Λάβαμε στις 20 Φλεβάρη 2016:
Για την οργάνωση ενός αναρχικού επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα
Το ζήτημα της οργάνωσης ενός αναρχικού επαναστατικού κινήματος είναι κάτι που απασχολεί κομμάτια του αναρχικού αντιεξουσιαστικού χώρου τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αν και εκτιμώ ότι άργησε να καταλάβει ο χώρος τη σημασία ενός τέτοιου εγχειρήματος καθώς είχε περάσει η περίοδος των μεγάλων κινητοποιήσεων ενάντια στο πρώτο μνημόνιο την διετία 2010-12 και χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία να αλλάξει η ροή της ιστορίας όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη όταν έγιναν οι μεγάλες κινητοποιήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων σε αυτό το διάστημα, όπου χιλιάδες λαού επιχείρησαν να εισβάλουν στο αστικό κοινοβούλιο και έγιναν εκτεταμένες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής του καθεστώτος.
Οι αναρχικοί περιορίστηκαν στον συνήθη ρόλο του «ταραχοποιού» στις συγκρούσεις με τα ΜΑΤ μαζί με χιλιάδες απλούς πολίτες που συμμετείχαν και αυτοί στις συγκρούσεις, όμως αυτό από μόνο του δεν έφτανε για να αλλάξει η ροή της ιστορίας. Έλειπε η πολιτική κατεύθυνση, έλειπαν οι πολιτικές θέσεις και προτάσεις των αναρχικών προς τα αγωνιζόμενα κοινωνικά κομμάτια, έλειπε η δική μας απάντηση απέναντι στα προγράμματα διάσωσης αλλά και γενικότερα απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα το οποίο γεννά τις κρίσεις και εφαρμόζει αυτές τις πολιτικές που στην Ελλάδα επέβαλαν οι υπερεθνικοί οργανισμοί του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της ΕΕ.
Ακόμα και σήμερα όπου έχει αναλάβει η κυβέρνηση Σύριζα, που ψήφισε το τρίτο μνημόνιο και συνεχίζει την πολιτική των προκατόχων της, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει. Αν και έχει ανοίξει ένας νέος κύκλος αγωνιστικών κινητοποιήσεων από κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από τα μέτρα της κυβέρνησης Σύριζα όπως αυτή τη περίοδο με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια προοπτική ανατροπής των μνημονιακών μέτρων ενώ οι αναρχικοί ως ένα μεγάλο βαθμό παραμένουν θεατές των γεγονότων χωρίς καμία κοινωνική απεύθυνση.
Δεν φτάνουν μόνο οι δυναμικές συγκρούσεις ολιγάριθμων συντρόφων όπως αυτές της 15ης Ιουλίου 2015 λίγο πριν ψηφιστεί το τρίτο μνημόνιο και αυτές στις 4 Φεβρουαρίου 2016 για να εκτραπεί μια απεργία ή μια διαδήλωση σε μια εξεγερτική κατάσταση που θα φέρει πιο κοντά την κατάλυση της εξουσίας. Κατά τη γνώμη μου το πιο βασικό πρόβλημά μας είναι η έλλειψη διατύπωσης των δικών μας θέσεων και προτάσεων για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους και η δράση που θα υποστηρίξει αυτές τις πολιτικές θέσεις και προτάσεις. Δεν είναι αρκετό το να κάνουμε επεισόδια με τα ΜΑΤ κάθε φορά που τα καθεστωτικά συνδικάτα εξαγγέλλουν εκτονωτικές απεργίες για τα μνημονιακά μέτρα που περνάει η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Η υπόλοιπη κοινωνία δεν μας καταλαβαίνει όταν περιοριζόμαστε αποκλειστικά και μόνο σε έναν τέτοιο ρόλο. Όταν λέω για τις δικές μας θέσεις και προτάσεις δεν εννοώ συνθηματολογικές αναφορές για την Αναρχία, για τον αγώνα εναντίον του κεφαλαίου και του κράτους, για την επανάσταση, για την αυτοδιαχείριση κ.λπ. Εννοώ ένα πολιτικό επαναστατικό πρόγραμμα που αφορά τον αγώνα εναντίον του καθεστώτος σήμερα και την επαναστατική αναδιοργάνωση της κοινωνίας αύριο, στόχους για τους οποίους αξίζει να πολεμήσουμε.
