Ξημερώματα της Παρασκευής, 18 Ιανουαρίου, συνελήφθη ο σύντροφός μας Ιάγο βγαίνοντας από την επαγγελματική έδρα του (δουλεύει ως φροντιστής). Μετά τη σύλληψη αυτήν, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας μεγάλης επιχείρησης μπάτσων με πολιτικά και καλυμμένα τα πρόσωπα, ο σύντροφος οδηγήθηκε στα γραφεία της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πληροφοριών (Brigada Provincial de Información) στο Μοραταλάθ, όπου τον ανέκριναν επί έξι ώρες με το πρόσωπο στον τοίχο παρ’ ότι είχε εξαρχής αρνηθεί να καταθέσει χωρίς την παρουσία της δικηγόρου του.
Το Σάββατο, 19 Ιανουαρίου, παραπέμφθηκε σε ακροαματική διαδικασία με την κατηγορία «κατοχής εκρηκτικών υλών» επειδή, σύμφωνα με την αστυνομία, συνόδευε τον Άλφον, τον νεαρό που είχε συλληφθεί στη συνοικία του Βαγιέκας κατά τη διάρκεια των πικετοφοριών της γενικής απεργίας της 14ης Νοέμβρη και ο οποίος κατηγορήθηκε στη συνέχεια για υποτιθέμενη κατοχή ενός «εκρηκτικού μηχανισμού». Τα γελοία στοιχεία εις βάρος του καινούργιου κατηγορουμένου στην υπόθεση είναι κάποια μηνύματα στο κινητό του μερικές μέρες πριν τη σύλληψη της 14ης Νοέμβρη (ο Άλφον και ο Ιάγο γνωρίζονταν μεταξύ τους), η κατάθεση ενός ασφαλίτη, ο οποίος ισχυρίστηκε πως αναγνώρισε τον κουκουλοφόρο που έτρεχε να διαφύγει, καθώς και η συμμετοχή του συντρόφου μας, την οποία περήφανα παραδέχτηκε, στις πικετοφορίες του Βαγιέκας μαζί με τις εκατοντάδες ανθρώπων που κινητοποιήθηκαν στην ίδια γειτονιά εκείνο το βράδυ.
Ο Ιάγο αφέθηκε ελεύθερος και περιμένει δίκη εις βάρος του.
Το ίδιο βράδυ του Σαββάτου (19/1) ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, με σκοπό τον εκφοβισμό, εμπόδισαν τη συναυλία αλληλεγγύης που είχε οργανωθεί σε ένα κατειλημμένο αυτοδιαχειριζόμενο κοινωνικό κέντρο της Μαδρίτης προκειμένου να μαζευτούν χρήματα για τους/τις κρατούμενους/ες της τελευταίας αυτής γενικής απεργίας.
Το νέο χτύπημα καταστολής συνοδεύεται από τις στημένες διαρροές που έσπευσε να δημοσιεύσει ο Τύπος, δουλοπρεπής στους εξουσιαστές και πεινασμένος για κιτρινισμό, δείχνοντας με ονοματεπώνυμο και κατηγορώντας ως τρομοκράτη ένα άτομο που, σύμφωνα με τους δικούς τους νόμους, θα έπρεπε να είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Εμείς τους θέλουμε όλους, αθώους ή ενόχους, ελεύθερους στο δρόμο.
Ασφαλώς, ήτανε εντυπωσιακή η γελοιότητά τους όταν –με τη βοήθεια πληροφοριών που άφησε να διαρρεύσουν το αρχηγείο της Σιφουέντες (η οποία ανήκει στο Partido Popular, κι εκτός των άλλων, είναι ορκισμένη εχθρός των αναρχικών)– δημοσιεύτηκε η φωτογραφία αυτού που θεωρούν «εκρηκτικό μηχανισμό» και που δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα τραπέζι όπου φαίνονται μερικά μπουκάλια σπρέι, κάποια μικρά πλαστικά μπουκάλια που υποτίθεται πως περιέχουν βενζίνη, μια κροτίδα και τέσσερις βίδες.
Δεν νομίζουμε πως υπάρχει πραγματικά κάποιος που να του προκαλούν έκπληξη αυτά τα εργαλεία, κι ιδίως στο πλαίσιο μιας γενικής απεργίας, τα οποία εμείς επιπλέον θεωρούμε νομιμοποιημένα ενάντια στη βία της αστυνομίας και στην επιβολή του κράτους. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η νέα επέλαση του κράτους και του Κεφαλαίου (που αποκαλούν «κρίση» και «περικοπές») καθορίζεται από τους πάνω εις βάρος όσων βρίσκονται κάτω. Μόνο κατά την τελευταία απεργία, επέφερε περισσότερους από 70 τραυματίες χάρη στη «δουλειά» των δυνάμεων της τάξης (μια γυναίκα έχασε το ένα της μάτι αφότου χτυπήθηκε από μπάτσους με λαστιχένια μπάλα, και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι παρόμοιο), περισσότερους από 150 κρατουμένους, που παρέμειναν μέχρι και τρία μερόνυχτα στ’ άθλια μπουντρούμια της δημοκρατίας και απειλούνται με ποινή φυλάκισης στο στάδιο των εκδικάσεων, όπως και μια σειρά αμέτρητων ξυλοδαρμών, κακοποιήσεων και ταπεινώσεων απ’ τα χέρια των μπάτσων, των μισθοφόρων αυτών που φαίνεται να ’ναι οι μόνοι που αυτούς τους καιρούς δε θα διακινδυνεύσουν τις θέσεις εργασίας τους ούτε και τον μικροαστικό τρόπο ζωής τους.
Ο μόνος τρομοκράτης σε όλη αυτή την ιστορία είναι το κράτος και τα υποζύγιά του, που θα συνεχίσουν να προσπαθούν να σπείρουν το φόβο απέναντι στη διαμαρτυρία και στην εξέγερση, οι μόνοι που προκαλούν αδιακρίτως πόνο, ταλαιπωρία και τρόμο, με μοναδικό στόχο να γεμίσουν τις τσέπες τους και να επεκτείνουν την καούρα τους για εξουσία.
Πιστεύουμε ότι ο αγώνας σήμερα δεν αποτελεί πλέον επιλογή, αλλά επιβεβλημένη αναγκαιότητα.
Όταν μιλάμε για αγώνα, μιλάμε γι’ αυτόν που έρχεται σε ρήξη με την εξουσία, που διαχωρίζεται από τη λεγόμενη αριστερά (που ’ναι κομμάτι της ίδιας εξουσίας), που παίρνει αξία στις ιδέες και στα μέσα από και για όσες κι όσους τα χρησιμοποιούν, κι επιτίθεται απευθείας στο κράτος επειδή ευθύνεται για την εξαθλίωσή μας. Μιλάμε για μια μάχη μακριά από κάθε φορμαλισμό και δημοκρατική γραφειοκρατία που είναι για τα σκουπίδια, στο περιθώριο της νομιμοφροσύνης και των πολιτικών κόμματων της αριστεράς ή της δεξιάς, μακριά απ’ τους ηγέτες των συνδικάτων και των οργανώσεων που υπηρετούν το κράτος κι ενισχύουν τις δομές εξουσίας τις οποίες λένε πως επικρίνουν αλλά στην ουσία φιλοδοξούν να διοικήσουν.