[…] Τρεις παρατηρήσεις μού φαίνονται απαραίτητες, ακόμα κι αν είναι προφανείς και επαναλαμβανόμενες.
Το να θέτει κανείς ως στόχο τις διπλωματικές αντιπροσωπείες συγκεκριμένων χωρών σημαίνει ότι εξαρτάται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, κι ως εκ τούτου, από τις διαστρεβλώσεις που αυτά επιβάλλουν. Όταν δεν υπάρχει δυνατότητα ν’ ασκηθεί πίεση σε αυτές τις χώρες μέσω ενός μποϊκοτάζ λιμενεργατών, φορτηγατζήδων, ή μέσω ενός καλέσματος προς τους καταναλωτές κ.τ.λ., όταν δηλαδή δεν πρόκειται για μια δράση μισθωτών και πολιτών, η συμβολική επίθεση αποτελεί συμψηφισμό.
Το να καταφεύγεις σε μια ιδιαίτερα συγκεκριμένη τεχνολογία, όπως η μινιατουροποίηση ορισμένων εκρηκτικών υλών και η προσαρμογή τους σε ταχυδρομικές αποστολές, παράγει μια εξάρτηση από τους προμηθευτές και τους κατασκευαστές. Και αυτή συνδέεται με τομείς στενά συνυφασμένους με τις κατασταλτικές και στρατιωτικές δυνάμεις, επομένως η παρεχόμενη υποστήριξη είναι ελαστική και ασταθής, όπως φανέρωσαν τα παραδείγματα των παράνομων ένοπλων ομάδων της δεκαετίας του 1980, της γερμανικής RAF, των ιταλικών Ερυθρών Ταξιαρχιών κ.ά.
Το να διακηρύσσει κανείς αδιακρίτως μία ιδεολογία μαζί με επιθέσεις συνεπάγεται ότι καθιστά αυτόματα (δηλαδή αυταρχικά) υπεύθυνες τις συγγενικές ομάδες και τάσεις, ή ενδέχεται να συνάδει με τα προσχήματα της κρατικής καταστολής. Η τίμια και λογική στάση είναι πάντοτε ν’ αναφέρεται κανείς στην απόφαση μιας ομάδας (τοπικής, επαγγελματικής, κοινωνικής κ.τ.λ.), που οφείλει να πληροί ένα κριτήριο δηλωμένο ήδη απ’ το 1905 από τον Κροπότκιν. «(…) η αξία κάθε τρομοκρατικής πράξης μετράται με βάση τα αποτελέσματά της και την εντύπωση που προκαλεί. Η παρατήρηση αυτή μπορεί να χρησιμεύσει ως κριτήριο έναντι κάθε πράξης που συνεισφέρει στην επανάσταση, κι έναντι κάθε άλλης που αποδεικνύεται ανώφελη απώλεια δυνάμεων και ζωών. Η πρώτη συνθήκη, η οποία είναι ζωτικής σημασίας, προϋποθέτει ότι οι καρποί μιας τρομοκρατικής πράξης είναι κατανοητοί σε όλους, χωρίς μακροσκελείς εξηγήσεις ή πολύπλοκα κίνητρα. (…) Αν ο άνθρωπος του δρόμου, που δεν είναι στρατευμένος, χρειάζεται να σπαζοκεφαλιάσει για να κατανοήσει μια πράξη, τότε η επίδραση της πράξης αυτής καταλήγει να ’ναι μηδενική ή ακόμα κι αρνητική. Η πράξη διαμαρτυρίας μετατρέπεται στα μάτια των μαζών σε ακατανόητο φόνο». […]
—Απόσπασμα κειμένου-κριτικής του Φρανκ Μιντζ [Frank Mintz] όσον αφορά τον ένοπλο αγώνα και την Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία (FAI), που δημοσιεύτηκε αρχικά στα ισπανικά και γαλλικά τον Γενάρη του 2011, στον απόηχο των χτυπημάτων του Επαναστατικού Πυρήνα Λάμπρος Φούντας/Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία εναντίον των πρεσβειών της Χιλής, Ελβετίας και Ελλάδας, στη Ρώμη, στα τέλη του Δεκέμβρη του 2010.
