Θεσσαλονίκη: Για την εναντίωση στην κυριακάτικη εργασία

Αφίσα και κείμενο που κολλιέται και μοιράζεται (αντίστοιχα) στη Θεσσαλονίκη.
Τα τελευταία χρόνια διανύουμε μια ακόμη γενικευμένη καπιταλιστική κρίση και αναδιάρθρωση. Οι κρίσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλισμού, καθώς οι αντιφάσεις του προκαλούν τριγμούς εντός του εξουσιαστικού οικοδομήματος. Εν μέσω αυτών των κρίσεων, και καθώς «κλονίζεται η εύρυθμη λειτουργία» του τελευταίου, παρέχεται η ευκαιρία αναδιαμόρφωσης του συστήματος με τους πιο κερδοφόρους όρους για την επιβίωση και αναπαραγωγή του. Μία αναδιαμόρφωση που για τους από τα κάτω σημαίνει όξυνση της επίθεσης που δέχονται από πλευράς κράτους και κεφαλαίου.

Κομμάτι αυτής της επίθεσης αποτελεί και η θεσμοθέτηση της κυριακάτικη εργασίας. Συγκεκριμένα, εκπληρώνει πάγιους στόχους του καπιταλισμού, μέσω της διάνοιξης νέων αγορών με στόχο, όχι απλά τη διάθεση των παραγόμενων προϊόντων στην κατανάλωση, αλλά την κινητοποίηση ενός μεγάλου εύρους καταναλωτικών διαδικασιών τις Κυριακές. Η εξουσία, στην ουσία, προωθεί την αναγκαιότητα καθιέρωσης της “ελεύθερης μέρας της Κυριακής” ως μέρας κατανάλωσης και αυτοπραγμάτωσης μέσω της συμμετοχής σε μια κοινωνία καταναλωτών που ικανοποιείται αν όχι από την αγορά, έστω από τον πόθο των εμπορευμάτων.

Η επιβολή της κυριακάτικης εργασίας για τους εμποροϋπαλλήλους συμπληρώνει, άλλωστε, την πραγματικότητα των απελευθερωμένων ωραρίων, που συμπεριλαμβάνει τόσο την κυριακάτικη εργασία, όσο και 24ωρα εργασίας σε μια μεγάλη γκάμα καταστημάτων όπως τις καφετέριες, τα μπαρ, τα περίπτερα, τα μίνι-μάρκετ κ.ά. Αυτό, από την πλευρά των καταναλωτών, λειτουργεί ως ένας υποβόσκων τρόπος “ανταμοιβής” για όσους δουλεύουν τις υπόλοιπες μέρες και ώρες της εβδομάδας και επιθυμούν να καλύψουν τις όποιες (επίπλαστες ή μη) ανάγκες τους σε βάρος όσων τους επιβάλλεται να εργαστούν οποιαδήποτε ώρα και στιγμή κριθεί αναγκαίο. Έτσι, με καταναλωτικά αγαθά εξαγοράζεται η λήθη τους για την καταπίεση που βίωσαν εκείνες τις υπόλοιπες μέρες και ώρες της εβδομάδας… η σιωπή τους για την ίδια καταπίεση που εφιαλτικά βιώνουν άλλοι (εμποροϋπάλληλοι, εργαζόμενοι σε καφέ, ζαχαροπλαστεία κλπ) αυτές τις μέρες και ώρες, όταν αυτοί κοιμούνται το καταναλωτικό τους όνειρο…

Η θεσμοθέτηση της κυριακάτικη εργασίας έρχεται, επίσης, να προστεθεί σε μια σειρά από εξοντωτικά εργασιακά καθεστώτα και συνθήκες στα οποία, πέρα από τα ελαστικά και απελευθερωμένα ωράρια, περιλαμβάνονται οι “λευκές νύχτες”, οι απλήρωτες υπερωρίες, τα προγράμματα voucher -άμισθης εργασίας για τα αφεντικά (στα οποία οι εργαζόμενοι υπόκεινται ένα άτυπο καθεστώς ομηρίας, στερούμενοι αδειών, επιδομάτων, δώρων και δικαιωμάτων συμμετοχής σε απεργία και σε συνδικαλιστικές διεκδικήσεις) που στοχεύουν στην εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων προς όφελος των κερδών των αφεντικών. Τα καθεστώτα αυτά πηγαίνουν, επίσης, πλάι-πλάι στην επιβολή μέτρων που εντείνουν την υποβάθμιση των συνθηκών ζωής των καταπιεσμένων, όπως είναι η αύξηση των εισιτηρίων στα ΜΜΜ, η αύξηση του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση, και τόσα άλλα. Τα τελευταία αποτελούν ένα ακόμη τμήμα της βίαιης επίθεσης κράτους και κεφαλαίου σε βάρος των καταπιεσμένων υπηκόων τους, προς χάριν της ανάπτυξης του κυρίαρχου συστήματος: Καθημερινά, χιλιάδες μετανάστες δολοφονούνται στα υδάτινα και χερσαία σύνορα, εκατοντάδες άνθρωποι βασανίζονται και αργοπεθαίνουν στις φυλακές, δεκάδες εργάτες τραυματίζονται θανάσιμα στα εργατικά κάτεργα.

