Ζαν Μπωντριγιάρ- Το σηματοδοτημένο σώμα

Όλη η τρέχουσα ιστορία του σώματος είναι η ιστορία της σηματοδότησής του, η ιστορία ενός δικτύου σημάτων και σημείων που το χωροθετούν, το κομματιάζουν, το αρνούνται στη διαφορά και τη ριζική του αμφισημία για να το οργανώσουν σε ένα δομικό (structural) υλικό ανταλλαγής/σημείου όπως γίνεται στη σφαίρα των αντικειμένων, για να επιλύσουν την αβέβαιη κατάστασή του, κατάσταση παιχνιδιού και συμβολικής ανταλλαγής (που δεν ταυτίζεται με την σεξουαλικότητα) σε μια σεξουαλικότητα ως αρχή καθοριστική, δηλαδή φαλλική, οργανωμένη εξ ολοκλήρου γύρω από την φετιχοποίηση του φαλλού ως γενικού ισοδύναμου. Είναι κατ’αυτήν την έννοια που το σώμα στον αστερισμό της σεξουαλικότητας που, σύμφωνα με τη σημερινή της εκδοχή, είναι ο αστερισμός της «απελευθέρωσής» του, βρίσκεται παγιδευμένο σε μια διαδικασία της οποίας η λειτουργία και η στρατηγική δεν είναι άλλες από αυτές της πολιτικής οικονομίας.

Μόδα, διαφήμιση, nude-look, γυμνό θέατρο, στριπτίζ: παντού η ίδια μονότονη σκηνοθεσία της στύσης και του ευνουχισμού, με όλες τις ατέλειωτες βαριάντες της. Οι cuissardes μπότες, το short κάτω απ’το μακρύ παλτό, τα γάντια μέχρι τον αγκώνα ή η άκρη του καλσόν πάνω στο μηρό, η τούφα που πέφτει πάνω στο μάτι και το string της στριπτιζέζ, αλλά και τα βραχιόλια, τα περιλαίμια, τα δαχτυλίδια, οι ζώνες, τα κάθε λογής κοσμήματα και οι αλυσίδες – παντού το σενάριο είναι το ίδιο: ένα σημάδι που αποκτά ισχύ σημείου και επενεργεί σαν διεστραμμένη ερωτική λειτουργία, σαν οροθετική γραμμή που απομονώνει τον ευνουχισμό στη θέση της συμβολικής έκφρασης της έλλειψης, και εκεί τον παρωδεί μέσω μιας δομής που ισορροπεί στα άκρα της τους δύο ακέραιους όρους. Αυτοί οι όροι που παίζουν το ρόλο του σημαίνοντος και του σημαινόμενου στην κλασσική οικονομία του σημείου, χαράσσουν τώρα πάνω στο σώμα μια περιοχή, όχι βέβαια ερωτογόνο, αλλά ερωτική, σημασμένη ερωτικά, μια επιφάνεια ανηγμένη σε φαλλικό σημαίνον μιας σεξουαλικότητας που δεν είναι πια τίποτε άλλο από μια έννοια, ένα σημαινόμενο.

Μέσα σε αυτή τη θεμελιώδη δομή, αντίστοιχη με αυτήν του γλωσσικού σημείου, ο ευνουχισμός σημαίνεται (δηλαδή περνά στο καθεστώς του σημείου) και επομένως υποβιβάζεται. Το γυμνό και το μη-γυμνό δρουν σε δομική αντίθεση και συμβάλλουν με αυτόν τον τρόπο στον προσδιορισμό του φετίχ. Έτσι και στην περίπτωση της άκρης του καλσόν πάνω στο μηρό: η ερωτική ενέργεια αυτής της εικόνας δεν προκαλείται από την εγγύτητα του πραγματικού φύλου και της θετικής του υπόσχεσης (στη βάση αυτής της αφελούς λειτουργειοκρατικής οπτικής, και ο μηρός θα μπορούσε να παίξει τον ίδιο ρόλο), αλλά από το γεγονός ότι η διαδικασία σύλληψης του φύλου (η πανικόβλητη αναγνώριση του ευνουχισμού) έχει σταματήσει πάνω στην σκηνοθεσία του ευνουχισμού – σε αυτήν την καθησυχαστική ένδειξη της γραμμής του καλσόν πέρα από την οποία, στον τόπο της έλλειψης, της αμφισημίας και του βαράθρου υπάρχει τώρα μόνο σεξουαλικό ακέραιο – με τον γυμνό μηρό, και μετωνυμικά ολόκληρο το σώμα, να έχει γίνει, μέσω αυτής της αναστολής, φαλλικό ομοίωμα, φετίχ-αντικείμενο ενατένισης, και απογυμνωμένης διαχείρισης κάθε απειλής¹. Όπως συμβαίνει στον φετιχισμό, η επιθυμία μπορεί να εκπληρωθεί μόνο με τίμημα τον εξορκισμό του ευνουχισμού και της παρόρμησης θανάτου.

