Αθήνα 2004

Ήταν 5 Σεπτεμβρίου 1997 όταν ο πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ ανήγγειλε την Αθήνα ως την πόλη που θα διοργάνωνε τους Αγώνες το 2004.Οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα επέστρεφαν στη χώρα που γεννήθηκαν.

Και αν το 776 π.Χ. γίνονταν προς τιμή του θεού Δία, το 2004 θα γίνονταν προς τιμή του θεού χρήματος. Και μαζί με αυτόν μιας ολόκληρης κερδοφόρας παρέλασης ντοπαρισμένων μηχανών με τεράστια κέρδη για τα αφεντικά και τις πολυεθνικές και ένα τεράστιο οικονομικό, κοινωνικό και οικολογικό κόστος για την κοινωνία.

Έκτοτε οι κρατιστές θα έμπαιναν σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου από τη μια μεριά να εξασφαλίσουν έγκαιρα τις απαραίτητες και αναγκαίες υποδομές για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και από την άλλη να πείσουν τους ανθρώπους να αποδεχτούν οποιαδήποτε θυσία απαιτούσε το ολυμπιακό ιδεώδες. Και πρώτη απ’ όλα, μέσα στον πυρετό των ολυμπιακών έργων και του «καλλωπισμού» της Αθήνας, την κατάφορη παραβίαση στοιχειωδών κανόνων ασφάλειας και υγιεινής στους χώρους εργασίας που τα αφεντικά θέσπισαν, την υπερεντατικοποίηση των εργασιακών ρυθμών που σε συνδυασμό με την έλλειψη μέτρων ατομικής προστασίας οδηγούσαν στην αύξηση των εργατικών «ατυχημάτων» (πάνω από 600 θάνατοι καθώς και χιλιάδες τραυματίες την περίοδο των έργων). Με το πρόσχημα της «ασφάλειας» των Ολυμπιακών Αγώνων, την ένταση των μέτρων καταστολής και πειθάρχησης των ανθρώπων με την προπαγάνδα των ΜΜΕ, τη θέσπιση του περιβόητου τρομονόμου ενόψει μάλιστα της (αντι)τρομοκρατικής σταυροφορίας που είχαν κηρύξει οι κυρίαρχοι μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τις κάμερες για την παρακολούθηση των πολιτών σε διαδηλώσεις και δημόσιους χώρους, τα ειδικά δικαστήρια, τους μπάτσους της γειτονιάς, τις «κόκκινες ζώνες» σε ολόκληρες περιοχές, τις ντόπιες και ξένες μυστικές υπηρεσίες. Την καταστροφή, την ιδιωτικοποίηση και οικοπεδοποίηση εκτάσεων γης, όπως των 1.240 στρεμμάτων στην πλαγιά της Πάρνηθας για την κατασκευή του Ολυμπιακού Χωριού, που θα κατέρρεε στη μεταολυμπιακή περίοδο εξαιτίας του διοικητικού, οργανωτικού και χρηματοδοτικού αδιεξόδου, των 450 στρεμμάτων του σημαντικότερου υδροβιότοπου της Αττικής στην περιοχή του Μαραθώνα για την κατασκευή του Ολυμπιακού Κωπηλατοδρομίου, που και αυτό ύστερα θα παρέμενε ένας χώρος εγκατάλειψης και απόρριψης σκουπιδιών, των 120 στρεμμάτων πρασίνου θυσία στην περιφερειακή Υμηττού κτλ.

Δεν υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία πως το σύνολο των εξουσιαστικών μεθοδεύσεων δεν μπόρεσε στο ελάχιστο να αποκρύψει την απάτη αυτής της παγκόσμιας θεαματικής εμποροπανήγυρης, το μηδενικό όφελος αλλά και το δυσθεώρητο κόστος που θα είχε η διοργάνωση αυτή. Δεν έκρυψε τις προθέσεις του για την εφαρμογή του κατασταλτικού οπλοστασίου μετά το πέρας των Αγώνων, ούτε πως εκσυγχρονισμός σημαίνει κοινά βήματα, συντονισμός των ενεργειών της κυριαρχίας σε κρατικό, ηπειρωτικό και διηπειρωτικό επίπεδο.

Όμως, σε κάθε περίπτωση δεν κατάφερε το κράτος να περάσει την εικόνα που ήθελε. Το έντονο κλίμα τρομοκράτησης, οι απειλές για απαγορεύσεις πορειών, οι διώξεις και οι συλλήψεις αγωνιστών κτλ. έμειναν στα χαρτιά. Και πορείες έγιναν (όπως η πορεία ενάντια στην επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Κόλιν Πάουελ) και δράσεις ενάντια στους Ολυμπιακούς Αγώνες πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις του ελλαδικού χώρου. Δράσεις που ήρθαν να επιβεβαιώσουν για ακόμα μια φορά πως στον κόσμο των αφεντικών δεν υπάρχουν αγώνες Ολυμπιακοί παρά μόνο αγώνες κοινωνικοί-ταξικοί.