Ως συνήθως, οι πρώτες πικετοφορίες ξεκίνησαν από τη νύχτα, κυρίως σε βιομηχανικούς τομείς, στην κεντρική αγορά και στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ήδη από τα ξημερώματα της 14ης Νοέμβρη έφταναν τα νέα για μπλοκαρισμένους αυτοκινητοδρόμους σε διάφορα σημεία και εισόδους στην πόλη της Βαρκελώνης, καθώς και στο δίκτυο του τραμ.
Το πρωί, οι διάφορες απεργιακές περιφρουρήσεις στάθηκαν μαχητικά, με στόχο να αναδείξουν τα κίνητρα της απεργίας και να ξετρυπώσουν απεργοσπάστες. Από φοιτητικά και φεμινιστικά μπλοκ μέχρι κόσμο που έχει πληγεί από τις εξώσεις, καθώς και άλλοι απεργοί έγραφαν συνθήματα και προκαλούσαν φθορές σε τράπεζες, μπλόκαραν δρόμους, μοίραζαν φυλλάδια, έκλειναν διά της βίας καταστήματα που παρέμεναν ανοιχτά, ενώ πραγματοποίησαν επίσης απαλλοτρίωση ειδών διατροφής από σουπερμάρκετ, μοιράζοντας στη συνέχεια τα προϊόντα. Επιπλέον, κάποια τραπεζικά υποκαταστήματα καταλήφθηκαν από διαδηλωτές που στοχεύουν στην παράλυση της εφαρμογής των εξώσεων. Οι μπάτσοι είχαν τον κόσμο από κοντά, τραμπουκίζοντας και σε κάποιες περιπτώσεις κατάσχοντας προπαγανδιστικό υλικό και προσάγοντας απεργούς.
Κατά τις 14.00 αρκετός κόσμος συγκεντρώθηκε στην κεντρική πικετοφορία της Βαρκελώνης, που διέτρεξε τους δρόμους στο ίδιο μοτίβο, ώσπου ο κόσμος τσάκωσε έναν ασφαλίτη που βρισκόταν ανάμεσα στο πλήθος. Ο μπάτσος τελικά τη γλίτωσε με την επέμβαση άλλων ασφαλιτών, που τράβηξαν τα πτυσσόμενα κλομπ τους για να απειλήσουν τους διαδηλωτές, οι οποίοι όμως τους πήραν στο κυνήγι.
http://www.youtube.com/watch?v=qXBPEqUa88o
Για το απόγεμα είχε καλεστεί διαδήλωση ανεξάρτητη σε σχέση με τα πλειοψηφικά ξεπουλημένα συνδικάτα. Σε αυτή συμμετείχε πληθώρα κόσμου και συλλογικοτήτων ετερογενών τόσο στις μεθόδους, όσο και στους στόχους: από μειοψηφικά συνδικάτα, όπως η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT), η Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας (CNT), το Εναλλακτικό Διασυνδικαλιστικό Καταλονίας (IAC) και το Εργατικό Συνδικαλιστικό Συντονιστικό (COS), μέχρι κοινωνικά κινήματα, πλατφόρμες διαφόρων αποχρώσεων και ομάδες κι ατομικότητες από τον αναρχικό και αντικαπιταλιστικό χώρο.
Για μιάμιση ώρα η διαδήλωση κυλούσε ήρεμα, επιτηρούμενη απ’ τα κρατικά σκυλιά, με γράψιμο στους τοίχους, κάποιες μικροζημιές σε τράπεζες και συνθήματα. Φτάνοντας στο εμποροβιομηχανικό επιμελητήριο, η πορεία έληξε με τον κόσμο να παραμένει κάνα μισάωρο ακόμα στο σημείο. Τριγύρω από μεγάλο μέρος της διαδήλωσης υπήρχαν διμοιρίες και ασφαλίτες, αλλά ο κόσμος ήταν πάρα πολύς για να επιβληθεί έλεγχος. Κάποιοι εκτόξευαν αντικείμενα εναντίον των μπάτσων, άλλοι κουβέντιαζαν και κάποιοι άλλοι βάλθηκαν να πυρπολούν τα μπατσικά που βρίσκονταν σταθμευμένα μπροστά απ’ το αρχηγείο της αστυνομίας. Μόλις άρχισαν να καίγονται τρία από τα αστυνομικά οχήματα, ξεκίνησε και το ντου των μπάτσων, που σκόρπισε το συγκεντρωμένο πλήθος, δίνοντας τόπο σε μερικές ομάδες κουκουλωμένων διαδηλωτών που την έπεσαν σε υποκαταστήματα πολυεθνικών και τραπεζών, όπως και στο μέγαρο μουσικής. Εκείνη τη στιγμή μπόρεσα να δω κάποιους από το σώμα της πορείας να στρέφονται στους ασφαλίτες και να ρουφιανεύουν τους κουκουλωμένους. Αυτή η συμπεριφορά, που δεν απαντήθηκε στον τόπο όπως έπρεπε λόγω της ταχύτητας και της επικινδυνότητας της στιγμής, δε θα πρέπει να περάσει στα ψιλά.