Μετά το 2012 η κατάσταση δεν είναι ίδια. Οι αντιδράσεις ενάντια στο δεύτερο και τρίτο μνημόνιο είναι πολύ μικρότερες σε σχέση με την περίοδο του πρώτου μνημονίου. Ο κόσμος δεν κατεβαίνει πια τόσο μαζικά στο δρόμο γιατί έχει απογοητευτεί και γιατί πιθανόν δεν πιστεύει ότι θα υπάρξει αποτέλεσμα. Ακόμα και ο αναρχικός αντιεξουσιαστικός χώρος έχει επηρεαστεί πάρα πολύ από την γενικότερη καθίζηση των κοινωνικών αντιστάσεων –πέρα από την κρίση που βιώνει στο εσωτερικό του, που είναι ως ένα μεγάλο βαθμό συνέπεια της πολιτικής αναποτελεσματικότητάς του αυτή την περίοδο– και οι κινήσεις του είναι αρκετά απομαζικοποιημένες και αυτό φάνηκε στην τελευταία απεργία της 4ης Φεβρουαρίου.
Από το 2010 μέχρι σήμερα αποδείχτηκε ότι τα μέσα αγώνα που χρησιμοποιήθηκαν όπως οι 24ωρες απεργίες των συνδικάτων παρά τις όποιες συγκρούσεις έγιναν την περίοδο 2010-2012, δεν κατέστησαν εφικτό την ανάκληση των μέτρων των ελληνικών κυβερνήσεων. Είναι ορατός ο φόβος του καθεστώτος μην τυχόν εκτραπεί η οργή του λαού σε μια βίαιη αντίδραση που θα κλονίσει τα ίδια τα θεμέλια της εξουσίας, γι’ αυτό και καταδικάζονται τα επεισόδια που γίνονται στις διαδηλώσεις και γίνεται έκκληση για ειρηνικές διαμαρτυρίες. Ακριβώς αυτή η αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών αντιδράσεων που ελέγχονται από τα καθεστωτικά συνδικάτα και κόμματα αποδεικνύουν την επιτακτικότητα της επαναστατικής δράσης, της επαναστατικής βίας και του ένοπλου αγώνα, αποδεικνύουν την επιτακτικότητα της δημιουργίας ενός επαναστατικού κινήματος.
Πιστεύω και το έχω διατυπώσει και άλλη φορά σε παλαιότερη εκδήλωση τον Νοέμβριο του 2014 στο Πολυτεχνείο με θέμα «Ένοπλος Αγώνας, Επαναστατικό Κίνημα και Κοινωνική Επανάσταση», ερωτώμενος από συντρόφους πάνω στο ζήτημα της Ομοσπονδίας, ότι πριν περάσουμε στο ζήτημα του οργανωτικού μοντέλου δηλαδή της ομοσπονδιακής οργάνωσης των αναρχικών, πρέπει να καταλήξουμε πρώτα στις πολιτικές θέσεις για τα προβλήματα της εποχής και στις προτάσεις για μια άλλου είδους κοινωνική οργάνωση, την Αναρχία, τον Ελευθεριακό ή Αντιεξουσιαστικό Κομμουνισμό και στο πώς και με ποιους τρόπους και μέσα αγώνα θα κάνουμε την επανάσταση.
Επίσης μια απόπειρα οργανωτικής συγκρότησης δεν πρέπει να έχει κατά την γνώμη μου εξαρχής χαρακτήρα αποκλεισμού όπως το ότι αποκλείονται τα άτομα που δεν ανήκουν σε συλλογικότητες.
Το ζητούμενο κατά την γνώμη μου δεν είναι απλώς και μόνο ο χαλαρός ή όχι συντονισμός κάποιων ήδη υπαρχόντων συλλογικοτήτων ή πυρήνων δράσης που βαφτίζεται ομοσπονδία ή άτυπη ομοσπονδία κατά άλλους. Άλλωστε και στο παρελθόν υπήρξαν εγχειρήματα όπως Συνελεύσεις Αναρχικών, όπως αυτή της Αθήνας του 1998-99 όπου συμμετείχαν για ένα βραχύβιο διάστημα και συλλογικότητες και άτομα που αποσυντέθηκε στα εξ όσων συνετέθη.
Το ζητούμενο είναι η όσο γίνεται μεγαλύτερη πολιτική ομογενοποίηση σε θέματα αρχών και δράσης και η μεγαλύτερη ενοποίηση δυνάμεων για δράση. Το ζητούμενο είναι η μέγιστη δυνατή ενότητα των επαναστατών και όχι ο συντονισμός κάποιων ομάδων ή κάποιων πυρήνων.
