Αλάργαρε απ’ την πύλη και τσούλησε για το περίπτερο. Παλιά είχανε κάτι τρισάθλιες σκούρες τέντες, φρούριο τ’ αστραφτερά ψυγεία πια. Αγόρασε απ’ αυτές που ’χουνε σκατουλάκια μέσα, τσαλάκωσε το αλουμινάκι και βάλθηκε να μασουλάει κριτσινιστά πίσω απ’ την πλάτη ενός μουρτζούφλη τσίλια. Σκούπισε το χείλι κι άνοιξε βήμα για τη […]