Άμα διερωτάται κανείς ποια είναι η αιτία της νεανικής παραβατικότητας, τότε θέτει το λάθος ερώτημα. Πιο ρεαλιστικά, θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν τόσο συχνά μια τέτοια συμπεριφορά.
Ένας πιτσιρικάς περιπλανιέται μέσα σ’ ένα πολυκατάστημα, όπου βλέπει πολλά αντικείμενα, τα οποία κι εποφθαλμιά και θα μπορούσε να κλέψει χωρίς να υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να τον τσακώσουν – παρ’ όλα αυτά, αποφεύγει να το κάνει. Ποια είναι η αιτία της αναστολής της δράσης του; Σίγουρα ένα απ’ τα αίτια είναι ένας ρεαλιστικός φόβος εντοπισμού, ωστόσο αυτή η προφυλακτικότητα από μόνη της δε δικαιολογεί πλήρως τη διαδεδομένη πρακτική της τιμιότητας. Όλοι θα συμφωνήσουν ότι υπάρχει επίσης ένας ανασταλτικός παράγοντας, μια εσωτερική συγκράτηση, την οποία αποκαλούμε συνείδηση. Πολλά αγόρια θα νιώσουν αναστολές μπροστά στην ικανοποίηση της αρπακτικότητάς τους ακόμα κι όταν είναι απολύτως σίγουρα ότι δεν πρόκειται να πιαστούν. Όμως το να κοτσάρει κανείς το χαρακτηρισμό «συνείδηση» σ’ έναν ανασταλτικό παράγοντα δε σημαίνει πως εξήγησε το πράγμα και ξεμπέρδεψε. Ο Φρόυντ προσέγγισε το φαινόμενο από τη σκοπιά του «υπερεγώ», αλλά δεν είναι ανάγκη να υποθέσει κανείς όλες τις πολύπλοκες συνιστώσες του συστήματός του για να μελετήσει τη λειτουργία αυτής της μορφής ενσώματου περιορισμού που διέπει τόσο πολλές από τις ενέργειές μας, μερικές φορές κατά αυθαίρετο και γελοιώδη τρόπο.
Ο μηχανισμός με τον οποίο συνήθως οι άνθρωποι αποτρέπουν τον εαυτό τους από απαγορευμένες πράξεις είναι συζητήσιμος, και μένει τώρα να εξεταστεί γιατί ο μηχανισμός αυτός καταρρέει με ορισμένη συχνότητα, ιδίως στ’ αγόρια που είναι στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών περίπου. Ένας λόγος είναι ότι η παιδαγώγηση που έλαβαν δεν ήταν και πολύ αποτελεσματική. Πολλοί γονείς της εργατικής τάξης επιτρέπουν κάποια ευελιξία κινήσεων στα παιδιά τους, η οποία είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτήν που επιτρέπεται σε οικογένειες της μεσαίας τάξης. Το αγόρι θα μάθει ότι μπορεί να τις αρπάξει αν η μάνα τον πιάσει να ξαφρίζει χρήματα απ’ την τσάντα της, μα αυτό δεν είναι το είδος της αντιμετώπισης που χτίζει προδιάθεση για ένα αίσθημα φόβου συνυφασμένου με την κλοπή. Οι περισσότερες μελέτες των μεθόδων ανατροφής έχουν δείξει ότι αυτό που παράγει μιαν «ισχυρή ηθική αίσθηση» στα παιδιά είναι η αγωγή υπό την απειλή της «απόσυρσης της αγάπης». Αν το παιδί μεγαλώνει σε μια συνθήκη στοργικής συναισθηματικής εξάρτησης απ’ τους γονείς του, τότε η απόσυρση της γονικής έγκρισης συνιστά πολύ ισχυρή κύρωση. Το παιδί που απλώς ξυλοφορτώνεται όποτε κάνει αταξίες, μαθαίνει πώς ν’ αποφεύγει να πιαστεί, ή όντως να σταθμίζει τον πόνο από ένα μπερντάκι ξύλο μπροστά στην έκνομη απόλαυση. Το παιδί που ’χει μάθει να αισθάνεται ηθική αποδοκιμασία από ενηλίκους οι οποίοι συνήθως τον αντιμετωπίζουν τρυφερά είναι λιγότερο σε θέση να γράφει στα παλιά του τα παπούτσια την τιμωρία που επιφέρουν οι ατασθαλίες· προκειμένου να επαναφέρει τον εαυτό του σε κατάσταση χάριτος, χρειάζεται να κοπιάσει εργωδώς για να ’ναι καλό παιδί, κι ως εκ τούτου να εσωτερικεύσει τα ηθικά μέτρα και σταθμά των γονιών του.
Βέβαια ό,τι περιγράφηκε παραπάνω είναι τα άκρα δυο διαφορετικών τύπων μεταχείρισης παιδιών. Κατά γενική ομολογία, ο κανόνας βρίσκεται κάπου στη μέση. Αν ωστόσο οι γονικές φιγούρες είναι άστοργες, αδιάφορες ή απούσες, δεν μπορούνε να διαπαιδαγωγήσουν το παιδί με την «απόσυρση της αγάπης», και το παιδί είναι πιθανόν να μεγαλώσει έχοντας πολύ ισχνή συνείδηση. Κι ύστερα, άμα οι γονείς είναι ιδιαίτερα ασυνεπείς στη συμπεριφορά τους, άλλοτε επικρίνοντας και τιμωρώντας το παιδί για κατεργαριές, κι άλλοτε παραβλέποντας μια τέτοια συμπεριφορά, η διαδικασία παιδαγώγησης δεν πρόκειται να λειτουργήσει, και το παιδί δε θ’ αναπτύξει οποιαδήποτε συνεπή ηθικά μέτρα και σταθμά.
Πολλά από τα παραπάνω ενδέχεται να παρερμηνευτούν από κάποιον απρόσεκτο αναγνώστη. Μπορεί εσφαλμένα να θεωρηθεί ότι ο παρών συντάκτης προτάσσει ένα πρόγραμμα αυστηρής ηθικής αγωγής για τους νέους μέσω της δραστικής κύρωσης της «απόσυρσης της αγάπης». Να ’στε σίγουροι πως δεν έχει υποστηριχτεί κάτι τέτοιο εδώ πέρα. Ή, πάλι, θα μπορούσε να υποτεθεί, εξίσου λανθασμένα, ότι ο υπογράφων ισχυρίζεται πως ο μόνος λόγος που απέχουμε απ’ τη ληστεία και τη βία είναι ότι μας κλοτσάει δυσάρεστα η πλημμυρίδα της αγωνίας κάθε φορά που σχεδιάζουμε τέτοιες ενέργειες. Ένα τέτοιο μοντέλο παραείναι χοντροκομμένο. Αυτό που πραγματικά υποδηλώνεται εδώ είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι υιοθετούν μια κοινή ηθική συμπεριφορά εντελώς από συνήθεια.
Σε μια κοινωνία στηριγμένη στην αμοιβαία βοήθεια, ούτε που θα υπήρχε πρόβλημα ηθικής. Όμως η κοινωνία μας βασίζεται στον επιθετικό ανταγωνισμό, στην αδικία και μεροληψία. Το κατεστημένο συντηρείται από ένα συνδυασμό αμιγούς εκφοβισμού και γελοιωδώς στρεβλής ηθικής εκπαίδευσης. Ένας από τους πιο ιερούς θεσμούς εντός της κοινωνίας μας είναι η ιδιοκτησία. Αν ένας πιτσιρικάς μου ’κλεβε τ’ αυτοκίνητο, θα ένιωθα ενοχλημένος και θα ζητούσα απ’ την αστυνομία να μου το φέρει πίσω. Ωστόσο δε θα ένιωθα καμία ικανοποίηση αν τον πιάνανε και τον βάζανε στη στενή. Ούτε και πιστεύω ότι η πράξη του να κλέψει είναι «ανήθικη». Σαν οδηγώ στους βρεγμένους, κρύους δρόμους καθισμένος μες στο ζεστό κι άνετο άδειο αμάξι μου, και βλέπω τις εξαθλιωμένες μανάδες αυτών των αγοριών να περιμένουν στην ουρά σε στάσεις λεωφορείων, μάλλον θα πρέπει ν’ αναρωτηθώ αν η δική μου θέση δεν είναι ανήθικη – πολύ πιο ανήθικη από κείνη των μη προνομιούχων νεαρών που κατά καιρούς κλέβουν ένα κάρο. Είμαι συγκριτικά μυαλωμένος κι έχω λάβει καλή μόρφωση, συνεπώς πληρώνομαι αδρά για μια δουλειά με ενδιαφέρον και ποικιλία, ενώ κείνοι είναι συγκριτικά αλαφρόμυαλοι και φρικιαστικά απαίδευτοι, εξ ου και πληρώνονται ένα κομμάτι ψωμί για μια ανιαρή δουλειά τίγκα στη ρουτίνα. Γι’ αυτό εγώ βολτάρω με τ’ αυτοκίνητο ενώ εκείνοι στέκονται στην ουρά και γίνονται μουσκίδι. Αυτό είναι κοινωνικό γεγονός, και καθιστά βλακώδεις τις απόπειρες των ηθικολόγων να μπλέξουνε το έγκλημα με την ανηθικότητα.
