Νόμος περί ιθαγένειας

Ποιος θα πέσει στην παγίδα τους; H κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τη βοήθεια του μικρού της αδελφού ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε το νόμο περί ιθαγένειας, στοχεύοντας στην πολιτική διαχείριση του ζητήματος της μετανάστευσης. Θα εξηγήσουμε γιατί ο νόμος αυτός είναι πολύ χειρότερος και επικίνδυνος απ’ ό,τι φαίνεται από μια επιφανειακή του ανάγνωση.

Πρώτα απ’ όλα ο νόμος δεν αφορά παρά μόνο μία ισχνή μειοψηφία των μεταναστών δεύτερης γενιάς που μένουν στην Ελλάδα, στην πλειοψηφία τους ομογενείς, και μία ακόμη ισχνότερη μειοψηφία όσων στο άμεσο μέλλον θα έρθουν στην Ελλάδα. Προβλέπει την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας με κριτήρια που το καθένα από αυτά αλλά και το άθροισμά τους είναι απαγορευτικά.

Θα απαιτούνται πέντε χρόνια συνεχούς μόνιμης διαμονής και μετά από αυτά το κράτος θα έχει διορία άλλων δύο (!) για να απαντήσει στην αίτηση του μετανάστη. Για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς απαιτούνται πέντε έτη μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα και των δύο γονέων, αντί για τον ένα που ίσχυε μέχρι σήμερα. Η μόνιμη διαμονή θα πιστοποιείται από την δύσκολα χορηγούμενη άδεια παραμονής. Επιπλέον θα πρέπει να πληρώσουν ένα παράβολο των 1.000 ευρώ, το ακριβότερο στην Ευρώπη. Μπορούμε να φανταστούμε πόσους μήνες, αν όχι χρόνια, θα πρέπει να δουλεύει κάποιος μετανάστης για να αποταμιεύσει το ποσό αυτό. Επίσης, απαιτούνται επαρκής γνώση της ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και πολιτισμού, χωρίς να διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η επάρκεια. Με τον ίδιο αόριστο και αρτηριοσκληρωτικό τρόπο ζητούνται αντίστοιχα δικαιολογητικά για «το ήθος και την προσωπικότητα» του μετανάστη. Άλλες προϋποθέσεις αφορούν στη μη καταδίκη για μερικές δεκάδες ποινικών αδικημάτων. Μεταξύ αυτών επιμελώς μπήκαν στο νομοσχέδιο η αντίσταση κατά της αρχής, η προσβολή του πολιτεύματος, η επικίνδυνη σωματική βλάβη καθώς και θέματα δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Γι’ αυτά τα τελευταία θα λαμβάνεται υπόψη «η γνώμη της αρμόδιας αστυνομικής αρχής». Όσοι ενσωματωθούν στο σύστημα καταπίεσης και ταυτιστούν με τις αρχές του, θα εμπλουτίσουν τις γραμμές του μικροαστισμού και της εθελοδουλίας και θα αποτελέσουν το πρότυπο του υπάκουου και βολεμένου μετανάστη.

Γίνεται φανερό λοιπόν ότι το κράτος επιχειρεί να διαχωρίσει τους μετανάστες σε νόμιμους και παράνομους, ελληνοποιημένους και ξένους, αφομοιωμένους και ανεπιθύμητους. Η πρώτη απόπειρα ανεπίσημης παγιοποίησης αυτού του δίπολου στη συνείδηση του λαού είχε γίνει με το διαχωρισμό τους σε παλιννοστούντες έλληνες από τη μία και λαθρομετανάστες από την άλλη, ύστερα από την επιστροφή στην Ελλάδα χιλιάδων βορειοηπειρωτών και ποντίων μαζί με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες και μετανάστες. Τώρα υποδεικνύεται σε όλους τους μετανάστες ο νόμιμος δρόμος της υποταγής και της ομηρείας, υπό καθεστώς μόνιμης προσωρινότητας. Όσοι ξεφύγουν από αυτό το δρόμο, συμμετέχοντας π.χ. σε κοινωνικούς αγώνες ενάντια στα ιδεώδη του καθεστώτος, εύκολα -και πλέον και «με το νόμο»- θα χάνουν το «προνόμιο» της ιθαγένειας και θα περνούν στην αντίπερα όχθη. Εκεί θα συναντήσουν και θα εξομοιωθούν μ’ αυτούς που θα στιγματιστούν (πάλι με το νόμο) ως παράνομοι και θα βρίσκονται υπό συνεχή διωγμό από τους μηχανισμούς καταστολής της δημοκρατίας.

