Βoλιβία: oι μαζικές κινητοποιήσεις ανάγκασαν την κυβέρνηση να πάρει πίσω τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων

Στις 27 Δεκεμβρίου 2010 η κυβέρνηση της Βολιβίας έδωσε στη δημοσιότητα ένα διάταγμα με βάση το οποίο καταργείτο η κρατική επιδότηση στα καύσιμα και συνεπώς αυξανόταν η επίσημη τιμή της βενζίνης από 57-73% και η επίσημη τιμή του πετρελαίου κατά 83%. Δύο εικοσιτετράωρα πιο πριν, στελέχη της ίδιας κυβέρνησης διαβεβαίωναν δημόσια ότι δε θα γινόταν καμία αύξηση στις τιμές των καυσίμων. Παράλληλα με την ανακοίνωση της αύξησης των τιμών των καυσίμων, ανακοινώθηκε ότι η αύξηση των υπηρεσιών μεταφορών θα κυμαινόταν από 20% ως 23% και αυτή των τροφίμων από 15% ως 18%. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Τα καταστήματα πώλησης τεσσάρων βασικών προϊόντων διατροφής ( ρύζι, αλεύρι, ζάχαρη, λάδι) της κρατικής Επιχείρησης Στήριξης της Παραγωγής Τροφίμων αύξησαν τις τιμές τους κατά 15% και τη δεύτερη μέρα από την ανακοίνωση του διατάγματος πωλούσαν δύο μόνο από αυτά τα προϊόντα. Ο κόσμος έκανε ουρές για να πάρει ένα κουπόνι με το οποίο θα αγόραζε κάποια στοιχειώδη ποσότητα τροφίμων την επόμενη ημέρα. Για τα λεωφορεία και τα ταξί η αύξηση έφτασε τις επόμενες μέρες το 100%. Μέσα στο 2010 η μέση αύξηση της τιμής των βασικών ειδών διατροφής ξεπέρασε κατά πολύ αυτά τα ποσοστά, γεγονός που η κυβέρνηση είχε αποδώσει στην κλιματική αλλαγή στον πλανήτη…Στη Βολιβία ο κατώτερος μισθός δεν φτάνει τα 100$ ενώ με αυτές τις ανατιμήσεις η βενζίνη έφτασε να πωλείται κάτι λιγότερο από 1$.

Το μέτρο της ανατίμησης είχε προταθεί αρκετές φορές στο παρελθόν στις διάφορες κυβερνήσεις της Βολιβίας από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Όμως φοβούμενες τις αντιδράσεις του κόσμου-του οποίου ένα μεγάλο μέρος είναι ιθαγενείς πληθυσμοί που ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης-δεν τόλμησαν να το πάρουν. Είχε η σειρά του Μοράλες να πειραματιστεί, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να χειραγωγήσει και να εξαπατήσει το λαό της Βολιβίας, με τη βοήθεια των ελεγχόμενων μέσων παραπληροφόρησης.

Πολλοί βουλευτές και αξιωματούχοι της κυβέρνησης δήλωναν ξαφνιασμένοι από την ανακοίνωση των αυξήσεων ενώ άλλοι προσπαθούσαν να πείσουν τον κόσμο ότι αυτή η «εξίσωση των τιμών» (με αυτές άλλων γειτονικών κρατών) θα ισοσταθμιζόταν με την αύξηση κατά 20% των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων (κυρίως μπάτσων, στρατιωτικών και εργαζομένων στους τομείς της Υγείας και στην Εκπαίδευσης) και ότι θα συνέβαλλε στο χτύπημα του λαθρεμπορίου καυσίμων. Ανακοινώθηκε ότι η κυβέρνηση θα αγόραζε όλη την παραγωγή των βολιβιανών παραγωγών σόγιας. Όμως δεν διευκρινίστηκε μέχρι πότε, ούτε και ότι στη μεγάλη της πλειοψηφία η παραγωγή σόγιας ελέγχεται από μεγαλογαιοκτήμονες. Στους παραγωγούς ρυζιού, καλαμποκιού και σιταριού υποσχέθηκε αύξηση 10% στις τιμές αγοράς των προϊόντων τους. Ο ίδιος ο Υπουργός Υδρογονανθράκων Φερνάντο Βινσέντι παραδέχτηκε ότι οι αυξήσεις θα ωφελήσουν τις μεγάλες πετρελαϊκές επιχειρήσεις.

Στο ίδιο μήκος κύματος τα μέσα μαζικής παραπληροφόρησης μιλούσαν συνεχώς για «εξίσωση των τιμών». Ένα τα μεγαλύτερα καθάρματα της βολιβιανής δημοσιογραφίας, ο Ρικάρντο Μπάχο, υποστήριξε ότι τα μέτρα ήταν αναγκαία(!), ότι θα έπλητταν κάπως(!) τη μεσαία τάξη, αφού η κατώτερη τάξη δεν έχει αυτοκίνητο και από τις περιοχές που κατοικεί δεν περνούν λεωφορεία! Άλλος γνωστός μισθοφόρος της δημοσιογραφίας, ο Πάμπλο Στεφανόνι υποστήριξε ότι ο Μοράλες έχει «επαναστατική νομιμοποίηση» για τη λήψη αυτών των μέτρων. Και οι δύο είναι συνεργάτες της Le Monde Diplomatique της Βολιβίας.