Οι τεράστιες κοινωνικές και λαϊκές μάζες που κατέβηκαν στους δρόμους την διετία 2010-2012 στις κινητοποιήσεις εναντίον του μνημονίου, ζητούσαν απαντήσεις σε συγκεκριμένα θέματα και ζητήματα που αφορούν το χρέος και τα προγράμματα διάσωσης, την παραμονή ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στην ευρωζώνη. Αυτά τα επίκαιρα ζητήματα δεν είναι άσχετα με τον στόχο της κοινωνικής απελευθέρωσης και επανάστασης. Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι διαφορετικές απαντήσεις από αυτές που πρόσφεραν τα πολιτικά κόμματα; Όλες οι προτάσεις αποδείχθηκαν πανομοιότυπες και εντός του καπιταλιστικού συστήματος με αποδοχή των όρων της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ και των δανειστών, ενώ οι προτάσεις του Σύριζα αποδείχθηκαν ανεφάρμοστες και μη ρεαλιστικές και κατέληξαν να ψηφίσουν το τρίτο μνημόνιο.
Ποια θέση πήραν οι αναρχικοί για το χρέος που είναι η αφορμή για την υπαγωγή της χώρας στα μνημόνια των υπερεθνικών οργανισμών και την πολιτική της κοινωνικής γενοκτονίας που εφαρμόζεται όλα αυτά τα χρόνια;
Τι θέση πήραν οι αναρχικοί για το δίλημμα της παραμονής ή όχι στην ευρωζώνη και στην ΕΕ που απασχολεί την κοινωνία;
Πώς πιστεύουν οι αναρχικοί ότι θα ανατραπεί η εξουσία, το Κεφάλαιο και το Κράτος;
Το να μιλάμε απλώς συνθηματολογικά για αυτοδιαχείριση, για αυτοοργάνωση, για επανάσταση, για Αναρχία χωρίς να προωθούμε την ένοπλη αναμέτρηση με την εξουσία και το κράτος, αυτό είναι απλώς μια χίμαιρα και καταντά μια μεταφυσική φαντασίωση. Όταν δεν στοχεύουμε μεταξύ άλλων μέσων πάλης στον ένοπλο αγώνα παραπέμπουμε την επανάσταση στις ελληνικές καλένδες, δηλαδή να μην γίνει ποτέ, όπως οι χριστιανοί περιμένουν τη «βασιλεία των ουρανών» στην «μετά θάνατον ζωή» ή όπως οι μαρξιστές περιμένουν την αυτοδιάλυση του «εργατικού κράτους», δηλαδή ποτέ, όπως οι επικλητές της αυτοδιαχείρισης περιμένουν ότι ο πολλαπλασιασμός των καταλήψεων και των αυτοδιαχειριζόμενων δομών και άλλων «νησίδων ελευθερίας» θα εξαφανίσει το κράτος και την οικονομία της αγοράς.
Ακριβώς γιατί δεν πιστεύω ότι απλώς ένας συντονισμός κάποιων συλλογικοτήτων ή πυρήνων δράσης θα προωθήσει ένα σοβαρό επαναστατικό σχέδιο προς την κατεύθυνση της ανατροπής, γι’ αυτό δεν νομίζω ότι αυτό που έχει οριστεί ως αφορμαλισμός μπορεί να προωθήσει τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Είναι ένα μοντέλο που έχει δοκιμαστεί τα τελευταία χρόνια στην Ιταλία π.χ. και αλλού και δεν πιστεύω ότι έχει πάει τα πράγματα μπροστά για τους αναρχικούς.
Ο αφορμαλισμός είναι πρόταση οργανωτικού μοντέλου που προτάθηκε από την εξεγερσιακή τάση του αναρχισμού στην δεκαετία του 1980 στην Ιταλία.
Η τάση αυτή όπως και ο αναρχοατομικισμός γενικότερα αναπτύχθηκε ως ένα μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της ήττας των επαναστατικών κινημάτων της εποχής εκείνης και της παρακμής του δυτικοευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης των δεκαετιών του ’70 και ’80 καθώς και της επέλασης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου στην Ευρώπη τη δεκαετία του’80 και την αποσύνθεση της ταξικής πάλης εκείνης της περιόδου. Από τότε η τάση του αναρχοατομικισμού που παρέβλεπε την καθοριστική σημασία της πάλης των τάξεων στην κοινωνική εξέλιξη και στον σύγχρονο καπιταλισμό άρχισε να αναπτύσσεται στο χώρο των νεοαναρχικών στην Ιταλία κυρίως. Αυτή η εξέλιξη συμπίπτει παράλληλα με την κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου που προώθησε την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, της κοινωνικής αλληλεγγύης και την επικράτηση μιας ατομικιστικής αντικοινωνικής κουλτούρας. Όπως φέρεται να είπε και η βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ, «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν τα άτομα και οι οικογένειές τους».
