο, και την Κ. την ξεφορτώθηκαν σε κάποια επαρχιακή φυλακή απομακρυσμένη από πόλεις. Μ’ αυτήν τη μακρά περιγραφή προσπαθώ να καταδείξω πώς μια απλή απόπειρα ν’ αποκτήσει κανείς ένα βασικό «δικαίωμα» καταλήγει να θεωρείται επικίνδυνη απειλή έναντι της τάξης και της υποταγής.

Γεγονός είναι πως πρέπει να παίρνει κανείς υπόψη το πλαίσιο για το οποίο μιλάμε. Δεν μπαίνεις στη φυλακή λέγοντας: άτσα, μπόλικος κόσμος κλειδαμπαρωμένος, εδώ πέρα υπάρχει γόνιμο έδαφος για ανταρσία, ας κάνουμε μια προσπάθεια. Καταρχήν οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πολλά προβλήματα, και απλά δεν τους ενδιαφέρει πώς ορίζεις εσύ τον εαυτό σου, και προσωπικά δεν προσπάθησα να κάνω κάτι τέτοιο, πέραν του τρόπου με τον οποίο σχετιζόμουνα μαζί τους και με τον περίγυρο, αν και σε ορισμένες φυλακές υπήρχανε «πολιτικοί» που ξέρανε για μας. Αυτό είναι κάτι άλλο. Στην κανονική ροή των γεγονότων, όταν βρίσκεσαι στη φυλακή νομίζω πως δουλειά σου είναι να τη βγάλεις ως φυλακισμένος/-η, και να συνεχίσεις να ζεις τη ζωή σου υπό «αλλιώτικες» συνθήκες, και να προσπαθείς να συμβάλεις στο ν’ ανέβουν οι τόνοι σε μια κατά τ’ άλλα θλιβερότατη πραγματικότητα. Οι περισσότερες απ’ τις γυναίκες μέσα είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι είμαστε εμείς. Πολλές έχουνε παιδιά, που μερικές φορές βρίσκονται χιλιάδες μίλια μακριά, και ανησυχούν γι’ αυτά όλη την ώρα. Εμείς είμαστε προνομιούχοι επειδή έχουμε συντρόφους, αλληλεγγύη, άριστους δικηγόρους που ’ναι συχνά κι οι ίδιοι σύντροφοι.

Έχοντας αυτά κατά νου, ήτανε σπουδαία η εμπειρία του συναπαντήματος με τόσο πολλούς διαφορετικούς μουρλαμένους ανθρώπους, που σε άλλη περίπτωση δε θα είχε κανείς συναντήσει εξαιτίας προσωπικών επιλογών κι όλων των γκέτο στα οποία έχουμε υποδιαιρεθεί «τ’ αποβράσματα του ντουνιά»: τσιγγάνες, τοξικομανείς, «φόνισσες», «ιστορικές αρχηγούς» από μια φορά κι έναν καιρό, πόρνες, «βαποράκια» (κυρίως όσες πιάστηκαν για ενδοσωματική μεταφορά κοκαΐνης), κ.λπ. Και βίωσα μερικές έντονες και ώρες ώρες σπαρταριστές στιγμές. Μην παρεξηγηθώ· η φυλακή δεν ήτανε «οι καλύτερες μέρες της ζωής μου». Όμως, όταν μια σειρά από πολύ ιδιαίτερα ανθρώπινα πλάσματα, που εξαναγκάζονται να συμβιώνουν ενάντια στη θέλησή τους, τα βολεύουν ώστε να έρθουνε κοντά στη βάση αυτού του κοινού παρονομαστή κι απλά να είναι ο εαυτός τους για μια στιγμή με τις εξαιρετικές τους ιδιοσυγκρασίες, προκύπτει μια παράξενη αλχημεία που υπερβαίνει όλα τα τείχη και μετατρέπεται σ’ αληθινή στιγμή ελευθερίας, κι απειλή για το κατεστημένο της φυλακής.

Βέβαια, κάλλιο να είχαμε σωριάσει κάτω τα τείχη στ’ αλήθεια. Πολλές απ’ αυτές τις γυναίκες εξακολουθούν να είναι έγκλειστες. Ακόμη περισσότερες έχουν βρεθεί κατόπιν ανάμεσά τους. Ρωτήσατε για την αλληλεγγύη, και δεν μπορώ να ολοκληρώσω αυτό τ’ ονειροπόλημα χωρίς ν’ αναφερθώ σε μία αξέχαστη στιγμή αλληλεγγύης που βίωσα απ’ τις άλλες κρατούμενες. Όπως είπα, λάμβανα κάμποση αλληλογραφία που δεν περνούσε επισήμως λογοκρισία, μεταξύ των οποίων ήταν ολόκληρη η συλλογή της Canenero και μια σημαντική ποσότητα παλιότερων φύλλων της ιταλικής αναρχικής εφημερίδας ProvocAzione, που έβγαινε τη δεκαετία του ’80. [Βλ. σχετικά: 1, 2.] Στη φυλακή Όπερα, πήρανε τα παλιότερα αυτά φύλλα απ’ το κελί όπου ήμουνα ύστερα από έναν έλεγχο ρουτίνας, προβάλλοντας μερικές ισχνές δικαιολογίες όπως «κίνδυνος πυρκαγιάς», «αποκτήθηκαν παρατύπως» και τα ρέστα. Ήτανε προφανές πως το ίδιο το περιεχόμενο σίγουρα δεν ήταν αρεστό σε όσους είχανε διασταυρωθεί με το έντυπο αυτό υλικό. Είχα εξοργιστεί, κι απαίτησα να μου επιστραφούν οι εφημερίδες μου.