Οι πρώτες απεργίες εξαγγέλθηκαν την ίδια κιόλας ημέρα, από τους εργαζόμενους στις μέσα μαζικής μεταφοράς, τους δασκάλους, τους εργάτες στα εργοστάσια και τους εργαζόμενους στον τομέα της Υγείας. Δεν αντέδρασαν καθόλου τα πιστά στην κυβέρνηση Μοράλες μεγάλα συνδικάτα εργατών και αγροτών. Τις επόμενες ημέρες οι αντιδράσεις είχαν εξαπλωθεί κυριολεκτικά σε όλες τις πόλεις της Βολιβίας. Στην Κοτσαμπάμπα και στο Σούκρε οι άνεργοι βγήκαν στους δρόμους και συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Στην πρωτεύουσα Λα Πάς και στην εργατική συνοικία Ελ Άλτο, καθώς και σε πολλές πόλεις γίνονταν καθημερινά κινητοποιήσεις, μπλοκαρίσματα αυτοκινητόδρομων, ανοίγματα διοδίων και διαμαρτυρίες. Έγιναν επιθέσεις με πέτρες στα κτίρια των πουλημένων εργατικών και αγροτικών συνδικάτων, καθώς και στο Δημαρχείο της συνοικίας Ελ Άλτο. Στην πόλη Τιχουανάκου η αστυνομία επιτέθηκε με δακρυγόνα σε ειρηνική πορεία. Σε περιφερειακές πόλεις οι διαδηλώσεις είχαν μεγάλη συμμετοχή του ιθαγενούς πληθυσμού, κυρίως ανθρακωρύχων, γεωργών, καλλιεργητών κόκας και κτηνοτρόφων. Σε περισσότερες από μία περιπτώσεις η περιφρούρηση των πορειών έπιασε κομματόσκυλα του κυβερνώντος κόμματος που είχαν παρεισφρήσει στις πορείες για να τις σαμποτάρουν.

Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, στις 10 το βράδυ, οι μεγάλες κινητοποιήσεις που είχαν κορυφωθεί στις 30 Δεκεμβρίου, ανάγκασαν τον Μοράλες να πάρει πίσω το “Διάταγμα 748”, «ακούγοντας το λαό». Δύο μέρες πιο πριν ο υπουργός Σάτσα Λιορέτι μιλούσε για «μικρές ομάδες διαδηλωτών, που είναι απομονωμένες», διαβεβαιώνοντας ότι η Βολιβία είχε «σχεδόν επιστρέψει στην κανονικότητα». Εάν δεν αποσύρονταν το διάταγμα, όλα τα συνδικάτα των ανθρακωρύχων, γεωργών, καλλιεργητών κόκας, εργαζομένων σε διάφορους τομείς του δημόσιου τομέα, άνεργοι και εξαθλιωμένοι ιθαγενείς πληθυσμοί ετοιμάζονταν να κάνουν μία μεγάλη συντονισμένη κάθοδο και κινητοποίηση διαρκείας στην πρωτεύουσα Λα Πας. Επίσης, στις τελευταίες διαδηλώσεις το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης. Η οργάνωση του κόσμου από τα κάτω και ο συντονισμός των δράσεων είχε σαν αποτέλεσμα την αναδίπλωση της κυβέρνησης και την απόσυρση του διατάγματος.


Σύμφωνα με το τοπικό “Κέντρο Λαϊκών Σπουδών”, τα τελευταία γεγονότα κατέδειξαν ότι:
-Το λαϊκό κίνημα είχε τη δυνατότητα να δει καθαρά τη φύση της κυβέρνησης και την υποβολή της στο υπερεθνικό Κεφάλαιο και στις μεγάλες εταιρείες πετρελαίου, γεγονός που αποτέλεσε τον πραγματικό λόγος της αύξησης της τιμής στα καύσιμα.
– Τα γεγονότα έφεραν στο φως το ρόλο των εξαρτημένων από την κυβέρνηση ηγετών (μεγαλοσυνδικαλιστών), οι οποίοι για άλλη μια φορά πρόδωσαν τη βάση να ευθυγραμμιστούν με την επίσημη πολιτική. Αυτοί οι ηγέτες απορρίφθηκαν και ξεπεράστηκαν από τη βάση, ακόμη και σε έναν τομέα δύσκολο όσο αυτόν της καλλιέργειας κόκας.
– Έγινε σαφής ο ημιαποικιακός χαρακτήρας της χώρας. Ο ιμπεριαλισμός, μέσω των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών, έκανε αισθητή τη δύναμή του και έδειξε ότι η «εθνικοποίηση» είναι στο έλεος των συμφερόντων του. Η βολιβιανή κυβέρνηση δεν διαθέτει ούτε έλεγχο ούτε παραγωγική ικανότητα καυσίμων. Η χώρα εξαρτάται από τις πολυεθνικές στον τομέα αυτό. Η Βολιβία δεν είναι το «κυρίαρχο κράτος» που υποστηρίζει το κυβερνών κόμμα και η λεγόμενη «διαδικασία της αλλαγής», που υπερασπίζεται από τους ιδεολογικούς υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος και όλους τους καιροσκόπους και ρεφορμιστές, δεν είναι καμία «διαδικασία μετάβασης» στο σοσιαλισμό.

Πηγές: http://www.lahaine.org/index.php?catsel[]=40&catsel[]=55 από 28/12 ως και 3/1.