Ταυτόχρονα, ο νέος νόμος θα λειτουργεί ως μέσο διαχείρισης της υποχρεωτικής κινητικότητας των ανθρώπων, με τις αντίστοιχες άδειες παραμονής και απελάσεις. Η κάνουλα θα ανοιγοκλείνει ανάλογα με τις ανάγκες των αφεντικών, εκβιάζοντας τους εργαζόμενους με συρρίκνωση μισθών και μεροκάματων. Τα μέσα μαζικής προπαγάνδας εδώ και χρόνια προετοιμάζουν το έδαφος, στοχοποιώντας τους μετανάστες για τα κοινωνικά δεινά και την ένταση της εκμετάλλευσης. Τα θύματα των πολέμων του ιμπεριαλισμού και της κοινωνικής αδικίας του καπιταλισμού Η εξουσία έχει στήσει το παιχνίδι με τους δικούς της όρους. Οι αδυναμίες του συστήματος όμως κάνουν ολοένα και λιγότεροι να πέφτουν στην παγίδα της.

Καταρχήν επιχειρείται με νόμους, διατάγματα και απαγορεύσεις να διαχειριστεί ένα πρόβλημα του οποίου τα αίτια βρίσκονται στην ύπαρξη του ίδιου του καπιταλισμού. Οι άνθρωποι που έρχονται στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική δεν εγκαταλείπουν οικειοθελώς τις εστίες τους, τη γη τους και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Αναγκάζονται να το κάνουν λόγω της φτώχειας, της ανεργίας και των πολέμων που το ίδιο το σύστημα καταπίεσης δημιουργεί προκειμένου να εξασφαλιστεί η υλική ευημερία των πλουσίων και των εξουσιαστών σε όλον τον κόσμο, κυρίως στον αποκαλούμενο πρώτο κόσμο. Ένα σύστημα που δεν μπορεί να θρέψει τα μέλη των κοινωνιών του δεν μπορεί να είναι παρά χρεωκοπημένο. Δεν μπορεί όμως να ομολογήσει τη χρεωκοπία του και προσπαθεί να λύσει τάχα αυτό το «πρόβλημα» με ρυθμίσεις και άλλους μηχανιστικούς τρόπους. Αυτό πιστεύουν (ή κάνουν πως πιστεύουν) και όλα τα κόμματα και οι φορείς εξουσίας: η λύση των «κοινωνικών ζητημάτων», όπως ονομάζουν το άγριο πρόσωπο του καπιταλισμού, έγκειται σε ρυθμίσεις. Το ότι αυτές οι ρυθμίσεις δεν θίγουν την ουσία της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο δεν μας το λένε, βέβαια, αλλά ποιος δεν το καταλαβαίνει; Ποιος θα πέσει στην παγίδα τους;

Ήδη έχουν πέσει οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι εθνικιστές αλλά και όσοι τους έχει διαβρώσει το μυαλό η ανιστόρητη, επιφανειακή και ανόητη προπαγάνδα του Κράτους. Με το ίδια και απαράλλαχτα εδώ και δεκαετίες μονότονη και φοβική φρασεολογία κινδυνολογούν για «απονεύρωση του εθνικού ιστού», «αποσταθεροποίηση της κρατικής οντότητας», «δημογραφική απορρύθμιση», «αλλοίωση του εκλογικού σώματος», «μόλυνση του ελληνικού αίματος», «κίνδυνο για την εδαφική ακεραιότητα» και άλλα τέτοια γραφικά. Πριν αναφερθούμε συνοπτικά σε αυτά τα προϊόντα της μακρόχρονης πλύσης εγκεφάλου, πρέπει να γίνουν μερικές παρατηρήσεις.

Πρώτον, παρά το ότι τα παραπάνω φαντάζουν τουλάχιστον γραφικά, πρέπει να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα και μεθοδικότητα και όχι με απλές αναγωγές σε χαρακτηρισμούς και με στερεότυπα που μπορεί για κάποιους υποψιασμένους να είναι επαρκή, ο κόσμος όμως δεν τα δέχεται. Ο λόγος μας πρέπει να είναι δομημένος και τεκμηριωμένος. Αλλιώς δε θα διαπεράσει τα πολλαπλά στρώματα προπαγάνδας που έχουν επικαθήσει στα μυαλά αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων. Η εθνικιστική προπαγάνδα έχει βαθιές ρίζες. Βαθιές αλλά και σάπιες. Τόσο βαθιές και σάπιες όσο και το τεχνητό μόρφωμα που λέγεται έθνος-κράτος.

