Κείμενο του Δικτύου Αγωνιστών Κρατουμένων σχετικά με τη συνέλευση αλληλεγγύης για πολιτικούς κρατουμένους

ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΑΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ.

Στις συνθήκες οικονομικής κρίσης τα ζητήματα της φυλακής ειδικά και της ποινικής καταστολής γενικά ανάγονται σε κύριους άξονες της κοινωνικής μηχανικής για μια σειρά από λόγους, όπως η καπιταλιστική αναδιάρθρωση και η ανάγκη κατασταλτικής διαχείρισης του πλεονάζοντος πληθυσμού, η ανάγκη του καθεστώτος να οχυρωθεί λόγω της σταδιακής αποδιάρθρωσής του και η ανάπτυξη μιας βιομηχανίας της ποινικής καταστολής ως πεδίο κέρδους.

Από τη μια η ποινική καταστολή επεκτείνει και βαθαίνει το ρόλο της προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ από την άλλη, όσο διευρύνεται, προκύπτει η ανάγκη τόσο της ταξικής όσο και της πειθαρχικής διαβάθμισής της. Η ποινική καταστολή από τη μία γίνεται ένα όπλο για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών στο στρατόπεδο της κυριαρχίας, καθώς η πίτα δε φτάνει πια για όλους (βλ. Τσοχατζόπουλος, Ψωμιάδης κτλ), ενώ από την άλλη ένα εργαλείο για να κρύψει και να καταστείλει όσους περισσεύουν και όσους αντιστέκονται.

Ενώ έννοιες, όπως κάθαρση, εισάγονται μιντιακά για να εξαγνίσουν τελετουργικά τα εγκλήματα της κυριαρχίας και να αποσύρουν τους ηττημένους από το παιχνίδι της εξουσίας, έννοιες όπως Νόμος και Τάξη, μηδενική ανοχή, υγειονομική βόμβα, επανακατάληψη των πόλεων, εισβολές μεταναστών κ.α., χρησιμοποιούνται τόσο ως εργαλεία διαχείρισης όσο κ ως μέθοδος για να μπουν κάτω από κοινό παρονομαστή -αυτών της εγκληματικότητας- κοινότητες αγώνα και κοινότητες αποκλεισμένων.

Η αυστηροποίηση του νομικού οπλοστασίου του κράτους, η ελαστικοποίηση προς το αυστηρότερο των ερμηνειών του, η παροχή της δυνατότητας στην αστυνομία-αντιτρομοκρατική να τον ερμηνεύει, η ποινικοποίηση της φτώχειας, η ποινικοποίηση ακόμα και της οροθετικότητας σε μια συγκυρία, η αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης των αγωνιστών, η αναγωγή όσων αντιστέκονται και όσων περισσεύουν σε κοινωνικό πρόβλημα, άλλοτε με ιατρικούς κ άλλοτε με στρατιωτικούς όρους, η αύξηση της έντασης της μιντιακής προπαγάνδας, σε βαθμό που οι φυλακές ή τα στρατόπεδα συγκέντρωσης να θεωρούνται ως ο φυσικός τόπος που όσοι αντιστέκονται και όσοι περισσεύουν καταλήγουν, είναι κάποιες από τις αιχμές της κυριαρχίας τα τελευταία 5 χρόνια.

Η ποινική καταστολή μετατρέπεται σε πολυεργαλείο και μοιραία η φυλάκιση αποκτά ταξική και πειθαρχική διαβάθμιση. Οι φυλακές τύπου Α για αδικήματα του λευκού κολάρου, βραχιολάκια GPS για μικροαπατεώνες, μικροπαραβάτες και χρεοφειλέτες. Στρατόπεδα συγκέντρωσης για την περισσευούμενη εργατική δύναμη που στερείται νομιμοποιητικών εγγράφων και η ύπαρξή της ορίζεται ως φύσει παράνομη. Φυλακές τύπου Γ για φυλακισμένους αγωνιστές, αγωνιστές κρατούμενους και στελέχη του οργανωμένου εγκλήματος.