Η εξεγερσιακή τάση δομήθηκε ως ρεύμα πάνω στη γενικότερη τάση της εποχής εκείνης που απαρνήθηκε την έννοια της επανάστασης αφού η έννοια της επανάστασης η οποία προϋποθέτει την σύγκρουση με την κεντρική εξουσία ή με την «καρδιά του κράτους» μυρίζει μπολσεβικισμό και Ερυθρές Ταξιαρχίες. Αυτή η θεώρηση κατά την γνώμη μου είναι λάθος και αυθαίρετη.
Η εξεγερσιακή τάση δομήθηκε όχι τόσο ως αυτόφωτη τάση αλλά ως ετεροκαθορισμός και σε αντίθεση με το οργανωτικό μοντέλο των Ερυθρών Ταξιαρχιών της δεκαετίας του ’70, που υποτίθεται ότι παρέπεμπε στο τριτοδιεθνιστικό μοντέλο του επαναστατικού συγκεντρωτικού κομμουνιστικού κόμματος.
Παράλληλα με αυτή την τάση, εμφανίζονται την δεκαετία του ’70 οι λεγόμενες μεταναρχικές και μεταδομιστικές ιδέες όπου σύμφωνα με αυτές δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία το Κράτος και η κεντρική εξουσία αλλά το γεγονός ότι η εξουσία έχει διαχυθεί σε όλο το φάσμα της κοινωνίας, από την εκπαίδευση, τον ελεύθερο χρόνο, την κουλτούρα, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία για τα σύγχρονα αντιεξουσιαστικά κινήματα μια επανάσταση με καθολικούς όρους, η επίθεση στην κεντρική εξουσία και στο Κράτος και η ανατροπή του, αλλά οι αγώνες με εξεγερτικό ή τοπικό χαρακτήρα, η αυτοοργάνωση σε τοπικό επίπεδο ή οι αγώνες που στοχεύουν μορφές εξουσίας που παρατηρούνται στην καθημερινή ζωή όπως ο σεξισμός ή η πατριαρχία, αγώνες για το περιβάλλον, την οικολογία ή ενάντια στην πυρηνική ενέργεια, αγώνες ενάντια στον μιλιταρισμό και στους εξοπλισμούς, για την απελευθέρωση των ζώων, κ.λπ.
Όλα αυτά είναι αντιλήψεις που εμφανίστηκαν μετά την εξέγερση του Μάη του 1968.
Κατά την γνώμη μου είναι μεγάλο λάθος να αποσυνδέονται όλοι αυτοί οι σημαντικοί αγώνες που προανέφερα με τον στόχο της ανατροπής και καταστροφής της κεντρικής εξουσίας, δηλαδή του Κράτους.
Η αποσύνδεση των αγώνων αυτών από το στόχο της ανατροπής του κράτους και της κεντρικής εξουσίας αποτέλεσε τα θεμέλια του εναλλακτισμού, την αντίληψη της οργάνωσης εναλλακτικών δομών αντιεξουσίας, καταλήψεις στέγης, κοινωνικά κέντρα, αυτοοργανωμένες δομές, που συνυπάρχουν με την επίσημη εξουσία, δεν την απειλούν ούτε έχουν στόχο να την καταστρέψουν, ούτε είναι ικανές να ανατρέψουν το κράτος και την οικονομία της αγοράς.
Ο υπαρξισμός, το ατομικό βίωμα, η καταστασιακή άποψη της «επανάστασης στην καθημερινή ζωή» είναι στοιχεία που υιοθέτησαν τα αντιεξουσιαστικά κινήματα και η τάση των εξεγερσιακών αναρχικών.
Η μόνη διαφορά της εξεγερσιακής τάσης είναι ότι υιοθετεί ιλλεγκαλιστικές μορφές δράσης αλλά αυτό δεν αλλάζει το πολιτικό υπόβαθρό του από τα υπόλοιπα εναλλακτικά αντιεξουσιαστικά κινήματα.
Ο εξεγερσιακός αναρχισμός, το λέει και το όνομά του, δεν προωθεί την επανάσταση, ούτε καν την ανατροπή του κράτους, αλλά προωθεί την διαρκή εξέγερση του ατόμου ενάντια στην κοινωνία.
