Ποιοι είναι πίσω από το WikiLeaks; μέρος ΙI

Του Michel Chossudovsky

Διαβάστε το πρώτο μέρος του κειμένου εδώ.

Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (συνέχεια)

Όταν αποκαλύφθηκε ότι ήταν ψευδείς οι πληροφορίες ότι το Ιράν κατασκεύαζε πυρηνικά όπλα, ακυρωνόταν εντελώς η καταγγελία της Ουάσινγκτον. Ωστόσο, το θέμα ουσιαστικά αγνοήθηκε από τον Τύπο. Επίσης τέθηκε υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα των κυρώσεων κατά του Ιράν, τις οποίες είχε λάβει το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Επιπλέον, ως μια πικρή ειρωνεία, η επιλεκτική ανάγνωση που έκαναν οι New York Times στις διαρροές της Πρεσβείας χρησίμευσε όχι μόνο στο να παραγκωνιστεί το κεντρικό θέμα των ψευδών πληροφοριών, αλλά και στο να ενισχυθούν, μέσω της μιντιακής παραπληροφόρησης, οι καταγγελίες της Ουάσιγκτον ότι το Ιράν κατασκευάζει πυρηνικά όπλα. Ένα διαφωτιστικό παράδειγμα είναι το άρθρο του Νοεμβρίου του 2010, στο οποίο ο δεύτερος συγγραφέας του Ντέιβιντ Σάνγκερ λέει αναφερόμενος στις διαρροές του Wikileaks:
“Το Ιράν έχει λάβει 19 πυραύλους από τη Βόρεια Κορέα, σύμφωνα με μία διαρροή με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους … Αυτοί οι πύραυλοι έχουν την ικανότητα να επιτεθούν σε δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή ακόμα και να φτάσουν στη Μόσχα. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι (οι πύραυλοι) έχουν ένα σύστημα πρόωσης προχωρημένης τεχνολογίας, γεγονός που θα μπορούσε να επιταχύνει το ιρανικό πρόγραμμα κατασκευής διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων ” (Αρχείο WiliLeaks , Το Ιράν εξοπλίζεται από τη Βόρεια Κορέα, NYTimes.com, 28 Νοεμβρίου 2010).

Wikileaks, Ιράν και αραβικός κόσμος

Οι πληροφορίες που διέρρευσαν από το Wikileaks χρησιμοποιήθηκαν επίσης για να δημιουργήσουν διαιρέσεις ανάμεσα στο Ιράν από τη μία πλευρά, και τη Σαουδική Αραβία και τα κράτη του Κόλπου, από την άλλη:
“Αφότου το Wikileaks κατήγγειλε ότι ορισμένες αραβικές χώρες εξέφρασαν ανησυχίες για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και ζήτησαν από τις ΗΠΑ να αναλάβουν στρατιωτικά αντίποινα κατά του Ιράν, η Υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να πει ότι οι πληροφορίες αυτές δείχνουν ότι η διεθνής κοινότητα συμμερίζεται την ανησυχία των ΗΠΑ για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. ” (Tehran Times: To Wikileaks προωθεί την ιρανοφοβία, 5 Δεκεμβρίου 2010).
Τα δυτικά μέσα άδραξαν αυτήν την ευκαιρία και έκαναν αναφορά στα υπομνήματα του Υπουργείου Εξωτερικών με σκοπό να υποδείξουν το Ιράν ως μία απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια, και να προωθήσουν τη διχόνοια μεταξύ του Ιράν και του αραβικού κόσμου.

“Ο παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας”

