[Οι απόψεις που εκφράζονται στο μεταφρασμένο άρθρο δεν ταυτίζονται με τις απόψεις όλων των μελών του contrainfo.]
Στους κατοίκους των νησιών Andaman (που βρίσκονται στον κόλπο της Βεγγάλης, βόρεια της Ινδονησίας) η σεξουαλική επιθυμία είναι πολύ μετριοπαθής, όπως έχει δείξει ο Portman. Στους άντρες δεν εμφανίζεται πριν απ’ τα 18 τους χρόνια και σπάνια ικανοποιείται πριν το γάμο, που γίνεται όταν μπουν στα 26. Σύμφωνα με τους Haydes και Deniker, στη Γη του πυρός τα δύο φύλα δείχνουν μεγάλη συγκράτηση στις σεξουαλικές τους σχέσεις. Σύμφωνα με τον δρ Cook, στους Εσκιμώους η σεξουαλική ορμή δεν εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της μεγάλης χειμερινής νύχτας, όπως άλλωστε συμβαίνει και με την εμμηνόρροια. Η πλειοψηφία των παιδιών γεννιέται εννέα μήνες μετά την επανεμφάνιση του ήλιου. Το ίδιο ισχύει και για πολλές πρωτόγονες φυλές. Ο Havelock Ellis αναγνωρίζει ότι το σεξουαλικό ένστικτο των «άγριων» είναι λιγότερο έντονο και εκδηλώνεται πολύ σπανιότερα απ’ ό,τι στους πολιτισμένους. Επιπλέον, εκδηλώνεται κατά κανόνα με εποχιακό τρόπο, όπως ισχύει και με όλα τα άλλα θηλαστικά.
Το γεγονός ότι η συνεχής σεξουαλική δραστηριότητα του πολιτισμένου ανθρώπου συνδέεται με τις νοσηρές συνθήκες της φυσιολογίας του, που επιδεινώνεται από τις τροφές, αλλά και από τη μόνιμη εγκατάστασή του σε έναν τόπο – η περίπτωση των πιθήκων το αποδεικνύει. Κλεισμένα μέσα σε κλουβιά και τρεφόμενα με κρέατα και τονωτικά προϊόντα, αυτά τα ζώα – πράα και ήμερα όταν τρώνε φρούτα – γίνονται εξαιρετικά λάγνα και μοχθηρά. Αυνανίζονται σε υπερβολικό βαθμό, έχουν σχεδόν καθημερινά σεξουαλικές επαφές και τα θηλυκά τους έχουν άφθονες εμμηνόρροιες, όπως και οι πολιτισμένες γυναίκες. Μέσα στη ζούγκλα που η διατροφή τους είναι φρουτοφάγα και που η ελευθερία των κινήσεών τους είναι απόλυτη, η σεξουαλική ζωή τους περιορίζεται στις εποχές του ζευγαρώματος και η έμμηνη ροή των θηλυκών είναι πολύ περιορισμένη.
Είναι συνήθεια πολλών φυλών Ινδιάνων της βόρειας Αμερικής, να απέχουν από τις σεξουαλικές σχέσεις για όσο διαρκεί η γαλουχία. Ο D’Oribigny παρατήρησε το ίδιο και στους Ινδιάνους του νότου, παρά το γεγονός ότι σε αυτές τις κοινότητες, η διάρκεια του θηλασμού υπερβαίνει τα τρία έτη. Αν και είναι αλήθεια ότι η πλειοψηφία των ινδιάνικων φυλών έχει διαφθαρεί από την επαφή της με τον πολιτισμό, αυτό δεν αφαιρεί τίποτα απ’ το γεγονός ότι, σε πρωτόγονη κατάσταση, τα ήθη τους ήταν τελείως διαφορετικά. Ο δρ Holder ασχολήθηκε ειδικά με αυτό το ζήτημα και διαπίστωσε ότι οι Ινδιάνοι της Αμερικής, πριν την ευρωπαϊκή εισβολή ήταν πολύ πιο αγνοί απ’ τους λευκούς ή τους νέγρους. «Οι γυναίκες μερικών ινδιάνικων φυλών είναι πιο ενάρετες απ’ τις γυναίκες κάθε άλλης κοινότητας για την οποία έχει γίνει ποτέ λόγος». Στο βιβλίο του «Σεξουαλική Νευρασθένεια», ο δρ Beard σημειώνει ότι τα μικρά ινδιάνικα αγόρια δεν αυνανίζονται και ότι οι νέοι παραμένουν αγνοί μέχρι το γάμο.
