Ψάχνουμε ξάνοιγμα μέσα απ’ τις ρωγμές,
είμαστε μυριάδες όσες κι οι αφορμές.
‘Ντου ξελευτερία’, Active member, 2011
Η κυβερνητική αριστερά αναγνωρίζοντας, τουλάχιστον ενδόμυχα, ότι η «διανοητική και ηθική ηγεσία» (με γκραμσιανούς όρους) δεν μπορεί να επιτευχτεί με παλινωδίες και ασαφείς υποσχέσεις μεταθέτει σταδιακά το βάρος από την συναίνεση στον εξαναγκασμό. Η στρατηγική αυτή, ως εξουσιαστική πολιτική, βρίσκει εφαρμογή και στην πρόθεση κατάθεσης του νέου νομοθετικού σχεδίου για τις φυλακές. Από τη μία, όντως εισάγει μεταρρυθμίσεις που φαίνεται να αναμορφώνουν το σύστημα, ενώ από την άλλη καθυστερεί αδικαιολόγητα την κατάθεσή τους δοκιμάζοντας (κατά πολλούς δολίως) την αντοχή των φυλακισμένων ενώ υπάρχουν και σαφείς αμφιβολίες ως προς την ουσία και την εφαρμογή τους καθώς π.χ. σε ραδιοφωνική συνέντευξή του ο υπουργός άφησε να εννοηθεί ότι δεν θα καταργηθούν οι μεταγωγές που –τουλάχιστον για τους αναρχικούς– είναι στοχευμένα εκδικητικές (βλέπε την μεταφορά τους σε μακρινές από την οικογένεια πόλεις).
Η αριστερά που τώρα έχει τα ηνία του κράτους, έχει δώσει τα διαπιστευτήριά της από πριν. Και στην υπόθεση της Υπατίας και αλλού, ακροβατώντας στα τάσια της λαϊκής και αστικής δικαιοσύνης, περιορισμένη στις λεκτικές προθέσεις και μακριά από επώδυνες συγκρουσιακές πρακτικές, διατηρούσε ισορροπίες αντιπροσωπευτικές ενός τυπικού αστικού κόμματος. Το ίδιο επιζητά και από τους έγκλειστους αναρχικούς. Να κάνουν πίσω αναστέλλοντας τον αγώνα τους και έτσι να επιτύχει μια υποδειγματική επιβολή και πολιτική νίκη.
Ο Αναρχικός αγώνας όμως δεν τηρεί ισορροπίες ούτε προϋποθέσεις. Εκδηλώνει ανοιχτά την Άρνησή του και δεν φοβάται να αντιπαρατεθεί με ό,τι όπλο διαθέτει και μπορεί. Οι έγκλειστοι στα σωφρονιστικά καταστήματα παραθέτουν την υλική τους υπόσταση, οι έγκλειστοι της κοινωνίας καταλαμβάνουν εξουσιαστικά κτήρια διατρανώνοντας την θέληση, την δύναμη και την ένταση του αγώνα που διεξάγουν.
Η υπόλοιπη ελληνική κοινωνία ως παραδοσιακή, άκρως συντηρητική και δομημένη με σκληρά εξουσιαστικά δίκτυα διαπλοκής και εκμετάλλευσης, παραμένει μακριά από τον πλουραλισμό και την πολυπλοκότητα άλλων φιλελεύθερων κοινωνιών και άρα δεν μπορεί να συμβάλει στην πραγμάτωση ευρύτερων δημοκρατικών αρχών(ελευθερία) έστω και με αστικούς όρους. Συνεπώς ούτε θέλει ούτε μπορεί να ταυτιστεί ή να συνδράμει τον αγώνα των αναρχικών ως προς την πραγμάτωση των αιτημάτων των έγκλειστων απεργών πείνας. Οι τελευταίοι το γνωρίζουν καθώς και οι αλληλέγγυοι που με τις επανοικειοποιήσεις κτηρίων και άλλες δράσεις δεν απευθύνονται σε αυτούς αλλά σε εκείνους, τους λίγους αλλά και συνάμα τόσο πολλούς, που δεν έχουν ξεχάσει το χρώμα της φωτιάς και την μυρωδιά της ελευθερίας.
Τι όμως πετυχαίνουν οι αγωνιζόμενοι; Και εάν υποθέσουμε ότι τα κύρια αιτήματά τους εκπληρωθούν αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι απλά περιορισμένες μικροβελτιώσεις ενώ οι φυλακές ως κτήρια, σύστημα και τρόπος θα παραμείνουν;
Βεβαίως, όμως, όπως έλεγε ο Πασσαμάνι, αυτό που είναι σημαντικό είναι οι σχέσεις και οι μέθοδοι που σφυρηλατούνται στην πορεία του αγώνα και οι οποίες ανέκαθεν υπήρξαν οι βάσεις όλων των εξεγέρσεων. Οι επιθέσεις απέναντι στο εξουσιαστικό εργαλείο της φυλακής είναι ταυτόχρονα επιθέσεις στην εκάστοτε προσωπική φυλακή και κυρίως στην παράδοση και στη ματαιότητα.
Αυτό είναι το μέγα όφελος των αγωνιζόμενων που προκαλούν επικίνδυνες ρωγμές στο Κράτος και οι οποίοι συνεχίζουν και θα συνεχίζουν να αναζητούν το ‘ξάνοιγμα’.