Έτσι, η ερωτικοποίηση συνίσταται παντού στη στητικότητα ενός διαχωρισμένου τμήματος του σώματος, σε αυτήν την φαλλική φαντασιοποίηση όλων αυτών που βρίσκονται πέραν της διαχωριστικής γραμμής σε θέση σημαίνοντος, και στον ταυτόχρονο υποβιβασμό της σεξουαλικότητας στην τάξη του σημαινόμενου (της αναπαριστώμενης αξίας). Δομική λειτουργία προστασίας και καθαγιασμού, μέσω της οποίας το υποκείμενο συλλαμβάνει τον εαυτό του ως φαλλό: ταυτίζεται με ένα τμήμα του σώματός του ή με το σώμα του ολόκληρο που, θετικοποιημένο και φετιχοποιημένο, το επανακτά στην εκπλήρωση μιας επιθυμίας που απομακρύνει για πάντα την ίδια της την απώλεια.

Μια τέτοια λειτουργία αποδεικνύεται παντού. Το βραχιόλι που τυλίγει το μπράτσο ή τον αστράγαλο, η ζώνη, το περιλαίμιο, το δαχτυλίδι καθιστούν το πόδι, τη μέση, το λαιμό, το δάχτυλο στητικά. Σε τελευταία ανάλυση, η ύπαρξη ενός τέτοιου ορατού γνωρίσματος ή σημείου είναι τελείως περιττή: απεκδυόμενη τα σημεία, είναι παρ’όλα αυτά στη βάση ενός φαντασιωμένου διαχωρισμού, και άρα ενός ευνουχισμού που ποντάρεται και χάνεται, που η ερωτικότητα ολόκληρου του σώματος λειτουργεί μέσα στη γύμνια. Ακόμη κι αν αυτή η ερωτικότητα δε βρίσκεται δομημένη από κάποιο γνώρισμα (κόσμημα, φτιασίδι ή τραύμα, τα πάντα μπορούν να παίξουν αυτόν τον ρόλο), ακόμη κι αν δεν είναι κομματιασμένη – η διαχωριστική γραμμή θα είναι πάντα εκεί στα ρούχα που πέφτουν, αναγγέλλοντας το σώμα που ξεπροβάλλει σαν φαλλός, ακόμη κι αν αυτό είναι το γυναικείο σώμα, ειδικά εάν είναι το γυναικείο σώμα: είναι όλη η τέχνη του στριπτίζ, στην οποία θα επανέλθουμε.