Οι φυλακές τύπου Γ έρχονται να καλύψουν την ανάγκη της κυριαρχίας για ολοένα και κεντρικότερο έλεγχο. Όσο η κρίση βαθαίνει είναι επόμενο από τη μία να αυξάνεται η διαφθορά και από την άλλη να προκύπτει η ανάγκη διαχείρισής της. Η φυλακή, ως το κατεξοχήν περιβάλλον που η διαφθορά ανθεί, πρέπει να ελεγχθεί πιο αποτελεσματικά. Είναι επίσης αδιανόητο για ένα κράτος να ανέχεται την ύπαρξη κρατουμένων, η δύναμη των οποίων -είτε είναι κοινωνική και προκύπτει από το γεγονός ότι είναι αγωνιστές και δημόσια πρόσωπα, είτε είναι πιο ωμή και βασίζεται στη σχετική δύναμη πυρός και την οικονομική επιφάνεια (δηλαδή στις απειλές και στο χρηματισμό)- είναι αρκετή ώστε να μπορούν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους σε επισκεπτήρια, άδειες, μεροκάματα, αναστολές, όπως αυτά ορίζονται από το σωφρονιστικό κώδικα. Έτσι από τη μία απαγορεύει διά νόμου το δικαίωμα στις άδειες και την αναστολή για τις συγκεκριμένες κατηγορίες κρατουμένων, έως ότου ο αρμόδιος εισαγγελέας και το υπουργικό συμβούλιο τους απεμπλέξει από το καθεστώς αυτό, και από την άλλη αναθέτει τη διαμόρφωση των συνθηκών κράτησης σε πρόσωπα που προμηνύει ότι θα θωρακίσει και θα προστατεύσει και που συνεπώς θα είναι και λιγότερο ευάλωτα σε πιέσεις.

Η αναγκαιότητα για το κράτος να δημιουργήσει φυλακές τύπου Γ δεν ξεκινάει, ούτε τελειώνει, με τους φυλακισμένους αγωνιστές. Είναι σίγουρα το βασικό, ίσως το βασικότερο σε αυτή τη συγκυρία, κομμάτι της στόχευσής του, όμως η ανάγκη για την ίδρυσή τους θα υπήρχε και χωρίς να υπάρχει μισός αγωνιστής στις φυλακές. Από τη μία είναι κομμάτι μιας συνέχειας που ξεκινάει από την εποχή της σύλληψης και φυλάκισης της 17Ν, με μια προσπάθεια να συνδεθούν ευθέως οι ειδικές συνθήκες κράτησης με τον τρομονόμο αλλά από την άλλη αντίστοιχες προσπάθειες γίνονται ήδη από το 2001, με την ίδρυση των φυλακών Μαλανδρίνου, για απείθαρχους και επικίνδυνους ποινικούς, που λειτουργούν ως τύπου Γ απλώς χωρίς να υπάρχει το νομοθετικό υπόβαθρο και οι οποίες καταργούνται με τη στάση του 2007.

Η μιντιακή ρητορική για τις φυλακές τύπου Γ ξεκινά με τις απόπειρες απόδρασης Βλαστού από τα Τρίκαλα και Ριζάι από το Μαλανδρίνο, συνεχίζει με την επιτυχημένη απόδραση των 11, πάλι από τα Τρίκαλα, κορυφώνεται με την καταδίωξη της ομάδας του Μάριον Κόλα το καλοκαίρι του 2013 και ολοκληρώνεται με την παραβίαση της τακτικής αδείας του Χ. Ξηρού από τις φυλακές Κορυδαλλού.

Ενώ από τη μία οι φυλακές τύπου Γ θα γίνονταν ακόμα αν δεν υπήρχαν ένοπλοι ή μη αγωνιστές στις φυλακές, οι αναρχικοί θα έπρεπε να συμπαρασταθούν σε ενδεχόμενους αγώνες των κρατουμένων ενάντια στις τύπου Γ, ανεξάρτητα από το αν στοχεύουν ή όχι αναρχικούς, καθώς η διεύρυνση και η κλιμάκωση της έντασης της καταστολής πρέπει να επισημαίνεται και να αντιμετωπίζεται ανεξάρτητα από τον αν πλήττει την αναρχική κοινότητα, άλλες αγωνιστικές κοινότητες ή κοινότητες αποκλεισμένων με τον τρόπο που υπάρχουν συνελεύσεις και δομές για τους μετανάστες και τα κέντρα κράτησης μεταναστών.

