Αλάργαρε απ’ την πύλη και τσούλησε για το περίπτερο. Παλιά είχανε κάτι τρισάθλιες σκούρες τέντες, φρούριο τ’ αστραφτερά ψυγεία πια. Αγόρασε απ’ αυτές που ’χουνε σκατουλάκια μέσα, τσαλάκωσε το αλουμινάκι και βάλθηκε να μασουλάει κριτσινιστά πίσω απ’ την πλάτη ενός μουρτζούφλη τσίλια. Σκούπισε το χείλι κι άνοιξε βήμα για τη στάση, κοιτώντας χάμω τα παλιομοδίτικα τα μοκασίνια. Ξεσκόνισε λίγο τις μύτες για το υπνωτήριο. Είχε να τραβηχτεί στην άλλη άκρη για να βρει γωνιά. Με τους ψιλικατζήδες που θυμότανε έζεχνε ο τόπος καβαλίνα. Ζαλίκωναν στο έρμο το ντουλάπι με τα πράματα κι είχαν ένα χαμόγελο βλακώδες ίσαμε τ’ αυτιά. Μια φουχτίτσα νοτισμένο χώμα, μια ακόπριστη πλαγιά, και θα ορκιζότανε πως γλίστραγε το δρομολόγιο σ’ αφούσκιστα χωράφια πέρα και πίσω από τα καπνισμένα οχυρά.