Θα πρέπει προς αυτήν την κατεύθυνση να επανερμηνεύσουμε τη λεγόμενη φροϋδική «συμβολική». Το ότι το πόδι, το δάχτυλο, η μύτη ή όποιο άλλο μέρος του σώματος μπορούν να λειτουργήσουν ως μεταφορά του πέους, δεν είναι χάρη στην προεξέχουσα, εκπηδούσα μορφή τους (σύμφωνα με ένα σχήμα αναλογίας μεταξύ των διαφόρων αυτών σημαινόντων και του πραγματικού πέους): δεν έχουν φαλλική ισχύ παρά στη βάση αυτής της φαντασιωτικής τομής που τα υψώνει – ευνουχισμένα πέη‧ πέη καθότι ευνουχισμένα. Ακέραιοι όροι, φαλλοποιημένοι, καθορισμένοι από αυτή την διαχωριστική γραμμή που τους αυτονομεί – τα πάντα πέρα από αυτή τη γραμμή είναι φαλλός, τα πάντα επιλύονται στην φαλλική εξίσωση, ακόμη και ένα χαίνον όργανο ή αντικείμενο, που θεωρείται παραδοσιακά γυναικείο «σύμβολο». Το σώμα δεν μοιράζεται σε αρσενικά ή θυλυκά «σύμβολα»: είναι, πολύ βαθύτερα, ο τόπος αυτού του διακυβεύματος και αυτής της άρνησης του ευνουχισμού, που αποτυπώνει το κινέζικο τυπικό (στο οποίο αναφέρεται ο Freud στο Ο φετιχισμός) τού να ξεκινάς κόβοντας το πόδι της γυναίκας, και στη συνέχεια να λατρεύεις σαν φετίχ αυτό το ακρωτηριασμένο πόδι. Το σώμα ολόκληρο είναι διαθέσιμο, υπό αναρίθμητες μορφές, γι’αυτήν τη σηματοδότηση/ακρωτηριασμό² που ακολουθείται από τη φαλλική λατρεία (ερωτική εξ-ύψωση). Εκεί είναι το μυστικό του, και καθόλου στην αναμόρφωση των γεννητικών οργάνων.

Έτσι, το φτιασιδωμένο στόμα είναι φαλλικό στόμα (φτιασίδι και μακιγιάζ ανήκουν κατεξοχήν στο οπλοστάσιο της δομικής αξιοθέτησης του σώματος). Ένα μακιγιαρισμένο στόμα δεν μιλάει πια: χείλη ορθάνοιχτα, μισάνοιχτα, μισόκλειστα, δεν έχουν ως λειτουργία πια να μιλάνε, να τρώνε, να ξερνάνε, να γαμάνε. Έχοντας ξεπεραστεί και αποκηρυχτεί αυτές οι πάντοτε αμφίσημες λειτουργίες ανταλλαγής ανάμεσα στην ενδοβολή και την αποβολή, έρχεται να εγκατασταθεί στη θέση τους η διεστραμμένη ερωτική και πολιτισμική λειτουργία, το συναρπαστικό στόμα ως τεχνητό σημείο, ως πολιτισμική εργασία, παιχνίδι και κανόνας του παιχνιδιού – το στόμα που δεν μιλά, που δεν τρώει, που δεν φιλιέται -, το μακιγιαρισμένο στόμα, αντικειμενοποιημένο ως κόσμημα που η έντονη ερωτική αξία δεν τού έρχεται, όπως θα φανταζόμασταν, από την υπογράμμισή του ως ερωτογόνα κοιλότητα, αλλά, αντίθετα, από το κλείσιμο και τη διακοπή του – το φτιασίδωμα όντας κατά κάποιο τρόπο το φαλλικό γνώρισμα που προσδιορίζει την ανταλλακτική αξία – στόμα στητικό, σεξουαλικό εξόγκωμα απ’όπου αναδύεται η γυναίκα, και η επιθυμία του άνδρα παγιδεύεται στην ίδια του την εικόνα³.

Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για το βλέμμα. Αυτό που θέτει σε λειτουργία η τούφα πάνω στο μάτι (όπως και κάθε άλλο ερωτικό άρτεφακτ των ματιών), είναι η άρνηση του βλέμματος ταυτόχρονα ως αέναη διάσταση του ευνουχισμού και ως πράξη προσφοράς του ερωτευμένου. Μάτια μεταμορφωμένα από το μακιγιάζ είναι ο εκστατικός υποβιβασμός αυτής της απειλής, κατά την οποία το υποκείμενο μπορεί να ιδωθεί μέσα στα μάτια του άλλου σαν η ίδια του η έλλειψη, αλλά και που, αν ανοίξουν πάνω του, μπορεί ακόμη να αυτοακυρωθεί μέσα στον ίλιγγο. Όμως τώρα αυτά τα επιτηδευμένα, μεδόμενα⁴ μάτια δεν κοιτάζουν κανέναν, δεν ανοίγουν πουθενά. Απορροφημένα στην εργασία του σημείου, έχουν τη μονότονη αφθονία του: τυφλώνονται από το ίδιο τους το ακτινοβόλημα, και η σαγήνη τους προκαλείται από αυτόν τον ίδιο διεστραμμένο αυτο-ερωτισμό.

