Βρυξέλλες: Ας μη μένουμε με σταυρωμένα τα χέρια

Το φυλλάδιο αυτό μοιράστηκε σε κινητοποίηση στις Βρυξέλλες ενάντια στην ενίσχυση του ελέγχου επί των ανέργων. Καθώς αυτή η κινητοποίηση συγκέντρωνε όλη τη χλωρίδα και την πανίδα της πολιτικής και συνδικαλιστικής καπήλευσης, απορροφώντας κάθε δυνατή αυτόνομη έκφραση οργής και απόρριψης, επιλέξαμε να απομακρυνθούμε από αυτή την ανιαρή θεατρική σκηνή και να πάμε να μοιράσουμε το φυλλάδιο σ’ άλλα σημεία της πόλης.
Σφίξιμο των λουριών, καταστολή, νέες φυλακές, εργοτάξια παντού…

Ας μη μένουμε με σταυρωμένα τα χέρια.

Οι ζωές μας κυλάνε μέσα σε στρατόπεδα. Στρατόπεδα εργασίας. Στρατόπεδα εκπαίδευσης. Στρατόπεδα κατανάλωσης. Στρατόπεδα ψυχαγωγικών ασχολιών. Στρατόπεδα εγκλεισμού. Σ’ όλα αυτά τα στρατόπεδα, επί το έργον βρίσκεται η ίδια λογική: να μας κάνουν να υπακούμε και να συμβάλλουμε στην πρόοδο της σημερινής κοινωνίας. Να γυρίζουμε τα γρανάζια της κοινωνικής μηχανής. Δεν έχει σημασία πού πηγαίνει. Δεν έχει σημασία που καταστρέφει τόσες ζωές. Δεν έχει σημασία που μας μετατρέπει όλους σε φυλακισμένους του υπάρχοντος. Αυτό που έχει σημασία είναι να ’μαστε εκεί, να συμμετέχουμε, να μην την αμφισβητούμε, ακόμη και να την επευφημούμε. Με το κεφάλι χαμηλωμένο, το μυαλό εκμηδενισμένο, την καρδιά πετρωμένη, κι εμπρός μαρς.

Το κράτος έβαλε μπρος το γενικό σφίξιμο των λουριών, δεν χωρά αμφιβολία. Ο πολλαπλασιασμός των αστυνομικών δυνάμεων στους δρόμους, η αυξανόμενη βαρβαρότητά τους που υποκινούν οι αρχές, η εγκατάσταση καμερών ασφαλείας, η στρατιωτικοποίηση των μέσων μαζικής μεταφοράς, η προστασία των ναών του χρήματος όπως οι τράπεζες και τα σούπερ μάρκετ για να δυσκολεύουν τη ληστεία, όλα αυτά πάνε παρέα με το δυνάμωμα του ελέγχου στους ανέργους και σ’ όποιους άλλους παίρνουν επιδόματα. Η διαχείριση της κοινωνικής ειρήνης, αυτής της χιμαιρικής ειρήνης μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, μεταξύ κυριάρχων και κυριαρχουμένων, ώστε να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας και της εκάστοτε εξουσίας, δείχνει να παίρνει μια πορεία σαφώς πιο έκδηλα κατασταλτική. Δεν ωφελεί σε τίποτα ωστόσο να κινητοποιούμαστε για να υπερασπιζόμαστε αυτό που κάποτε υπήρξε, για να υπερασπιζόμαστε τον παλαιό τρόπο με τον οποίο η εξουσία μάς διαχειριζόταν και μας εκμεταλλευόταν. Αυτό που πρέπει να φανταστούμε, εδώ και τώρα, είναι πώς να αντιμετωπίσουμε αυτό το γενικό σφίξιμο των λουριών, να πάρουμε την πρωτοβουλία και να περάσουμε στην αντεπίθεση. Δεν έχουμε τίποτα να υπερασπιστούμε σ’ αυτόν τον κόσμο, οτιδήποτε θα μπορούσε να μας προσφέρει (καριέρα, κατανάλωση, «διασημότητα») μας είναι αδιάφορο, ό,τι μας επιβάλλει (εργασία, υπακοή, αποβλάκωση) μας προκαλεί απέχθεια. Όπως έλεγε και μια αφίσα σε κάποιους τοίχους των Βρυξελλών πριν από μερικά χρόνια: «Αυτή η κοινωνία έχει βάλει σ’ όλους χαλινάρια· το μόνο που διαφέρει είναι το μήκος τους. Δεν είμαστε από ’κείνους που πολεμάνε για ένα πιο χαλαρό χαλινάρι, για ένα μεγαλύτερο μισθό, για μια λιγότερο βάρβαρη αστυνομία, γι’ αφεντικά και πολιτικούς που θα δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον κι ειλικρίνεια. Θέλουμε απλώς αυτό που θα ’πρεπε να ποθεί κάθε ύπαρξη δεμένη με λουριά: θέλουμε να τα κόψουμε, να βάλουμε φωτιά στο κλουβί, να συντρίψουμε όσους μας έχουν ή θα ’θελαν να μας έχουν δεμένους».