Όποιος/-α έχει κάνει φυλακή θα ξέρει ότι δεν παίζει τέτοιο πράγμα, δηλαδή «απαίτηση και απόκριση»· ακόμα και το πιο ασήμαντο αίτημα, όπως το να πάρεις άδεια για να προμηθευτείς ένα ζευγάρι κάλτσες, πρέπει να περάσει ολόκληρη διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει βδομάδες. Δεν ήμουν διατεθειμένη να περιμένω, και για να μην τα πολυλογώ κατέληξα να στήσω διαμαρτυρία με την απλή άρνηση να φύγω απ’ το προαύλιο και να κλειδωθώ μετά την περίοδο άσκησης. Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν ότι κατάφερα να μου δοθεί ακρόαση με το αρχικουμάντο της ανδρικής φυλακής· πήρα τελικά τις εφημερίδες μου πίσω, και η μισητή αρχιφύλακας της γυναικείας φυλακής έγινε μπουχός για μερικές εβδομάδες, κάτι που έδωσε σε όλες μια ανάσα. Το αμέσως επόμενο αποτέλεσμα ήταν να με συνοδεύσουν σ’ ένα είδος «εσωτερικού δικαστηρίου» τη Δευτέρα το πρωί, υπό την προεδρία του διευθυντή των φυλακών και παρουσία ανθρωποφυλάκων, μπάτσων, ψυχολόγων και πάει λέγοντας. Η ετυμηγορία: ένοχη για ανυποταξία. Η τιμωρία: δυο βδομάδες στο πειθαρχικό κελί. Αυτό το νέο τις τάραξε όλες μες στην πτέρυγα, πολλές εκ των οποίων ήταν «στη στενή» για σχεδόν είκοσι χρόνια. Δυο με τρεις μέρες κρατούσαν οι σπάνιες πειθαρχικές ποινές στη φυλακή Όπερα. Αφού εξετάστηκα από γιατρό που υπέγραψε πως ήμουν σε καλή φόρμα να βγάλω την ποινή (οι γιατροί έχουνε πάντα τον τελευταίο λόγο, ακόμα και στην πτέρυγα των θανατοποινιτών…), με πήρανε σηκωτή στο μπλοκ της απομόνωσης, όπου επρόκειτο να μένω κλειδωμένη έως και 22 ώρες τη μέρα, έχοντας μονάχα τα στοιχειώδη: τις αναρχικές εφημερίδες μου (σιγουρεύτηκα πως θα τις πάρω μαζί), ένα δυο βιβλία, ένα λεξικό κι ένα ραδιοφωνάκι.

Είχε ανατεθεί σε δεσμοφύλακες να μπαστακώνονται απ’ την άλλη πλευρά της μεταλλικής πόρτας, παίρνοντας μάτι απ’ το ρουφιάνο, και να με βγάζουν για ξεμούδιασμα σε μια μικρή τρισάθλια αυλή για μία ώρα τα πρωινά και μία τ’ απογεύματα. Οποιαδήποτε τολμούσε να μου μιλήσει, θ’ αντιμετώπιζε παρόμοια πειθαρχικά μέτρα. Αφού πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας σ’ εμπόλεμη κατάσταση με τα κουνούπια (ήτανε μέσα Αυγούστου, με 40 βαθμούς), ξύπνησα απ’ τον ήχο ενός θορυβώδους ραπαρίσματος ακριβώς έξω απ’ το παράθυρο. Ρίχνοντας μια ματιά προς τα κάτω, αντίκρισα τα κορίτσια που εργάζονταν στον κήπο να χορεύουνε συγχρονισμένες ανάμεσα στα φυτά, ραπάροντας την όλη ιστορία. Τρελός σαματάς! Μετά, όταν με βγάλανε για «να πάρω αέρα», όλες οι γυναίκες στον τομέα βρίσκονταν στα παράθυρά τους, και βάλθηκαν να τραγουδάνε ολάκερο ρεπερτόριο από τραγούδια αγάπης και μάχης, με τις φωνές στα ύψη. Επικράτησε τέτοιο κομφούζιο, που οι ανθρωποφύλακες χρειάστηκαν να με τσιμπήσουν από κείνη τη βρομερή αυλή, και να με πηγαίνουν πια στο χώρο άθλησης ν’ ασκούμαι δυο φορές τη μέρα. Κατά τ’ άλλα, αρκεί να πω ότι όλο εκείνο το διάστημα το συσσίτιο όπως ήταν κατέληγε στην τουαλέτα, μιας κι είχα διαρκή τροφοδοσία με φρέσκα τρόφιμα, ζεστό καφέ και διάφορα άλλα· μονάχα όσες είναι φυλακισμένες ενάντια στη θέλησή τους ξέρουν από τέτοια πονηράδα και δημιουργικότητα, περνώντας απαρατήρητες κάτω απ’ τη μύτη κατασκόπων με στολή έξω απ’ το κελί ή ένοπλων φρουρών που περιπολούν στα τοιχώματα. Όταν λήξανε οι δυο βδομάδες, έγινε μεγάλο γλέντι στην πτέρυγα!