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε: αυτό που αληθεύει για αυτούς τους προνομιακούς τόπους της συμβολικής ανταλλαγής που είναι το στόμα και το βλέμμα, αληθεύει και για κάθε ένα μέρος ή λεπτομέρεια του σώματος, ενός σώματος που είναι εγκλωβισμένο μέσα σε αυτήν τη διαδικασία ερωτικής σημασιοδότησης. Αλλά το ομορφότερο αντικείμενο, εκείνο που συνοψίζει παντού αυτήν τη σκηνοθεσία και εμφανίζεται σαν το κλειδί της πολιτικής οικονομίας του σώματος είναι το γυναικείο σώμα. Το γυμνωμένο γυναικείο σώμα, με τις χίλιες βαριάντες του ερωτισμού είναι αναμφίβολα η επάνοδος του φαλλού, του αντικειμένου-φετίχ, είναι την ίδια στιγμή μια γιγαντιαία επιχείρηση φαλλικής προσομοίωσης και το ατέλειωτα επαναλαμβανόμενο θέαμα του ευνουχισμού. Από την τεράστια εξάπλωση των εικόνων ως το σχολαστικό τελετουργικό του στριπτίζ, παντού το γυναικείο σώμα απλώνεται σαν γυμνή επιφάνεια φαλλικής επιγραφής. Η λεία και αλάνθαστη ισχύς του δεν είναι παρά μια ισχύς μεδόμενη στο εσωτερικό μιας αδυσώπητης φαλλικής ζήτησης (εκεί έγκειται και η βαθιά φαντασιακή συγγένεια της ερωτικής κλιμάκωσης και της παραγωγιστικής ανάπτυξης).

Το ερωτικό προνόμιο του γυναικείου σώματος είναι ίδιο για τις γυναίκες όπως και για τους άνδρες. Στην πραγματικότητα μια διεστραμμένη δομή είναι ίδια για όλους: έχοντας ως άξονα την άρνηση του ευνουχισμού, αυτή η δομή προτιμά το γυναικείο σώμα, γιατί προτιμά να εστιάζει στο επικείμενο του ευνουχισμού⁵. Έτσι στο μέτρο της προόδου του συστήματος (η οποία, να το ξαναπούμε, είναι ομόλογη με την εξέλιξη της πολιτικής οικονομίας), το γυναικείο σώμα φορτίζεται ερωτικά γιατί είναι αυτό που, στερούμενο το πέος, προσφέρεται καλύτερα στην γενική φαλλική ισοδυναμία. Αν το ανδρικό σώμα δεν μπορεί μακράν να πετύχει μια τέτοια ερωτική απόδοση, είναι γιατί δεν επιτρέπει ούτε την συναρπαστική υπενθύμιση του ευνουχισμού, ούτε το θέαμα του διαρκούς ξεπεράσματός του. Δεν μπορεί ποτέ να γίνει πραγματικά ένα αντικείμενο λείο, προστατευμένο, τέλειο: σηματοδοτημένο και αυτό, αλλά με το «πραγματικό» σημάδι (αυτό που αξιώνει το γενικό σύστημα), είναι λιγότερο διαθέσιμο για την οριοθέτηση, για αυτήν την μακρόχρονη εργασία φαλλικής παραγωγής. Αμφιβάλλουμε ακόμη αν θα μπορέσει μια μέρα να εδραιωθεί και αυτό ως φαλλική μεταβλητή. Μέχρι νεωτέρας διαταγής, δεν γίνεται να υπάρξει ούτε στητική διαφήμιση, ούτε στητική γύμνια: είναι με αυτό το τίμημα που η στητικότητα μεταφέρεται – ελεγχόμενη – σε όλες τις παραλλαγές αντικειμένων και γυναικείου σώματος. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, και η ίδια η στύση δεν είναι ασύμβατη με το σύστημα⁶.

