Κείμενο σχετικά με το κύμα καταστολής μετά την καταστροφή διαφημιστικών πινακίδων της εταιρείας JCDecaux στην πόλη Μπεζανσόν.
Στις 18 Νοέμβρη 2013 δυο άτομα κατηγορήθηκαν για καταστροφές σε διαφημιστικές πινακίδες που πραγματώθηκαν στην Μπεζανσόν μεταξύ των ετών 2011 και 2013.
Ύστερα από 24ωρη κράτηση και έρευνα στα σπίτια τους, τέθηκαν υπό διερεύνηση και δικαστική εποπτεία (τους επιβλήθηκε απαγόρευση εξόδου απ’ την εθνική επικράτεια και μεταξύ τους επικοινωνίας, και υποχρέωση να δίνουν το παρών μία φορά το μήνα στο κεντρικό αστυνομικό τμήμα της Μπεζανσόν).
Και οι δυο αυτές κατηγορίες ακολούθησαν τη σύλληψη ενός ατόμου για καταστροφή δύο διαφημιστικών πινακίδων το βράδυ της 21ης Ιούνη 2013. Οι μπάτσοι ήταν σε θέση να επικαλεστούν την κλήση ενός πολίτη, ο οποίος κάλεσε τον αριθμό έκτακτης ανάγκης 17 απ’ την κορυφή του κτηρίου του. Κατά τη διάρκεια της 48ωρης κράτησής του, και πέραν του γεγονότος ότι ο ίδιος κάρφωσε τον εαυτό του με την ομολογία 50 περιστατικών καταστροφής, κατέληξε να ξεράσει δυο ονόματα στους μπάτσους. Ο ρουφιάνος Nouma Friaisse διευκόλυνε το έργο της αστυνομίας. Αυτό λέγεται ως προειδοποίηση σε όσους κι όσες μπορεί να τον συναντήσουν αργά ή γρήγορα, μιας και ο ίδιος έχει κάνει αρκετά ταξίδια στην κοινότητα ZAD της Νοτρ-Νταμ-ντε-Λαντ, ιδίως κατά τη διάρκεια των εφόδων της αστυνομίας τον Απρίλη του 2012. Απ’ ό,τι φάνηκε, η συνεργασία του με τους μπάτσους δεν του επέτρεψε να αποφύγει τη δικαστική μηχανή, αφού κι ο ίδιος τέθηκε υπό δικαστική εξέταση σαν τους άλλους δυο.
Από τους τρεις κατηγορουμένους, μονάχα ο B. παρέμεινε σιωπηλός ενώπιον της αστυνομίας. Η έρευνα, την οποία εισηγήθηκε η ανακρίτρια Meyer, είναι σε εξέλιξη, και προς το παρόν δεν έχει αποσταλεί φάκελος της υπόθεσης σε συνήγορό του. Το να μην ομολογεί κανείς τίποτε και να κρατάει το στόμα του κλειστό μπροστά στον εχθρό παραμένει το καλύτερο όπλο όλων εκείνων που ενδέχεται να πιαστούν στα νύχια του.
Τα τελευταία χρόνια, τα τοπικά και στη συνέχεια τα εθνικής εμβέλειας μέσα ενημέρωσης, ως καλά μαντρόσκυλα του κράτους και του καπιταλισμού, αναμετέδωσαν αυτά τα διάσπαρτα σαμποτάζ περιθωριοποιώντας τα περιστατικά, ψυχιατρικοποιώντας τους «σπάστες» (που, σύμφωνα με τη φυλλάδα L’Est Républicain, πρέπει να ’ναι «αρρωστημένοι μεγαλομανείς που τα έχουν βάλει προσωπικά με τον Jean-Claude Decaux», τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης) και μινιμάροντας την έκταση των ζημιών – οι οποίες από το 2008 ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ (και συνεχίζουν να σημειώνουν άνοδο αφότου αποδόθηκαν οι τρεις αυτές κατηγορίες, ιδίως τη νύχτα της κράτησης μεταξύ 18ης και 19ης Νοέμβρη 2013): η εταιρεία δεν έχει ποτέ βγάλει κάποια ανακοίνωση για το θέμα, αν και εσωτερικά έχει επιχειρήσει να αντιμετωπίσει αυτές τις επιθέσεις αλλάζοντας την υποδομή των πινακίδων (περνώντας απ’ το γυαλί στο πλεξιγκλάς), εκμεταλλευόμενη τους υπαλλήλους της στη μέση της νύχτας, καθώς επίσης ασκώντας πίεση στις δυνάμεις της τάξης, όπως καταδείχθηκε απ’ το ψάρεμα πληροφοριών της αστυνομίας σε ανακρίσεις συλληφθέντων για κατοχή ναρκωτικών ή απ’ τις βραδινές περιπολίες της BAC (αντι-εγκληματικής ταξιαρχίας) κοντά σε διαφημιστικές πινακίδες σε μεγάλες διασταυρώσεις της πόλης…
Φυσικά, οι κατασταλτικές δυνάμεις δεν έμειναν αδρανείς αναφορικά με αυτές τις πολλαπλές επιθέσεις στη διάρκεια των τελευταίων ετών στην Μπεζανσόν. Στις 11 Οκτώβρη 2011 έγιναν επιδρομές σε σπίτια αναρχικών συντρόφων: δεν επακολούθησε κάποια δικαστική ενέργεια, ωστόσο φανερώθηκε η θέλησή τους να εντείνουν την επιτήρηση και παρενόχληση εις βάρος όσων μάχονται τον κόσμο του χρήματος και της εξουσίας.