Οι διαρροές στις οποίες έγινε αναφορά από δυτικά μέσα ενημέρωσης, αποκαλύπτουν την υποστήριξη των χωρών του Κόλπου και της Σαουδικής Αραβίας σε πολλές μουσουλμανικές τρομοκρατικές οργανώσεις, ένα γεγονός γνωστό και ευρέως τεκμηριωμένο. Αυτό που οι εκθέσεις δεν αναφέρουν, ωστόσο, είναι κάτι που έχει ουσιαστική σημασία για την κατανόηση του “παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας”: ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ ιστορικά έχουν διοχετεύσει τη βοήθεια τους σε τρομοκρατικές οργανώσεις, μέσω του Πακιστάν και της Σαουδικής Αραβίας (Βλ. Michel Chossudovsky, “Ο Πόλεμος της Αμερικής κατά της Τρομοκρατίας”, Global Research, Μόντρεαλ, 2005). Πρόκειται για επιχειρήσεις των μυστικών υπηρεσιών, που χρηματοδοτούνται από τις ΗΠΑ, κάνοντας χρήση Πακιστανών και Σαουδαράβων πρακτόρων ως ενδιάμεσους.
Στο πλαίσιο αυτό, τα καθεστωτικά μίντια τείνουν να χρησιμοποιούν τα έγγραφα του Wikileaks για να συντηρήσουν την ψευδαίσθηση ότι η CIA δεν έχει καμία σχέση με τα τρομοκρατικά δίκτυα, ενώ η Σαουδική Αραβία και τα κράτη του Κόλπου είναι οι κύριοι χρηματοδότες της Αλ Κάιντα , των Ταλιμπάν, των Λασκάρ και Τάιμπα και άλλων, ενώ στην πραγματικότητα η χρηματοδότηση γίνεται σε συνεργασία και συνεννόηση με τους συναδέλφους τους από τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ:

“Οι πληροφορίες έρχονται στο φως κατά τον τελευταίο γύρο διαρροών των εγγράφων που δόθηκαν στην κυκλοφορία από το Wikileaks την προηγούμενη Κυριακή. Οι ανακοινώσεις που αναφέρονται στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στις αμερικανικές πρεσβείες στη Σαουδική Αραβία και στα κράτη του Κόλπου, περιγράφουν μια κατάσταση στην οποία πλούσιοι ιδιώτες χορηγοί, συχνά ανοικτά, υποστηρίζουν με πολλά χρήματα υποστήριξη των ίδιων ομάδων που η Σαουδική Αραβία ισχυρίζεται ότι καταπολεμά ” (Wikileaks: Σαουδάραβες και χώρες του Κόλπου οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες τρομοκρατικών ομάδων-Defense/Middle East – Israel National News).

Κάτι παρόμοιο, όσον αφορά στο Πακιστάν:

“Οι πληροφορίες που ήρθαν στα χέρια του Wikileaks και διοχετεύθηκαν σε διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθιστούν σαφές ότι κάτω από τις επίσημες συμφωνίες υπάρχουν βαθιές συγκρούσεις (μεταξύ των ΗΠΑ και του Πακιστάν) πάνω σε στρατηγικούς στόχους, σε τομείς όπως η στήριξη του Πακιστάν στους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν και η ανεκτική στάση του ως προς την Αλ Κάιντα … ” (Wary Dance With Pakistan in Nuclear World, The New York Times, 1 Δεκέμβρη 2010). Εκθέσεις αυτού του είδους αποσκοπούν στο να νομιμοποιήσουν τις αμερικανικές επιθέσεις κατά υποτιθέμενων τρομοκρατικών στόχων στο Πακιστάν.

Η χρήση και η ερμηνεία που κάνουν τα καθεστωτικά μίντια για τις διαρροές του Wikileaks χρησιμεύουν για τη διαιώνιση δύο μύθων που σχετίζονται μεταξύ τους:

1) το Ιράν έχει ένα πρόγραμμα κατασκευής πυρηνικών όπλων συνιστά απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια.

2) Η Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν είναι κράτη που υποθάλπουν την Αλ Κάιντα. Χρηματοδοτούν τις μουσουλμανικές τρομοκρατικές οργανώσεις, οι οποίες προτίθενται να επιτεθούν στις ΗΠΑ και στους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ.

Η CIA και τα καθεστωτικά μίντια

Οι σχέσεις της CIA με τα καθεστωτικά μίντια των ΗΠΑ είναι ευρέως τεκμηριωμένες. Οι New York Times συνεχίζουν να διατηρούν στενές σχέσεις όχι μόνο με τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών αλλά και με το Πεντάγωνο και πιο πρόσφατα με το Τμήμα Εσωτερικής Ασφάλειας.

Η επιχείρηση ” Mocking Bird” ήταν ένα πρόγραμμα του Γραφείου Ειδικών Αποστολών της CIA, το οποίο ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με στόχο τον επηρεασμό του αμερικανικού και ξένου Τύπου. Από την ίδρυσή του, πολλοί δημοσιογράφοι των αμερικανικών μίντια έχουν στρατολογηθεί από τη CIA.