Με βάση αυτή την αντίληψη η οποία παρεκκλίνει από τον κλασικό αντικρατισμό του παραδοσιακού επαναστατικού αναρχισμού, ο αφορμαλισμός είναι ένα οργανωτικό μοντέλο που αφορά μια χαλαρή σύνδεση σε επίπεδο επικοινωνίας και συντονισμού μεταξύ διαφόρων μάχιμων αυτόνομων και ανεξάρτητων πυρήνων δράσης, πυρήνες οι οποίοι μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικές αντιλήψεις και προτεραιότητες. Να επισημάνω όμως ότι ούτως ή άλλως στον ελληνικό αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο εδώ και χρόνια ίσχυε μια τέτοια χαλαρή σχέση μεταξύ συλλογικοτήτων ή ατόμων με τη μόνη διαφορά ότι αυτό γινόταν κυρίως σε ευκαιριακό και συγκυριακό επίπεδο με αφορμή διάφορα γεγονότα όπως συλλήψεις συντρόφων, ή τοπικούς και κοινωνικούς αγώνες. Το να προτείνεται να υπάρχει ένα τέτοιο μοντέλο σε ένα μόνιμο και σταθερό επίπεδο δεν θα προωθήσει κατά την γνώμη μου τα πράγματα πιο μπροστά ούτε πρόκειται να ευδοκιμήσει γιατί ο βαθμός πολιτικής συμφωνίας ανάμεσα στις διάφορες συλλογικότητες είναι ανύπαρκτος έως πολύ μικρός. Αυτός ήταν ο λόγος που οργανωτικά σχήματα του παρελθόντος, όπως η Συνέλευση Αναρχικών Αθήνας το 1998-99, η οποία είχε δημιουργηθεί με αφορμή την σύλληψή μου το 1998 για την βόμβα στο υπουργείο Βιομηχανίας και Ανάπτυξης και εξελίχτηκε σε μια κινηματική δομή που αφορούσε την γενικότερη δράση των αναρχικών σε όλα τα επίπεδα, δεν μακροημέρευσε γιατί δεν υπήρχε ο βαθμός εκείνος των πολιτικών συμφωνιών ανάμεσα στις τότε αναρχικές συλλογικότητες και τα άτομα που θα επέτρεπε να υπάρχει μια πιο σταθερή και μόνιμη αναρχική κινηματική δομή.
Να σημειώσω ότι εκείνη την Συνέλευση Αναρχικών, οι ιταλοί εξεγερσιακοί που είχαν έρθει το καλοκαίρι του 1999 στην δίκη μου για την βόμβα στο υπουργείο Βιομηχανίας και Ανάπτυξης την έβρισκαν «φορμαλιστική». Ειδικά σήμερα όπου έχουν παγιωθεί οι διαχωρισμοί και το χάσμα μεταξύ των διαφόρων τάσεων του χώρου, μεταξύ των παλαιότερων γενεών και των νεότερων που δεν γνωρίζουν από πολιτικές διαδικασίες, διαχωρισμοί που πολλές φορές είναι τεχνητοί, όπως μεταξύ συλλογικοτήτων και ατόμων, «πολιτικοποιημένων» και «μπάχαλων», «κοινωνιστών» και «αντικοινωνιστών», το εγχείρημα του αφορμαλισμού δεν πρόκειται να καλυτερέψει την κατάσταση, ούτε να γεφυρώσει τα χάσματα, ούτε να υπάρξει περισσότερη πολιτικοποίηση και συνειδητοποίηση των νέων γενεών ούτε αναβάθμιση της δράσης.
Αυτό που χρειάζεται είναι να δούμε πρώτα απ’ όλα τι ακριβώς θέλουμε και αυτό σε μια εποχή που οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους και επικρατεί σύγχυση, θα πρέπει να είμαστε πολύ συγκεκριμένοι.
Αν θέλουμε να κάνουμε κοινωνική επανάσταση, να ανατρέψουμε το Κεφάλαιο και το Κράτος και να φτιάξουμε την ακρατική αταξική κοινωνία, τότε πρέπει να υπάρξει η μέγιστη δυνατή πολιτική συμφωνία πάνω σε ένα πολιτικό πρόγραμμα βάσει του οποίου θα καθοριστεί η δράση, οι τρόποι και τα μέσα αγώνα με τα οποία θα προωθήσουμε την ανατροπή και την επανάσταση.
Αν θέλουμε να κάνουμε επανάσταση, δηλαδή πόλεμο, τότε θα πρέπει να προετοιμαστούμε να κάνουμε πόλεμο με το Κεφάλαιο και το Κράτος και όχι πόλεμο μεταφορικά ή σε επίπεδο συνθηματολογίας αλλά κυριολεκτικά.