Πολιτικές στρατηγικές διάσπασης
Εδώ και μερικά χρόνια υπάρχει μια μόνιμη συνθήκη να αποδίδονται οι ταραχές σε μπάτσους που έχουν παρεισφρήσει στις διαδηλώσεις, ως στρατηγική απαξίωσης και απομόνωσης των συντρόφων που βλέπουν το αντάρτικο πόλης ως αναπόδραστο τμήμα του αγώνα. Ότι η αστυνομία παρεισφρέει το ξέρουμε ήδη, το είδαμε το πρωί και το έχουμε δει και άλλες φορές, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι όλοι όσοι προκαλούν καταστροφές είναι μπάτσοι. Το να πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο είναι παιδιάστικο, σημαίνει πως αρνείται κανείς την πραγματικότητα εσκεμμένα.
Όπως το βλέπω εγώ, είναι μια πολιτική στρατηγική συγκεκριμένων συλλογικοτήτων. Μια στρατηγική που επιδιώκει να μαζέψει κάθε φορά μεγαλύτερο πλήθος ατόμων, με την ιδέα ότι θα έρθει μια μέρα όπου θα είναι τόσοι ώστε η εξουσία θα χρειαστεί να υποχωρήσει. Γι’ αυτό θεωρούν απαραίτητο να δώσουν μια εικόνα ελεγχόμενη ενώπιον της κοινής γνώμης, για να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο στις γραμμές τους. Μια κοινή γνώμη που, στη μαζική κοινωνία στην οποία ζούμε, διαμορφώνεται από τα προπαγανδιστικά μίντια της εξουσίας, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται η διάδοση μιας δημόσιας εικόνας την οποία η ίδια η κυριαρχία ενδιαφέρεται να προμοτάρει. Αλλά να απαξιώνει κανείς την έμπρακτη αντίσταση και την ενεργή επίθεση εναντίον των δομών της θεσμοθετημένης εξουσίας σημαίνει ότι εντείνει την αποθάρρυνση, τη θυματοποίηση και τη μετατροπή της ζωής μας σε αντικείμενο – δεδομένου ότι, στα ίδια μας τα μάτια, καταλήγουμε έτσι να φαντάζουμε σαν αντικείμενα που η εξουσία χειρίζεται και διευθύνει, χωρίς να διαθέτουμε ικανότητα για δράση.
Αυτή η διαρκής απαξίωση τέτοιων ενεργειών (την επομένη της απεργίας μπορούσε κανείς να ακούσει συνδικαλιστές της CGT ν’ αποδίδουν όλες τις καταστροφές σε λίτες) ενθαρρύνει τη γλοιώδη συμπεριφορά των καταδοτών και ρουφιάνων, για να μετατραπεί κατόπιν σε διαμαρτυρία υπέρ της απελευθέρωσης των συλληφθέντων. Υποθέτω ότι πρόκειται για τους αθώους συλληφθέντες… Ένα τρανό παράδειγμα για το τι καταλαβαίνουν κάποιοι ως λευτεριά. Αν αυτό δεν είναι μια διασπαστική συμπεριφορά, ε τότε τι είναι… Το να καλούν στη γενική απεργία για να κατέβει όλος ο ντουνιάς, να υποδεικνύουν τους βάνδαλους ως μπάτσους που παρεισφρήσανε, προωθώντας τη σύλληψή τους, και μετά να ζητάνε την απελευθέρωση των συλληφθέντων.