Ακολουθεί ένα κείμενο που κυκλοφόρησε στο 64ο τεύχος του περιοδικού Causa do Povo (Ιούνης/Ιούλης 2012, σελ. 8) και αποτελεί απάντηση της Λαϊκής Αναρχικής Ένωσης (UNIPA) από τη Βραζιλία στο παραπάνω κείμενο του Φρανκ Μιντζ, που δημοσιεύτηκε επίσης μεταφρασμένο στα πορτογαλικά στην ιστοσελίδα της Αναρχικής Ομοσπονδίας του Ρίο ντε Ζανέιρο (FARJ), η οποία προσυπογράφει την εν λόγω ανάλυση του Μιντζ ως «εξαιρετική και φωτισμένη».
(Σχετικά με την UNIPA και τη FARJ, βλ. τις μεταφράσεις των αυτοπαρουσιάσεών τους στο τέλος αυτής της ανάρτησης.)*
Βία, ρεφορμισμός και ταξικός αγώνας στην Ευρώπη:
Να καταπολεμηθεί η ποινικοποίηση των μορφών αγώνα
Η Ευρώπη ζει από το 2005-2006 ένα νέο κύκλο αγώνων, διαψεύδοντας όλες τις προβλέψεις περί τέλους της πάλης των τάξεων. Ο κύκλος των απεργιών και των μεγάλων διαδηλώσεων στην Ελλάδα, αλλά επίσης σε Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, και η παγκόσμια κρίση του Κεφαλαίου έχουν επιταχύνει και εμβαθύνει αυτήν τη διαδικασία.
Είναι εντός αυτού του πλαισίου όπου πρόσφατα μια ομάδα επονομαζόμενη Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία (που σχηματίστηκε απ’ όσο είναι γνωστό το 2003, κι εμφανίστηκε σε Ιταλία, Ελλάδα και άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας) έβγαλε μια προκήρυξη με την οποία ανέλαβε την ευθύνη ένοπλων δράσεων ενάντια στις κρατικές αρχές στην Ιταλία. Άλλη δράση υπήρξε η επίθεση ενάντια στα προξενεία της Χιλής και της Ελβετίας το 2010. Αυτή η ενέργεια συγκεκριμένα προκάλεσε αλυσιδωτά ένα σημαντικό διάλογο. Καταρχήν, οι –τότε– κρατούμενοι της ομάδας Επαναστατικός Αγώνας, στην Ελλάδα, έβγαλαν μια δημόσια κριτική λόγω του ότι η ένοπλη ενέργεια είχε αφήσει πίσω της «τραυματίες εργαζομένους». Κατόπιν, ο διανοούμενος Φρανκ Μιντζ έβγαλε μια «κριτική ανάλυση» στηριζόμενος, υποτίθεται, στις κριτικές της ομάδας Επαναστατικός Αγώνας και της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας** απέναντι στη «δράση της Άτυπης Αναρχικής Ομοσπονδίας».
Αυτή η διαμάχη απέκτησε νέο ενδιαφέρον όταν πρόσφατα πραγματοποιήθηκαν κι άλλες ένοπλες ενέργειες. Το κείμενο του Μιντζ χρησιμεύει τόσο ως αντικείμενο ανάλυσης, όσο και καταγγελίας. Κατά βάση είναι μια γενική καταδίκη του ένοπλου αγώνα, της υποτιθέμενης αντίφασής του με τον «αγώνα των μαζών», και η απέλπιδα επιβεβαίωση της «συνθήκης της κοινωνικής ευμάρειας». Δεν θα κάνουμε εδώ μια εκτενή ανάλυση του κειμένου (αφήνουμε κάτι τέτοιο για το μέλλον), αλλά θα ασχοληθούμε με δύο βασικά σημεία της συλλογιστικής του:
1. Δηλώνει ότι οι ένοπλες ενέργειες παρήγαγαν μια διπλή αντίφαση, μια «τεχνική» ή «επιχειρησιακή» εξάρτηση από εταιρείες και προμηθευτές.