Αν δεν θέλουμε να κάνουμε επανάσταση, αν θέλουμε να κάνουμε την διαρκή εξέγερση του ατόμου ή να είμαστε ένας εναλλακτικός χώρος αμφισβήτησης, διαμαρτυρίας, παρεμβάσεων, τότε δεν πιστεύω κατά την γνώμη μου ότι χρειάζεται να αλλάξει κάτι ουσιαστικά σε οργανωτικό επίπεδο.
Υπάρχει αυτό που υπήρχε πάντα, όλοι έβαζαν μπροστά την διαφορετικότητά τους και τις προτεραιότητές τους στον αγώνα, υπήρχαν παράλληλοι δρόμοι που πολλές φορές δεν συναντιόντουσαν παρά σε ευκαιριακό και συγκυριακό επίπεδο, αν και αυτό τώρα δεν υπάρχει πια γιατί όπως είπα οι διαχωρισμοί και οι διχόνοιες είναι περισσότερο παγιωμένοι από ποτέ. Κάποιοι έχουν φτιάξει ομοσπονδίες-σφραγίδες που αφορούν τον συντονισμό αυτών που τους απαρτίζουν, οι «μπάχαλοι» καίνε κάθε σαββατοκύριακο κάδους στα Εξάρχεια ή τα «χώνουν» στις διαδηλώσεις όπως γινόταν πάντα, μόνο που τώρα οι διαδηλώσεις είναι πιο σπάνιες με την γενικότερη καθίζηση των κοινωνικών αντιστάσεων μετά το 2012, που φυσικά έχει επηρεάσει και τον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο.
Όλοι θα μπορούσαν να είναι ευχαριστημένοι μέσα στην αυταρέσκειά τους αφού όλοι κάνουν αυτό που τους αρέσει.
Το πώς οργανωνόμαστε εξαρτάται από το τι θέλουμε να κάνουμε. Η οργανωτική συγκρότησή μας είναι ουσιαστικά η κοινωνική μας πρόταση, είναι η κοινωνία που προτείνουμε σε μικρογραφία. Αν θέλουμε να κάνουμε κοινωνική επανάσταση, να ανατρέψουμε το Κεφάλαιο και το Κράτος και να φτιάξουμε την ακρατική αταξική κοινωνία η οποία θα έχει ως κύτταρο την Κομμούνα ή την Κοινότητα όπου τις αποφάσεις για την διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων θα τις παίρνουν οι Λαϊκές Συνελεύσεις και Εργατικά Συμβούλια τα οποία θα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους σε ομοσπονδιακό επίπεδο, εθνικό ή διεθνές, τότε ανάλογη θα πρέπει να είναι και η συγκρότηση του αναρχικού κινήματος.
Πιστεύω ότι ένα επαναστατικό κίνημα θα πρέπει να έχει πολιτικοστρατιωτικά χαρακτηριστικά. Να έχει και ανοιχτή δημόσια δράση και αμιγώς παράνομη δράση.
Δηλαδή, να υπάρχει π.χ. μία Ομοσπονδία Συνελεύσεων Αναρχικών που θα απαρτίζεται από Συνελεύσεις Αναρχικών κάθε πόλης, ή κάθε γειτονιάς όταν μιλάμε για μεγαλουπόλεις όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, όπου υπάρχουν συντρόφισσες και σύντροφοι, περιλαμβάνοντας και συλλογικότητες και άτομα που συμμετέχουν στη βάση μιας ξεκάθαρης πολιτικής συμφωνίας σε αρχές, στόχους και μέσα αγώνα, που θα προωθήσουν δεσμευτικά την υλοποίηση ενός πολιτικού επαναστατικού προγράμματος, ενώ παράλληλα μπορεί να υπάρχει μια παράνομη ένοπλη δομή, μια μαζική ένοπλη δύναμη ομάδων κρούσης που θα δρα εναντίον του καθεστώτος, εναντίον στόχων της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, προωθώντας την υλοποίηση των θέσεων και του προγράμματος της Ομοσπονδίας Συνελεύσεων Αναρχικών.
Αυτό δεν σημαίνει την ύπαρξη δύο ανεξάρτητων μεταξύ τους μερών, ενός «νόμιμου» και ενός «παράνομου» βραχίονα του κινήματος, αλλά την διακριτή ύπαρξη της ανοιχτής και δημόσιας δράσης με την αμιγώς παράνομη και μυστική που υπάρχουν στα πλαίσια ενός ενιαίου επαναστατικού κινήματος που έχει πολύμορφη δράση και δεν κάνει διαχωρισμούς με κριτήρια νομιμότητας ή παρανομίας και προετοιμάζεται για την ανατροπή και την ένοπλη αναμέτρηση με το Κεφάλαιο και το Κράτος.