Το 1977, ο Καρλ Μπέρνστάιν περιγράφει επεισόδια της σχέσης μεταξύ της CIA και των μέσων, σε ένα άρθρο για το Rolling Stones με τίτλο “Η CIA και τα μίντια”:

“Περισσότεροι από 400 Αμερικανοί δημοσιογράφοι έχουν διεκπεραιώσει μυστικές αποστολές για τη CIA, όπως τεκμηριώνεται από έγγραφα της ίδιας της CIA (1950-1977). Οι σχέσεις μεταξύ ορισμένων από αυτών των δημοσιογράφων με τη CIA ήταν απόρρητες, άλλες πάλι ήταν φανερές… Οι ρεπόρτερ μοιράζονταν τις σημειώσεις τους με τη CIA. Οι συντάκτες μοιράζονταν μαζί της τους βοηθούς τους. Μερικοί από αυτούς τους δημοσιογράφους έχουν κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ… Οι περισσότεροι ήταν δημοσιογράφοι όχι ευρέως γνωστοί: ξένοι ανταποκριτές που συνειδητοποίησαν ότι η σχέση τους του με τη CIA ήταν ευεργετική για την καριέρα τους.

Μεταξύ των στελεχών που συνεργάστηκαν με τη CIA ήταν ο Γουίλιαμ Πάλεη της Columbia Broadcasting System, ο Χένρυ Λους από την Time Inc, ο Άρθουρ Σουλτζμπεργκερ Χεις της The New York Times, ο Μπάρρυ Μπίγκαμ της Louisville Courier Journal και o Tζέιμς Κόπλει της Copley News Service. Μεταξύ των άλλων οργανώσεων που συνεργάστηκαν με τη CIA, περιλαμβάνονται οι: American Broadcasting Company, National Broadcasting Company, Associated Press, United Press International, Reuters, Hearst Newspapers, Scripps-Howard, Newsweek, Mutual Broadcasting System, Miami Herald, το παλιό Saturday Night Post και New York Herald-Tribune. (“Η CIA και τα Μίντια”, Kαρλ Μπέρνστάιν).

Ο Μπέρνσταιν υποστηρίζει σχετικά ότι «η χρήση των αμερικανικών μίντια που έκανε η CIA  ήταν πολύ πιο εκτεταμένη από ό, τι αναγνωρίζεται από αξιωματούχους της CIA δημόσια ή σε συναντήσεις με μέλη του Κογκρέσου”. Τα τελευταία χρόνια, η σχέση της CIA με τα μίντια έχει γίνει πιο σύνθετη και πολύπλοκη. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τεράστιο δίκτυο προπαγάνδας, του οποίου αποτελούν μέρος διάφοροι κυβερνητικοί οργανισμοί.

H παραπληροφόρηση των μίντια έχει θεσμοποιηθεί. Τα ψέματα και οι κατασκευές είναι ολοένα και πιο ξεδιάντροπα, σε σύγκριση με αυτά της δεκαετίας του εβδομήντα. Τα μίντια των ΗΠΑ έχουν γίνει εκπρόσωποι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι πράκτορες της CIA “φυτεύουν” συστηματικά την παραπληροφόρηση στις αίθουσες σύνταξης των μεγάλων εφημερίδων, περιοδικών και τηλεοπτικών σταθμών: “κάποιοι σχετικά λίγοι ανταποκριτές με καλές διασυνδέσεις δίνουν τους πρώτους καρπούς, οι οποίοι καλύπτονται στις σχετικά λίγες πηγές ειδήσεων που κυριαρχούν στα μίντια, όπου οι παράμετροι της συζήτησης έχουν τεθεί εκ των προτέρων και η «επίσημη πραγματικότητα » καθορίζεται από αυτούς που ταΐζουν με σκουπίδια το ειδησεογραφικό κανάλι. “(Chaim Kupferberg, Η Προετοιμασία της Προπαγάνδας της 11 / 9, Global Research, 19 Σεπτεμβρίου 2002)

Από το 2001, τα μίντια των ΗΠΑ έχουν αναλάβει ένα νέο ρόλο στη συντήρηση του «παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας » και στη συγκάλυψη των εγκλημάτων πολέμου που έχουν χρηματοδοτηθεί από τις ΗΠΑ. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο υπουργός Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ ίδρυσε το Γραφείο Στρατηγικής Επιρροής, ή «Γραφείο Παραπληροφόρησης», όπως ήταν το παρατσούκλι από τους επικριτές του: «Το Υπουργείο Άμυνας λέει ότι ήταν απαραίτητο να γίνει. Θα φυτέψουν ψεύτικες ιστορίες σε ξένες χώρες, προκειμένου να επηρεάσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη. “(Συνέντευξη με τον Στηβ Αντουμπάτο, Fox News, 26 Δεκεμβρίου 2002, βλ. επίσης Michel Chossudovsky, Πόλεμος Προπαγάνδας, Global Research, 3 Ιανουαρίου 2003).