Ο δρ Spencer έζησε με τους Ινδιάνους της Καλιφόρνια. «Μέσα στην πρωτόγονη κατάστασή τους, όλοι οι άνδρες και όλα τα νέα αγόρια που έχουν υπερβεί το στάδιο της παιδικής ηλικίας, κοιμούνται μέσα σε ένα σπίτι, ξεχωριστά για κάθε rancheria (ινδιάνικο αγρόκτημα). Το οικογενειακό σπίτι, και συμβαίνει να υπάρχουν πολλά τέτοια σε μια rancheria, μπορεί να συντηρεί μια πατριαρχική οικογένεια, να στεγάζει ίσως δύο ή ακόμη και τρεις γενιές, αλλά μόνο τα μικρά παιδιά και οι γυναίκες κοιμούνται εκεί. Μέσα σε κάθε rancheria, υπήρχε μια ξεχωριστή κατοικία για τις γυναίκες με περίοδο, σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή μετά από αποβολή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι γυναίκες παρέμεναν εκεί για τριάντα με σαράντα μέρες.
Τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν μαζί, μέχρι τον ερχομό της πρώτης περιόδου στα νέα κορίτσια. Με την εμφάνισή της γινόταν γιορτή και χορός που οργάνωνε ο πατέρας. Στην κορύφωση της γιορτής που έπαιρνε έναν θρησκευτικό χαρακτήρα, τοποθετούνταν στο μέτωπο του νεαρού κοριτσιού ένα διάδημα – το στέμμα της πιθανής μητρότητας – σύμφωνα με το ακριβές τελετουργικό που τηρούνταν πιστά. Από εκείνη τη στιγμή, το νέο κορίτσι δεν αφηνόταν ποτέ μόνο με έναν άντρα ή ένα αγόρι και κανένας δεν μπορούσε να την αγγίξει. Κατά τη διάρκεια του θέρους, άντρες και γυναίκες δεν μπορούσαν να συγκατοικήσουν. Διέκοπταν εντελώς κάθε συγκατοίκηση πριν οι άντρες να αναλάβουν μια αποστολή κυνηγιού, ή κάποια άσκηση που να απαιτεί ιδιαίτερη αντοχή ή την κατανάλωση μεγάλης σωματικής ενέργειας. Το ίδιο συνέβαινε και μετά από κάθε επίσημο εορταστικό γεύμα, ειδικά εάν περιλάμβανε κρέας. Το πρόσωπο της γυναίκας θεωρούνταν ιερό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού. Το νεογνό θεωρούνταν ως ένα σημείο σαν υπερφυσικό ον κι αντιμετωπιζόταν με επισημότητα. Ένα σκοινάκι από δέρμα πλατωνιού περιέβαλλε τον αστράγαλό του και παρέμενε εκεί για όσο οι γονείς απέφευγαν τη συγκατοίκηση. Η γιαγιά το παρακολουθούσε επιμελώς γιατί προφύλασσε το μικρό αυτό πλάσμα από την κακοτυχία. Αυτές οι ιδέες ήταν τόσο βαθιά ριζωμένες σ’ αυτούς τους ανθρώπους που είχα γνωρίσει κάποτε έναν ευφυή Ινδιάνο ο οποίος στο νεκροκρέβατό του εξομολογούνταν ότι είχε γνωρίσει τη γυναίκα του μετά από ένα εορταστικό φαγοπότι όπου είχε σερβιριστεί φρεκοσκοτωμένο βοδινό. Ήταν σαν να είχε διαπράξει μια ασυγχώρητη αμαρτία».