Παράλληλα με το γενικό σφίξιμο των λουριών, παρακολουθούμε στις Βρυξέλλες μια πραγματική επίθεση των αρχών προκειμένου ν’ αλλάξουν το πρόσωπο της πόλης. Οι Βρυξέλλες θέλουν να δίνουν την εικόνα της πρωτεύουσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μιας πραγματικής καπιταλιστικής μητρόπολης, φιλόξενης για τους πλουσίους, τους επιχειρηματίες, τους ευρωκράτες και τη μεσαία τάξη που αχόρταγα καταναλώνει μέχρι σκασμού. Μία πτυχή αυτής της επίθεσης είναι τα καινούργια σχέδια αστικού επανασχεδιασμού και κατασκευών, αφού όλοι οι ισχυροί αγαπάνε την ολοκληρωτική ιδέα πως μεταμορφώνοντας το περιβάλλον μεταμορφώνουμε τον άνθρωπο.

Ενώ η άγρια επέλαση στη ζώνη του καναλιού του Μολενμπέκ υψώνει ένα τείχος από λοφτ, πολυτελή ξενοδοχεία κι ακριβά μπαρ, τουλάχιστον τέσσερα καινούργια εμπορικά κέντρα πρόκειται να κατασκευαστούν ή έχουν ήδη αρχίσει να χτίζονται στο Χέιζελ, στο Άντερλεχτ, στο Σκααρμπέκ και κοντά στο Μάχελεν. Ψηλά στην ευρωπαϊκή ζώνη, τα κτήρια-μάρτυρες της αλαζονείας της εξουσίας σκοτεινιάζουν τον ουρανό, η μεταμόρφωση της ζώνης γύρω απ’ τον Γκαρ ντυ Μιντί σ’ επιχειρηματική συνοικία συνεχίζεται, και το κράτος σχεδιάζει να κατασκευάσει την πιο μεγάλη φυλακή στην ιστορία του Βελγίου, βόρεια των Βρυξελλών, στο Αρέν.

Η εξουσία και ο καπιταλισμός δεν είναι αφηρημένα πράγματα, δεν είναι φαντάσματα που διευθύνουν και καθορίζουν τις ζωές μας χωρίς να μπορούμε να τ’ αγγίξουμε. Αποκτούν σχήμα και μορφή μπροστά στα μάτια μας, σε όλα αυτά τα εργοτάξια, σε κάθε είδους ελεγκτές, στους ουρανοξύστες γραφείων, στις μπάρες στους σταθμούς του μετρό. Δεν πολεμάμε ενάντια σε φαντάσματα, οι αγώνες μας στοχεύουν απευθείας όλες αυτές τις μορφές εξουσίας. Δεν θέλουμε να διαπραγματευτούμε την υποταγή μας, προσπαθούμε να οπλιστούμε με τα μέσα για να τις καταστρέψουμε. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ιδέες και πρωτοβουλίες, συνέργειες και συναντήσεις με άλλους εξεγερμένους, πέτρες και μολότοφ, καθαρό μυαλό και πάθος.