Ο αγώνας κατά της κυριακάτικης εργασίας έχει τις ρίζες του πίσω στις αρχές του 20ού αιώνα, την εποχή των μεγάλων εργατικών αγώνων. Επίκεντρο των διεκδικήσεων, τα ωράρια εργασίας (8ωρο) όπως και η διάρκεια της εργάσιμης εβδομάδας. Κομβικά σημεία στην παγκόσμια ιστορία των αγώνων που άφησαν πολύτιμες παρακαταθήκες, αγώνες του παρελθόντος που, με μεγάλο κόστος, δημιούργησαν αναχώματα αντίστασης τότε, απέναντι στον έλεγχο και την επιβολή των αφεντικών, στην εκμετάλλευση των εργαζόμενων και άνοιξαν τον δρόμο σε νέους αγώνες, αναλύσεις και προτάγματα που ακολούθησαν. Σχεδόν 100 χρόνια πριν ήταν που το ελληνικό κράτος υπό τη πίεση των τότε αγώνων θεσμοθέτησε για πρώτη φορά την υποχρεωτική κυριακάτικη αργία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως έπαψε να είναι στο στόχαστρο των αφεντικών. Τον τελευταίο μισό αιώνα έχει επιτευχθεί το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές γύρω από τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές και τα τελευταία χρονιά με τα ελαστικά ωράρια και την μαύρη, άτυπη, εργασία δεν είναι λίγοι αυτοί που εργάζονται πλέον τις Κυριακές. Επίσημα, όμως, το 2012 ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες κατάργησής της για τους εμποροϋπαλλήλους.

“Οι σύγχρονοι αγώνες για την ελευθερία ενάντια στην εξουσία, περισσότερο κι από την μνήμη ενάντια στη λήθη, είναι ο αγώνας της ζωής ενάντια στον ίδιο το θάνατο. Η απόσταση, δε, που χωρίζει την καθημερινή μας επιβίωση από το βίωμα μιας ζωογόνου ελευθερίας δεν είναι μεγαλύτερη από την απόσταση που μας χωρίζει από τη δράση ενάντια στους εχθρούς της- από την προοπτική, δηλαδή, της εξέγερσης που απομένει ως η μόνη δυνατή περιπέτεια των ζωντανών σε ένα κόσμο που κυριαρχεί η εξουσία, η οικονομία, η τεχνολογία, η οικολογία και η κουλτούρα του θανάτου”

Με την πάροδο των αιώνων και την μεταπήδηση από τη μια μορφή κοινωνικής συγκρότησης σε μια άλλη, η αναγκαιότητα κάλυψης βιοτικών αναγκών αποκόπηκε από την ανθρώπινη δημιουργικότητα και ενεργητικότητα, δίνοντας σάρκα και οστά στο τερατούργημα της εξαναγκαστικής εργασίας. Η τελευταία πήρε διάφορες μορφές πηγαίνοντας παράλληλα και με το εκάστοτε εξουσιαστικό μοντέλο κοινωνικής συγκρότησης, από τη δουλεία του παρελθόντος μέχρι την μισθωτή σκλαβιά του σύγχρονου δυτικού κόσμου, οι μορφές αυτές αποτέλεσαν και την πραγματικότητα πάνω στην οποία δομείται η οικονομία και η εξέλιξη του εκάστοτε καταπιεστικού συστήματος.

Φτάνοντας στη σημερινή μεταβιομηχανική και τεχνοκρατική κοινωνία, έχει χτιστεί ένα ολόκληρο ιδεολόγημα γύρω από την εργασία, το οποίο την επιτάσσει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση, λες και πριν καθιερωθεί όπως την ξέρουμε ή καλύτερα μας την έχουν μάθει τις τελευταίες χιλιετίες, οι άνθρωποι δεν κάλυπταν τις βιοτικές τους ανάγκες. Και με βάση αυτό το ιδεολόγημα, προωθείται η “σημαντικότητα” και “αναγκαιότητα” της εργασίας ως ακόμα ένας φορέας κοινωνικοποίησης και κανονικοποίησης συμπληρώνοντας έτσι το παζλ που προωθεί η εξουσία, που δεν είναι άλλο από την σειρά, σχολείο, στρατός, πανεπιστήμιο κλπ.

