Τον Μάη του 1898 στρατεύματα ανοίγουν πυρ εναντίον πλήθους εξεγερμένων εργατών κι εργατριών στους δρόμους του Μιλάνου. Ο στρατηγός Μπάβα-Μπεκκάρις, που έδωσε την εντολή για τη μαζική σφαγή, παρασημοφορείται μεγαλοπρεπώς απ’ το μονάρχη. Ο αναρχικός Γκαετάνο Μπρέσι, γεννημένος στην Ιταλία το 1869, είναι κιόλας εμιγκρές στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν πληροφορείται τα καθέκαστα. Το βάζει σκοπό να γυρίσει στην Ιταλία, αποφασισμένος να ξεκάνει την ανώτατη αρχή του καθεστώτος, όμως δεν αποκαλύπτει το σχέδιό του σε κανέναν, ούτε καν στον άμεσο περίγυρό του.
Τον Ιούλη του 1900 ο αναρχικός Μπρέσι πυροβολεί θανάσιμα τον Ουμβέρτο Α’ στην Ιταλία. Ένα μήνα μετά, περνάει δίκη όπου ενώπιον του προεδρεύοντα δικαστή δηλώνει μεταξύ άλλων: «Την πράξη την έφερα εις πέρας μόνος μου, δίχως συνεργούς. … Το λοιπόν, λέγω πως η καταδίκη με αφήνει αδιάφορο, ποσώς με νοιάζει, κι είμαι βέβαιος ότι δεν έσφαλα κάνοντας ό,τι έκανα. Ούτε που σκοπεύω να ασκήσω έφεση. Εγώ απευθύνω έκκληση μονάχα προς την επικείμενη προλεταριακή επανάσταση. … Δε σκότωσα τον Ουμβέρτο· σκότωσα το Βασιλιά, σκότωσα μιαν Αρχή! Και μην το λέτε αδίκημα, αλλά γενόμενο! … Μετά τα καθεστώτα πολιορκίας στη Σικελία και στο Μιλάνο, παρανόμως εγκαθιδρυμένα με βασιλικό διάταγμα, εγώ αποφάσισα να σκοτώσω το βασιλιά ώστε να πάρω εκδίκηση για τα θύματα. … Τα γενόμενα στο Μιλάνο, όπου ανοίχτηκε πυρ, με κάνανε να κλάψω κι ο νους μου πήγε στην εκδίκηση. Ο νους μου πήγε στο βασιλιά διότι, εκτός του ότι υπέγραψε τα σχετικά διατάγματα, αντάμειψε τους παλιανθρώπους που ’χουν διαπράξει τούτες τις σφαγές».
Μετά τη βασιλοκτονία, οι κάθε λογής εθνικόφρονες οδύρονται μανιωδώς και κατονομάζουν το σύντροφο ως ανθρωπόμορφο κτήνος που στόχευσε μ’ ένα ρεβόλβερ στην καρδιά του καλού τους του μονάρχη. Ακολουθεί άγριο ανθρωποκυνηγητό εναντίον συντρόφων, φίλων και συγγενών του Μπρέσι, με κύρια επιδίωξη να καταδειχθεί πως ο ίδιος δεν έπραξε ατομικά, αλλά ότι τάχα ενέργησε εντός μιας διεθνούς αναρχικής συνωμοσίας.
Ο Μπρέσι καταδικάζεται σε ισόβια καταναγκαστικά έργα στη νήσο Σάντο Στέφανο, και πριν παρέλθει ο πρώτος χρόνος κάθειρξης, τον Μάη του 1901, βρίσκεται «αυτοκτονημένος», κρεμασμένος μέσα στο κελί του. Να και δυο συμπτώσεις που καταγράφονται το αμέσως επόμενο διάστημα: απονέμεται απροσδόκητη χάρη σ’ έναν ισοβίτη, ενώ ο μισθός του διευθυντή της ίδιας φυλακής διπλασιάζεται.