Δεύτερον, η συνθετότητα του ζητήματος δεν επιτρέπει υπεραπλουστεύσεις και φετιχισμούς. Οι μετανάστες δεν αποτελούν μία συμπαγή κοινωνική ομάδα με ομοιογενή χαρακτηριστικά. Σε πολλούς απ’ αυτούς λανθάνουν (αν δεν είναι εμφανή) φασίζοντα και εξουσιαστικά χαρακτηριστικά. Για να έχουμε μια πιο σφαιρική εικόνα και κατανόηση τους θα πρέπει να ανατρέξουμε στις κοινωνικές συνθήκες των τόπων προέλευσης τους. Ο στόχος αυτού του κειμένου δεν είναι αυτός, όμως ας αναφερθούν δύο παραδείγματα. Πολλοί Αλβανοί διατηρούν στην Ελλάδα τα κατάλοιπα της κλειστής φυλετικής και πατριαρχικής κοινωνίας στην οποία μεγάλωσαν. Οι ίδιοι πολλές φορές επιλέγουν τη γκετοποίηση, αναπαράγοντας τα εθνικιστικά πρότυπα που το καθεστώς τους προσπάθησε να αφανίσει με τρόπο μηχανιστικό και καταπιεστικό. Από την άλλη, πολλοί πρόσφυγες ή και μετανάστες από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης έχουν μία πλήρως ατομιστική συμπεριφορά, απωθημένο μιας παρόμοιας κατάστασης στις χώρες τους. Συνηθισμένοι στην επιβολή της πειθαρχίας με τη βία ή την απειλή βίας, προσαρμόζονται επιφανειακά και προσωρινά σε καταστάσεις που απαιτούν υψηλότερο βαθμό σεβασμού του συνόλου, υπό ανάλογες συνθήκες. Όπως ακριβώς ο μετανάστης ως πολιτικό υποκείμενο δεν είναι a priori στο απυρόβλητο, έτσι και το πολυπολιτισμικό μοντέλο δεν αποτελεί πανάκεια. Υπό τις σημερινές συνθήκες, είναι πολύ πιθανό να αποτελεί το άθροισμα πολλών εθνικισμών. Είναι γνωστά τα παραδείγματα εκδήλωσης τέτοιων εθνικισμών από ομάδες μεταναστών και το χειρότερο: εκδήλωση ρατσιστικής συμπεριφοράς ενάντια σε άλλους, πιο εξαθλιωμένους ή (ακόμα χειρότερα) λιγότερο ενσωματωμένους στη λογική της Κυριαρχίας μετανάστες. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο δρουν και οι λεγόμενες «κοινότητες των μεταναστών». Πρόκειται στην πλειοψηφία τους για συγκεντρωτικά όργανα που το μόνο που επιδιώκουν είναι να γίνουν οι ίδιες και οι επικεφαλής τους, ως αυθαίρετοι διαμεσολαβητές, συνομιλητές στις υπόγειες διαβουλεύσεις με το κράτος, συνδιαμορφώνοντας πολιτική, εκπροσωπώντας και εκφράζοντας τους μετανάστες ερήμην τους.

Δεν θα φτάσουμε βέβαια και στο άλλο άκρο, θεωρώντας ότι οι άνθρωποι με κοινωνική-ταξική συνείδηση έμειναν στις πατρίδες τους, ενώ αυτοί που τις εγκατέλειψαν είναι μικροαστοί που είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν το ακριβό αντίτιμο της φυγής. Αυτό είναι υπερβολικά γενικό και αφαιρετικό για να είναι αληθινό. Επειδή ακριβώς η κοινωνική τους συνείδηση και στάση δεν είναι ούτε ενιαία ούτε προκαθορισμένη, η αλληλεγγύη μας δεν μπορεί να είναι άκριτη. Είμαστε αλληλέγγυοι στον αγώνα των καταπιεσμένων ανθρώπων και ομάδων για επιβίωση, ενάντια στην καταπίεση, στο ρατσισμό και στο φασισμό εφόσον και η δική τους συνείδηση, στάση και πρακτική δεν χαρακτηρίζεται κυριαρχικά από παρόμοια στοιχεία.

Όσο για τα φληναφήματα της εθνικιστικής προπαγάνδας, είναι ενδιαφέρον ότι αναπαράγονται πιστά από φτωχούς ανθρώπους, εργαζομένους ή ανέργους, ίσως και θερμότερα από τους βολεμένους μεσοαστούς και μεγαλοαστούς. Αποδεικνύεται για πολλοστή φορά ότι ο τρόπος σκέψης, η συνείδηση και η πρακτική του επαναστατημένου (και αντίστροφα του πειθαρχημένου και ενσωματωμένου) ανθρώπου δεν περιορίζονται και κυρίως δεν συναρτώνται από την (καθόλου) «ικανή και αναγκαία συνθήκη» της υπαγωγής του (ή μη) στην «εργατική τάξη».