Στους δυτικοαφρικάνους που μιλούν τη γιορουμπά (σουδανική διάλεκτος), ο Α. Β. Ellis είχε παρατηρήσει ότι ο θηλασμός διαρκεί τρία έτη και ότι καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου η γυναίκα δεν συγκατοικεί με το σύζυγό της. Επιπλέον, η αγνότητα πριν το γάμο τηρείται αυστηρά σε ένα μεγάλο μέρος της Αφρικής. Στη δυτική Αφρική, ένα κορίτσι ένοχο για ασωτία ρισκάρει μια αυστηρή τιμωρία. Ούτε στο Dahomey υπάρχει συνουσία για όσο διαρκεί η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός, που και κει φτάνει κοντά στα τρία χρόνια. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Jekris και άλλες φυλές στις όχθες του Νίγηρα, στις οποίες θεωρείται ότι το μητρικό γάλα χαλάει όταν δεν υπάρχει σεξουαλική αποχή.
Στους Ba Wenda του Τρανσβάαλ (επαρχία της Νότιας Αφρικής), καμιά σεξουαλική σχέση δεν επιτρέπεται πριν το γάμο. Στους Synlengs, ο σύζυγος δεν ζει μέσα στο ίδιο σπίτι με τη γυναίκα του, αλλά την επισκέπτεται περιστασιακά, στο σπίτι της μητέρας της με την οποία συνεχίζει να μένει. Στο Joway αυτός ο κανόνας είναι τόσο αυστηρός που ο σύζυγος δεν μπορεί να επισκέπτεται τη γυναίκα του παρά μόνο όταν ο ήλιος έχει δύσει. Δεν του επιτρέπεται ακόμη να φάει, να κοιμηθεί ή να καπνίσει κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του. Στην πραγματικότητα, μην ξοδεύοντας ούτε δεκάρα από το εισόδημά του για τη συντήρηση της γυναίκας του, δεν θα μπορούσε να δικαιούται να μοιραστεί την τροφή της ή να προβάλλει οποιοδήποτε άλλη αξίωση ιδιοκτησίας στο πρόσωπό της.
Ο Brough Smith έχει παρατηρήσει τα ακόλουθα σε σχέση με τους Αβορίγινες της Αυστραλίας: «Δεν υπάρχει καμιά αδιακρισία κι επιπολαιότητα στη σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ των ιθαγενών και οι νόμοι τους σε αυτό το θέμα είναι πολύ αυστηροί, ειδικά στη Νέα Νότια Ουαλία. Στην κατασκήνωση, όλοι οι ανύπαντροι νέοι μένουν μαζί στα όριά της, ενώ το κέντρο κατοικείται από τους παντρεμένους, καθένας με την οικογένειά του. Απαγορεύεται στους άγαμους η συναναστροφή με τα νέα κορίτσια ή τις παντρεμένες γυναίκες. Οι παραβάσεις τιμωρούνται αυστηρά. Πέντε ή έξι πολεμιστές ρίχνουν τις λόγχες τους στον παραβάτη από μια σχετικά κοντινή απόσταση: ο άνθρωπος συχνά τραυματίζεται και κάποιες φορές σκοτώνεται». Ακόμη και μετά το γάμο, σε διάφορες περιοχές της Αυστραλίας, οι σεξουαλικές σχέσεις είναι αντικείμενο πολλών περιορισμών, ενώ απαγορεύονται κατά τη διάρκεια της έμμηνης περιόδου, τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης και κατά τη διάρκεια του σεληνιακού μήνα που ακολουθεί τον τοκετό.
Οι Pueblos είναι αυστηρά μονογαμικοί και απαγορεύουν την πολυγαμία . Ένα είδος μυστικής αστυνομίας φροντίζει επιμελώς ώστε να μην παραβιάζεται αυτό το έθιμο και κάθε παρατυπία δημοσιοποιείται στην κοινότητα : κάθε νέος άντρας που έχει σχέσεις με μια νέα κοπέλα υποχρεώνεται να την παντρευτεί. Στους Seri μάλιστα πρέπει να περάσει από μια δοκιμασία, κατά την οποία πρέπει να επιδείξει μεγάλη αυτοσυγκράτηση, ώστε να γίνει δεκτός για σύζυγος. Ο Mc Gee πιστεύει ότι στόχος αυτού του εθίμου είναι να δείξει αν ο νέος άντρας έχει την απαιτούμενη θέληση και αυτοκυριαρχία να απέχει από σεξουαλικές σχέσεις που υπερβαίνουν τα καθορισμένα όρια.