Μπρος στα σχέδια και στα μέτρα της εξουσίας, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα εάν πιστεύουμε ότι άλλοι θ’ αγωνιστούν για μας, ότι πολιτικές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις θα ενσαρκώσουν την αποδοκιμασία μας, ότι πρέπει να χτίσουμε ένα πρόσωπο σεβαστό στα μάτια των ισχυρών ώστε να τους πείσουμε και να κερδίσουμε την εύνοιά τους. Όχι, αυτό δεν πρόκειται να φέρει αποτέλεσμα, ποτέ δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Εκεί όπου πρέπει να στραφούμε είναι σ’ αγώνες αυτόνομους κι αυτοοργανωμένους, άμεσους κι επιθετικούς. Υπάρχουν πρόσφατα παραδείγματα που λένε πολλά. Ας σκεφτούμε την Τουρκία, όπου η σύγκρουση που ξεκίνησαν αρχικά μερικές δεκάδες εναντιωμένοι στον επανασχεδιασμό της πλατείας Ταξίμ μετατράπηκε σε γενικευμένο ξεσηκωμό σ’ όλη τη χώρα. Ας σκεφτούμε το Αμβούργο, όπου η αντίσταση στις εξακριβώσεις και στις συλλήψεις ανθρώπων χωρίς χαρτιά άναψε φωτιές σε μια χώρα που καυχιέται ότι κρατά τον πληθυσμό υπό απόλυτο έλεγχο. Ας σκεφτούμε και τις Βρυξέλλες, με τις σχετικά απείθαρχες ακόμα γειτονιές εμπρός στην καπιταλιστική και κρατική τάξη, με τις ολοένα σκληρότερες συνθήκες ζωής για όλους, με τη βάρβαρη επίθεση της εξουσίας για να φτιάξει μια νοσηρή μητρόπολη του εμπορεύματος και του ελέγχου. Κάθε σύγκρουση φαινομενικά οριοθετημένη και περιορισμένη μπορεί αύριο να κάνει τους δρόμους να πάρουν φωτιά. Πρέπει όμως να πάρουν μια επιθετική στροφή οι συγκρούσεις, ακόμη κι αν είμαστε λίγοι, ακόμη κι αν κανείς δεν μπορεί να μας εγγυηθεί το οτιδήποτε. Το εργοτάξιο ενός εμπορικού κέντρου μπορεί να σαμποταριστεί. Οι ελεγκτές του ΟΝΕΜ [σ.τ.μ.: κάτι σαν τον δικό μας ΟΑΕΔ] μπορούν να αποθαρρυνθούν απ’ το να συνεχίσουν την γκεσταπίτικη δουλειά τους. Τα καλώδια απ’ τις κάμερες μπορούν να κοπούν. Το αυτοκίνητο ενός ευρωκράτη ή ενός επιχειρηματία μπορεί να τυλιχτεί στις φλόγες. Πρέπει λοιπόν να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας, να τολμήσουμε να προσφύγουμε σ’ εκείνες τις ικανότητες των ελεύθερων γυναικών και αντρών που η εξουσία πασχίζει να καταστρέψει: τη δημιουργικότητα και τη φαντασία, το θάρρος και τη σκέψη.

Κάποιες συγκρούσεις έχουν ήδη αρχίσει, όπως ο αγώνας ενάντια στην κατασκευή μιας μεγαφυλακής στις Βρυξέλλες. Είναι ένας αγώνας που δεν γυρεύει μιντιακή ή πολιτική εκπροσώπευση. Εξαπλώνεται, σαν υπόγειο ρεύμα, στις γειτονιές, στα μυαλά και στις καρδιές όσων δεν έχουν σκοπό να παραιτηθούν μπροστά στο μέλλον εκμετάλλευσης ή φυλάκισης που τους επιφυλάσσει η εξουσία. Προσπαθεί να δημιουργήσει ρωγμές, ν’ ανοίξει ρήγματα για να εξαπολύσει επίθεση και να χτυπήσει όλους όσους ευθύνονται γι’ αυτό το νοσηρό σχέδιο, που έχει εκπονηθεί κατ’ εικόνα των βλέψεών τους για τις Βρυξέλλες. Η μεγαφυλακή συμβολίζει το όνειρο της εξουσίας που μας θέλει ή αναισθητοποιημένους ή φυλακισμένους.

Εμποδίζοντας άμεσα, με τον αγώνα και μ’ όλες τις πρακτικές σαμποτάζ κι άμεσης δράσης που αποτελούν κομμάτι του, την κατασκευή αυτής της μεγαφυλακής, δημιουργούμε τις ευκαιρίες για να τιναχτούν όλα στον αέρα.