Σήμερα, τα καθεστωτικά μίντια στις ΗΠΑ είναι ένα μέσο προπαγάνδας του πολέμου, οπότε πρέπει να αναρωτηθούμε: Γιατί η New York Times  να προωθήσει ξαφνικά τη διαφάνεια και την αλήθεια στα μέσα ενημέρωσης υποστηρίζοντας το Wikileaks στη διάδοση διαρροών; Και γιατί οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο δεν αμφισβητούν τις βάσεις αυτής της αταίριαστης σχέσης;

Τυπικά δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το Wikileaks είναι μια συγκαλυμμένη επιχείρηση της CIA. Ωστόσο, η στενή και δομημένη σχέση των μίντια με τις μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, για να μην αναφέρουμε τις διασυνδέσεις μερικών δημοσιογράφων με τους μηχανισμούς των εθνικών υπηρεσιών ασφαλείας που καθιστούν σχετικό το ζήτημα της χορηγίας της CIA.

Το κοινωνικό και καθεστωτικό περιβάλλον του Wikileaks

Το Wikileaks και ο Economist έχουν εισέλθει στη φάση που που θα μπορούσε να ονομαστεί μια αντιφατική σχέση. Ο Ασάνζ, ιδρυτής του Wikileaks, έλαβε το 2008 το “Βραβείο νέου μίντια του Economist “. Αυτό το μέσο έχει μια στενή σχέση με την οικονομική ελίτ της Μεγάλης Βρετανίας. Είναι ένα δημοσιογραφικό μέσο που σε γενικές γραμμές έχει υποστηρίξει τον πόλεμο στο Ιράκ. Φέρει τη σφραγίδα της οικογένειας Ρότσιλντ. Ο Ρότσιλντ ήταν διευθυντής του από το 1972 ως το 1989. Η σύζυγός του Λιν Ρότσιλντ είναι μέλος του παρόντος Διοικητικού Συμβουλίου. Η οικογένεια Ρότσιλντ κατέχει ένα σημαντικό μερίδιο των μετοχών του.

Το ουσιώδες ερώτημα είναι γιατί ο Ασάνζ θα δεχόταν την υποστήριξη ενός από τα πιο εμβληματικά βρετανικά μέσα ενημέρωσης, γνωστό για τη συνεχή συμμετοχή του στην εκστρατεία παραπληροφόρησης. Αν δεν είμαστε μπροστά σε μια περίπτωση «κατασκευασμένης διαφωνίας”, η διαδικασία υποστήριξης και επιβράβευσης του Wikileaks για τις πράξεις του είναι ένας τρόπος ελέγχου και χειρισμού του Wikileaks και ταυτόχρονα χρήσης του από τα καθεστωτικά μίντια.

Είναι σκόπιμο να αναφέρω μια άλλη σημαντική διασύνδεση. Ο δικηγόρος του Ασάνζ Μαρκ Στήφενς της Finers Stephens Innocent (FSI), μια εταιρεία δικηγόρων της ελίτ του Λονδίνου, είναι ο νομικός σύμβουλος της Rothschild Waddesdon Trust. Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα, αλλά πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του κοινωνικού και θεσμικού περιβάλλοντος του Wikileaks: η NYT, το CFR, ο Economist, τα Time Magazine, Forbes, Finers Stephens Innocent (FSI), κλπ.

Κατασκευασμένες διαφωνίες

Το Wikileaks έχει τα χαρακτηριστικά μιας διαδικασίας κατασκευής διαφωνιών. Επιδιώκει την έκθεση των κυβερνητικών ψεμάτων. Έχει κάνει διαρροές πληροφοριών για εγκλήματα πολέμου των ΗΠΑ. Αλλά από τη στιγμή που έχει μπει στο καλούπι της καθεστωτικής δημοσιογραφίας, χρησιμοποιείται ως εργαλείο παραπληροφόρησης.