Αυτό δεν είναι κάτι το καινοτόμο.
Π.χ. μια τέτοια δράση είχαν και οι ισπανοί αναρχικοί και αναρχοσυνδικαλιστές στα χρόνια του μεσοπολέμου. Τα μέλη των ομάδων κρούσης των αναρχικών και αναρχοσυνδικαλιστών, όπως ήταν οι Los Solidarios και Nosotros, οι οποίοι αντιστάθηκαν με τα όπλα στους ένοπλους μπράβους της εργοδοσίας το διάστημα 1918-23, ήταν παράλληλα και μέλη της CNT, της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας και των τοπικών συνδικάτων που ανήκαν στη CNT και δρούσαν παράλληλα και ως συνδικαλιστές. Τέτοιες ομάδες προχώρησαν σε εκτελέσεις επιχειρηματιών, αξιωματούχων του καθεστώτος, αστυνομικών, όπως του προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχάνων της Βαρκελώνης, του Γκραουμπέρα, του κυβερνήτη του Μπιλμπάο, Ρεγκουέραλ και του καρδινάλιου της Σαραγόσα Σολντεβίγια οι οποίοι χρηματοδοτούσαν τους ένοπλους μπράβους της εργοδοσίας καθώς και τον πρωθυπουργό Εδουάρδο Ντάτο.
Το ίδιο ίσχυε και για τα μέλη της FAI, της Αναρχικής Ομοσπονδίας Ιβηρικής, η οποία ιδρύθηκε στην παρανομία το 1927 στην διάρκεια της δικτατορίας του Πρίμο ντε Ριβέρα.
Επρόκειτο για μια ομοσπονδία μάχιμων αναρχικών οι οποίοι ήταν παράλληλα και μέλη της CNT και οι οποίοι επεδίωκαν να δώσουν μια καθαρά αναρχική κατεύθυνση στο επαναστατικό συνδικάτο της CNT, όμως δεν δρούσαν σε αντίθεση και ανεξάρτητα αλλά παράλληλα με την CNT και τις αποφάσεις της.
Στο ισπανικό αναρχικό κίνημα μέχρι την επανάσταση του 1936 δεν υπήρξε διαχωρισμός των δύο μερών του ελευθεριακού κινήματος της CNT και της FAI.
Και οι δύο οργανώσεις δρούσαν όχι απλώς παράλληλα αλλά μαζί, βρίσκονταν κατά καιρούς στην παρανομία και οργάνωσαν ένοπλες εξεγέρσεις, το 1932 στην Καταλονία, το Ιανουάριο και τον Δεκέμβριο του 1933 στην Καταλονία, Αραγονία, Ανδαλουσία, ενώ σε τοπικό επίπεδο συμμετείχαν τον Οκτώβριο του 1934 στην ένοπλη εξέγερση των Αστουριών. Τον Ιούλιο του 1936 η CNT – FAI απάντησαν στο φρανκικό πραξικόπημα προκαλώντας την πιο βαθιά κοινωνική επανάσταση της ιστορίας. Η CNT, στη Σαραγόσα σ’ ένα συνέδριο τον Μάιο του 1936 εξέδωσε ένα επαναστατικό πρόγραμμα, βάσει του οποίου μετά τον Ιούνιο του 1936, μετά την έναρξη του φρανκικού πραξικοπήματος κολλεκτιβοποιήθηκε εθελοντικά το 80% της γης στα χωριά απ’ τους αγρότες και το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής απ’ τους εργάτες, στη μισή Ισπανική επικράτεια, εκεί όπου ο οπλισμένος λαός, οι οπλισμένοι εργάτες κατέστειλαν τους φρανκικούς πραξικοπηματίες.
Δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα χωρίς να έχει στις στοχεύσεις του τον ένοπλο αγώνα. Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρό επαναστατικό κίνημα αν δεν είναι προετοιμασμένο για την ένοπλη σύγκρουση με το καθεστώς. Δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση αν δεν διαθέτει στρατιωτικές και ένοπλες δυνάμεις και υποδομές για να συντρίψει τα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις του καθεστώτος.
Και αν τυχόν κάποιοι βιαστούν να μιλήσουν για «μιλιταρισμό» και ότι αυτά δεν είναι συμβατά με τον αναρχισμό, το παράδειγμα του Επαναστατικού Εξεγερσιακού Στρατού Ουκρανίας που ιδρύθηκε από τον αναρχικό αντάρτη Νέστωρ Ιβάνοβιτς Μάχνο κατά την διάρκεια της Ρώσικης Επανάστασης που το 1918-21 έκανε αντάρτικο κατά των αυστρογερμανικών δυνάμεων κατοχής, συνέτριψε τους ουκρανούς εθνικιστές του Πετλιούρα, τους τσαρικούς στρατηγούς Ντενίκιν και Βράγκελ, συγκρούστηκε με τον Κόκκινο Στρατό των μπολσεβίκων, τους διαψεύδει.