Ακολουθεί απόσπασμα από το 23ο κεφάλαιο του βιβλίου της Έμμα Γκόλντμαν «Ζώντας τη ζωή μου», που πρωτοεκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1931:
«Πριν αναχωρήσω προς δυσμάς, είχα μια πρότερη δέσμευση στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϋ, όπου η τοπική ιταλική ομάδα είχε κανονίσει να με ανταμώσει. Οι ιταλοί σύντροφοί μας πάντοτε ήταν εξαιρετικά φιλόξενοι, και με την ευκαιρία αυτήν ετοίμασαν μιαν άτυπη συνάντηση που θ’ ακολουθούσε την ομιλία μου. Χάρηκα που μου δόθηκε η δυνατότητα να μάθω περισσότερα για τον Μπρέσι και για τη ζωή του. Αυτά που έμαθα απ’ τους κοντινότερους συντρόφους του με πείσανε για άλλη μια φορά πόσο δύσκολο είναι ν’ αντιληφθεί κανείς με πραγματική διορατικότητα τι κρύβεται μες στην ανθρώπινη καρδιά και πόσο πιθανό είναι για όλους μας να κρίνουμε ανθρώπους βάσει επιφανειακών ενδείξεων.
Ο Γκαετάνο Μπρέσι ήταν ένας ανάμεσα στους ιδρυτές της ιταλικής αναρχικής εφημερίδας La Questione Sociale («Το κοινωνικό ζήτημα»), η οποία έβγαινε στο Πάτερσον. Ήταν επιδέξιος υφαντής, κι οι εργοδότες του τον θεωρούσαν μετρημένο και δουλευταρά, αλλά το βδομαδιάτικό του δεν ξεπερνούσε τα δεκαπέντε δολάρια κατά μέσο όρο. Συντηρούσε γυναίκα και παιδί· παρ’ όλα αυτά, κατάφερνε να ενισχύει την εφημερίδα με βδομαδιάτικες οικονομικές συνεισφορές. Είχε ακόμη μαζέψει εκατόν πενήντα δολάρια, τα οποία έβαλε δανεικά στην ομάδα σε μία κρίσιμη περίοδο για την έκδοση του La Questione Sociale. Συνήθιζε να περνάει τα ελεύθερα απογεύματά του και τις Κυριακές βοηθώντας με τις δουλειές του γραφείου και στην προπαγάνδα. Ήταν πολύ αγαπητός και σεβαστός λόγω της αφοσίωσής του απ’ όλα τα μέλη της ομάδας του.
Ύστερα, μια μέρα ο Μπρέσι ζήτησε αναπάντεχα να του επιστραφεί το δάνειό του προς το έντυπο. Τον πληροφόρησαν ότι αυτό ήταν αδύνατον· η εφημερίδα δεν είχε πόρους και, στην πραγματικότητα, είχανε μπει και μέσα. Όμως ο Μπρέσι επέμενε, και μάλιστα αρνούνταν να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για το αίτημά του. Τελικά η ομάδα κατάφερε να εξασφαλίσει αρκετά λεφτά για να ξεπληρώσει το χρέος στον Μπρέσι. Ωστόσο, οι ιταλοί σύντροφοι πικράθηκαν και δυσφόρησαν με τη συμπεριφορά του Μπρέσι, και τον είπανε καρμίρη, π’ αγαπούσε το χρήμα πάνω απ’ το ιδανικό του. Οι περισσότεροι απ’ τους φίλους του τον κάνανε και πέρα.
Λίγες βδομάδες αργότερα, κυκλοφόρησε η είδηση ότι ο Γκαετάνο Μπρέσι είχε σκοτώσει το βασιλιά Ουμβέρτο. Μαθαίνοντας την πράξη του η ομάδα του Πάτερσον, πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνειδητοποίησε πόσο σκληρά τον είχανε αδικήσει τον άνθρωπο. Επέμενε να του επιστραφούν τα χρήματά του προκειμένου να εξασφαλίσει τα ναύλα για την Ιταλία! Δε χωρεί αμφιβολία πως η επίγνωση της αδικίας που ’χε γίνει στον Μπρέσι ήτανε πιο βαριά για τους ιταλούς συντρόφους απ’ ό,τι η δικιά του δυσαρέσκεια απέναντί τους. Για να επανορθώσουν κατά μία έννοια, η ομάδα του Πάτερσον ανέλαβε να συντηρεί το παιδί του μάρτυρα συντρόφου τους, ένα όμορφο κοριτσάκι. Η χήρα του, από την άλλη, δε φάνηκε μήτε να καταλαβαίνει το πνεύμα του πατέρα του παιδιού της μήτε να νιώθει κάποια συμπόνια μπροστά στη μεγάλη του θυσία».