~ Μετά που αποφυλακίστηκες, πώς ένιωσες βγαίνοντας «έξω» στην «κοινωνία»;

Κοινωνία; Τι ’ναι αυτό; Νομίζω πως βίωσα την κοινωνία σαν σιδερένια μέγγενη απ’ τη μέρα που γεννήθηκα. Χρειάστηκε να με κλειδώσουν στη σχολική τάξη τις πρώτες δυο βδομάδες που ήμουν στο νηπιαγωγείο. Ίσως το πιο κοντινό που έχω υπάρξει «εντός» της κοινωνίας ήταν όταν βρέθηκα στη φυλακή. Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ αυτό – εκτός κι αν ανακηρύξεις τον εαυτό σου «αιχμάλωτο πολέμου», όπως είπα, και περάσεις το υπόλοιπο του χρόνου που ’χεις να εκτίσεις μόνος, με ειδικό καθεστώς. Η φυλακή είναι ένας μικρόκοσμος του έξω κόσμου, ένα είδος καρικατούρας όπου βρίσκεσαι σφηνωμένος, δεν υπάρχει μέρος να κρυφτείς, έτσι γίνεσαι κοινωνικοποιημένος ως ένα βαθμό είτε σ’ αρέσει είτε όχι, για χάρη των άλλων κρατουμένων και προκειμένου να προσπαθήσεις να κάνεις κάτι με το χρόνο σου· αλλά πάντοτε μέσα σ’ επακριβή όρια.

Όπως κι η κοινωνία απ’ έξω, η δομή της φυλακής είναι πολωτική: διαχωρίζει και αποκλείει τους στασιαστές, και κινείται προς την κατεύθυνση της ένταξης και συμμετοχής ορισμένων άλλων κρατουμένων στον ίδιο τον εγκλεισμό τους. Οι στιγμές που πλησίασα σε απόσταση εκατοστών απ’ αυτήν τη συμμετοχική καταπίεση ήταν οι χειρότερες για μένα, και το είδος της πραγματικότητας στην οποία αποσκοπούν με γέμιζε αηδία. Θες να φτύσεις κατάμουτρα τη δεσμοφύλακα και να της πεις να σκουπίσει το χαμόγελο απ’ τη φάτσα της όποτε έρχεται να σε ξεκλειδώσει το πρωί, αλλά μπορεί και να καταλήξεις να πεις «καλημέρα».

Πρόσφατα ένας σύντροφος απ’ την Ιταλία μου έλεγε ότι, πέρσι που βρισκότανε στη φυλακή, υπήρχαν κάποια απ’ τα παλιά μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που πάντοτε αποκαλούσανε τους ανθρωποφύλακες κωλοτρυπίδες και καθίκια –«σκατάδες» εν πάση περιπτώσει– και πώς τους ζήλευαν πραγματικά γι’ αυτό οι άλλοι κατάδικοι. Αν το ’χανε δοκιμάσει, όμως, θα κατέληγαν με γερούς μώλωπες και μερικά σπασμένα πλευρά.