Θα πρέπει να δούμε πώς σχετίζεται με αυτό το ερωτικό «προνόμιο» της γυναίκας, η ιστορική και κοινωνική υποδούλωση. Όχι για να καταλήξουμε σε κάποιον μηχανισμό σεξουαλικής «αλλοτρίωσης» που επιτείνει την κοινωνική «αλλοτρίωση», αλλά για να δούμε μήπως η ίδια διαδικασία υποτίμησης που βλέπουμε στον φετιχισμό ως διαδικασία υποτίμησης της διαφοράς των φύλων, αφορά και κάθε πολιτική διάκριση – προκαλώντας μια φετιχοποίηση της εξουσιαζόμενης τάξης ή ομάδας, ή αλλιώς την σεξουαλική της ανύψωση ώστε να εξορκιστεί πιο αποτελεσματικά το αμείλικτο ερώτημα που πλανάται πάνω από την τάξη της εξουσίας. Αν το σκεφτούμε, όλο το σημαίνον υλικό της ερωτικής τάξης αντλείται από την πανοπλία των σκλάβων (αλυσίδες, περιλαίμια, μαστίγια, κλπ.), των άγριων (νεγροσύνη, μαύρισμα, γύμνια, τατουάζ), και από όλη τη σημειολογία των εξουσιαζόμενων τάξεων και φυλών. Το ίδιο συμβαίνει και με τη γυναίκα στο σώμα της, σώμα προσαρτημένο σε μια φαλλική τάξη της οποίας η πολιτική έκφραση το καταδικάζει στην ανυπαρξία⁷.

¹ Αυτό που φετιχοποιείται δεν είναι ποτέ το φύλο καθεαυτό, το αντικείμενο-φύλο, είναι ο φαλλός σαν γενικό ισοδύναμο – όπως στην πολιτική οικονομία, δεν είναι ποτέ το προϊόν-εμπόρευμα καθεαυτό που φετιχοποιείται, αλλά η μορφή της ανταλλακτικής αξίας και το γενικό της ισοδύναμο.

² Υπάρχει μια συγγένεια μεταξύ του τελετουργικού των σημείων που συνοδεύουν το ερωτικό σώμα και του πόνου που συνοδεύει την σαδομαζοχιστική διαστροφή. Το «φετιχιστικό» σημάδι (περιλαίμια, βραχιόλια, αλυσίδες) αντιγράφει και ανακαλεί πάντοτε το σαδομαζοχιστικό σημάδι (ακρωτηριασμός, τραύμα, πληγή). Οι δύο διαστροφές στερεώνονται επιλεκτικά γύρω από αυτήν την τυπολογία σημαδιών.

Ορισμένα σημάδια (που μόνο αυτά είναι υπαινικτικά) κάνουν το σώμα να είναι πιο γυμνό απ ό,τι αν ήταν πραγματικά γυμνό. Είναι γυμνό με την διεστραμμένη εκείνη γύμνια που σχετίζεται με το τελετουργικό. Αυτά τα σημάδια μπορούν να είναι ρούχα, εξαρτήματα, αλλά και χειρονομίες, μουσική, τεχνολογία. Όλες οι διαστροφές έχουν ανάγκη από κόλπα, με την πλέρια σημασία του όρου. Στον σαδομαζοχισμό, είναι ο πόνος που εμβληματοποιεί το σώμα όπως μπορούν να κάνουν τα κοσμήματα ή το φτιασίδι στο φετιχιστικό πάθος.

Υπάρχει σύγκλιση όλων των διαστροφών: στο ερωτικό σύστημα που περιγράφουμε, το σώμα υψώνεται μέσω της αυταρέσκειας, της αυτο-σαγήνευσης – στον σαδομαζοχισμό, υψώνεται μέσω του πόνου (οδυνηρός αυτο-ερωτισμός). Αλλά υπάρχει συγγένεια ανάμεσα στα δύο: είτε ο άλλος υποφέρει είτε αρέσκεται στον εαυτό του, αντικειμενοποιείται ριζικά. Όλες οι διαστροφές παίζουν με το θάνατο.

³ Η σεξουαλική πράξη δεν είναι συχνά δυνατή, παρά με τίμημα αυτήν την διαστροφή: το σώμα του άλλου φαντασιωμένο ως κούκλα μανεκέν, φαλλός/μανεκέν, φαλλικό φετίχ που κανακεύεται, κατέχεται, χαϊδολογιέται σαν το προσωπικό του καθενός/μιας πέος.

