Τοποθέτηση του Νίκου Μαζιώτη, μέλους του Επαναστατικού Αγώνα, στο 3ήμερο συζητήσεων στον Βόλο

Τοποθέτηση του Νίκου Μαζιώτη, μέλους του Επαναστατικού Αγώνα, στο 3ήμερο συζητήσεων (7-8-9 Απρίλη 2016) «Για το καθεστώς εξαίρεσης, την ιστορική μνήμη και την προώθηση του πολύμορφου αγώνα» που έγινε στον Βόλο από τη συνέλευση αναρχικών για την αλληλεγγύη εντός και εκτός των τειχών

Ποια ήταν η ανάγνωση των κοινωνικών συνθηκών και ποια αναγκαιότητα αναγνώρισες στη δημιουργία του Επαναστατικού Αγώνα και στην εξέλιξή του;

Η εποχή που ιδρύθηκε ο Επαναστατικός Αγώνας, το 2003, ήταν μία περίοδος όπου η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού ήταν σε έξαρση, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις επιβάλλονταν έχοντας ως ένα βαθμό την κοινωνική συναίνεση παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα, υπήρχε μια αίσθηση ευημερίας και συστημικού θριάμβου, ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας» βρισκόταν σε εξέλιξη από το 2001 και μετά, ο καπιταλισμός προπαγανδιζόταν από τους απολογητές του συστήματος ότι ήταν το τέλος της ιστορίας.

Στην Ελλάδα, υπήρχε μία ανάλογη αίσθηση ευημερίας και συστημικού θριάμβου, η οικονομία είχε ενσωματωθεί στο άρμα των διεθνών αγορών και της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ, η χώρα είχε ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ και στη διεθνή αντιτρομοκρατική συμμαχία, ενώ σε κατασταλτικό επίπεδο είχαμε τις συλλήψεις για την 17Ν και τον ΕΛΑ το 2002-2003, γεγονότα που φαινόταν να επισφραγίζουν τον συστημικό θρίαμβο απέναντι στο επαναστατικό πρόταγμα, στο πρόταγμα της ανατροπής του κεφαλαίου και του κράτους. Σε μια εποχή λοιπόν που το σύστημα, ο καπιταλισμός φαινόταν ότι νικούσε σε όλα τα επίπεδα, σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικοστρατιωτικό, ιδεολογικό επίπεδο –ας μην ξεχνάμε ότι απείχαμε κάτι παραπάνω από μια δεκαετία από την πτώση του αντίπαλου δέους, της Σοβιετικής Ένωσης και του ανατολικού μπλοκ–, ενώ είχε ξεθωριάσει το επαναστατικό πρόταγμα στην Ευρώπη, ήδη εδώ και χρόνια, με την ήττα των επαναστατικών κινημάτων και του δυτικοευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης και με τις συλλήψεις στην Ελλάδα της τελευταίας αριστερής οργάνωσης αντάρτικου, της 17Ν, ο Επαναστατικός Αγώνας με την εμφάνιση του πήγαινε κόντρα στο ηττοπαθές κλίμα της εποχής και ξαναβάζει στην ιστορία το επαναστατικό πρόταγμα, το πρόταγμα της ανατροπής του κεφαλαίου και του κράτους.

Ακριβώς αυτό καθόρισε και την ταυτότητα και το όνομα της συλλογικότητας μας.

Πιστεύουμε ότι καθήκον των επαναστατών είναι να δρουν προς την κατεύθυνση της αλλαγής των δυσμενών συνθήκων και αυτό κάναμε το 2003 όταν ξεκινήσαμε.

Η σημασία αυτού του πράγματος αντικατοπτριζόταν π.χ. στην δήλωση που είχε κάνει ένας από τους βασικούς ιδεολογικούς απολογητές του συστήματος, ο δημοσιογράφος Ι. Πρετεντέρης, ο οποίος είχε δηλώσει όταν ο Επαναστατικός Αγώνας είχε γαζώσει με αυτόματο στις 30 Απριλίου 2007 το β’ αστυνομικό τμήμα Ν. Ιωνίας, στον Περισσό, ότι ο Επαναστατικός Αγώνας είναι η μοναδική οργάνωση αντάρτικου εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη κοινωνικοεπαναστατικού χαρακτήρα σε αντιδιαστολή με την ΕΤΑ στην Ισπανία που είχε εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά και σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν άλλες οργανώσεις αντάρτικου στην Ευρώπη και με το σύστημα να φαίνεται να είναι αήττητο και να ευημερεί, αυτό φαινόταν «παράξενο».

Η σημασία της ύπαρξης του Επαναστατικού Αγώνα δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα αλλά είχε και διεθνή αντίκτυπο, πράγμα που αρκετοί σύντροφοι και αναρχικοί και κομμουνιστές στην Ευρώπη το αναγνωρίζουν. Προς την κατεύθυνση όπως είπα, της αλλαγής των δυσμενών συνθηκών που ίσχυαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι ενέργειες και ο λόγος της οργάνωσης το διάστημα 2003-2007, αναδείκνυε τη σαθρότητα στην οποία βασιζόταν η συστημική προπαγάνδα και ο μύθος της «ισχυρής οικονομίας» και της ευημερίας του συστήματος γενικότερα και αυτό επιβεβαιώθηκε μετά το 2008 με την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Ακριβώς η ανάδειξη και η επιβεβαίωση του μύθου της «ισχυρής ελληνικής οικονομίας» και της ευημερίας που στηριζόταν στον υπέρογκο δανεισμό προετοίμασε και την εξέλιξη της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα στην αρχή της κρίσης, το 2009, όταν διατυπώσαμε για πρώτη φορά την άποψη ότι λόγω της κρίσης και των πολιτικών που θα αναγκάζονταν να πάρουν οι ελληνικές κυβερνήσεις, το σύστημα θα έχανε την κοινωνική συναίνεση που απολάμβανε ως ένα βαθμό τα προηγούμενα χρόνια, θα έχανε την κοινωνική νομιμοποίηση και θα ανοιγόταν η ιστορική ευκαιρία για μια επανάσταση στην Ελλάδα.

Ήδη στον απόηχο της εξέγερσης του Δεκεμβρίου του 2008 με τις ένοπλες επιθέσεις κατά των αστυνομικών των ΜΑΤ αλλά και με την καμπάνια των επιθέσεων του 2009, σε Citibank, Eurobank και Χρηματιστήριο Αθηνών, εμείς μιλήσαμε για κοινωνική επανάσταση, για τον καταλυτικό ρόλο του ένοπλου αγώνα σε μια τέτοια απόπειρα και για την δημιουργία επαναστατικού κινήματος που θα πραγματοποιήσει την απόπειρα αυτή.

Τότε αυτά τα πράγματα ακούγονταν για πρώτη φορά, ηχούσαν παράξενα στον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο, όμως τώρα εδώ και καιρό προβληματίζουν ολοένα και περισσότερους συντρόφους και συντρόφισσες.