Η διαφήμιση είναι ένα απ’ τα πολλά εργαλεία της κυριαρχίας για να συντηρεί την καταπίεση του μπαγιόκου στις ζωές μας και να κρατάει δέσμιο τον πληθυσμό μέσω της μαζικής κατανάλωσης παράλληλα με τη δουλειά. Είναι η βιτρίνα του Κεφαλαίου στον αστικό χώρο και στις μεταφορές.
Οι επιθέσεις εναντίον της διαφήμισης είναι ανώνυμες και διάχυτες ανάλογα με τις δυνατότητες της στιγμής: κατά τη διάρκεια ταραχών σε διαδηλώσεις όπως αυτή της 22ας Φλεβάρη 2014 στη Νάντη κατά του αεροδρομίου της Vinci, στο Παρίσι μετά τη δολοφονία του Κλεμάν Μερίκ από ναζήδες, στην Τουρκία εν μέσω της εξέγερσης της πλατείας Ταξίμ στην Ιστάνμπουλ το καλοκαίρι του 2013, και παντού στον κόσμο, όποτε ξεσπούν ταραχές στο αστικό πεδίο εναντίον της εξουσίας και των υποτακτικών της. Συχνά πυκνά, τα όργανα επικοινωνίας της εξουσίας αναμεταδίδουν αυτά τα νυχτερινά χτυπήματα όταν αρχίζουν να προκαλούν μεγάλη ζημία στην εταιρεία, όπως για παράδειγμα συνέβη προ καιρού στις πόλεις Λα Ροσέλ, Νιόρ, Ανζέρ, ή στη Λιέγη του Βελγίου… Αυτά τα πλήγματα στα πορτοφόλια των πλουσίων μπορούν να γίνουν με διάφορους τρόπους: με την καταστροφή των υαλοπινάκων και των εσωτερικών μηχανισμών τους (των συστημάτων φωτισμού και περιστροφής) ή με τη φωτιά, άμα πρόκειται για προσόψεις με πλεξιγκλάς. Θα θυμάται κανείς την επίθεση με μολότοφ και μπιτόνι βενζίνης κατά της εταιρείας Decaux στα τέλη Μάρτη του 2005.
Καθένας και καθεμιά γνωρίζει ότι η εν λόγω εταιρεία έχει επεκταθεί μέσω της διαφήμισης, σε συνεργασία με τα κατά τόπους δημοτικά συμβούλια και το κράτος, που της παραχωρούν χώρους και της χορηγούν επιδοτήσεις για να σπείρει τις μικρές ή μεγάλες διαφημιστικές της πινακίδες παντού στη Γαλλία (και κατόπιν, ως αντάλλαγμα, να αναλάβει την παροχή στάσεων λεωφορείων με στέγαστρο). Δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 56 χώρες ανά τον κόσμο, στο Βέλγιο από το 1967, στην Πορτογαλία από το 1972, στη Γερμανία από το 1978, στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1982, στη Σουηδία από το 1989, στην Ισπανία από το 1990, στη Ρωσία από το 1995, στην Αυστραλία από το 1997, στη Βραζιλία από το 1998, στην Ιταλία από το 1999 και προσφάτως στο Ισραήλ, στη Χιλή, στην Κίνα… (Όλες οι επαφές με τη JCDecaux ανά χώρα όπου δραστηριοποιείται μπορούν να βρεθούν στην επίσημη ιστοσελίδα της, στην κατηγορία: Le groupe JCDecaux > Implantations.)