Σε γενικές γραμμές, καλείσαι να μάθεις τον εαυτό σου να κρατάει μέσα του τη σιχαμάρα που αισθάνεται για το όλο έργο. Βγαίνοντας τέθηκα σε κατ’ οίκον περιορισμό για λίγο καιρό· στη συνέχεια επέστρεψα στο Λονδίνο γιατί εκκρεμούσε εις βάρος μου μία άλλη σύντομη ποινή στην Ιταλία – αφορούσε ένα κλεμμένο όχημα που συνδεόταν με τη ληστεία. Χωρίς να κάνω αισθητή την παρουσία μου, γλίστρησα μες στην γκετοποιημένη μου ύπαρξη εδώ πέρα. Όχι με καμάρι, μπορώ να πω, επειδή μια τέτοια ύπαρξη είναι φίσκα από συμβιβασμό όπως και κάθε άλλη. Δεν υπάρχει πραγματικός αγώνας εδώ, καμία ένταση που να οδηγεί σ’ επίθεση ενάντια σε ό,τι καταπιέζει τόσο εσένα όσο και τους πάντες γύρω σου. Μπορείς να γίνεις ξέφρενη ακτιβίστρια ή να περάσεις λίγο καιρό προσπαθώντας να κάνεις έναν απολογισμό, να «κοινωνικοποιήσεις» τον εαυτό σου εντός αυτής της πραγματικότητας μέχρι ενός σημείου, και να συνεχίσεις τη δραστηριότητά σου με τη δική σου προταγματικότητα (projectuality) όσο καλύτερα μπορείς, πάντοτε στη διάσταση της αναζήτησης συγγενειών και διεξόδων για τον αγώνα όπως εσύ επιθυμείς να τον βιώνεις. Έτσι, σ’ αυτή την ανοιχτή φυλακή είσαι και πάλι ένα απροσάρμοστο, ένα παρείσακτο στοιχείο που παίζει ένα ρόλο και σέβεται τους «κοινωνικούς κανόνες».

~ Η Ιταλία έχει μια μακρά ιστορία εξέγερσης τόσο σε πρόσφατους όσο και σε αλλοτινούς καιρούς. Μπορείς να μας μιλήσεις για κάποιους από τους κοινωνικούς αγώνες εκεί στους οποίους έχεις εμπλακεί;

Στην Ιταλία, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, αν και αυξήθηκε ο αριθμός οργανώσεων που δρούσαν στην παρανομία έχοντας κηρύξει πόλεμο στο κράτος, υπήρχε επίσης ένα διάχυτο εξεγερσιακό κίνημα, κι αυτό ήταν σίγουρα συναρπαστικό, υπήρχε στον αέρα που ανέπνεες ολόγυρά σου. Υπήρξαν πολλά παραδείγματα μαζικών καταλήψεων, καταλήψεων πανεπιστημίων, άρνησης πληρωμής εισιτηρίων, ναύλων σε δρομολόγια λεωφορεία, γευμάτων κ.λπ. σε πόλεις όπως η Μπολόνια, όπου εκατοντάδες νεολαίοι απλά αρνούνταν να πληρώσουν. Πολλές μικρές δράσεις επίθεσης πραγματώνονταν από άτομα ή πολύ μικρές ομάδες ανθρώπων, χωρίς την όλη ρητορική των ένοπλων οργανώσεων, και αυτό τελικά είχε βαθιά επίδραση σ’ εκείνο το κομμάτι του αναρχικού κινήματος που είχε ωθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Υπήρχε μονίμως μια έντονη αίσθηση προταγματικότητας, και νιώθαμε μέρος του αγώνα για τη λευτεριά μαζί με άλλα συντρόφια σ’ αυτό το άτυπο κίνημα. Αυτό εξελίχθηκε σε ό,τι αναφέρεται από κάποιους αναρχικούς ως «εξεγερσιακή μέθοδος» αγώνα. Η εν λόγω ερμηνεία επιχειρεί να προσελκύσει μαζική συμμετοχή στο πλευρό αναρχικών ενάντια σ’ ένα δεδομένο στόχο, με βάση μια συγκεκριμένη οργανωτική υπόθεση. Αυτό απαιτεί διαρκή δέσμευση στον αγώνα κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου. Δεν πρόκειται για ζήτημα μιας μικρής ομάδας αναρχικών που αποφασίζει να επιτεθεί σε ορισμένη έκφραση της εξουσίας, αλλά για μια προσπάθεια να εμπλακεί μεγάλος αριθμός ατόμων αυτοοργανωμένων σε μια γρήγορη διάδοση οργανισμών βάσης –που μπορεί ν’ αποφασίσουν ν’ αποκαλούν τους εαυτούς τους πυρήνες, συνδέσμους ή οτιδήποτε άλλο– και να εφορμήσουνε στο στόχο όλοι κι όλες μαζί. Το νόημα αυτού του τρόπου οργάνωσης είναι ότι δεν μπορεί να γίνει ιεραρχική, αλλά μπορεί να επεκταθεί και να πολλαπλασιαστεί με οριζοντιότητα, και μόλις ο στόχος είναι ορατός και όλα τα εμπλεκόμενα άτομα βιώνουν μια ποιοτική αλλαγή στη σχέση τους προς την εξουσία (απουσία ανάθεσης, λήψη αποφάσεων σε πρώτο πρόσωπο, δημιουργικότητα, κ.ο.κ.), ο αγώνας ενδέχεται να πάει ακόμα και πέρα από το στόχο. Είμαι τυχερή που έζησα μια τέτοια εμπειρία, ακόμη και αν η τελική έκβαση δεν ήταν αυτή που είχαμε επιθυμήσει και για την οποία είχαμε όλοι κι όλες μας δουλέψει σκληρά. Μα αυτό δεν έχει σημασία.