Ο εργάτης ή ο μικροαστός θα υπερασπίζονται εξίσου το εθνικό, όσο η εξουσιαστική προπαγάνδα που στοχεύει σε φοβίες και ανασφάλειες του προσφέρει ένα καταφύγιο. Η καταιγιστική προπαγάνδα της εξουσίας εκμεταλλεύεται τις μικροαστικές φοβίες και πατά πάνω στο έδαφος που έχει προετοιμάσει και προλειάνει η μακροχρόνια αποπληροφόρηση. Εστιάζει στο ειδικό και το γενικεύει με έντεχνο τρόπο, δημιουργώντας μία πλαστή εικόνα της πραγματικότητας. Ακόμα χειρότερα: Παραμορφώνει μία πτυχή της πραγματικότητας τόσο ώστε οι υπόλοιπες σχεδόν εξαφανίζονται από το οπτικό πεδίο του ανυποψίαστου δέκτη της «πληροφορίας». Έτσι, αποκρύπτοντας και παραμορφώνοντας, πλάθεται ο μύθος του παραβατικού μετανάστη, πάνω στον οποίο θα χτιστούν και άλλα παραμύθια με ή χωρίς δράκο.

Μια που μιλάμε για δράκους, η Εκκλησία έχει βάλει το χεράκι της στη δημιουργία και διάδοση της προπαγάνδας περί εθνικής οντότητας και κοινωνικής συνοχής. Είναι φυσικό και αναμενόμενο να υπερασπίζεται η Εκκλησία τη διαιώνιση της καταπίεσης, βαφτίζοντάς τη «συνοχή». Είναι ένας σκοτεινός εξουσιαστικός μηχανισμός με τεράστια συμφέροντα. Από τη μία, η ακροδεξιά-φασιστική φρασεολογία πολλών εκπροσώπων της στοχεύει στη συσπείρωση συγκεκριμένης πελατείας της. Από την άλλη, η επίσημη Εκκλησία, παρ’ ότι στην ουσία δεν διαφέρει ουσιαστικά από τους προηγούμενους, χύνει το ίδιο δηλητήριο με λιγότερο χοντροκομμένο τρόπο. Διεκδικεί για τον εαυτό της ρόλο διαμορφωτή πολιτικής, αφού αυτή «γνωρίζει τις επιμέρους εθνικές και κοινωνικές ευαισθησίες». Η παντογνώστρια Εκκλησία, περιέργως, εντρυφά και εστιάζει στο εθνικό, ξεχνώντας πάντα το ταξικό. Πολλοί εκπλαγήκανε όταν άκουσαν την αναφορά αυτού του ακραίου εθνικιστικού οργανισμού σε έναν υπερεθνικό, την Ε.Ε. Η απορία διασαφηνίζεται αν διαβάσουμε προσεκτικά το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο του 2008 για τη Μετανάστευση και το Άσυλο : «Οι παράνομοι μετανάστες που βρίσκονται σε έδαφος κρατών-μελών πρέπει να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους και επιπλέον πρέπει να υπάρξει διασφάλιση ότι οι παράνομοι μετανάστες θα επιστρέψουν στις χώρες προέλευσής τους». Δεν αναφέρει, βέβαια, η ευρωπαϊκή αρτηριοσκλήρυνση και υποκρισία ότι θα πρέπει να υπάρχει διασφάλιση ότι εκεί θα πεθάνουν από την πείνα ή από τις βόμβες που θα τους ρίξουν οι ανθρωπιστικοί πύραυλοι, για να κοιμούνται ήσυχα οι καπιταλιστές του πρώτου κόσμου.

Αν δεν αποδομηθούν τα επιχειρήματα της κυρίαρχης ιδεολογίας, οι άνθρωποι θα επιλέγουν το απατηλό και επικίνδυνο, αλλά φαινομενικά ασφαλές καταφύγιο του εθνικισμού. Η Ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει να καταδείξουμε τον τεχνητό χαρακτήρα του έθνους-κράτους και πού έχει οδηγήσει η επικράτηση της εθνικιστικής ιδεολογίας. Μαζί της, η ανάλυση μπορεί να καταδείξει τη φενάκη των ιδεολογημάτων περί καθαρότητας αίματος και τη δυνατότητα συνύπαρξης και συναδέλφωσης όλων των λαών χωρίς θεούς και αφέντες πάνω από το κεφάλι τους. Η αντιπληροφόρηση είναι ένα από τα εργαλεία μας για την απομυθοποίηση του ρόλου του κράτους και της εξουσίας και για την κατάδειξή τους ως γενεσιουργών αιτίων της εξαθλίωσης και του ξεριζωμού των ανθρώπων από τους τόπους τους.