Άλλη αξία έχει λοιπόν μια συνέλευση για τις φυλακές τύπου Γ και άλλη αξία μια συνέλευση αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους. Θέση που προκύπτει, όχι από κάποια σύγχυση μεταξύ αιτίου και αιτιατού, αλλά από μια πιο σφαιρική ανάγνωση της πραγματικότητας. Όμως αφού η συνέλευση αποφάσισε να μετεξελιχθεί, εμείς, ως ΔΑΚ, δεν έχουμε παρά να στηρίξουμε αυτή την απόφαση και να τοποθετηθούμε συμβάλλοντας στο διάλογο που αυτή η μετεξέλιξη άνοιξε. Διάλογος που αφορά σε έννοιες όπως αλληλεγγύη, πολιτικοί κρατούμενοι, φυλακισμένοι αγωνιστές, σύνδεση των αγώνων.

★★★★★

Είναι αναμφίβολο γεγονός πως ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας της ένοπλης πάλης στον ελλαδικό χώρο έχει γραφτεί από ένοπλες επαναστατικές οργανώσεις με σταθερό όνομα και πολιτική στόχευση. Θα προσθέταμε ωστόσο πως πρωτοβουλίες συντρόφων, πρόσκαιρες ομαδοποιήσεις και υποδομές επίθεσης ή ακόμα και ατομικότητες έχουν συμβάλει και αποτελέσει θιασώτες της άμεσης και ένοπλης δράσης. Η σύνδεση των μέσων αγώνα, των μορφών άμεσης δράσης και της κλιμακούμενης αναρχικής βίας με τις διάφορες εκφάνσεις της αποτελεί ένα πάντοτε επίκαιρο ζήτημα. Οι εμπρησμοί, οι συγκρούσεις, το νεολαιίστικο, μητροπολιτικό σαμποτάζ, οι αστεακές ταραχές αποτελούν το ανατρεπτικό υπόστρωμα του α/α χώρου αφού κρατούν αναμμένη τη φλόγα της εξέγερσης. Μαζί με τις επαναστατικές ένοπλες οργανώσεις υπάρχει ένα πολυσυλλεκτικό, πολύμορφο σύμπαν άμεσων δράσεων και εξεγερσιακής βίας, εξίσου γόνιμο και αναγκαίο.

Σε σχέση με την στάση απέναντι στις κατηγορίες του κράτους με αντιτρομοκρατικούς νόμους σίγουρα δεν υπάρχουν μόνο δύο δρόμοι, αυτός της ανάληψης ευθύνης για συμμετοχή σε επαναστατική οργάνωση ή το να δηλώνεις αθώος. Είναι αδύνατο να κατηγοριοποιηθούν όλες οι στάσεις των ανθρώπων που διώχθηκαν για ένοπλη πάλη μεταπολιτευτικά, πόσο μάλλον να ιεραρχηθούν, καθώς ο κάθε αγωνιστής μπορεί να χαράξει το δικό του μονοπάτι αντίστασης. Ούτως ή άλλως έχουν υπάρξει σύντροφοι/ισσες που αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη για τις οργανώσεις που ήταν μέλη ή σύντροφοι που έχουν αναλάβει την ευθύνη για ένοπλες δράσεις που δεν έγιναν στα πλαίσια κάποιας οργάνωσης. Σύντροφοι/ισσες που αρνούνται όλες ή κάποιες από τις κατηγορίες ή δεν τοποθετούνται καν επί των κατηγοριών και υπερασπίζονται την πολιτική τους ταυτότητα και δράση. Σύντροφοι που αρνούνται (κάποιες ή όλες) τις κατηγορίες δηλώνοντας πως αντιμετωπίζουν μια κατασκευασμένη δίωξη της κρατικής δικαιοσύνης. Για τη δική μας αντίληψη ελάχιστο κοινό σημείο αναφοράς είναι όταν κάποιος συλλαμβάνεται να υπερασπίζεται και να προτάσσει τα χαρακτηριστικά της πολιτικής του ταυτότητας και των μορφών αγώνα. Δεν μπορούμε να βρούμε πολιτική σύνδεση με ανθρώπους που έχουν αρνηθεί την πολιτική τους υπόσταση ή έχουν αποκηρύξει μέσα αγώνα μπροστά σε δικαστικούς λειτουργούς. Τέλος, θεμελιώδες είναι κανείς να μην συνεργάζεται με το κράτος παρέχοντας πληροφορίες σε αστυνομία και δικαστές. Αυτή είναι μια κόκκινη γραμμή που όποιος την περάσει δεν μπορεί να λέγεται σύντροφος αλλά καταδότης.