Η περίοδος ήταν τη δεκαετία του 1980, ο τόπος το Κόμιζο, στο νησί της Σικελίας, όπου ζούσα εκείνη την εποχή. Οι Αμερικανοί είχαν αποφασίσει να αποθέσουν κάμποσους πυραύλους τύπου Κρουζ στη στρατιωτική βάση που ήταν εγκατεστημένη εκεί, και υπήρχε ευρεία τοπική εναντίωση σχετικά με αυτό. Διαδηλωτές κατά των πυρηνικών, το κομμουνιστικό κόμμα, το σοσιαλιστικό κόμμα, οι Πράσινοι, κ.λπ., διαμαρτυρήθηκαν σε πολυπληθείς διαδηλώσεις ή ειρηνικές πικετοφορίες έξω από τη βάση του στρατού. Οι αναρχικοί/-ές σ’ εκείνα τα μέρη αποφάσισαν να διαχωριστούν απ’ αυτό το τσίρκο και να δώσουν έναν παρατεταμένο αγώνα στη λογική της μαζικής ανταρσίας. Η ουσία του αναρχικού αγώνα έγκειται στα μέσα, όχι στο σκοπό.

Φτιάξαμε φυλλάδια αναλύοντας τους λόγους –όχι μόνο τους στρατιωτικούς, αλλά και τους κοινωνικούς και οικονομικούς– που η μόνη σοβαρή απάντηση σ’ αυτό το πρότζεκτ θανάτου ήτανε να καταλάβουμε τη βάση και να την καταστρέψουμε, και τυπώσαμε χιλιάδες απ’ αυτά τα κείμενα χρησιμοποιώντας στένσιλ σ’ έναν παλιό χειροκίνητο πολύγραφο μάρκας Roneo, που κάποιοι σύντροφοι απ’ την ομάδα της εφημερίδας Class War μας είχανε δώσει στην Αγγλία. Κανείς μας δεν είχε χρήματα ούτε για πλάκα, και όλα γίνονταν με αυτοσχέδιο τρόπο όσο προχωρούσε το πράγμα. Καταφέραμε να μοντάρουμε ένα σύστημα ήχου, και ταξιδέψαμε κάνοντας πολύ δυνατές, σταράτες μικροφωνικές –συνήθως μιλούσε ο Αλφρέντο– έξω, στις πιάτσες των γειτονικών χωριών, με την προσέλευση του περισσότερου ανδρικού πληθυσμού σε κάθε μέρος. Βγάλαμε επίσης φυλλάδια που απευθύνονταν ειδικά σε γυναίκες και τριγυρίζαμε από σπιτικό σε σπιτικό μοιράζοντας τα κείμενα και κάνοντας αυθόρμητες μαζώξεις (πηγαδάκια) με μερικές από αυτές. Φτιάξαμε φυλλάδια που απευθύνονταν στους εργάτες στο διυλιστήριο πετρελαίου ANIC (οι οποίοι, όταν μας μπουζούριασαν οι Digos –πολιτικοί μπάτσοι–, αρνήθηκαν να πάνε για δουλειά ωσότου απελευθερωθούμε) όπως και σε μαθητές, κάνοντας μοιραστική έξω απ’ όλα τα σχολεία. Κι έτσι, μερικοί απ’ τους μαθητές αρνήθηκαν να μπούνε για μάθημα για μία μέρα, και πραγματοποίησαν μια αυθόρμητη διαδήλωση που γέμισε μία από τις πλατείες. Τότε ήταν που άρχισα να παίρνω πρέφα πώς λειτουργεί στ’ αλήθεια η εξουσία σε τοπικό επίπεδο: ο αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος ήρθε να μας χτυπήσει την πόρτα, προτείνοντάς μας να «εργαστούμε από κοινού». Περιττό να πω ότι τον γράψαμε πατόκορφα. Εκείνο το διάστημα κάποιοι μας είχανε παραχωρήσει ένα μικρό παλιόσπιτο, μιας και πολλοί/-ές από μας ζούσαμε πάνω από 60 μίλια μακριά. Οι συναντήσεις και η διανομή φυλλαδίων, οι αφισοκολλήσεις κ.τ.λ. είχαν ως συνέπεια διαφόρων λογιών άνθρωποι –μαθητές, φορτηγατζήδες, γεωργικοί εργάτες κ.ά.– από διαφορετικές περιοχές να συμφωνήσουν ότι ήταν ανάγκη να καταστραφεί η μιλιταριστική βάση, και σχημάτισαν υποτυπώδεις «οργανώσεις βάσης» τις οποίες ονομάτισαν συνδέσμους ελλείψει καλύτερης λέξης. Αυτοί οι σύνδεσμοι, που συχνά απαρτίζονταν από δυο ή τρία άτομα, μα είχανε τη δυνατότητα να επεκταθούν και να πολλαπλασιαστούν όσο εντεινόταν ο αγώνας, άρχισαν να χρειάζονται ένα μέρος ως σημείο αναφοράς και συντονισμού, ένα χώρο δηλαδή όπου να κάνουν συναντήσεις, να καταρτίζουν και να τυπώνουν φυλλάδια κ.τ.λ. Για το σκοπό αυτόν ενοικιάστηκε ένας μικρός χώρος στο Κόμιζο, και ονοματίστηκε Συντονιστικό των αυτοδιαχειριζόμενων συνδέσμων ενάντια στη βάση πυραύλων τύπου Κρουζ στο Κόμιζο. Και αυτοί ήταν οι άνθρωποι που είχαν πραγματικά τη δύναμη να καταστρέψουνε τη βάση – με συναδέλφους τους απ’ τη δουλειά, γείτονες, οικογένειες, ζώα απ’ τα αγροκτήματα, τρακτέρ, εκσκαφείς, κ.τ.λ. Αυτό ήτανε τ’ όνειρο.