⁴ Σε αντίθεση με τη θεωρία της φαλλικής μητέρας, τρομακτικής καθότι φαλλικής, ο Φρόυντ (Freud) εξηγούσε ότι ο κλονισμός μπροστά στη θέα της κεφαλής της Μέδουσας, προκαλούνταν επειδή τα φίδια που είχε για μαλλιά ματαίωναν τόσες φορές όσος και ο αριθμός τους τον ευνουχισμό, ο οποίος στη συνέχεια επανερχόταν άπειρες φορές στη μνήμη εκείνου που ήθελε αυτήν ακριβώς τη ματαίωση (A. Green). Το ίδιο συμβαίνει και με την αφοπλιστική έλξη του μακιγιάζ και του στριπτίζ: κάθε μέρος του σηματοδοτημένου, αξιοθετημένου σώματος έρχεται επίσης να ματαιώσει τον ευνουχισμό – ο οποίος όμως επανακάμπτει παντού όπου υπάρχει διαχωρισμός των επιμέρους αυτών αντικειμένων, καθένα από τα οποία δεν εμφανίζεται ποτέ παρά σαν «μάρτυρας και πέπλο του ευνουχισμένου φύλου»: Λακάν (Lacan).

[Σ.τ.μ.: Το ρήμα μέδω, από το οποίο παράγεται η λέξη Μέδουσα, σημαίνει στην ομηρική διάλεκτο εξουσιάζω. Η χρήση βέβαια από μέρους μας της παθητικής μετοχής μεδόμενος γίνεται καταχρηστικά.]

⁵ Εάν η άκρη του καλσόν είναι πιο ερωτική από την τούφα πάνω στο μάτι ή την άκρη του γαντιού στον αγκώνα, δεν είναι λόγω γειτνίασης με τα γεννητικά όργανα – είναι γιατί ο ευνουχισμός εκεί προκαλείται και αψηφάται από κοντά, στην μεγαλύτερη δυνατή εγγύτητά του. Έτσι, κατά τον Φρόυντ, είναι το τελευταίο αντιληπτό αντικείμενο, το κοντινότερο με την ανακάλυψη της απουσίας πέους στη γυναίκα, που θα γίνει το αντικείμενο-φετίχ.

⁶ Τα μόνα που παραμένουν αδιανόητα και αναπόδεκτα είναι η κατάργηση της αξίας/φαλλός και η επιστροφή στη σκηνή του ριζικού παιχνιδιού των διαφορών.

⁷ Λέγοντας αυτό, το γεγονός ότι ένας από τους δύο όρους του σεξουαλικού διωνύμου, ο Αρσενικός, έχει γίνει ο διακριτός όρος και το γενικό ισοδύναμο μέσα στο σύστημα, με άλλα λόγια αυτή η δομή που εμφανίζεται στα μάτια μας αναπόφευκτη είναι καθεαυτό χωρίς βιολογικό θεμέλιο: όπως κάθε μεγάλη δομή, έχει ακριβώς ως στόχο τη ρήξη με το φυσικό (Λεβί-Στρως / Lévi-Strauss). Μπορούμε να φανταστούμε μια κουλτούρα όπου οι όροι θα ήταν αντεστραμμένοι: αρσενικό στριπτίζ σε μητριαρχική κοινωνία! Αρκεί να γίνει το θηλυκό ο διακριτός όρος και να λειτουργήσει ως γενικό ισοδύναμο. Όμως πρέπει να δούμε ότι με αυτήν την εναλλαγή των όρων (που απορροφά την γυναικεία «απελευθέρωση»), η δομή παραμένει απαράλλαχτη, όπως απαράλλαχτες παραμένουν η άρνηση του ευνουχισμού και η φαλλική αφαίρεση. Αν λοιπόν το σύστημα παρέχει τη δυνατότητα δομικής αντιστροφής – πρέπει να καταλάβουμε ότι το θέμα δεν είναι εκεί – είναι σε μια ριζική εναλλακτική, η οποία θα βάζει σε αμφισβήτηση την ίδια την αφαίρεση που χαρακτηρίζει την πολιτική οικονομία του φύλου, που είναι βασισμένη πάνω σε έναν από τους δύο όρους σαν γενικό ισοδύναμο αλλά και πάνω στην άρνηση του ευνουχισμού και της συμβολικής οικονομίας.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Jean Baudrillard [1929-2007]: L’échange symbolique et la mort, 1975