★★★★★

Το ζήτημα της αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατουμένους ήταν, είναι και θα είναι κομβικής σημασίας. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες συστημικής κρίσης, ολοκληρωτικοποίησης του καθεστώτος και κατασταλτικής κλιμάκωσης, όπου εκατοντάδες σύντροφοι και συντρόφισσες έχουν βρεθεί στο στόχαστρο της καταστολής αντιμετωπίζοντας διώξεις και δεκάδες έχουν περάσει την πύλη της φυλακής, το στοίχημα της σύνδεσης των έξω με τους μέσα, της γεφύρωσης του χάσματος που επιβάλλει ο εγκλεισμός και, εν τέλει της αναίρεσης της κύριας επιδίωξης της εξουσίας με την αιχμαλωσία μας, τίθεται πιο επιτακτικά από ποτέ.

Θέλοντας να ανοίξουμε τη συζήτηση για το ζήτημα της αλληλεγγύης προς τους πολιτικούς κρατουμένους, θα πρέπει να ξεκινήσουμε με τη διαπίστωση πως το πλαίσιο στο οποίο αντιμετωπίζεται το συγκεκριμένο ζήτημα έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Ο μεγάλος αριθμός συντρόφων που πέρασαν την πύλη της φυλακής και ο ακόμη μεγαλύτερος αριθμός αυτών που βρίσκονται σε καθεστώς διώξεων με μικρότερες συνέπειες, σε συνδυασμό με τις ραγδαίες εξελίξεις στην ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα, έφεραν στο φως ελλείψεις, όρια και αδυναμίες, που έχουν καθορίσει και διαμορφώσει την υπάρχουσα κατάσταση. Ελλείψεις, όρια και αδυναμίες που ενώ έχουν αναδειχθεί επαρκώς, δεν έχουν αποτελέσει παράγοντες εξέλιξης και υπερβάσεων αλλά μάλλον το αντίθετο, οδηγώντας στην αντίφαση του να βλέπουμε τη σταδιακή φθορά και παρακμή αυτού που ονομάζουμε ‘αλληλεγγύη στους κρατούμενους’, τη στιγμή ακριβώς που το ζήτημα μεγεθύνεται και διευρύνεται από την ίδια την κλιμάκωση του κοινωνικού πολέμου.

Το πιο εύκολο ίσως, ειδικά από τη θέση από την οποία βρισκόμαστε, αυτή δηλαδή της αιχμαλωσίας, θα ήταν να αποδώσουμε την κατάσταση αυτή που έχει δημιουργηθεί σε μια σειρά από λόγους όπως ‘αντισυντροφικότητα’, ‘ηττοπάθεια’, ‘οκνηρία’ κτλ. Μια τέτοια τοποθέτηση όμως, πέραν του ότι εξαντλείται στην επιφανειακότητά της, συσκοτίζει εν τέλει τα βαθύτερα αίτια της διαμόρφωσης της υπάρχουσας συνθήκης και ελάχιστα συνεισφέρει στο ξεπέρασμά της. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, πράγματι, η εσωτερίκευση της καταστολής έχει το τίμημά της και πολλοί έχουμε αποδεχτεί κατά καιρούς τις επιπτώσεις της ως κομμάτι μιας ‘φυσιολογικής’ διαδικασίας, ως το φυσικό επακόλουθο συγκεκριμένων επιλογών αγώνα, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο τον σπόρο για την απονοηματοδότηση των επιλογών αυτών μέσω του εξοβελισμού τους στη σφαίρα του ποινικού εγκλήματος. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία πως ο καθένας μας, τόσο εντός όσο και εκτός τειχών, έχει συνεισφέρει και φέρει ευθύνη για τους διαχωρισμούς, τις ρήξεις, την διάβρωση των πολιτικών δεσμών και τον κατακερματισμό της αναρχικής κοινότητας. Πολλοί έχουμε πιαστεί στην παγίδα της θεαματικής αντιμετώπισης υποθέσεων και αγωνιστών, πολλοί έχουμε συμμετάσχει σε εξατομικευμένες συνελεύσεις αλληλεγγύης, πολλοί έχουμε επηρεαστεί από τις προσωπικές μας σχέσεις.