Όμως, πέρα απ’ την καταστολή ξεκάθαρα κι απλά, υπήρχε ένας συνδυασμός εμποδίων που συναντήσαμε, συμπεριλαμβανομένης της τοπικής μαφίας, όπου δυο μασκοφόροι μάς την πέσανε με όπλα μια νύχτα, ρίχνοντας μια σφαίρα που τρύπησε το μπατζάκι του Αλφρέντο. Ύστερα, υπήρχαν οι τύποι του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενεργώντας μονίμως σαν πυροσβεστήρες· άλλωστε αυτός είναι ο ρόλος τους. Και ένα τελευταίο εμπόδιο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, ήτανε το ίδιο το αναρχικό κίνημα κι οι δικοί μας περιορισμοί. Δεν μπορώ τώρα να υπεισέλθω σε όλες τις λεπτομέρειες αυτού του αγώνα, αλλά κοιτάζοντας πίσω στο χρόνο νομίζω πως πρέπει να γίνει κάποια καταγραφή εκείνης της προσπάθειας, δεδομένου ότι ήταν μια πολύ ατόφια εμπειρία, που είχε μια γερή δόση πειραματισμού χώρια απ’ τη θεωρητική πτυχή, εξ ου και ανήκει στον καθέναν.

~ Το εκδοτικό εγχείρημα στο οποίο συμβάλλεις –Elephant Editions [βλ. σχετικά: 1, 2]– είναι γνωστό ως ο κύριος μεταφραστής στ’ αγγλικά του έργου του Αλφρέντο Μαρία Μπονάννο και άλλων «εξεγερσιακών» αναρχικών. Παρ’ ότι δε θα θέλαμε να επαυξήσουμε ή να δημιουργήσουμε μια προσωπολατρία, μπορείς να μας εξηγήσεις γιατί οι ιδέες του Αλφρέντο, και των άλλων συγγραφέων που εκδίδεις, είναι σημαντικές στον αγώνα για την ανατροπή των συνθηκών που μας καταπιέζουν;