Το διπλό παιχνίδι τού να καλούν απ’ τη μια σε λαϊκό ξεσηκωμό κι απ’ την άλλη να κατακρίνουν την άμεση δράση έκφρασης της οργής, ενάντια στις τράπεζές τους, στις μεσιτικές εταιρείες, στις βιτρίνες εξουσιαστικής μόδας, στα αστυνομικά τους τμήματα, στους φοροεισπρακτικούς θεσμούς τους, στις φυλακές τους κ.τ.λ., καταλήγει πάντα εις βάρος όσων αγωνιζόμαστε για τη λευτεριά χωρίς να κάνουμε εκπτώσεις.
Οι μπάτσοι κάνουν αυτό για το οποίο προορίζονται
Έχοντας έτσι τα πράγματα, δε θα με εξέπληττε πολύ αν σε κάποιους φάνταζε τραβηγμένο ή άστοχο το γεγονός της πυρπόλησης αστυνομικών οχημάτων στη λογική του ότι «δεν είναι οι πρωτεύοντες εχθροί μας».
Πιθανώς, άμα σκέφτεσαι έτσι, έχεις ξεχάσει ποιος επικυρώνει τελικά διά της φυσικής βίας τις εντολές εξώσεων ή τις εκάστοτε διαταγές λειτουργίας υπηρεσιών με προσωπικό ασφαλείας που υπαγορεύει το κράτος, ή ποιος σε εξακριβώνει, σε ξυλοφορτώνει και σε συλλαμβάνει στη διάρκεια διαδηλώσεων ή σε άμεσες δράσεις οποιουδήποτε τύπου –κατασκηνώσεις όπως εκείνες του κινήματος 15Μ, συγκεντρώσεις καταγγελίας εργασιακών παραβιάσεων ή του ρόλου των τραπεζών στη δικτατορία της οικονομίας, καταλήψεις, και πάει λέγοντας–, ή ποιος είναι αυτός που εκτελεί ένα ένταλμα έρευνας και σύλληψης όταν δεν παρουσιάζεσαι στο δικαστήριο, ή ποιος επιτηρεί και παρενοχλεί όσους κι όσες αντιτίθενται με τη στάση ζωής τους ενάντια στο Κεφάλαιο…
Μπορεί να μην είναι πρωτεύοντες στόχοι μας οι μπάτσοι, αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε, και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να αψηφήσει κανείς την εξουσία απ’ το να συγκρουστεί μ’ εκείνους που ασκούν με όπλα το μονοπώλιο της βίας. Ας τελειώνουμε με αυτό το μονοπώλιο!
Η καταστολή
Ο απολογισμός των συλληφθέντων στη Βαρκελώνη ήταν 28 άτομα, από τα οποία 17 είναι ήδη ελεύθερα, με εκκρεμούσα την κατάθεσή τους ενώπιον δικαστή, ενώ οι υπόλοιποι κρατούνται ακόμη, αναμένοντας να περάσουν από τα δικαστήρια με κατηγορίες για επίθεση, πρόκληση ταραχών, βιαιοπραγία και στάση ενάντια στις Αρχές.
Στις 15 Νοέμβρη πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις για την απελευθέρωση των συλληφθέντων με την κατάσταση να έχει όπως την περιέγραψα παραπάνω. Ενώ κάποιοι φαίνεται να καταπιάνονται περισσότερο με αιτήματα του τύπου να παραιτηθεί ο υπουργός Εσωτερικών της Καταλονίας ή να φέρουν τον αναγνωριστικό αριθμό του μητρώου τους οι μπάτσοι για να ’ναι δυνατή η καταγγελία των παραβάσεών τους, άλλοι κι άλλες υψώνουν δυνατότερη την κραυγή αλληλεγγύης στους συλληφθέντες. Όπως είπα, είναι ζήτημα προτεραιοτήτων και στρατηγικών.
Πολύ περισσότεροι ήταν όσοι τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια των απεργιακών κινητοποιήσεων, ανάμεσά τους και μια γυναίκα η οποία χτυπήθηκε στο πρόσωπο από μία απ’ τις αμέτρητες πλαστικές σφαίρες, με αποτέλεσμα να χάσει την όρασή της από το ένα μάτι.