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με αυτόν τον τρόπο εις μακρόν, για να καταλήξουμε πως αν θέλουμε να μιλήσουμε για αλληλεγγύη, θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε τόσο την πολυπλοκότητα όσο και την κεντρικότητα του ζητήματος. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για αλληλεγγύη, θα πρέπει πρώτα να μιλήσουμε για πολιτική συγκρότηση της αναρχικής κοινότητας, θα πρέπει να μιλήσουμε εν τέλει για πολιτική αντίληψη και μάλιστα για συλλογική πολιτική αντίληψη. Αναφερόμενοι στη συλλογική πολιτική αντίληψη, δεν κάνουμε επίκληση σε κάποιο εξιδανικευμένο και ρομαντικό ‘όλοι μαζί’ ούτε φυσικά και σε έννοιες όπως ταύτιση ή ομογενοποίηση. Αναφερόμαστε στο μίνιμουμ αυτό, που μας επιτρέπει να αναγνωριζόμαστε μεταξύ μας ως σύντροφοι και συντρόφισσες, ως επιμέρους κομμάτια του μωσαϊκού αυτού που στο σύνολό του συνθέτει την αντιεξουσιαστική, αταξική, επαναστατική τάση εντός της κοινωνίας. Αναφερόμαστε σε αυτό που θα πρέπει να είναι η πρωταρχική μήτρα, στην αξιακή βάση που θα πρέπει να διαπερνά κάθετα όλες τις διαφορετικές εκφάνσεις του αγώνα.

Αυτή ακριβώς η αντίληψη της πολυσύνθετης, πολυποίκιλης και πολύμορφης κοινότητας, είναι που θέτει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και την έκφραση της αλληλεγγύης σε όλες τις εκφάνσεις της. Και αν μιλάμε για προϋποθέσεις είναι γιατί η αλληλεγγύη δεν αποτελεί μια δεδομένη και στάσιμη συνθήκη. Αποτελεί μια δυναμική, αμφίδρομη και συνεχώς εξελισσόμενη σχέση, η οποία χτίζεται, αναπτύσσεται και τροφοδοτείται συνεχώς μέσω της διαλεκτικής αυτής σχέσης αντιθέσεων, συνθέσεων και κριτικής σύνδεσης ανάμεσα στα επιμέρους κομμάτια της αγωνιστικής κοινότητας. Η σχέση της αλληλεγγύης δεν αποτελεί απλό καθήκον, δεν έχει πομπούς και δέκτες. Η σχέση της αλληλεγγύης δεν ενεργοποιείται ή απενεργοποιείται κατά βούληση, ανάλογα με τις περιστάσεις και κατά πόσο κάποιος τη ‘χρειάζεται’ ή όχι. Αλληλεγγύη δεν είναι η αποφυγή της κριτικής ‘για να μην χαλαστούμε’, αλλά η μόνη βάση στην οποία μπορεί η κριτική να αποτελέσει τον εξελικτικό εκείνο παράγοντα που μας επιτρέπει να παραμείνουμε διεισδυτικοί, καίριοι, ανατρεπτικοί και εν τέλει επαναστατικοί. Η σχέση της αλληλεγγύης δεν είναι συμβατή με τους μικροπολιτικούς ηγεμονισμούς, με τη χρησιμοθηρική αντιμετώπιση συντρόφων και συλλογικοτήτων, με την απαξίωση πολιτικών υποκειμένων, με τις αμοραλιστικές μανιπουλάτσιες.