Καταρχήν μιλάμε για ιδέες, αρκετά σπάνιο εμπόρευμα στις μέρες μας. Ιδέες με ανατρεπτικό φορτίο, που απαντούν και διεγείρουν άλλες ιδέες οι οποίες μας βγάζουν εκτός του τέλματος της γνώμης και ανεκτικότητας, και μας βοηθάνε να φτάσουμε στην απαραίτητη διαύγεια ώστε να επενεργήσουμε και να δώσουμε άλλη μορφή στην πραγματικότητα που μας καταπιέζει. Θα πρέπει να πω ότι ποτέ μου δεν προσέγγισα οποιοδήποτε απ’ τα κείμενα που έχω μεταφράσει και στη συνέχεια δημοσιεύσει με κάποια άλλη πρόθεση από την καθαρά εγωιστική βούληση να εισέλθω στο λόγο και ν’ αποσαφηνίσω για τον εαυτό μου μερικές ιδέες. Όταν τελικά (μετά από πολύ κόπο) το κείμενο γίνεται κάτι απτό στ’ αγγλικά, θέλω να το διαβάσουν κι άλλοι/-ες. Για (μερικούς) ανθρώπους η ανάγνωση τέτοιων κειμένων γίνεται ένα συναπάντημα, ένας βαθμός αυτοανακάλυψης που πηγάζει από τ’ ότι βλέπουνε ιδέες που περιέχονται στο γραπτό λόγο με ορισμένο επίπεδο ευκρίνειας. Εντάσεις που ήδη νιώθουμε να καίνε τα σωθικά μας γίνονται σαφέστερες, πράγμα που καθιστά ευκολότερη τη συλλογή και αφομοίωσή τους προκειμένου να περάσουμε στην πράξη. Έτσι, το κείμενο αποκτά δική του ζωή, χαράζει δική του διαδρομή στο πλαίσιο του αγώνα, και συμβάλλει ώστε να δοθεί σ’ εκείνα τα συντρόφια που το επιθυμούν ένα εργαλείο για την αναγνώριση και εκτίμηση των δικών τους ιδεών και ονείρων, μετατρέποντας αυτά τα τελευταία σ’ ένα σημείο δύναμης στη ζωή και στον αγώνα. Το κείμενο τότε γίνεται ένα υποκειμενικό συναπάντημα όσο και υλικό «πράγμα», το οποίο μέσα απ’ τα σκαμπανεβάσματα της διαδρομής του σε όλο τον κοινωνικό και ιδεατό χώρο μετατρέπεται σ’ ένα στοιχείο για τη δημιουργία άτυπων σχέσεων αναμεταξύ μεμονωμένων συντρόφων. Και πέραν όλων αυτών, όλοι μας έχουμε ανάγκη από ανάλυση – για παράδειγμα, της οικονομίας, των νέων τεχνολογιών, των μεταβαλλόμενων όψεων της εξουσίας και του αγώνα, καινούργιων εχθρών και ψεύτικων φίλων. Άλλωστε, ας το παραδεχτούμε, πολλοί από μας τεμπελιάζουμε ή στερούμαστε μεθόδου όσον αφορά την απόκτηση γνώσης. Χωρίς ιδέες, αναλύσεις και προταγματικότητα είμαστε ένα τίποτα, απλές αφαιρέσεις, χτισίματα κάστρων στον αέρα, αέρας κοπανιστός επίσημων δομών και των οργανωτικών τους εμμονών.

Η δομή της ιταλικής γλώσσας κι ιδίως αυτά τα κείμενα διαφέρουν εν πολλοίς από την αγγλική γλώσσα των «πειρατών και μαγαζατόρων»· μου παίρνει πάντα πολύ χρόνο μέχρι να στρώσω τα μεταφράσματα ώστε να ’ναι αναγνώσιμα σε κάποιο βαθμό, και να αποδώσω το σκεπτικό όσο πιο μεστά μπορώ. Είναι αρκετό το ταξίδεμα, ιδιαίτερα επειδή αυτοί οι σύντροφοι, ο Αλφρέντο και οι άλλοι που έχω μεταφράσει, είναι σύντροφοί μου στον αγώνα, βιώσαμε την εμπειρία αυτών των ιδεών στην πράξη, προέρχονται απ’ το ξετύλιγμα του κινήματος κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Πιστεύω πως οι συγκεκριμένες ιδέες, ή θεωρίες, συνιστούν σημαντική συνεισφορά στον αγώνα σήμερα, επειδή έρχονται απ’ τη μεριά του κινήματος η οποία δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε παγιωμένη οργάνωση ή επίσημη δομή, και θέλει να επιτεθεί άμεσα στην καταπίεση σε όλες τις μορφές της.

Στην πραγματικότητα, η επίθεση και η θεωρία της επίθεσης –που είναι το ίδιο πράγμα για τους αναρχικούς– αποτελούν ουσιώδες στοιχείο του άτυπου κινήματος, και χωρίς αυτό θα υπήρχε μόνο κατ’ όνομα. Έτσι, ενυπάρχει ένα ισχυρό στοιχείο κριτικής σε αυτά τα γραπτά, μια κριτική στην αμετάθετη αναρχική οργάνωση, σαν το συνδικαλισμό ή την ομοσπονδία που εξαρτάται από αριθμούς, ως περιοριστική και αναχρονιστική από τη σκοπιά της επίθεσης. Την ίδια στιγμή, υπάρχει μια κριτική απέναντι στην παράνομη οργάνωση και στη λογική του «χτυπήματος στην καρδιά του κράτους», που ήταν αρκετά διαδεδομένη τη δεκαετία του ’70, κυρίως στην Ιταλία. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις οργανώσεις είχανε μαρξιστική-λενινιστική μήτρα, ωστόσο μερικοί αναρχικοί προσπάθησαν να κάνουν το αδύνατο, σχηματίζοντας μιαν «αναρχική» εκδοχή τους, που κατέληξε να πέσει στις αντιφάσεις οποιασδήποτε άλλης παγιωμένης παράνομης συγκρότησης. Και πραγματικά πιστεύω ότι πολλοί αναρχικοί εκείνον τον καιρό ένιωθαν να πιέζονται σημαντικά για να σχηματίσουν μια τέτοια οργάνωση έτσι ώστε να είναι «μες στην πραγματικότητα του αγώνα». Οι θεωρίες για τις οποίες μιλάμε αποδίδουν αξία στο σχηματισμό μικρών ομάδων που δεν επιβαρύνονται από ιδεολογικές προδιαθέσεις, ενεργώντας άμεσα στην πραγματικότητα χωρίς καμία αίσθηση θυσίας, αλλά για τη δική τους άμεση ευχαρίστηση και ελευθερία, στο πλαίσιο της ελευθερίας όλων.