Η αναγκαιότητα ανάδειξης του επαναστατικού προτάγματος, της ανατροπής του κεφαλαίου και του κράτους σε μια εποχή που η έννοια της επανάστασης είχε εξαφανιστεί και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ήταν αυτό που καθόρισε την δημιουργία του Επαναστατικού Αγώνα και την εξέλιξη του τα επόμενα χρόνια που λόγω της κρίσης δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για μια επαναστατική απόπειρα στην Ελλάδα, κάτι που ισχύει και σήμερα. Γιατί η επανάσταση είναι για μας αυτοσκοπός και αυτό μας καθόρισε και εξακολουθεί να μας καθορίζει.

Με βάση τις συνθήκες του 2010-2012 και την όξυνση της οικονομικής κρίσης πώς θα μπορούσε η δράση του Επαναστατικού Αγώνα να συμβάλει στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος;

Η ίδια η συνέχιση της δράσης της οργάνωσης το διάστημα 2010-2012 θα μπορούσε να συμβάλει υποθετικά στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος.

Οι συλλήψεις μας τον Απρίλιο του 2010 που επακολούθησαν του θανάτου του Λάμπρου Φούντα στην συμπλοκή της Δάφνης, παραμονές της υπογραφής του Α’ Μνημονίου διέκοψαν την στρατηγική και την καμπάνια της οργάνωσης που είχε εγκαινιαστεί το 2009 που είχε σκοπό το σαμποτάρισμα της εφαρμογής των πολιτικών αντιμετώπισης της κρίσης από τις ελληνικές κυβερνήσεις.

Η καμπάνια αυτή, με τις επιθέσεις στη Citibank, Eurobank και στο Χρηματιστήριο Αθηνών αναδείκνυαν κάποιους από τους υπεύθυνους της κρίσης που επωφελούνταν από τις πολιτικές και τα πακέτα διάσωσης των ελληνικών κυβερνήσεων, στόχευε δομές και εγκαταστάσεις της οικονομικής εξουσίας, τράπεζες που ήταν δανείστριες του ελληνικού κράτους, κατείχαν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου όπως ήταν η Citibank και η Eurobank, στόχευε μηχανισμούς όπως το χρηματιστήριο που είναι ένας μηχανισμός υπό τον έλεγχο των μεγάλων διεθνών τραπεζών και που υπάρχει για να αναδιανέμει τον κοινωνικό πλούτο προς όφελος των ισχυρών και για την συγκέντρωση της οικονομικής ισχύος στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας.

Η δράση του Επαναστατικού Αγώνα, όχι μόνο υποδείκνυε τους υπεύθυνους της κρίσης, τα αίτια της κρίσης και του ελληνικού χρέους, όχι μόνο προσπαθούσε να σαμποτάρει κατά δύναμιν την εφαρμογή των πολιτικών αντιμετώπισης της κρίσης και των προγραμμάτων διάσωσης όπως το μνημόνιο, αλλά υποδείκνυε ότι η μόνη λύση και απάντηση σε αυτή την πρωτοφανή κατάσταση που διαμορφωνόταν, ήταν η Κοινωνική Επανάσταση, η ανατροπή του Κεφαλαίου και του Κράτους με την απαραίτητη προσφυγή των αγωνιζόμενων κομματιών στον ένοπλο αγώνα.

Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα στις προκηρύξεις της οργάνωσης της καμπάνιας των επιθέσεων του 2009.

Εκεί για πρώτη φορά διατυπωνόταν η άποψη ότι είναι καιρός να δημιουργηθεί ένα επαναστατικό κίνημα με θέσεις και προτάσεις, με στρατηγική έτσι ώστε να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που ανοίγονταν με την κρίση και την αδυναμία του συστήματος για να επιχειρήσει μια επαναστατική απόπειρα στην Ελλάδα, κάτι που αν γινόταν θα άλλαζε ο ρους της ιστορίας διεθνώς και στην Ευρώπη και ίσως σ’ όλο τον κόσμο.

Το 2010 θα συνεχίζαμε αυτή την καμπάνια των επιθέσεων με αιχμή την κρίση και τις πολιτικές αντιμετώπισής της και τα προγράμματα διάσωσης.

Άλλωστε ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας σκοτώθηκε σε μια προπαρασκευαστική ενέργεια της οργάνωσης προετοιμάζοντας μια επίθεση συνέχεια της καμπάνιας που είχε εγκαινιαστεί το 2009 και έδωσε την ζωή του για να μην περάσει το μνημόνιο του 2010 και για να γίνει η κρίση ευκαιρία για την κοινωνική επανάσταση στην Ελλάδα.

Αν συνεχίζαμε την δράση μας το 2010-12, σε μια περίοδο που υπήρχαν οι μεγάλες λαϊκές και κοινωνικές κινητοποιήσεις εναντίον του μνημονίου, εκτιμώ ότι θα συνεισφέραμε με την συνέχιση των χτυπημάτων σε κεντρικές δομές της εξουσίας στη γενικότερη αποσταθεροποίηση του συστήματος που κλονιζόταν και από την κρίση και από τις κινητοποιήσεις εκατοντάδων χιλιάδων λαού αλλά εκτιμώ ότι θα συνεισφέραμε περισσότερο απ’ ότι ήδη είχαμε κάνει στην ανάπτυξη πολιτικών θέσεων και προτάσεων για τη δημιουργία επαναστατικού κινήματος.

Γιατί δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα χωρίς την διατύπωση σαφών θέσεων και προτάσεων, μιας πολιτικής χάρτας ή ενός προγράμματος προς την κατεύθυνση της επαναστατικής προοπτικής και που θα αποτελέσουν τον οδικό χάρτη της ανατρεπτικής δράσης.

Γι’ αυτό και ήταν μεγάλη επιτυχία των αρχών ότι μας συνέλαβαν παραμονές του Α’ Μνημονίου.

Στο διάστημα 2010-12 δεν υπήρχε ανάλογη δράση που να έχει ως αιχμή την κρίση και τις πολιτικές αντιμετώπισής της.

Η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας και στο γραφείο του μόνιμου αντιπροσώπου του ΔΝΤ τον Απρίλιο του 2014, ήταν η συνέχιση της στρατηγικής των επιθέσεων που εγκαινιάστηκαν το 2009 και στην ανάληψη ευθύνης για αυτή την ενέργεια η οποία αφιερώθηκε στον Λάμπρο Φούντα, διατυπώνονταν κάποιες πολιτικές θέσεις και προτάσεις που κατά την γνώμη μας θα έπρεπε να έχει ένα επαναστατικό κίνημα με αντικαπιταλιστική και αντικρατική κατεύθυνση και θέτονταν προς συζήτηση στον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο.

Όμως τότε –το 2014–, οι συνθήκες είχαν αλλάξει προς το χειρότερο αφού μετά τις 12 Φλεβάρη του 2012, δεν υπήρξαν ανάλογες μαζικές κινητοποιήσεις.