Καταλήγοντας, θεωρούμε πως πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και να αναγνωρίσουμε πως οι παθογένειες στο εσωτερικό μας είναι πολύπλοκες και βαθιές και είναι αυτές ακριβώς που θα βρίσκουμε μπροστά μας σε κάθε εγχείρημα και δομή, είτε αυτά αφορούν τη σύνδεση αυτών που βρίσκονται εκτός των τειχών με αυτούς που βρίσκονται εντός τους, είτε οτιδήποτε άλλο. Για την αντιμετώπιση και το ξεπέρασμά τους, για τη δημιουργία τελικά ενός πολιτικού χώρου όπου οι σχέσεις στο σύνολό τους, θα είναι τέτοιες που να προωθούν την συσπείρωση και τη συνοχή, πρέπει να γίνουν πολλά βήματα και υπερβάσεις. Χρειάζεται ειλικρίνεια, θάρρος, καλοπροαίρετη κριτική και ενδεχομένως επίπονη αυτοκριτική. Και για να μην παρεξηγηθούμε. Η παραπάνω δήλωση επ’ ουδενί δεν γίνεται για να καταδείξει το ανυπέρβλητο των δυσκολιών που ενέχει αυτή η διαδικασία, αλλά αντίθετα, για να καταδείξει τη σοβαρότητα με την οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί, την επιτακτικότητά της και τη ζωτική σημασία της.

Θεωρούμε πως όταν μιλάμε για αναρχική αλληλεγγύη μόνο υπό ένα πρίσμα μπορούμε να την ορίσουμε. Ως μια συνθήκη που θέτει στο επίκεντρο το ζήτημα της ύπαρξης επαναστατών κρατουμένων συνολικά. Ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες κάθε υπόθεσης, πέρα από τις διαφωνίες, τις διαμάχες και την εχθρότητα μεταξύ ομάδων κρατουμένων αυτός είναι ο τρόπος για να αναβαθμιστεί η αλληλεγγύη από μια προσωπική υπόθεση ή μια σχέση μεταξύ “καθοδηγητών” και “ακολούθων” σε ένα πολιτικό πρόταγμα με αιχμηρά χαρακτηριστικά.

★★★★★

Ο μεγάλος αριθμός αναρχικών, και γενικότερα πολιτικών κρατουμένων και φυλακισμένων αγωνιστών, αποτελεί εδώ και 5 χρόνια μια απτή πραγματικότητα. Αυτή τη στιγμή 40 περίπου αναρχικοί και κομμουνιστές κρατούνται στις ελληνικές φυλακές κατηγορούμενοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία για συμμετοχή σε κάποια επαναστατική οργάνωση, αποδεχόμενοι ή όχι την συμμετοχή τους σε αυτή (συμπεριλαμβάνουμε σε αυτούς και τους επαναστάτες του DHKP παρόλο που η οργάνωσή τους δρα στην Τουρκία, διότι αντιμετωπίζουν παρόμοιες διώξεις από το ελληνικό κράτος στα πλαίσια της αναβαθμισμένης διακρατικής συμφωνίας Ελλάδας – Τουρκίας). Υπάρχουν επίσης σύντροφοι καταζητούμενοι για τους ίδιους λόγους. Τίποτα δε συνηγορεί προς το παρόν ώστε να μπορεί κανείς να ελπίζει ότι ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων θα μειωθεί, αλλά αντίθετα η δυσάρεστη πρόβλεψη ότι θα αυξηθεί μοιάζει και η πιο πιθανή. Η κατασταλτική κλιμάκωση, που στοχοποιεί τον αναρχικό χώρο, έχει φέρει τη φυλακή πολύ πιο κοντά σα συνθήκη και η προοπτική αυτή φαντάζει πλέον συνηθισμένη.