Εξάλλου, σύμφωνα με το δρ Helbrook, υπάρχουν αποδείξεις για το ότι οι πρωτόγονοι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να περιορίσουν τους απογόνους τους, και ότι το κατορθώνουν αυτό με πολύ υγιή τρόπο. Οι ντόπιοι της Ουγκάντα, στην κεντρική Αφρική, μας προσφέρουν ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα: «Οι γυναίκες έχουν σπάνια περισσότερα από δύο ή τρία παιδιά καθώς, σύμφωνα με το έθιμο, όταν μια γυναίκα γεννήσει πρέπει να ζει χωριστά απ’ το σύζυγό της για δύο χρόνια, μέχρι να αποκοπεί το παιδί από το θηλασμό». Σύμφωνα με τον Seaman, στα νησιά Φίτζι (στον νότιο Ειρηνικό Ωκεανό) μετά τη γέννηση του παιδιού, ο άντρας και η σύζυγός του χωρίζουν για τρία ή και τέσσερα χρόνια, έτσι ώστε να μην διαταραχθεί ο θηλασμός από τον πιθανό ερχομό ενός άλλου παιδιού».
Στους Belenda, φυλή που κατοικεί στη μαλαισιανή χερσόνησο, η σεξουαλική επιθυμία δεν αναπτύσσεται πολύ… «Ο σύζυγος δεν έχει σχέσεις με τη γυναίκα του παρά τρεις φορές το μήνα κατά μέσο όρο. Οι γυναίκες δεν είναι φλογερές». Να σημειώσουμε επίσης ότι στους Μαλαισιανούς, σύμφωνα με τον Skeat, «η πιο αυστηρή αποχή είναι επιβεβλημένη σε καιρούς πολέμου».
«Υπάρχει μια κοινή πεποίθηση, γράφει ο Havelock Ellis, ότι οι νέγρικες και νεγροειδείς φυλές της Αφρικής είναι ιδιαίτερα σεξουαλικές. Όμως αυτή δεν είναι η αντίληψη των ειδικών που γνωρίζουν από κοντά αυτούς τους λαούς». Σύμφωνα με τον ίδιο, μια νέγρα γυναίκα είναι μάλλον δύσπιστη μπροστά στα σεξουαλικά ερεθίσματα και οι λευκοί άντρες δεν ασκούν συνήθως καμία διεγερτική εξουσία πάνω της. Όσον αφορά στους μαύρους αρσενικούς, χρειάζονται τρεις φορές περισσότερο χρόνο να φτάσουν σε οργασμό απ’ ό,τι οι λευκοί.
Ο Havelock Ellis γράφει ακόμη: «Μεταξύ των Καμποτζιανών, μια έντονη συστολή φαίνεται να υπερισχύει, και αν διασχίσουμε τα Ιμαλάια, στο Βορρά, συναντάμε άγριες φυλές που αγνοούν κάθε σεξουαλική ελευθεριότητα. Έτσι, στους Τουρκομάνους (κεντρική Ασία), λίγες μέρες μετά την τελετή του γάμου, οι σύζυγοι χωρίζονται για ένα ολόκληρο έτος».
Στους μουσουλμανικούς λαούς της δυτικής Αφρικής, όπως και στην Βόρεια και κεντρική Αφρική, το παιδί συνηθίζεται να θηλάζει για δύο ή και περισσότερα χρόνια. Από την αρχή της εγκυμοσύνης μέχρι τη λήξη της περιόδου θηλασμού, υπάρχει αποχή από τις σεξουαλικές σχέσεις. Θεωρείται ότι η ύπαρξη τέτοιων σχέσεων θα έβαζε σε κίνδυνο την ποιότητα του μητρικού γάλατος. Αυτό σημαίνει τρία χρόνια σεξουαλικής αποχής, μετά από την γέννηση του παιδιού.
Ο H. H. Johnson, γράφοντας σχετικά με τους κατοίκους της κεντρικής Αφρικής, επιβεβαιώνει ότι σε αυτήν την περιοχή, οι άντρες μένουν αγνοί όσο διαρκεί η κύηση και η γαλουχία.
Ο Westermarck, συγγραφέας του διάσημου βιβλίου για το Γάμο, τονίζει το γεγονός ότι όσο ο πολιτισμός εξελίσσεται, τόσο αυξάνει ο αριθμός των παράνομων γεννήσεων και η πορνεία. Η σεξουαλική επιπολαιότητα δεν είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπινου είδους, αλλά προϊόν του πολιτισμού, ή του ημι-πολιτισμού. Τα ήθη των πρωτόγονων λαών είναι αγνά, καταλήγει.