Ο κόσμος δεν κατεβαίνει πια μαζικά στους δρόμους, οι απεργίες είναι ελάχιστες ενώ έχουν ψηφιστεί 2 ακόμα μνημονιακά προγράμματα χωρίς σοβαρές αντιδράσεις.

Ο λόγος αυτής της γενικότερης καθίζησης των κοινωνικών αντιστάσεων είναι ότι αυτές οι κινητοποιήσεις της περιόδου 2010-2012 είχαν αμυντικό χαρακτήρα, οι λαϊκές μάζες που κατέβηκαν στο δρόμο ήθελαν την επιστροφή στην προ κρίσης κατάσταση, κάτι που είναι αδύνατο λόγω της δυναμικής της ίδιας της κρίσης και του συστήματος που προσπαθεί να την αντιμετωπίσει.

Έτσι ήταν λογικό ότι κάποια στιγμή, αυτές οι κινητοποιήσεις θα εξαντλούσαν την δυναμική τους, και δεν θα είχαν κανένα αποτέλεσμα στο να φρενάρουν την εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων.

Αυτός είναι ο λόγος που και σήμερα ο κόσμος εξακολουθεί να μην κατεβαίνει μαζικά στους δρόμους παρά το ότι η κυβέρνηση Σύριζα ψήφισε το Γ’ Μνημόνιο και παίρνει αντικοινωνικά και αντιλαϊκά μέτρα. Γιατί δεν πιστεύει ότι θα έχουν κάποιο αποτέλεσμα και εκεί ποντάρουν οι κυβερνήσεις.

Γι’ αυτό και οι τελευταίες κινητοποιήσεις ενάντια στα σχεδιαζόμενα μέτρα της κυβέρνησης Σύριζα σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση και την φορολογία δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Η τραγικότερη απόδειξη του αδιεξόδου αυτού του είδους των κινητοποιήσεων που είχαν αμυντικό χαρακτήρα είχε δοθεί με την αυτοκτονία του αγωνιστή Χριστούλα στην πλατεία Συντάγματος τον Απρίλιο του 2012, εκεί που γινόταν η Λαϊκή Συνέλευση της πλατείας Συντάγματος, ο οποίος έκανε έκκληση για μαζική προσφυγή του λαού στα όπλα, λέγοντας, «πιστεύω ότι οι νέοι χωρίς μέλλον, κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα και στην πλατεία Συντάγματος θα κρεμάσουν ανάποδα τους προδότες, όπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στο Μουσολίνι στην πλατεία Λορέτο στο Μιλάνο».

Η θέση του Επαναστατικού Αγώνα έτσι όπως έχει καταγραφεί πριν ακόμα από την υπογραφή του Α’ Μνημονίου, στις προκηρύξεις του 2009, είναι ότι η ένοπλη κοινωνική επανάσταση και η προσφυγή του λαού στα όπλα είναι η μόνη ρεαλιστική απάντηση στην κρίση και ότι απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η δημιουργία επαναστατικού κινήματος με ξεκάθαρες θέσεις και προτάσεις.

Αυτή είναι η συνεισφορά και η παρακαταθήκη μας ή μέρος αυτής πριν το 2010 και θα εξακολουθούσε να ήταν αν συνεχίζαμε τη δράση μας την περίοδο 2010-2012, την περίοδο των μεγάλων κινητοποιήσεων και εξακολουθεί και είναι και το 2014 όταν έγινε η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας. Εκτιμώ ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα και το αντάρτικο την περίοδο 2010-2012 με αιχμή την κρίση και τις πολιτικές αντιμετώπισής της θα συνείσφερε περισσότερο στη αποσταθεροποίηση του συστήματος.

Πώς θα μπορούσε ο αναρχικός αντιεξουσιαστικός χώρος να μεταπηδήσει από κίνημα αμφισβήτησης και παρέμβασης σε κίνημα που πραγματικά παλεύει για την επανάσταση. Ζήτημα δομών ή πολιτικών θέσεων;

Καταρχάς είναι ζήτημα πολιτικών θέσεων και από τις πολιτικές θέσεις εξαρτάται και το τι είδους δομές πρέπει να έχει ένα κίνημα. Ακριβώς γιατί ο αναρχικός αντιεξουσιαστικός χώρος δεν έχει συνεκτικές και ξεκάθαρες πολιτικές θέσεις για τα ακανθώδη ζητήματα της εποχής μας, δεν έχει εξελιχτεί σε ένα επαναστατικό κίνημα, σε ένα κίνημα που όπως λέτε θα παλεύει για την επανάσταση.

Η έλλειψη ανάλυσης και ερμηνείας για το ίδιο το σύστημα, το κεφάλαιο και την δυναμική του, για την κρίση, το χρέος, την ΕΕ, καθώς και η έλλειψη θέσεων και προτάσεων για αυτά τα ζητήματα και για το ξεπέρασμα του κεφαλαίου και του κράτους, είναι η αιτία που ο αναρχικός αντιεξουσιαστικός χώρος ήταν θεατής των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων από το 2010 και μετά και ιδιαίτερα το διάστημα 2010-2012. Σε αυτό το διάστημα οι λαϊκές μάζες που κινητοποιήθηκαν ενάντια στο μνημόνιο ζητούσαν απαντήσεις και προτάσεις, για το χρέος, την ΕΕ, το ευρώ.

Στην πραγματικότητα, ο χώρος δεν επέδρασε καταλυτικά στα γεγονότα εκείνη την περίοδο και φυσικά η συνεισφορά μας στις ταραχές και στις συγκρούσεις μπροστά στο κοινοβούλιο μαζί άλλωστε με χιλιάδες λαού δεν επηρέασαν τα πράγματα και δεν άλλαξαν την ροή της ιστορίας.

Δεν υπήρξαν πολιτικές αντιπροτάσεις απέναντι στις θέσεις των καθεστωτικών κομμάτων που έθεταν στην κοινωνία το δίλημμα, «μνημόνιο ή καταστροφή», ούτε απέναντι στις ανεδαφικές και μη ρεαλιστικές προτάσεις της καθεστωτικής αριστεράς όπως του Σύριζα που μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, πρότεινε σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές και κρατική παρέμβαση στην οικονομία και κατέληξε όπως είχαμε προβλέψει να υλοποιεί νεοφιλελεύθερες πολιτικές και να εφαρμόζει το γ’ μνημονιακό πρόγραμμα.

Δυστυχώς αυτή η κατάσταση εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα.

Όταν ξέσπασε η κρίση, πολλοί σύντροφοι πίστευαν ότι η κρίση είναι τεχνητή που με αφορμή αυτή απλώς κόβονται οι μισθοί και οι συντάξεις.