Παρ’ όλα αυτά, η σαπίλα της Decaux δεν περιορίζεται στη διαφήμιση, αλλά δραστηριοποιείται σε όλο το φάσμα αστικού εξοπλισμού. Έτσι, η εταιρεία επικοινωνίας λάνσαρε το «αυτοεξυπηρετούμενο» σύστημα ενοικίασης ποδηλάτων με τη σύσταση της θυγατρικής Cyclocity, που εδρεύει στη Γαλλία: η πρώτη πόλη που εξόπλισε ήταν αυτή της Λυόν το 2005 (με την επωνυμία Vélo’v), το Παρίσι τον Ιούλη του 2007 (Vélib’), ύστερα η Τουλούζη (Vélô Toulouse), η Νάντη (Bicloo), η Αμιένη (Vélam), η Ρουέν (Cy’clic), η Μπεζανσόν και η Μυλούζ (Vélocité), η Νανσύ (Vélostan’lib), το Σερζύ-Ποντουάζ (Vélo2), το Κρετέιγ (Cristolib), η Μασσαλία (Le Vélo). Αυτά τα μέσα μεταφοράς, που περνιούνται για οικο-μοδάτα, επιτρέπουν στους γιάπηδες να πηγαίνουν στις δουλειές τους ενώ αστυνομεύονται κατά τη μετακίνησή τους. Αυτά τα παιχνιδάκια του πράσινου καπιταλισμού ταιριάζουν γάντι στις διαδικασίες εξευγενισμού που διενεργούν το κράτος και οι δημαρχίες – οι τοποθεσίες των τερματικών της Cyclocity δεν επιλέχθηκαν τυχαία: εύπορες συνοικίες, εμπορικές ζώνες, περιοχές που θεωρούνται «κουλτουριάρικες για τρέντι γιάπηδες» ή γειτονιές σε τροχιά εξευγενισμού…
Για όσους κι όσες δεν το γνωρίζουν ήδη, η επιχείρηση Decaux –μέσω της θυγατρικής της Cyclocity, η έδρα της οποίας βρίσκεται στο Βιλλερμπάν (29, allée du Mens, Villeurbanne 69100)– κερδοσκοπεί επίσης στις πλάτες κρατουμένων, τους οποίους εκμεταλλεύεται αμισθί στα εργαστήρια επισκευών της. Η υποδουλώτρια Decaux επωφελείται απ’ τη συνέργεια του κράτους για να τσιμπά εργατικό δυναμικό κατευθείαν από τα δικαστήρια, κυρίως όσους κι όσες καταδικάζονται για κλοπή ή/και πρόκληση φθορών. Πάντως τούτη η πληροφορία, που κυκλοφόρησε στον κυρίαρχο Τύπο, δεν έμεινε αναπάντητη: εκατοντάδες ποδήλατα Vélib σαμποταρίστηκαν στο Παρίσι τον Απρίλη και τον Μάη του 2014.
Αυτές οι επιθέσεις είναι απλές, εύκολα αναπαράξιμες, και μπορούν να πραγματωθούν παντού γιατί η Cyclocity διαχειρίζεται σταθμούς μίσθωσης ποδηλάτων σε όλο τον κόσμο: στο Βέλγιο (Βρυξέλλες και Ναμύρ), στην Ισπανία (Κόρδοβα, Βαλένθια, Σεβίλλη, Σανταντέρ, Χιχόν), στην Αυστρία (Βιέννη), στο Λουξεμβούργο, στην Αυστραλία (Μπρίσμπεϊν) κ.α.
Ούτε κατά διάνοια δεν είναι στο απυρόβλητο η Decaux, και οι στόχοι αφθονούν.
Ας χτυπήσουμε τη Decaux, όσο και τις δημαρχίες που την πλουτίζουν, κάθε ώρα και στιγμή, σε οποιαδήποτε μεριά!
Για μας η απραγία δε βγάζει πουθενά· μπροστά στην καταστολή, η επίθεση παραμένει η καλύτερη αλληλεγγύη!