2. Ότι η δράση προκάλεσε τραυματισμούς, «θέτοντας έτσι σε κίνδυνο» εργαζομένους στη χιλιανή πρεσβεία, κι από αυτή την άποψη συνιστά ενέργεια καταδικαστέα σε ηθικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Αυτή η τοποθέτηση εξηγεί όλα τα όρια του ελευθεριακού ρεφορμισμού. Θα κάνουμε εδώ μια κριτική των δύο αυτών επιχειρημάτων του Μιντζ. Αρχικά, κάθε δράση στον πραγματικό κόσμο καθορίζεται από υλικές συνθήκες. Η πραγματική καπιταλιστική κοινωνία έχει την κυριαρχία πάνω σε όλες τις τεχνικές, όχι μονάχα στις στρατιωτικές τεχνικές. Αυτό δεν σημαίνει ότι τέτοιες τεχνικές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ενάντια στο σύστημα, ούτε σημαίνει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν «ανεξάρτητο» της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Αν ήταν έτσι, δεν θα ήταν δυνατό να αγοράσει κανείς έναν «υπολογιστή», ούτε και να χρησιμοποιήσει το «Διαδίκτυο» για να προετοιμάσει δράσεις προπαγάνδας, μιας και αυτές θα γεννούσαν εξάρτηση από εταιρείες διεύθυνσης των ηλεκτρονικών ταχυδρομείων και παραγωγής υπολογιστών για παράδειγμα.
Όσον αφορά το επιχείρημα της απονομιμοποίησης των δράσεων επειδή προκάλεσαν τραυματισμούς σε «εργαζομένους», πρέπει να θυμίσουμε ότι όλες οι στρατευμένες ενέργειες, ακόμα και οι μαζικές δράσεις (όπως οι απεργίες), ενέχουν απρόβλεπτες διαστάσεις. Στην πραγματικότητα, πρόκειται πάντοτε για δράσεις που θυσιάζουν σε κάποιο βαθμό τους εργαζομένους. Ακόμα και μια μαζική δράση στο δρόμο μπορεί να προκαλέσει άμεσα φυσικά και ψυχολογικά τραύματα (στους αγωνιζόμενους που τις πραγματώνουν) ή έμμεσα (σε εργαζομένους που συμμετέχουν στην εκδήλωση ή που είναι τελείως άσχετοι με αυτήν) ενώ, ακόμη, μπορεί να υπάρχουν «εργαζόμενοι» φασίστες στην υπηρεσία του κράτους. Και αυτές οι δράσεις μπορούν να προκαλέσουν την καταστολή.
Για να το πούμε αλλιώς, σε τελευταία ανάλυση, δεν υπάρχει διαφορά περιεχομένου ανάμεσα στις δράσεις της Άτυπης Αναρχικής Ομοσπονδίας και οποιασδήποτε δράσης του ταξικού αγώνα, αλλά υπάρχει μία διαφορά μορφής.
Ακολουθώντας το επιχείρημα του Μιντζ έως τις έσχατες συνέπειές του, θα καταλήγαμε σε δύο συμπεράσματα:
1. Ο ένοπλος αγώνας είναι αδύνατος ή ιδεολογικά καταδικαστέος.
2. Οποιαδήποτε μορφή ταξικού αγώνα που προκαλεί καταστολή θα καταγγέλλεται και θα εγκαταλείπεται, και μιας κι όλες οι δράσεις προκαλούν καταστολή αργά ή γρήγορα, ο αναρχισμός θα περιοριστεί μονάχα στην προπαγάνδιση.
Εδώ φτάνουμε στο διά ταύτα του θέματος. Το κείμενο του Μιντζ εξηγεί την τοποθέτηση του ευρωπαϊκού ελευθεριακού ρεφορμισμού. Γι’ αυτό καταδικάζουν εκ των προτέρων την Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία, χρησιμοποιώντας αντιφάσεις και όρια του «εξεγερτισμού» που πρέπει να συζητηθούν. Αυτό όμως που αντιπροσωπεύει το κείμενό του είναι η ενίσχυση της ποινικοποίησης. Με την επίθεση ενάντια στην Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία, αναγνωρίζουν τη νομιμοποίηση της ποινικοποίησής της, και ακόμα την προσδοκούν, αντί να απευθύνουν κάλεσμα στο θεωρητικό διάλογο και να δείξουν ταξική αλληλεγγύη, κάτι που θα απαιτούσε μια κριτική στο ρεβιζιονισμό και στο φοκικό εξεγερτισμό.***
Χρειάζεται να καταπολεμήσουμε την ποινικοποίηση των μορφών αγώνα του προλεταριάτου στη Βραζιλία και στον κόσμο όλο. Όσο η παγκόσμια κρίση βαθαίνει, η ταξική πάλη θα εξελιχτεί, και το προλεταριάτο θα κάνει χρήση μορφών αγώνα κάθε φορά όλο και πιο εξελιγμένων.