Δεν καταλάβαιναν το πραγματικό πρόβλημα αναπαραγωγής του κεφαλαίου –αυτό σημαίνει άλλωστε κρίση–, δεν καταλάβαιναν το μπλοκάρισμα του κύκλου του κεφαλαίου για επενδύσεις για κέρδος και για επανεπένδυση του κέρδους για ακόμα μεγαλύτερο κέρδος και ούτω καθ’ εξής, δεν καταλάβαιναν ότι υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει δομικό πρόβλημα του συστήματος και δεν ήταν ένα τεχνητό ζήτημα που έδινε απλώς ένα πρόσχημα για επίθεση στα λαϊκά εισοδήματα και για αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου προς την κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, την μεγαλύτερη ως τώρα.

Αυτή η αδυναμία κατανόησης και ερμηνείας του συστήματος είναι αποτέλεσμα ως ένα βαθμό της έλλειψης ενδιαφέροντος των συντρόφων να κατανοήσουν πως λειτουργεί το κεφάλαιο το οποίο είναι προνομιακό σημείο αναφοράς για τους μαρξιστές.

Μιλάμε συνέχεια για αγώνα ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο αλλά αγνοούμε πως λειτουργεί το κεφάλαιο.

Μη μπορώντας λοιπόν να κατανοήσει ο χώρος τι σηματοδοτεί η κρίση και οι πολιτικές αντιμετώπισης της από τους υπερεθνικούς οργανισμούς και τις κυβερνήσεις, βρέθηκε απροετοίμαστος πολιτικά μπροστά στη λαίλαπα που ακολούθησε από το 2010 μέχρι σήμερα. Έτσι δεν μπορέσαμε να εξελιχτούμε από έναν χώρο με τα χαρακτηριστικά που υπήρχαν προ κρίσης, έναν χώρο όπως λέτε αμφισβήτησης και παρέμβασης όπου τα πιο «προωθημένα» κομμάτια του στόχευαν στην εξέγερση, σε έναν χώρο που θα έβαζε την προοπτική της ανατροπής και της επανάστασης.

Και για να γίνει αυτό, προϋπόθεση είναι η επεξεργασία θέσεων και προτάσεων για τα ζητήματα που έχει γεννήσει η εποχή μας, το χρέος, το μνημόνιο, την ΕΕ, το ευρώ και φυσικά προϋπόθεση είναι η επεξεργασία θέσεων για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Δεν φτάνει η συνθηματολογία για αυτοοργάνωση, αυτοδιαχείριση, αναρχία ή επανάσταση.

Οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε τι ακριβώς είναι αυτές οι έννοιες γιατί υπάρχει σύγχυση.

Αυτή η αποσαφήνιση θα βοηθήσει και τις νεότερες γενιές που δεν γνωρίζουν από πολιτικές διαδικασίες, αγνοούν ίσως την ιστορική παράδοση του αναρχισμού, συγκλίνει το χάσμα των γενεών, ενώνει το χτες με το σήμερα και προετοιμάζει το μέλλον.

Από το περιεχόμενο των πολιτικών θέσεων μας, εξαρτάται και το πώς οργανωνόμαστε, το ποιες είναι οι δομές του κινήματος.

Αν οι θέσεις μας είναι η καταστροφή του καπιταλισμού, της οικονομίας της αγοράς και του Κράτους και η αντικατάσταση τους από μια συνομοσπονδιακή κοινωνική οργάνωση όπου το κύτταρο της κοινωνίας είναι οι Κοινότητες, οι Κομμούνες, οι Κολεκτίβες, όπου τις αποφάσεις τις παίρνουν οι Συνελεύσεις των μελών αυτών που απαρτίζουν αυτούς τους κοινωνικούς οργανισμούς, τότε και η οργάνωση του επαναστατικού κινήματος είναι αυτονόητά η ομοσπονδιακή οργάνωση.

Γιατί η οργανωτική μας συγκρότηση είναι η κοινωνική μας πρόταση σε μικρογραφία, είναι η Αναρχία σε μικρογραφία.

Γι’ αυτό είναι αυτονόητο ότι η εξέλιξη του αναρχικού αντιεξουσιαστικού χώρου σε ένα κίνημα που πραγματικά παλεύει για την επανάσταση είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικών θέσεων και ακολούθως ζήτημα δομών.

Μιλώντας για την πολυμορφία που πρέπει να αναπτύξει ένα επαναστατικό κίνημα, δημιουργείται η αναγκαιότητα της ανάπτυξης και «δημόσιων» και «παράνομων» δραστηριοτήτων. Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί η σύνδεση των «δημόσιων» και «παράνομων» δραστηριοτήτων;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θέτει πάλι το ζήτημα της αναγκαιότητας της διατύπωσης των πολιτικών θέσεων που πρέπει να έχει ένα επαναστατικό κίνημα γιατί οι πολιτικές θέσεις και οι στόχοι μας είναι το κοινό σημείο σύνδεσης των συντροφισσών και συντρόφων που είναι μέλη του επαναστατικού κινήματος και που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά επίπεδα αγώνα, είτε «νόμιμα» και «δημόσια», είτε «παράνομα».

Όπως έχω ήδη απαντήσει στην την προηγούμενη ερώτηση σας, απαραίτητη προϋπόθεση για την δημιουργία επαναστατικού κινήματος είναι η διατύπωση πολιτικών θέσεων και προτάσεων και αυτές διαμορφώνουν και τον στόχο μας που δεν είναι άλλος από την επανάσταση, την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους.

Η διατύπωση ξεκάθαρων πολιτικών θέσεων σημαίνει ουσιαστικά πολιτική συμφωνία πάνω σε θέσεις αυτών που συμμετείχαν στο κίνημα.

Ακριβώς αυτή η πολιτική συμφωνία είναι ο συνδετικός κρίκος όλων μας, όλων των διαφορετικών συντροφισσών και συντρόφων που δραστηριοποιούνται σε ποικίλες μορφές αγώνα.

Δεν προηγείται η πολυμορφία των μέσων αγώνα των πολιτικών θέσεων αλλά οι πολιτικές θέσεις καθορίζουν τη δράση και τα μέσα αγώνα που υιοθετούνται στα πλαίσια ενός επαναστατικού κινήματος.

Μην μπερδεύουμε τον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο έτσι όπως είναι σήμερα με κίνημα.

Ο χώρος είναι ένα συνοθύλευμα συλλογικοτήτων και ατόμων που ο καθένας ως άτομο ή συλλογικότητα προτάσσει πρωτίστως την διαφορετικότητα του και την αυτονομία του και έχει ελάχιστα κοινά σημεία σύνδεσης με άλλους. Η διαφορετικότητα πρέπει να είναι σεβαστή όμως δεν πρέπει να είναι άλλοθι που αναπαράγει τον κατακερματισμό και την διχόνοια.

Όταν ως Επαναστατικός Αγώνας μιλάμε για την ανάγκη δημιουργίας κινήματος μιλάμε για την αναγκαιότητα επίτευξης μιας πολιτικής συμφωνίας σε θέσεις και προτάσεις που αφορούν την ανατροπή του καθεστώτος και τον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

Αυτό είναι που καθορίζει και την δράση του επαναστατικού κινήματος, την πολυμορφία, είτε τις «δημόσιες» διαδικασίες είτε τις «παράνομες».

Άρα η σύνδεση των «δημόσιων» με των «παράνομων» διαδικασιών ενός επαναστατικού κινήματος επιτυγχάνεται μέσω της πολιτικής συμφωνίας πάνω στις θέσεις που πρέπει να έχει το επαναστατικό κίνημα.

Δεν εξαρτάται απαραίτητα η σύνδεση αυτή και η πολυμορφία αν τα ίδια άτομα διεξάγουν ταυτόχρονα και «δημόσιες» και «παράνομες» δράσεις.

Το να μπορεί κάποιος αγωνιστής να συμμετέχει και σε «δημόσιες» διαδικασίες και σε «παράνομες», αυτό φυσικά δεν αποκλείεται, αυτό έχει γίνει αλλά δεν είναι αυτό το κριτήριο από το οποίο εξαρτάται η σύνδεση της «δημόσιας» δράσης και της «παράνομης» στα πλαίσια του κινήματος.

Τρανταχτό παράδειγμα είναι ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας ο οποίος ήταν μέλος του Επαναστατικού Αγώνα και σκοτώθηκε σε δράση του Επαναστατικού Αγώνα αλλά συμμετείχε και σε «δημόσιες» διαδικασίες του αναρχικού αντιεξουσιαστικού χώρου διαψεύδοντας την άποψη που εκφράστηκε από κάποιους ότι δεν μπορεί να είναι κάποιος μέλος ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης και ταυτόχρονα να συμμετέχει σε «δημόσιες» διαδικασίες για λόγους ασφάλειας.

Άλλο παράδειγμα, είναι ότι μέλη του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα όπως ο σύντροφος Χρήστος Τσιγαρίδας συμμετείχαν σε «δημόσιες» κινηματικές δραστηριότητες όπως η έκδοση του γνωστού περιοδικού «Αντιπληροφόρηση» και σε δράσεις που αφορούσαν εργατικούς αγώνες και τον εργοστασιακό συνδικαλισμό, όπως η απεργία των μεταλλωρύχων του Μαντέμ Λάκκο, της ΙΖΟΛΑ κλπ. Βέβαια τέτοιες περιπτώσεις έχουν ως απαραίτητη προϋπόθεση την τήρηση αυστηρών κανόνων ασφαλείας και επαναλαμβάνω ότι η ταυτόχρονη συμμετοχή κάποιου ή κάποιων αγωνιστών σε «δημόσιες» και «παράνομες» διαδικασίες ταυτόχρονα δεν είναι απαραίτητα το ζητούμενο ούτε αποτελεί το κριτήριο με το οποίο εξασφαλίζεται ή αποδεικνύεται η σύνδεση των «δημόσιων» και των «παράνομων» διαδικασιών του κινήματος.

Η επίκληση της πολυμορφίας στον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο πολλές φορές αφορά μια λανθασμένη κατά την γνώμη μου νοοτροπία που στερείται πολιτικών κριτηρίων όπως το ότι η επιλογή των μέσων αγώνα και δράσης γίνεται περισσότερο με προσωποκεντρικά κριτήρια, δηλαδή το τι ταιριάζει στον χαρακτήρα του καθενός ή στο θυμικό του και όχι με κριτήρια βάσει ποιας στρατηγικής και πολιτικής κατεύθυνσης θα πρέπει να χρησιμοποιούνται τα μέσα αγώνα.

Έτσι, πχ, σύμφωνα με αυτή την νοοτροπία, κάποιος μπορεί να συμμετέχει σε μαχητικές διαδηλώσεις, με την ίδια ευκολία σε εμπρηστικές και «σπασιματικές» επιθέσεις και μετά ή ταυτόχρονα την ίδια περίοδο για να «αναβαθμίσει» την δράση του μπορεί να εμπλακεί και σε ένοπλα χτυπήματα.

Αυτό πάνω κάτω θεωρείται πολυμορφία στον χώρο χωρίς να υπάρχει πολιτικό κριτήριο πώς επιλέγονται τα μέσα αγώνα, ποια στρατηγική εξυπηρετούν αλλά γίνεται περισσότερο για λόγους προσωποκεντρικής έκφρασης. Αυτό κατά την γνώμη μου δεν είναι πολυμορφία και δεν αντανακλά την ύπαρξη κινήματος με θέσεις και προτάσεις.

Πολυμορφία σε ένα κίνημα σημαίνει ότι αυτοί που συμμετέχουν στο κίνημα είναι και αισθάνονται μέρη ενός ενιαίου συνόλου, ότι έχουν συμφωνήσει σε θέσεις και στην στρατηγική της δράσης και ότι ακόμα και αν δρούνε σε διαφορετικά πόστα αγώνα, υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή την επανάσταση.

Δεν είναι απαραίτητο και δεν γίνεται άλλωστε όλοι να κάνουν τα ίδια, να κάνουν τα πάντα.

Και αυτό έχει αποδειχτεί αν δούμε την ιστορία μαζικών κινημάτων.

Πχ, όπως έχω ήδη πει σε ένα παλιότερο, πρόσφατα βέβαια, κείμενο μου για την οργάνωση ενός αναρχικού επαναστατικού κινήματος, τα μέλη των αναρχικών ομάδων κρούσης στην Ισπανία του μεσοπολέμου το διάστημα 1918-23 όπως ήταν οι Los Solidarios και Nosotros που έκαναν ένοπλο αγώνα κατά του καθεστώτος, ήταν και μέλη της CNT, της Εθνικής Συνομοσπονδίας, Εργασίας και των τοπικών συνδικάτων και εφάρμοζαν τις αποφάσεις της CNT και των συνδικαλιστικών οργάνων που συμμετείχαν. Το ίδιο ισχύει και για τα μέλη της FAI, της Αναρχικής Ομοσπονδίας Ιβηρικής που ιδρύθηκε το 1927 και ήταν μια μυστική και παράνομη οργάνωση μάχιμων αναρχικών με δεκάδες χιλιάδες μέλη, οι οποίοι ήταν και μέλη της CNT και εφάρμοζαν τις αποφάσεις του αναρχοσυνδικαλιστικού οργάνου.

Το παράδειγμα αυτό βέβαια δεν καταδεικνύει ότι η CNT ήταν η «δημόσια» έκφραση του αναρχικού κινήματος και η FAI η «παράνομη» γιατί και οι δύο οργανώσεις δρούσαν αρκετές φορές σε καθεστώς παρανομίας και γιατί στο αναρχικό κίνημα δεν υπήρχε η διάκριση μεταξύ πολιτικού και ένοπλου βραχίονα του κινήματος επειδή το ίδιο το αναρχικό κίνημα είχε ενιαίο πολιτικοστρατιωτικό χαρακτήρα, οι οργανώσεις CNT – FAI είχαν συγχωνεύσει το πολιτικό και το ένοπλο κομμάτι μαζί.