Όπως τους διαψεύδει το παράδειγμα των αναρχικών πολιτοφυλακών και φαλαγγών της Ισπανικής Επανάστασης όπως της Φάλαγγας Ντουρούτι, της Γη και Ελευθερία, της Σιδηράς Φάλαγγας που νίκησαν σε αρκετές περιπτώσεις τους φρανκικούς, υπεράσπισαν την Μαδρίτη το 1936 μαζί με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες και συνέτριψαν –η 14η Μεραρχία που αποτελούνταν από αναρχικούς– το ιταλικό εκστρατευτικό σώμα του Μουσολίνι στη μάχη της Μπριουέγα το 1937.
Στην Παρισινή Κομμούνα, οι επαναστάτες ήταν οργανωμένοι σε μάχιμες μονάδες, σε τάγματα και στην εθνοφρουρά, στην Μεξικάνικη Επανάσταση υπήρχε ο Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου του Εμιλιάνο Ζαπάτα, στην Ελλάδα την δεκαετία του ’40 στην κατοχή υπήρχε ο ΕΛΑΣ τον οποίο εμπνεύστηκε ο Άρης Βελουχιώτης από την λαϊκή κλεφτοαρματωλική παράδοση της τουρκοκρατίας. Στην σημερινή εποχή, έχουμε τα παραδείγματα του κινήματος των Ζαπατίστας στην Τσιάπας, του EZLN, του Ζαπατιστικού Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης, και τις πολιτοφυλακές των Κούρδων πεσμεργκά που υπεράσπισαν τη Ροζάβα και το Κομπάνι από τον στρατό του ISIS, του Ισλαμικού Χαλιφάτου, το 2014.
Και τα δύο αυτά παραδείγματα, είναι σημεία αναφοράς από αγωνιστές, κομμουνιστές και αναρχικούς. Στη δεύτερη περίπτωση, στο Διεθνιστικό Τάγμα που έχει ιδρυθεί στη Ροζάβα συμμετέχουν κομμουνιστές και αναρχικοί εθελοντές μαχητές. Δεν προτείνω και δεν γίνεται αντικειμενικά να μεταφερθούν αυτούσια από το παρελθόν οργανωτικά πολιτικά μοντέλα γιατί έχουν αλλάξει ριζικά οι συνθήκες, όμως πρέπει να παίρνουμε διδάγματα και παραδείγματα από την ιστορική εμπειρία και παράδοση του αναρχικού και γενικότερα του επαναστατικού κινήματος και να μην φτάνουμε να συμβάλουμε σε μια «νέα» Αναρχία μεταλλαγμένη, «γενετικά τροποποιημένη» και ουσιαστικά ακίνδυνη.
Αν θέλουμε λοιπόν να κάνουμε επανάσταση, αφ’ ενός θα πρέπει να έχουμε ιδέες, προτάσεις, πολιτικό πρόγραμμα για μια άλλη κοινωνική οργάνωση διαφορετική από την σημερινή, ικανή να πείσει όσο γίνεται περισσότερους ανθρώπους για την ορθότητα και τον ρεαλισμό της και αφ’ ετέρου να έχουμε την κατάλληλη οργάνωση, να είμαστε προετοιμασμένοι για πόλεμο, για την ένοπλη αναμέτρηση με την εξουσία για να νικήσουμε.
Η Αναρχία, ο Ελευθεριακός ή Αντιεξουσιαστικός Κομμουνισμός θα πρέπει να είναι μια ρεαλιστική κοινωνική πρόταση, ικανή να πείσει, να εμπνεύσει, να εμψυχώσει, να ξεσηκώσει τους ανθρώπους, να τους κάνει να αγωνιστούν, να πολεμήσουν και να δώσουν τη ζωή τους.
Αν εμείς δεν είμαστε ικανοί να πολεμήσουμε και να είμαστε οργανωμένοι γι’ αυτό και να δώσουμε τη ζωή μας, πώς θα πείσουμε άλλους ανθρώπους;
Η Ελευθερία, η Ισότητα, το Δίκαιο, η Αλληλεγγύη, χρειάζονται την ισχύ των όπλων για να επικρατήσουν.
Νίκος Μαζιώτης, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα