Ο Μαξιμιλιάν Λους [Maximilien Luce, 1858-1941], γιος ταπεινής οικογένειας, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1858. Από μικρός σχετίστηκε με τους φτωχούς τεχνίτες και τους εργάτες που δούλευαν στην κατασκευή μεγάλων οδών και άλλων έργων. Στην ηλικία των 13 ετών υπήρξε μάρτυρας της αποτρόπαιης σφαγής των επαναστατών της Παρισινής Κομμούνας του 1871 από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Αυτή η μνήμη θα τον στοίχειωνε ως το τέλος της ζωής του. Τον επόμενο χρόνο αναγκάστηκε να δουλέψει για λόγους επιβίωσης. Την ίδια περίοδο όπου οι εικονογραφημένες εφημερίδες ανθούσαν στο Παρίσι, ο πατέρας του τον έστειλε ως μαθητευόμενο σε ένα εργαστήρι ξυλογραφίας, όπου ο Μαξιμιλιάν εξελίχτηκε σε επιδέξιο τεχνίτη. Τότε ξεκίνησε να σχεδιάζει και να ζωγραφίζει σκηνές από εργατικές γειτονιές, ειδικότερα το Μοντρούζ [Montrouge], όπου ζούσε παρακολουθώντας νυχτερινά μαθήματα ζωγραφικής.
Ήταν το 1887 που αποκάλυψε το ταλέντο του. Προσχώρησε στην Ένωση Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών, στην οποία παρέμεινε ισόβιο μέλος, και εξέθεσε έργα στο Σαλόν, δηλαδή την Αίθουσά της. Έτυχε θερμής υποδοχής από τους ζωγράφους Σερά, Σινιάκ και Πισσαρρό [Seurat, Signac, Pissarro] –οι δυο τελευταίοι υπήρξαν δηλωμένοι αναρχικοί ενώ ο Σερά, αν και φίλα προσκείμενος, παρέμεινε αποστασιοποιημένος πολιτικά– και από το δημοσιογράφο, κριτικό τέχνης και αναρχικό Φελίξ Φενεόν [Felix Feneon]. Ο Φενεόν τον περιέγραψε ως ένα «βάρβαρο, αλλά δυνατό και θαρραλέο ζωγράφο».
Ο Λους δεν υπήρξε θεωρητικός, αλλά ασπάστηκε τις ιδέες του Σερά για τη ζωγραφική, που έγιναν γνωστές ως νεοϊμπρεσιονισμός (βλ. και πουαντιγισμό). Οι νεοϊμπρεσιονιστές ζωγράφιζαν με καθάριους διαχωρισμένους τόνους ακολουθώντας την «επιστημονική» τάση, χωρίς να αναμειγνύουν τα χρώματα στην παλέτα ή στον καμβά. Διαχωρίζοντας τους τόνους, οι μικρές κουκκίδες καθαρού χρώματος σχηματοποιούσαν την εικόνα στα μάτια του θεατή, δημιουργώντας αρμονικές και παλλόμενες μάζες χρώματος. Ο Λους, ερμηνεύοντας πιο ελεύθερα τις θεωρίες του Σερά, έστηνε αντιθέσεις πάνω στον καμβά δουλεύοντας κάποιες περιοχές του με πυκνά τοποθετημένες κηλίδες χρώματος, ενώ σε άλλες διαχώριζε τις κηλίδες με λευκά διαστήματα. Αυτό έδωσε στα έργα του ένα ζωηρό δυναμισμό. Το έργο του χαρακτηρίζεται από την εκλεπτυσμένη χρήση του χρωματικού φάσματος και από τη συχνή χρήση μιας σειράς βιολετί αποχρώσεων, που απέφεραν εξαιρετικές εντυπώσεις φωτός.
Από το 1897 απομακρύνθηκε από αυτό το στυλ «διαχωρισμού» (ντιβιζιονισμού) προς έναν πιο κλασικό ιμπρεσιονισμό, διατηρώντας όμως τη χρήση των ζωντανών χρωμάτων και την τεχνική της πυκνά δουλεμένης επιφάνειας.
Περιφρονούσε τους εμπόρους τέχνης και τους δημοσιογράφους, τους οποίους θεωρούσε ολότελα αδαείς ως προς τους στόχους του νεοϊμπρεσιονισμού. Ήθελε να είναι μάρτυρας των καιρών που ζούσε, ζωγραφίζοντας τους πολυσύχναστους παριζιάνικους δρόμους παράλληλα με τοπιογραφίες, αναδεικνύοντας έτσι τα απανθρωποποιημένα απότοκα της εκβιομηχάνισης.