Το παράδειγμά μου αναδεικνύει την ενότητα των οργάνων του αναρχοσυνδικαλιστικού και αναρχικού κινήματος πάνω στις ίδιες αρχές, θέσεις και στόχους, οι οποίοι ως ένα μεγάλο βαθμό υλοποιήθηκαν μετά το φρανκικό πραξικόπημα το 1936 και αφορούσε την αυτοδιαχείριση της παραγωγής, της γης, της βιομηχανίας, της υγείας και της εκπαίδευσης, όλου του φάσματος της κοινωνικής ζωής από εκατομμύρια ανθρώπους εργάτες και αγρότες.

Αυτή η ενότητα σε αρχές, θέσεις, προτάσεις, στόχους, είναι η προϋπόθεση της πραγματικής πολυμορφίας ενός επαναστατικού κινήματος.

Τι μπορούμε να μάθουμε από την ιστορία του αντάρτικου πόλης στον ελληνικό χώρο; Εντοπίζονται λάθη σε οποιαδήποτε φάση είτε των οργανώσεων είτε της αλληλεπίδρασης του με το αναρχικό κίνημα; Τι θα έπρεπε να περάσει ως συλλογική μνήμη σχετικά με λάθη ή αδυναμίες του παρελθόντος; Τι μπορούμε να αποκομίσουμε από την δράση του Επαναστατικού Αγώνα μέχρι και σήμερα;

Η αλήθεια είναι ότι δεν μου αναλογεί να κάνω έναν απολογισμό της ιστορίας του αντάρτικου πόλης σε σχέση με άλλες οργανώσεις.

Μπορώ να απαντήσω μόνο στο τελευταίο σκέλος της ερώτησης σας που αφορά τον Επαναστατικό Αγώνα.

Πιστεύω ότι με την δράση και τον λόγο του ο Επαναστατικός Αγώνα πρόσφερε πολιτικά και ερμηνευτικά όπλα και εργαλεία στον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο που θα μπορούσε να τα εκμεταλλευτεί αν ήθελε και αν θέλει να δράσει προς την κατεύθυνση της επαναστατικής προοπτικής ή όπως το θέσατε σε προηγούμενη ερώτηση σας, να εξελιχθεί σε ένα κίνημα που πραγματικά παλεύει για την επανάσταση.

Η παρακαταθήκη που αφήνει ο Επαναστατικός Αγώνας είναι μεταξύ άλλων η συνέπεια που πρέπει να έχουν οι αγωνιστές επαναστάτες όσον αφορά τον στόχο και την δράση τους, δηλαδή αγώνας για την προώθηση της κοινωνικής επανάστασης, για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους, συνέπεια και αφοσίωση στο στόχο και στις επιλογές αγώνα μέχρι θανάτου αφού δοκιμαστήκαμε και δοκιμαζόμαστε, περάσαμε κυριολεκτικά δια πυρός και σιδήρου και ήδη πληρώνουμε ένα βαρύ τίμημα. Έχουμε έναν νεκρό σύντροφο, τον Λάμπρο Φούντα σε συμπλοκή με αστυνομικούς, παραλίγο και εγώ να έχω την ίδια τύχη ή να είμαι ανάπηρος στη συμπλοκή στο Μοναστηράκι, έχουμε βαριές καταδίκες, πρόσφατα καταδικάστηκα σε ισόβια κάθειρξη και 129 χρόνια στην οποία προστίθεται και η καταδίκη της α’ δίκης των 50 χρόνων κάθειρξης ενώ η συντρόφισσα Πόλα Ρούπα που πρόσφατα επιχείρησε με ελικόπτερο την απόπειρα ομαδικής απόδρασης πολιτικών κρατουμένων, εμένα και μελών της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς, είναι ήδη καταδικασμένη σε 50 χρόνια κάθειρξη, βρίσκεται στην παρανομία επικηρυγμένη μεγαλώνοντας τον γιο μας και κατηγορείται για την επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας.

Αυτή η συνέπεια και η αφοσίωση στο στόχο και στις επιλογές αγώνα η οποία στηρίζεται στην ανάληψη της πολιτικής ευθύνης της συμμετοχής μας στην οργάνωση και της υπεράσπισης της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, είναι θεμελιώδης βάση για τους επαναστάτες, γιατί δεν γίνεται να λέει κάποιος ότι αγωνίζεται για την ανατροπή, να καλεί την κοινωνία να επαναστατήσει με όλο το κόστος, τις θυσίες και τις συνέπειες μια τέτοιας απόπειρας και ο ίδιος να μην μπορεί να υπερασπιστεί μπροστά στον εχθρό αυτό που είναι, να υπερασπιστεί την επαναστατική δράση του. Είναι τουλάχιστον αντιφατικό αυτό και υποκρισία. Η παρακαταθήκη του Επαναστατικού Αγώνα είναι επίσης η ευστοχία της ερμηνείας και της ανάλυσης της εποχής μας και του συστήματος που πολεμάμε ως αναρχικοί, η αποδόμηση της καθεστωτικής προπαγάνδας, η ανάδειξη με τις επιθέσεις και τον λόγο, των αιτιών και των υπευθύνων της κρίσης που είναι η υπερεθνική οικονομική ελίτ, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ο καπιταλισμός.

Σε εποχές όπως αυτή των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, όταν οι περισσότεροι πίστευαν στον «θρίαμβο» του συστήματος, όταν επικρατούσε η ηττοπάθεια, εμείς μετά τις συλλήψεις του 2002-03, συνεχίσαμε τον ένοπλο αγώνα και ξαναθέσαμε το πρόταγμα της ανατροπής και της επανάστασης.

Ο Επαναστατικός Αγώνας αποδόμησε τον μύθο της «ισχυρής ελληνικής οικονομίας» που υποτίθεται ότι ήταν προστατευμένη στη ζώνη του ευρώ και όταν πολλοί έβλεπαν μια πλασματική ευημερία ή πίστευαν ότι η Ελλάδα ήταν η «Αμερική των Βαλκανίων», εμείς λέγαμε ότι αυτό ήταν μια απάτη στηριγμένη στον υπέρογκο δανεισμό και στην υποθήκευση των επόμενων γενεών που θα ήταν δουλοπάροικοι του μεγάλου χρέους. Ο Επαναστατικός Αγώνας προειδοποίησε 3 χρόνια πριν την έκρηξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ότι ακριβώς λόγω του υπέρογκου χρέους, η Ελλάδα θα βρεθεί σε δεινή θέση αν ξεσπούσε μια μεγάλη κρίση, πράγμα που επιβεβαιώθηκε.

Όταν ξέσπασε η κρίση, επισημάναμε τα αίτια της, αναδείξαμε τις πολιτικές αντιμετώπισης της από τις ελληνικές κυβερνήσεις προτού καν αυτές εφαρμοστούν, διαγνώσαμε την απαξίωση και την κοινωνική απονομιμοποίηση του συστήματος και τις κοινωνικές εκρήξεις που θα ακολουθούσαν.