Ένα άλλο βασικό συστατικό στοιχείο στα γραπτά που συζητάμε είναι εκείνο της ανάλυσης τόσο των ριζικών αλλαγών που έλαβαν χώρα τις τελευταίες τρεις ή τέσσερις δεκαετίες, κι έχουν επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εκμετάλλευση σε όλο τον κόσμο, όσο και της πάλης εναντίον της. Οι «νέες τεχνολογίες», που πολλοί νέοι σύντροφοι βιώνουν σαν κανονικότητα σήμερα, πραγματικά μετέβαλαν τον τρόπο με τον οποίο κουμαντάρεται ο κόσμος.

Το όλο παραγωγικό σκηνικό, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων, της εξόρυξης καυσίμων κ.λπ., μεταφέρθηκε από την Ευρώπη προς την Ασία και την Ανατολή, ύστερα από ένα σαρωτικό σχέδιο αναδιάρθρωσης, που απαντήθηκε με ανταρσία η οποία σχεδόν άγγιξε το σημείο της γενικευμένης εξέγερσης σε κάποιες χώρες. Αυτό ακολουθήθηκε από μια πλήρη αλλαγή στις εκπαιδευτικές αξιώσεις από το σύστημα, και από μιαν εκτεταμένη πολιτιστική επιπεδοποίηση προς όφελος άπειρων αλυσίδων δεδομένων που δε μας πάνε πουθενά.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, απ’ τη στιγμή που βγήκανε ορισμένα κείμενα στ’ αγγλικά –που ατυχώς λογίζεται σαν γλώσσα της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων–, τα πήρανε αναρχικοί/-ές σε άλλα μέρη του κόσμου που διέκριναν κάτι ενδιαφέρον σ’ αυτά και τα μετέφρασαν στη γλώσσα τους, κι αυτό είναι ένα από τα πράγματα που μου έχει δώσει τη μεγαλύτερη απόλαυση στο όλο εγχείρημα.

Ένα γρήγορο σχόλιο πάνω στην έννοια της «προσωπολατρίας», μιας και το ’φερε ο λόγος: Θαρρώ πως η έννοια αυτή είναι ξένη προς αναρχικούς γενικώς. Οι αναρχικοί κρίνονται από άλλους συντρόφους ανάλογα μ’ αυτά που λένε και κάνουν, και τη συνεκτικότητα μεταξύ των δυο αυτών παραγόντων – και όχι μέσω εγκωμιασμών για τα προσωπικά, πραγματικά ή επινοημένα, γνωρίσματά τους, μια πρακτική που εφαρμόζεται από οργανώσεις που βασίζονται σε χαρισματικούς ηγέτες και τα συναφή, όπως συνέβη στη Ρωσία μετά την άνοδο των μπολσεβίκων στην εξουσία. Αν μη τι άλλο, ισχύει το εντελώς ανάποδο. Κατά καιρούς προκύπτουν προσωπικές επιθέσεις, που αντικαθιστούν μια πραγματική κριτική επί των μεθόδων που εκτίθενται απ’ ορισμένους συντρόφους, όποτε ορισμένοι τομείς του κινήματος αισθάνονται ν’ απειλείται το δικό τους στάτους κβο απ’ αυτές τις μεθόδους. Πράγμα ευκολότερο απ’ το να επιτεθεί κανείς στις ίδιες τις ιδέες και να αντιταχθεί σ’ αυτές προκρίνοντας άλλες που μπορεί να φανούν πιο αποτελεσματικές, ποιος ξέρει. Αλλά, όπως είπα, αυτό δεν είναι ένα αληθινό χαρακτηριστικό των αναρχικών, που από την ίδια τους την ύπαρξη αρνούνται την έννοια του πρωτοστάτη και ταυτόχρονα εξυψώνουν το άτομο, το κάθε άτομο, στη διάσταση της ισότητας.

Πηγές: The Anarchist Library, Untorelli Press. Από το 8ο τεύχος του αναρχικού περιοδικού «325», σελ. 50-55, Ηνωμένο Βασίλειο, Σεπτέμβρης 2010· το κείμενο κυκλοφορεί επίσης σε μπροσούρα τσέπης από τον Αναρχικό Μαύρο Σταυρό του Ληντς.