Όχι στην ποινικοποίηση, όχι στο μαρξιστικό και ελευθεριακό ρεφορμισμό!
* UNIPA: «Η Λαϊκή Αναρχική Ένωση είναι μια επαναστατική μπακουνινική πολιτική οργάνωση που αγωνίζεται για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Βραζιλία. Σύμφωνα με την επαναστατική στρατηγική της, μονάχα η άμεση δράση των μαζών και ο ταξικός αγώνας είναι ικανά στοιχεία για την πραγμάτωση άμεσων κατακτήσεων, οικονομικών και πολιτικών, για την εργατική τάξη. Η UNIPA θεωρεί ότι μονάχα η επανάσταση, που αποτελεί το ξεδίπλωμα του ταξικού αγώνα, είναι ικανή να καταστήσει βιώσιμη τη σοσιαλιστική κοινωνία. Η UNIPA συστήθηκε το 2003, από τη συνένωση αγωνιστών του φοιτητικού, συνδικαλιστικού και κοινοτικού κινήματος, κάποιοι εκ των οποίων συμμετείχαν στην ομάδα Εργαστήρι Ελευθεριακών Σπουδών (LEL), που δημοσίευε το περιοδικό Causa do Povo/Υπόθεση του Λαού και την εφημερίδα Ruptura/Ρήξη, τα οποία έκτοτε αποτελούν όργανα της UNIPA».
FARJ: «Η Αναρχική Ομοσπονδία του Ρίο ντε Ζανέιρο είναι μια αναρχική πολιτική οργάνωση, που ιδρύθηκε τον Νοέμβρη του 2003 και συμμετέχει στο Φόρουμ Οργανωμένου Αναρχισμού της Βραζιλίας (FAO – Brasil). Έχει τις ρίζες της σε μια αναρχική παράδοση γνωστή ως «εσπεσιφισμός», όνομα που εισήγαγε η Ουρουγουανική Αναρχική Ομοσπονδία. Η FARJ δρα σε διάφορα κοινωνικά μέτωπα και έχει ως στόχο να φέρει κοντά αναρχικούς γύρω από κοινές αρχές και ένα κοινό πολιτικό πρόγραμμα. Αντιλαμβάνεται τον αναρχισμό ως μία ιδεολογία που πρέπει να είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική πρακτική, όπως επίσης να λειτουργεί εντός του λαού (κοινωνικά κινήματα), προωθώντας τους αγώνες με μία επαναστατική προοπτική και έχοντας ως τελική λύση τον ελευθεριακό σοσιαλισμό. Ο αναρχισμός που πρεσβεύει η FARJ είναι ο αναρχισμός της οργανωτικής παράδοσης, που στηρίζεται στην ηθική, στη δέσμευση και στην αγωνιστική αυτοπειθαρχία».
** Στο δικό του κείμενο, ο Μιντζ παραθέτει αποσπάσματα της ανακοίνωσης της Federazione Anarchica Italiana/Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας, ωστόσο δίνει λανθασμένη χρονολογία δημοσίευσης («2010», αντί για 2003 που είναι το ορθό) και παραλείπει τη ρητή αναφορά στις εκρήξεις που είχαν πραγματωθεί στην Μπολόνια, γράφοντας εσφαλμένα μέσα σε αγκύλες: «στις δύο πρεσβείες».
*** Φοκισμός/Foquismo: Θεωρία που ανέπτυξε ο Ρεζί Ντεμπρέ [Régis Debray], εμπνεόμενος από τη δράση του Τσε Γκεβάρα [Che Guevara] και το παράδειγμα της Κούβας, σύμφωνα με την οποία μια μικρή εστία (foco) ένοπλων ανταρτών μπορεί να προεκτείνει την επανάσταση σχετικά γρήγορα και να οδηγήσει στην ανατροπή ενός καθεστώτος, χωρίς να είναι απαραίτητα παρούσες όλες οι συνθήκες ενός γενικού ξεσηκωμού.