Ο Επαναστατικός Αγώνας έθεσε το ζήτημα της ιστορικής ευκαιρίας που ανοίγεται λόγω αυτών των συνθηκών για μια επαναστατική απόπειρα.

Η παρακαταθήκη του είναι η ανάδειξη του ένοπλου αγώνα ως αναγκαίου και καταλυτικού μέσου για την επαναστατική απόπειρα και αυτό έγινε μέσα από επιθέσεις όπως αυτή εναντίον των αστυνομικών των ΜΑΤ μετά την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008, μια ενέργεια καινοτόμο για το ελληνικό αντάρτικο πόλης όπου αποδείχτηκε ότι μια χούφτα αφοσιωμένων και αποφασισμένων αγωνιστών μπορούν να εξουδετερώσουν πραιτοριανούς του καθεστώτος σε σύγκρουση στο δρόμο. Φανταστείτε τι θα μπορούσε να κάνει μια μαζική ένοπλη δύναμη.

Ο Επαναστατικός Αγώνας απέδειξε σε πολλές ενέργειες του ότι το καθεστώς δεν είναι ανίκητο, ούτε παντοδύναμο και κανένα μέτρο ασφάλειας δεν εμποδίζει την δράση των επαναστατών, όπως πχ η επίθεση με αντιαρματική ρουκέτα στην πρεσβεία των ΗΠΑ που φυλάσσεται από δεκάδες αστυνομικούς και Αμερικανούς.

Παρακαταθήκη της οργάνωσης είναι η ανάδειξη της αναγκαιότητας ήδη από τις αρχές της κρίσης, από το 2009, της δημιουργίας επαναστατικού κινήματος βάσει μιας πολιτικής συμφωνίας σε θέσεις και προτάσεις που αφορούν τον αγώνα κατά του καθεστώτος και τον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό, ένα κίνημα που θα έχει απαραίτητα τον ένοπλο αγώνα στην ατζέντα του για να επιχειρήσει την επαναστατική απόπειρα.

Πιστεύω ότι ένα πράγμα που μας διέκρινε ήταν ένα ενωτικό πνεύμα και αυτό αποδείχτηκε και με την πρόσφατη απόπειρα απόδρασης που επιχείρησε η συντρόφισσα Ρούπα για την απελευθέρωση την δική μου και συντρόφων της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς.

Τώρα σε σχέση με το αν ο αναρχικός αντιεξουσιαστικός χώρος κατανόησε την συνεισφορά και την παρακαταθήκη του Επαναστατικού Αγώνα, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να απαντηθεί με ασφάλεια.

Θα μπορούσα να αναφερθώ στην αποστροφή του λόγου ενός συντρόφου που είχε μιλήσει σε εκδήλωση που είχε διοργανώσει η Συνέλευση για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα τον Μάρτιο του 2012 με θέμα «η δράση της οργάνωσης του Επαναστατικού Αγώνα» στην οποία είχαμε μιλήσει εμείς τα μέλη και ο οποίος δήλωσε σε σχέση με την παρακαταθήκη του Επαναστατικού Αγώνα:

«Για το αν ο Επαναστατικός Αγώνας κατάφερε να λειτουργήσει ως καταλύτης στη διαδικασία επαναστατικοποίησης του κινήματος, νομίζω ότι μια ασφαλής εκτίμηση σήμερα θα ήταν παρακινδυνευμένη και πρόσκαιρη. Από την τωρινή μας, ωστόσο κινηματική συγκρότηση όσο και την πολιτική και θεωρητική μας αμηχανία μπροστά στα φλέγοντα ζητήματα της εποχής, θα έλεγα ότι η κινηματική επιρροή που έχει ασκήσει ο Επαναστατικός Αγώνας μέχρι στιγμής τουλάχιστον, είναι αναντίστοιχη του πολιτικού κεφαλαίου που κατέθεσε. Και τις ευθύνες για την αναιμική αξιοποίηση του Επαναστατικού Αγώνα από το κίνημα ας μην την αναζητήσουμε μόνο στις ενδεχόμενες αστοχίες και παραλείψεις της οργάνωσης, αλλά ας αναλογιστούμε και τις δικές μας αδυναμίες, τη δική μας επανάπαυση στις θεωρητικές και πρακτικές μας ευκολίες».

Πρόσφατα έγινε η απόπειρα απόδρασης με ελικόπτερο που επιχείρησε η συντρόφισσα Πόλα Ρούπα. Θέλεις να πεις κάποια πράγματα για αυτό;

Η απόπειρα αυτή όπως είναι γνωστό έγινε με σκοπό να αποδράσουν εκτός από μένα και σύντροφοι πολιτικοί κρατούμενοι, μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς. Η ενέργεια αυτή παρά την αποτυχία της έχει μεγάλη αξία.

Ήταν μια ενέργεια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα.

Αποδεικνύει το ενωτικό πνεύμα που πρέπει να έχουν σύντροφοι αγωνιστές οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικές οργανώσεις αντάρτικου, διαφορετικές τάσεις και έχουν διαφορετικές θέσεις εντός του αναρχικού κινήματος.

Ο Επαναστατικός Αγώνας ανέκαθεν είχε την άποψη ότι θα πρέπει να υπάρχει ενότητα των επαναστατών στον κοινό αγώνα ενάντια στην εξουσία, στο κεφάλαιο και το κράτος και αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από την αναγκαιότητα δημιουργίας επαναστατικού κινήματος που όπως την αντιλαμβανόμαστε είναι μια ενοποιητική δύναμη που θα πολεμήσει το καθεστώς.

Γι’ αυτό η συντρόφισσα Ρούπα ρίσκαρε τη ζωή της για να πάρει όχι μόνο εμένα αλλά και τους συντρόφους της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς. Σημασία δεν πρέπει να έχουν τόσο οι διαφορετικές θέσεις για θέματα που αφορούν τον αγώνα αλλά η κοινότητα του στόχου, ο αγώνας ενάντια στην εξουσία, ο αγώνας για επανάσταση.

Αυτό πιστεύουμε ως Επαναστατικός Αγώνας ότι θα πρέπει να ισχύει ως νοοτροπία στο αναρχικό κίνημα και με αυτή την έννοια η επιχείρηση της απόπειρας απόδρασης είναι μια ενέργεια υποδειγματικής αλληλεγγύης που αφήνει μια παρακαταθήκη και αποτελεί ένα αγωνιστικό παράδειγμα.

Θέλεις να προσθέσεις κάτι;

Θα ήθελα να αναφερθώ σε σχέση με την ιστορία του δυτικοευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού γιατί εκτιμώ ότι υπάρχει μια σύγχυση ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές και έχει να κάνει με τις ιδεολογικοπολιτικές επιρροές των οργανώσεων αντάρτικου οι οποίες δεν μπορούν να καθοριστούν με βάση την απόλυτη ιδεολογικοπολιτική καθαρότητα.

Όποιος μελετήσει την ιστορία του δυτικοευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης και του ελληνικού βέβαια και υπάρχουν πολλά στοιχεία γι’ αυτό, θα διαπιστώσει ότι οι επιρροές που είχαν πολλές οργανώσεις αντάρτικου άσχετα με το πώς αυτοπροσδιορίζονται δεν ήταν μονόπλευρες.

Θα διαπιστώσει ότι οι επιρροές είναι, από τον Μαρξ και τον Λένιν –το μαρξιστικολενινιστικό ρεύμα–, υπάρχει η επιρροή του συμβουλιακού κομμουνισμού του Άντον Πάνεκουκ που διαφωνούσε με τον λενινισμό, υπάρχουν μαοϊκές επιρροές και φτάνουν οι επιρροές ως τον κλασικό αναρχισμό του Μπακούνιν και τους καταστασιακούς.

Π.χ. η οργάνωση 1η Μάη την περίοδο 1966-72 που έκανε την πρώτη απαγωγή με πολιτικά κίνητρα, του εκκλησιαστικού συμβούλου της ισπανικής πρεσβείας στο Βατικανό- ενέργεια που έγινε για τους πολιτικούς κρατούμενους στην Ισπανία-, ήταν μια οργάνωση που προερχόταν από το αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα, και αποτελούνταν από συντρόφους νεολαίους που ανήκαν στις οργανώσεις της Ιβηρικής Ελευθεριακής Νεολαίας (FIJL), ουσιαστικά το νεολαιίστικο τμήμα του ισπανικού αναρχικού και αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος που δρούσε εκτός ισπανικής επικράτειας.

Το MIL, το Κίνημα για την Απελευθέρωση της Ιβηρικής, που έκανε απαλλοτριώσεις τραπεζών το διάστημα 1971-73 για την ανάπτυξη της αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης, αποτελούνταν ως ένα βαθμό από αναρχικούς, όμως διαφωνούσε με τον αναρχοσυνδικαλισμό και οι επιρροές του ήταν από το ρεύμα του συμβουλιακού κομμουνισμού του Άντον Πάνεκουκ που διαφωνούσε με τον Λένιν και τους μπολσεβίκους.

Η Οργισμένη Ταξιαρχία στην Αγγλία στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και η Επαναστατική Δράση στην Ιταλία την περίοδο 1975-82, είχαν επιρροές και αναφορές τόσο από τον κλασικό αναρχισμό όσο και από τους καταστασιακούς.

Η RAF στην Γερμανία παρόλο που αυτοπροσδιοριζόταν ως κομμουνιστική οργάνωση δεν ήταν μια «ορθόδοξη» κομμουνιστική οργάνωση, ενώ το Κίνημα 2 Ιούνη και οι Επαναστατικοί Πυρήνες δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως αναρχικοί αλλά είχαν σαφέστατα αντιεξουσιαστική κατεύθυνση στα πλαίσια του ευρύτερου αντιαυταρχικού κινήματος.

Αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει τόσο η ιδεολογικοπολιτική καθαρότητα αλλά ότι οι επιρροές είναι πολύπλευρες.

Η Action Directe ήταν μια κομμουνιστική οργάνωση στην οποία συμμετείχαν και αναρχικοί όπως ο Ζ.Μ. Ρουγιάν, ο οποίος συμμετείχε πριν στο MIL, μετά στις GARI –μια οργάνωση αναρχικών και αυτόνομων–, επίσης συμμετείχαν (στην Action Directe) αναρχικοί όπως ο Ρεζίς Σλεσέρ, η Ελιέτ Μπες, η οποία ήταν μάρτυρας υπεράσπισης στην δίκη μου το 1999.

Πιο κλασικές οργανώσεις μαρξιστικολενινιστικού χαρακτήρα, ήταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και οι νέες Ερυθρές Ταξιαρχίες (1999-2003) και άλλες οργανώσεις του ιταλικού κομμουνιστικού επαναστατικού φάσματος, οι CCC, οι Μαχόμενοι Κομμουνιστικοί Πυρήνες του Βελγίου και οι GRAPO στην Ισπανία.

Επίσης θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ακόμα και οι ιταλοί εξεγερσιακοί αναρχικοί έχουν επιρροές και από τους καταστασιακούς και από τον κλασικό αναρχισμό αν όχι περισσότερο από τους καταστασιακούς.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει σε σχέση με τις ιδεολογικοπολιτικές επιρροές που έχουμε και στο ελληνικό αντάρτικο πόλης.

Για παράδειγμα ο ΕΛΑ ήταν μια κομμουνιστική οργάνωση αλλά όχι μαρξιστικολενινιστική αλλά προερχόταν από τον χώρο της Αυτονομίας, ενώ αντιεξουσιαστικές κατευθύνσεις και επιρροές εμφανίζονται ήδη από την δεκαετία του ’80 όπως στην οργάνωση 1η Μάη όπου γίνονται αναφορές για αυτοοργάνωση των εργατών, για την συγκρότηση αντικαπιταλιστικού και αντικρατικού κινήματος.

Ακόμα και η 17Ν από ένα σημείο και μετά μιλούσε για «αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό», παρεκκλίνοντας από τον κλασικό μαρξισμό – λενινισμό.

Ουσιαστικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ελληνικό αντάρτικο πόλης πήρε πιο αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά με την εμφάνιση των Επαναστατικών Πυρήνων, όμως επαναλαμβάνω ότι δεν υπάρχουν τόσο «καθαρόαιμες» ιδεολογικοπολιτικές επιρροές.

Το «αναρχικό αντάρτικο πόλης» δεν ξεκίνησε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας και εδώ ισχύει ότι δεν υπάρχει αλλά ούτε το ζητούμενο είναι να υπάρχει κατά την γνώμη μου ιδεολογικοπολιτική καθαρότητα.

Γενικότερα το θέμα της ιδεολογικοπολιτικής κατεύθυνσης και επιρροής δεν καθορίζεται αποκλειστικά και επαρκώς από το «ό,τι δηλώσεις είσαι» αλλά καθορίζεται περισσότερο από τη συνολικότερη παραγωγή δράσης και λόγου.

Αυτά τα στοιχεία τα αναφέρω γιατί θεωρώ ότι κάποια πράγματα πρέπει να αποσαφηνιστούν από ιστορικής πλευράς και αυτό σε μια εποχή όπου επικρατεί σύγχυση, όπου επικρατεί μεγάλο χάσμα γενεών, όπου έχει κοπεί δυστυχώς για τις νέες γενιές το νήμα της ιστορικής μνήμης όχι μόνο με το πιο μακρινό παρελθόν του επαναστατικού κινήματος αλλά και με το πιο πρόσφατο, αυτή η αποσαφήνιση είναι σημαντική.