Δεδομένης αυτής της συγκυρίας, και αναγνωρίζοντας την εντός των τειχών συνθήκη ως μια ιδιόμορφη κατάσταση όπου ο αγώνας συνεχίζεται, θεωρούμε πως πρέπει να βρεθεί μια φόρμουλα ώστε, εκτός από ατομική υπόθεση του καθενός, η προοπτική αυτή να μπει σε συλλογική βάση.

Βαδίζοντας στη λογική της δημιουργίας δομών, που θα είναι σε θέση να λειτουργούν με συνέπεια και αποτελεσματικότητα πάνω σε συγκεκριμένες πτυχές του κοινωνικού πολέμου, θεωρούμε σημαντικό να αρχίσουν να μπαίνουν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός οργανωτικού σχήματος, που θα ασχοληθεί με την πολιτική, ηθική και πρακτική στήριξη των πολιτικών κρατουμένων, καθώς επίσης και οι βάσεις για τη σύνδεση σχημάτων, τόσο συγγενικών θεματικών, όσο και διαφορετικών γεωγραφικών σημείων.

Όμως αναγνωρίζουμε επίσης την ανάγκη τέτοια σχήματα να μπορέσουν να λειτουργήσουν και να μακροημερεύσουν και για να γίνει αυτό χρειάζεται τόσο υπευθυνότητα όσο και μνήμη. Και για να αποκτήσει μια δομή αυτά τα δυο βασικά χαρακτηριστικά που, η παρουσία τους ή η απουσία τους, μπορούν να την κάνουν επιτυχημένη ή αποτυχημένη, πρέπει από την αρχή να θέσει σαφή και συγκεκριμένα πολιτικά κριτήρια για το τι θεωρεί αλληλεγγύη στους φυλακισμένους αγωνιστές. Ποιες είναι οι απαιτήσεις από πλευράς της. Ποια χαρακτηριστικά κάνουν αυτή τη σχέση αμφίδρομη. Ποια είναι τα κριτήρια, βάσει των οποίων κάποιος θεωρείται πολιτικός κρατούμενος και όχι “άτομο”. Βάσει ποιου δημόσιου γεγονότος, στο οποίο μπορούν να έχουν άπαντες πρόσβαση, και με βάση ποια κριτήρια, πολιτικά και όχι προσωπικά, κάποιος αποκλείεται ως αποκηρύσσαντας ή καταδότης. Βάσει ποιου κριτηρίου και ποιου σκεπτικού κάποιος θεωρείται συκοφάντης και ποια είναι τελικά τα όρια μεταξύ κριτικής και συκοφαντίας. Ποιο είναι το πολιτικό ήθος που απαιτείται και πώς κρίνεται αυτό; Είναι η ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου μια de facto ιδιότητα από την οποία δεν εκπίπτει κανείς όποια κι αν είναι η πορεία του; Είναι εν τέλει η απαξίωση και η κατασυκοφάντηση αγώνων και αγωνιστών, οι απειλές και η βία μεταξύ των αναρχικών προσωπικά ή πολιτικά ζητήματα; Είναι τελικά η έλλειψη συλλογικής μνήμης το βασικότερο πρόβλημα του αναρχικού χώρου; Πρέπει να απαντήσει στα παραπάνω η συνέλευση για να μην είναι άλλο ένα πυροτέχνημα;

Εμείς από την πλευρά μας δε σκοπεύουμε να βάλουμε κανενός είδους αποκλεισμό. Όμως θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο να δοθούν απαντήσεις σε προβλήματα που δεν πρέπει να κρύβονται κάτω από το χαλάκι αλλά να συζητιούνται δημόσια. Θέλοντας να αποφύγουμε μελλοντικά ζητήματα που θα δυσχεράνουν την εξέλιξη του εγχειρήματος θέτουμε ξεκάθαρα και με κριτικό τρόπο τους προβληματισμούς μας. Γιατί για να χτιστούν γερά θεμέλια χρειάζονται συμφωνίες σήμερα που θα δοκιμαστούν αύριο. Γιατί ο αυθορμητισμός και η καλή θέληση δεν είναι πάντα αρκετά. Γιατί η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας και όχι το κόλπο μας.

(δημοσιευμένο στις 17 Δεκεμβρίου 2014 στο athens.indymedia.org)