Τοποθετούμενος για ένα άλλο θέμα μέσα στο ίδιο βιβλίο, ο Westermarck γράφει: «Σε ορισμένες αγροτικές φυλές στη Σουμάτρα και στο Ασάμ (κρατίδιο στην Ανατολική Ινδία), φαίνεται ότι συνηθίζεται ο σύζυγος να μην κατοικεί μαζί με την γυναίκα του, αλλά να την επισκέπτεται πότε-πότε εκεί που είναι το σπίτι της, δηλαδή στους μητρικούς συγγενείς της, και τα δικά της παιδιά, άλλωστε, μένουν με αυτήν. Επίσης, είναι πιθανό ο αδελφός της μητέρας της, ο θείος, να έχει περισσότερα δικαιώματα πάνω στα παιδιά της απ’ ό,τι ο ίδιος τους ο πατέρας, ο οποίος συχνά στερείται κάθε κηδεμονίας. Αυτές οι περιπτώσεις συναντιούνται συχνά μεταξύ πολλών μη-πολιτισμένων λαών που δεν αναγνωρίζουν παρά μόνο μία καταγωγή, τη μητρική».
Ο Westermarck γράφει αλλού: «Στους Macusion της βρετανικής Γουιάνας, για να μπορέσει ένας νέος άντρας να έχει αξιώσεις για μια γυναίκα, πρέπει να αποδείξει ότι είναι άντρας και ότι μπορεί να κάνει την δουλειά ενός άντρα. Χωρίς να αποτραβηχτεί από φόβο, πρέπει να αντέξει την πρόκληση τραυμάτων πάνω στο δέρμα του, ή να δεθεί πάνω σε μια αιώρα γεμάτη κόκκινα μυρμήγια, ή να υποφέρει κάθε άλλη δοκιμασία προορισμένη να αποδείξει το θάρρος του. Ή ακόμη να καθαρίσει μέσα στο δάσος έναν χώρο προορισμένο για τη φυτεία της κασάβας, και να φέρει όσο το δυνατόν περισσότερα θηράματα, ώστε να αποδείξει ότι είναι ικανός να εξασφαλίσει τη συντήρηση του εαυτού του και της συνανθρώπου του. Στους Wapolome, στη Δυτική Αφρική, αποφεύγονται οι υπερβολικά πρόωροι γάμοι, με το να ζητείται από τον υποψήφιο γαμπρό να σκοτώσει έναν κροκόδειλο και να φέρει ένα μέρος της σάρκας του στην επιθυμητή γυναίκα. Μεταξύ των φυλών Bachuana Cafres στα νότια του ποταμού Zambèze, ένας νέος άντρας δεν μπορεί να παντρευτεί προτού σκοτώσει έναν ρινόκερο. Και φαίνεται ότι σε πολλές φυλές κυνηγών κεφαλιών, στο άκρο της νοτιο-ανατολικής Ασίας, κανένας άντρας δεν μπορεί να παντρευτεί εάν δεν έχει προηγουμένως φέρει στη γυναίκα ένα κεφάλι ανθρώπου, απόδειξη της αξίας του».
Ανακεφαλαιώνοντας, πάντα σύμφωνα με τον Westermarck, «η μονογαμία όπως ασκείται σε μεγάλο αριθμό πρωτόγονων λαών, απαιτεί απ’ τον άντρα μια αποχή μακράς διάρκειας. Όχι μόνο αναγκάζεται να απέχει από τις σχέσεις με τη γυναίκα του για ένα μεγάλο διάστημα κάθε μήνα, αλλά ακόμη κι όταν είναι έγκυος ή κατά το τελευταίο διάστημα της εγκυμοσύνης της, επειδή μια έγκυος γυναίκα θεωρείται ακάθαρτη, και όχι μόνο αυτό, αλλά η ίδια αποχή απαιτείται και για την περίοδο του θηλασμού. Μια απαίτηση σκληρή, εφόσον η περίοδος του θηλασμού διαρκεί συνήθως δύο ή τρία χρόνια, και μπορεί ενδεχομένως να φθάσει και τα πέντε ή έξι».
Walter Siegmeister — L’Unique, τεύχος 10 (Μάης 1946)