Η κοινωνία παίρνει το ποσοστό παραβατικότητας που της αξίζει, ωστόσο αυτό το απλό γεγονός παραγνωρίζεται από μπόλικους καλούς ανθρώπους των οποίων το επάγγελμα είναι η σπουδή της εγκληματολογίας. Οι καλοπράγμονες ελπίζουν αορίστως ότι θα μειώσουν κάπως το ποσοστό παραβατικότητας μέσω προληπτικών μεθόδων κοινωνικής φύσεως ή ακόμα και μέσω «θεραπείας» εφαρμοσμένης σ’ όσους βρίσκονται έγκλειστοι – και πάντοτε χωρίς ν’ αλλάζει η θεμελιώδης δομή της κοινωνίας μας. Το 1962 το εγκληματολογικό τμήμα του Συμβουλίου της Ευρώπης έκανε μια γύρα σε διάφορες χώρες, ρωτώντας τους αρμοδίους τι προγράμματα πρόληψης εγκλήματος έχουν εγκαινιαστεί σε καθεμία. Το έγγραφο που προέκυψε αποκαλύπτει την απόλυτη ένδεια φαντασίας της πλειονότητας εκείνων που συνέβαλαν στην εν λόγω έρευνα. Γενικώς η απάντηση θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ειλικρινή απάντηση «τίποτα», έλα όμως που καταφεύγουν πολλάκις σε μια γερή δόση από παπαριές προκειμένου να κουκουλώσουν το γεγονός ότι κανένας τους δεν είχε σαφή και εφαρμόσιμη ιδέα για το πώς θα μπορούσε να προληφθεί η παραβατικότητα.
Όσον αφορά τη «θεραπεία» που ασκείται σε κρατουμένους προκειμένου ν’ αναμορφωθούν οι «ποινικές τάσεις» τους, το μεγαλύτερο μέρος της είναι ένα κακόγουστο αστείο που φανερώνει την ηλιθιότητα των ψυχολόγων οι οποίοι συγχέουν την εγκληματικότητα με την ψυχική νόσο. Τώρα, αν και ορισμένοι άντρες καταλήγουν στη φυλακή εξαιτίας ψυχολογικών διαταραχών, π.χ. ο επιδειξίας, ο πυρομανής, αυτό δεν εμπίπτει σε καμιά ψυχιατρική έννοια. Είναι πράγματι τεράστιο το θράσος του κάθε καλοπράγμονα, τη στιγμή που παίζουν πωρωμένοι ανθρωποφύλακες· το τελευταίο πράγμα που θέλουν είναι να κάνουν καλό στους κρατουμένους – κακό θέλουν να τους κάνουν, να τους ταπεινώσουν, να τους συντρίψουν και να τους τιμωρήσουν. Υπάρχει κάτι τρομακτικά βαρεμένο στο χαρακτήρα οποιωνδήποτε επιλέγουν αυτοβούλως να περάσουν την επαγγελματική τους ζωή στη φυλακή, όταν έχουνε πρόσβαση σε κάθε άλλη ασχολία, έστω και στα ταπεινότερα των επαγγελμάτων. Κι όμως, διάβασα για έναν αυτόκλητο δημοσιολόγο ονόματι Χάουζερ, ο οποίος διατείνεται πως δείχνει στους ανθρωποφύλακες πώς να γίνουν «θεραπευτές»: δε γνωρίζω να παρήγαγε το ναζιστικό κίνημα τίποτε τσαρλατάνους που να διατείνονταν πως δείχνουν στους άντρες των Ες-Ες πώς να καλυτερεύσουν την εβραϊκότητα των Εβραίων αντί να τους περιποιηθούν με τον καθιερωμένο τρόπο.
Πηγή: Τόνυ Γκίμπσον [Tony Gibson, 1914-2001], στο αναρχικό τριμηνιαίο περιοδικό The Raven, τ. 22 («Έγκλημα»), σελ. 105-107, Λονδίνο, Απρίλιος-Ιούνιος 1993