Ενθαρρυμένος από τον τσαγκάρη Εζέν-Φρεντερίκ Γκιβόρ [Eugene-Frederic Givort], με τον οποίο είχε πρωτογνωριστεί κατά τη διάρκεια στρατιωτικής θητείας, και από τον εργάτη Εζέν Μπαϊγέ [Eugene Baillet], συμμετείχε μαζί τους στις δραστηριότητες της αναρχικής ομάδας του 14ου διαμερίσματος του Παρισιού. Στα τέλη του 1880 συνδέθηκε φιλικά με τους αναρχικούς Εμίλ Πουζέ [Emile Pouget] και Ζαν Γκραβ [Jean Grave]. Ο Πουζέ και ο Γκραβ ήταν αρχισυντάκτες των αναρχικών εφημερίδων Le Père Peinard και La Révolte αντίστοιχα. Ο Λους, δεδομένων των προηγούμενων εμπειριών του, απεχθανόταν το στρατό, τον κλήρο, τους βασιλικούς και τους εθνικιστές. Άρχισε να συνεισφέρει στον αναρχικό Τύπο, όντας από τους πρώτους καλλιτέχνες που στήριξαν την εφημερίδα Le Père Peinard, με τουλάχιστον 200 σχέδια και λιθογραφίες έως και το 1914. Υπήρξε επίσης ο κύριος εικονογράφος της νέας εφημερίδας του Γκραβ Les Temps nouveaux από το 1895 έως το 1914, συνεισφέροντας επίσης την πρώτη αφίσα της το 1896, L’Incendiare (H εμπρηστική).
Τον Ιούλη του 1894 ο Λους συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές του Μαζάς [Mazas] μαζί με τους Φενεόν, Γκραβ και άλλον έναν αξιοσημείωτο αναρχικό, τον Σεμπαστιάν Φωρ [Sébastien Faure], στο πλαίσιο του κύματος καταστολής εναντίον του αναρχικού κινήματος. Ο Λους κατηγορήθηκε πως προέτρεπε το λαό να εξεγερθεί μέσω των σχεδίων του, αλλά λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων αθωώθηκε και απελευθερώθηκε στις 17 Αυγούστου, μετά από 48 μέρες φυλάκισης. Το γεγονός όχι μόνο δεν τον έκαμψε, αλλά απεναντίας ενδυνάμωσε τις αναρχικές του πεποιθήσεις. Δημοσίευσε μια συλλογή δέκα λιθογραφιών με θέμα τη ζωή στις φυλακές του Μαζάς. Στις λιθογραφίες αυτές κάθε φυλακισμένος απεικονιζόταν είτε με το πρόσωπο του Φενεόν είτε με το δικό του. Το επίμετρο της έκδοσης έλεγε: «Ανοίχτε τα κελιά, γκρεμίστε τους τοίχους των φυλακών…» Για λίγο καιρό αυτοεξορίστηκε στο Σαρλερουά [Charleroi] του Βελγίου.
Ο Λους φυλακίστηκε εκ νέου για αρκετές μέρες το 1896 κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του βασιλιά Αλφόνσου ΙΓ΄ της Ισπανίας.
Χώρια από τα πορτρέτα των Φενεόν, Πισσαρρό, Σινιάκ, Λουίζ Μισέλ [Louise Michel] και τις σπουδές του για την εκτέλεση του κομμουνάρου Εζέν Βαρλάν [Eugene Varlin], ο Λους δημιούργησε πολλά έργα αφιερωμένα στα ορυχεία της περιοχής του Μπορινάζ [Borinage] ανάμεσα στα έτη 1895 και 1900. Απεικόνισε τα φουρνέλα και τα ορυχεία, εντυπωσιασμένος από τις καταστροφικές συνέπειες της εκβιομηχάνισης στην περιοχή. Μαζί με τον Σινιάκ περιηγήθηκαν βαθιά εντός ενός ορυχείου ώστε να αποκτήσουν κάποια εμπειρία για τη ζωή των μεταλλωρύχων. Στο έργο του Το σιδηρουργείο [L’Acierie], του 1895, αντιπαραβάλλει τη φωτιά και το φως με σκιές, ενώ στο πρώτο επίπεδο προβάλλουν οι φιγούρες των εργατών.
Από το 1903, τουλάχιστον 30 χρόνια μετά τα γεγονότα, ξεκίνησε μια σειρά έργων αφιερωμένη στην Παρισινή Κομμούνα. Σε ένα από αυτά, Ένας δρόμος στο Παρίσι τον Μάη του 1871 [Une Rue de Paris en Mai 1871], απεικονίζει τα πτώματα τεσσάρων δολοφονημένων κομμουνάρων –ανάμεσά τους μια γυναίκα– να κείτονται σ’ ένα ξηλωμένο λιθόστρωτο. Εξέθεσε το έργο στο Σαλόν των Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών το 1905.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου παρήγαγε πολλά έργα ζωγραφικής που απεικόνιζαν τη φρίκη του πολέμου, καθώς και τραυματισμένους φαντάρους που επέστρεφαν από το μέτωπο. Τη δεκαετία του 1930 επικεντρώθηκε σε τοπιογραφίες και αστικές σκηνές, παρουσιάζοντας την καθημερινότητα λιμενεργατών, οικοδόμων, μεροκαματιάρηδων και ψαράδων.
Διαδέχτηκε τον Σινιάκ στην προεδρία της Ένωσης Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών το 1935, θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1940 σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στους φυλετικούς νόμους του καθεστώτος του Βισύ [Vichy], που απέκλειαν τους Εβραίους καλλιτέχνες από όλες τις επίσημες ομάδες. Πέθανε τον επόμενο χρόνο. Εξαιτίας των αναρχικών του πιστεύω, το σημαντικό του έργο δεν έτυχε αναγνώρισης όσο ζούσε.
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 76 του περιοδικού Organise! της Αναρχικής Ομοσπονδίας Μεγάλης Βρετανίας (www.afed.org.uk).
Πηγή: libcom.org