Παράλληλα, η κυριαρχία δεν προωθεί μόνο την εργασία αλλά και ολόκληρο το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής-κατανάλωσης ως συνυφασμένο με την ίδια μας τη ζωή, προσπαθώντας μάλιστα να μας περάσει την εργασία και την κατανάλωση ως δικαιώματα τα οποία οφείλουμε να υπερασπιστούμε. Προσπαθεί, λοιπόν, να προσαρμόσει και να ρυθμίσει τις περισσότερες αν όχι όλες τις σημερινές ανθρώπινες δραστηριότητες (από την εκπαίδευση και την εργασία μέχρι την κάλυψη αναγκών, τη μεταφορά και τη διασκέδαση) σύμφωνα με τις ανάγκες της για μαζική παραγωγή και κατανάλωση. Έτσι, για παράδειγμα, μας ποτίζει με μια επίπλαστη ανάγκη κατανάλωσης και βομβαρδίζοντάς μας με διάφορα “αγαθά”, προσπαθεί να εξαργυρώσει τη σιωπή μας για τη σαπίλα που βιώνουμε καθημερινά στο σχολείο, στη δουλειά, στα κλαμπάκια, στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Αλλά και ακόμα παραπέρα, η εξουσία παράγει διαρκώς νέες επίπλαστες ανάγκες και εμπορευματοποιεί όχι μόνο τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις (χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν διάφορες μορφές κοινωνικής δικτύωσης όπως youtube, facebook, κ.λπ., μέσω των οποίων οι διαχειριστές τους βγάζουν εκατομμύρια κέρδη από τη διαφήμιση εταιρειών και την ανατροφοδότηση των τελευταίων με τα στοιχεία σου για να προωθούν ακόμα πιο στοχευμένες διαφημίσεις ανά χρήστη).

Από μεριάς μας, οφείλουμε να αντισταθούμε σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας στην προσπάθεια της εξουσίας για πλήρη έλεγχο των ζωών μας και να μετατρέψουμε τις επιμέρους αντιστάσεις σε συνολικές αρνήσεις που θα συγκρουστούν με το υπάρχον. Η αντίσταση στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση, η αντίσταση στην επιβολή της κυριακάτικης εργασίας, η αντίσταση στον έλεγχο στα ΜΜΜ είναι αντίσταση στην ίδια την εκμετάλλευση του καπιταλιστικού συστήματος.

Εχθρευόμαστε το ίδιο την “εργασία και χαρά” της δεκαετίας του ’80, τα χρόνια “ελευθερίας” που μας χάρισε ο ντόπιος καπιταλισμός στις αρχές του ’90, μια “ελευθερία” επιλογής ανάμεσα σε παραθεριστικές τοποθεσίες, τύπους αναψυκτικών, ή ιστοσελίδων. Ελευθερία για μας σημαίνει επαναπροσδιορισμός και πραγμάτωση των επιθυμιών μας ατομικά και συλλογικά, και όχι κάλυψη επίπλαστων αναγκών και υπακοή στις προσταγές των συμβάσεων εργασίας, των αφεντικών και των καθηγητών μας, σημαίνει δυνατότητα αυτοκαθορισμού, και όχι κατανάλωση “εξατομικευμένων” προϊόντων, σημαίνει αλληλεγγύη ως αμφίδρομη και ισότιμη σχέση μεταξύ ανθρώπων που δεν εξουσιάζουν ούτε εξουσιάζονται και όχι υποκριτική και επιλεκτική φιλανθρωπία, σημαίνει ζωή και όχι επιβίωση, σημαίνει δημιουργία και όχι επιβαλλόμενη ρουτίνα της εργασίας, της μισθωτής σκλαβιάς.

Δεν δουλεύουμε και δεν “κάνουμε τα ψώνια μας” τις Κυριακές…

Αρνούμαστε την εργασία μέσα σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης, επιτιθόμαστε στα μέσα παραγωγής και σαμποτάρουμε την παραγωγική διαδικασία, λεηλατούμε την συνθήκη της κατανάλωσης, απαλλοτριώνουμε πλούτο και εμπορεύματα, ρίχνουμε τις βιτρίνες του θεάματος, απεργούμε. Δεν χρωστάμε σε κανέναν τη συνέπεια στις υποχρεώσεις του καταναγκασμού της εργασίας, δομούμε σχέσεις αλληλεγγύης μακριά από εμπορευματοποιημένες και εξουσιαστικές λογικές, αυτό-οργανωνόμαστε αδιαμεσολάβητα και αντιεραρχικά σε κάθε πεδίο της κοινωνικής μας ζωής από τους χώρους εργασίας μέχρι τις γειτονιές, από τα σχολειά και τις σχολές μέχρι τις πλατείες, και όχι μόνο.

…για ένα μέλλον χωρίς εξαναγκαστική εργασία και μισθωτή σκλαβιά

ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ

συνέλευση αναρχικών για τη σύνδεση των αγώνων μέσα στην κοινωνία φυλακή

σε PDF: sasta.espivblogs.net