Τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής, 4ης Αυγούστου 2013, μπήκαμε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του Κάντον και το καταλάβαμε. Δε ζητήσαμε καμιά άδεια, μιας και αυτό που πράξαμε είναι το νόμιμο δικαίωμά μας. Ούτως ή άλλως, δεδομένου ότι η αστυνομία του Κάρντιφ εγκατέλειψε το εν λόγω κτήριο για παραπάνω από ένα χρόνο, έχοντας την ευγενή καλοσύνη να μας αφήσει δώδεκα διαφορετικά ανοιχτά παράθυρα ώστε να επιλέξουμε από πού θα μπουκάρουμε, η αδειοδότηση μας φάνηκε κομματάκι τυπικούρα.
Κάνουμε κατάληψη γιατί πιστεύουμε ότι οι εταιρείες και οι ιδιοκτήτες δεν έχουνε κανένα δικαίωμα να κρατάνε αδειανά ακίνητα για να εξασφαλίζουν την κερδοφορία τους την ίδια ώρα που λιγότερο τυχεράκηδες παραμένουν άστεγοι· γιατί θεωρούμε πως οι άνθρωποι δε θα πρέπει να ξεπουλάνε την ελευθερία τους σε εργοδότες ή να κάνουνε τεμενάδες σε κυβερνητικούς φορείς προκειμένου να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους· κι επειδή πιστεύουμε ότι η αστυνομία δε θα πρέπει να επιτρέπεται να ενεργεί ως έμμισθος μπράβος των πλουσίων και ισχυρών, έχοντας κατ’ επανάληψη παραβλέψει, καταχραστεί και παραβιάσει ασύδοτα το νόμο ώστε να προασπίσει τα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων.
Προχωράμε σε κατάληψη εδώ πέρα για να φανερώσουμε τον αποτροπιασμό μας για τον τρόπο με τον οποίον η αστυνομία κάνει χρήση της εξουσίας της προκειμένου να καταπιέζει άλλους για ιδιοτελείς της σκοπούς. Από τότε που η δολοφονία της Λυνέτ Ουάιτ [Lynette White] έριξε κάποιο φως στη διαφθορά της αστυνομίας του Κάρντιφ, ο κόσμος στην πόλη έχει διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι οι μπάτσοι δεν ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον αλλά μόνο για την πάρτη τους: ενώ αθώοι άνθρωποι έχασαν χρόνια απ’ τη ζωή τους μες στη φυλακή, οι τρεις μπάτσοι που τους παγίδευσαν στην υπόθεση της ανθρωποκτονίας –για να προστατέψουν τον πραγματικό δολοφόνο– αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι, λαμβάνοντας αμνηστία από την Ανεξάρτητη Αστυνομική Επιτροπή Καταγγελιών (IPCC), σε μια κίνηση που κατέστησε σαφές ποιους ακριβώς φροντίζει η αστυνομία. Εμείς κάνουμε κατάληψη εδώ πέρα για να δείξουμε στην αστυνομία του Κάρντιφ πως δεν είμαστε όλοι μας φοβισμένοι.
Το να έχει κανείς ένα σπίτι είναι βασικό δικαίωμα, δεν είναι εμπόρευμα για να τίθεται προς εκμετάλλευση απ’ τους ιδιοκτήτες ως πηγή πλουτισμού και από το ίδιο το κράτος για να μας κρατάει φρόνιμους. Καταλαμβάνοντας το κτήριο αυτό, πράττουμε ως άτομα σε μία κοινότητα που έχουμε φτιάξει για τους εαυτούς μας, δείχνοντας την απαξίωσή μας απέναντι στην κουλτούρα του φόβου που συντηρεί η αστυνομία, καθώς και τη βούλησή μας ν’ αντισταθούμε στην καταπίεση και να στηρίξουμε τον εαυτό μας κι ο ένας τον άλλον.