Ενάντια σ’ όλα τα στρατόπεδα, ας φυσήξει ο άνεμος της λευτεριάς.
Ας σαμποτάρουμε τα σχέδια της εξουσίας, ας είμαστε ανεξέλεγκτοι.
Για την αυτοοργάνωση και την επίθεση, εδώ και τώρα.
_

Η δουλειά μάς απελευθερώνει;

Η δουλειά είναι πρωτίστως ένας συμβιβασμός που δεχόμαστε για να μπορούμε να επιβιώνουμε οικονομικά. Γιατί ποτέ δεν διαλέξαμε τον τρόπο που αυτός ο κόσμος λειτουργεί, και γιατί μεγαλώσαμε με το μήνυμα ότι ή περπατάς ή ψοφάς.

Η δουλειά μάς κλέβει το χρόνο μας και την ενέργειά μας! Προσπαθεί να καθορίσει ένα απίστευτο κομμάτι των ασχολιών μας και διεκδικεί διαρκώς το σώμα και τη σκέψη μας.

Η δουλειά τείνει ολοένα περισσότερο να συγχέεται με την ταυτότητά μας. Όταν μας ρωτούν ποιοι είμαστε, στην πραγματικότητα θέλουν να μάθουν ποια είναι η δουλειά μας. Γιατί πέρα από τη δουλειά δεν μένει πια και τίποτα σημαντικό. Έτσι, το κοινωνικό μας στάτους εκτιμάται ανάλογα με τη δουλειά μας. Η κοινωνία μάς κάνει να νιώθουμε για τα καλά ότι δεν αξίζουμε τίποτα όσο δεν δουλεύουμε, κι ότι καλά θα κάναμε να μπούμε σε μια γραμμή το γρηγορότερο, όπως όλος ο κόσμος.

Η δουλειά συνεχώς προσπαθεί να σπείρει σύγχυση κάνοντάς μας να πιστεύουμε ότι τα συμφέροντα των αφεντικών είναι και δικά μας· ότι είμαστε ενεργό κομμάτι της επιχείρησης, ότι πρέπει να πετάμε απ’ τη χαρά μας όταν οι δουλειές πάνε καλά (κι η επιχείρηση έχει πολλά κέρδη), κι ότι πρέπει να καταβάλλουμε επιπλέον προσπάθειες όταν δεν πάει και τόσο καλά.

Η δουλειά ωστόσο πάντα θα μας θεωρεί αναλώσιμο υλικό. Όταν το απαιτούν τα νούμερα μάς πετάνε στον κάλαθο των αχρήστων, και τότε μπορούμε γι’ άλλη μια φορά να βάλουμε στην άκρη την αξιοπρέπειά μας για να πουλήσουμε τον εαυτό μας σε κάποιον άλλον.

Η δουλειά είναι αυτό που μας κάνει να ιδρώνουμε στις αίθουσες αναμονής του Actiris [σ.τ.μ.: βελγικός φορέας εργασίας] ή στις αίθουσες ακρόασης του ΟΝΕΜ [σ.τ.μ.: του αντίστοιχου ΟΑΕΔ]. Σαν εφεδρικός στρατός, πρέπει πάντα να δείχνουμε έτοιμοι να πάμε στο μέτωπο της προσφοράς και της ζήτησης. Κι αν δεν το κάνουμε, τότε η οικονομική απειλή έρχεται καλπάζοντας καταπάνω μας.

Η δουλειά είναι αυτό που φτύνουν οι εργαζόμενοι όταν σαμποτάρουν τις μηχανές για να μπορέσουν να μείνουν μία μέρα στο σπίτι.

Η δουλειά είναι αυτό που οι άνεργοι προσπαθούν να αποφύγουν με όλα τα μέσα που μπορεί να φανταστεί κανείς, με τη βοήθεια ψεύτικων αιτημάτων ή ευφυών ψεμάτων.

Η δουλειά είναι αυτό που οι ένοπλοι ληστές απορρίπτουν όταν πάνε να γυρέψουν το χρήμα εκεί όπου υπάρχει. Στις τράπεζες και στα κοσμηματοπωλεία, σ’ αυτούς που πλουτίζουν στις πλάτες των άλλων.

Η δουλειά είναι αυτό στο οποίο προσπαθούν, ξανά και ξανά, να μας εξαναγκάσουν. Σαν στρατιώτες που πάμε να σώσουμε την άγια οικονομία από την παρακμή της. Μια οικονομία προϊόντων κι υπηρεσιών, που μπορεί να μας είναι αδιάφορη, αλλά όλους μάς εκβιάζει αναίσχυντα και προσπαθεί να μας κάνει να λυγίσουμε.

[Μάης του 2014]

Πηγή: La Cavale (pdf εδώ)