“Οι  καθεστωτικές ελίτ, για το δικό τους συμφέρον, αποδέχονται τη διαφωνία και διαμαρτυρία, ως ένα χαρακτηριστικό του συστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν αποτελεί απειλή για την κοινωνική καθεστηκυία τάξη. Ο σκοπός τους δεν είναι να καταπνίξουν τη διαφωνία, αλλά, ακριβώς το αντίθετο, να χειραγωγήσουν το κίνημα διαμαρτυρίας για αν καθορίσουν τα όρια της διαφωνίας. Για να διατηρήσουν τη νομιμότητά τους οι οικονομικές ελίτ ευνοούν τις περιορισμένες και ελεγχόμενες μορφές εναντίωσης … Για να είναι αποτελεσματική η διαδικασία κατασκευής διαφωνιών, θα πρέπει να επιβλέπεται και να ρυθμίζεται προσεκτικά από αυτούς που αποτελούν το αντικείμενο του κινήματος διαμαρτυρίας (βλ. Michel Chossudovsky, Κατασκευάζοντας διαφωνίες: υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης και ελίτ  ελέγχουν τα λαϊκά κινήματα,  Σεπτέμβριος 2010).

Αυτό που η ανάλυση αυτή του Wikileaks προτείνει, επίσης, είναι ότι οι μηχανισμοί της προπαγάνδας της «Νέας Τάξης», ιδιαίτερα στον στρατιωτικό τομέα, γίνονται όλο και πιο πολύπλοκοι. Δεν στηρίζονται πλέον στην ανοιχτή απόκρυψη των πραγματικών περιστατικών που αφορούν στα εγκλήματα πολέμου των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Ούτε είναι προαπαιτούμενο πλέον η προστασία της φήμης των ανώτερων υπαλλήλων της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου και του Υπουργού Εξωτερικών. Στη νέα τάξη πραγμάτων, οι πολιτικοί είναι υπό κάποια έννοια αναλώσιμοι, μπορούν να αντικατασταθούν. Αυτό που πρέπει να προστατευθεί και να ενισχυθεί είναι τα συμφέροντα των οικονομικής ελίτ, οι οποίες ελέγχουν τους μηχανισμούς της πολιτικής χωρίς να φαίνονται.

Στην περίπτωση του Wikileaks, τα γεγονότα περιέχονται σε μια βάση δεδομένων. Πολλά από αυτά τα γεγονότα, ιδίως αυτά που αφορούν σε ξένες κυβερνήσεις, εξυπηρετούν τα συμφέροντα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Άλλα στοιχεία τείνουν, με τη σειρά τους, να δυσφημίσουν την αμερικανική κυβέρνηση. Όσον αφορά στην οικονομική πληροφόρηση, η διαρροή στοιχείων που αφορούν σε μία συγκεκριμένη τράπεζα και που παραδίδονται στο Wikileaks  από έναν οργανισμό αντίθετων συμφερόντων, θα μπορούσε να προκαλέσει την κατάρρευση ή την πτώχευση της καταγγελλόμενης τράπεζας.

Όλα τα γεγονότα του Wikileaks συντάσσονται επιλεκτικά, κατόπιν «αναλύονται» και ερμηνεύονται από τα καθεστωτικά μίντια, που υπηρετούν τις οικονομικές ελίτ. Όλο το υλικό πληροφόρησης της βάσης δεδομένων του Wikileaks είναι διαθέσιμο, αλλά το ευρύ κοινό δεν θα μπει στον κόπο να το συμβουλευτεί και να το ερευνήσει. Θα διαβάσει τις επιλογές που συντάσσονται και ερμηνεύονται από τα καθεστωτικά μίντια.

Αυτά παρουσιάζουν μια κατευθυνόμενη προκατάληψη. Οι εκδοχές που συντάσσονται γίνονται αποδεκτές από το κοινό, επειδή φέρουν τη σφραγίδα των «αξιόπιστων πηγών», ενώ στην πραγματικότητα αυτό που εμφανίζεται στις σελίδες των μεγάλων εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών είναι μια προσεκτική χειραγώγηση και διαστρέβλωση της αλήθειας.

Οι περιορισμένες μορφές κριτικών συζητήσεων και η «διαφάνεια» είναι ανεκτές όσο ενισχύουν την υποστήριξη του κοινού στις βασικές αρχές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του “παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Η στρατηγική αυτή υπήρξε επιτυχής με μεγάλα τμήματα του αντιπολεμικού κινήματος των ΗΠΑ: “Είμαστε εναντίον του πολέμου, αλλά υποστηρίζουμε τον« πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία»”. Αυτό σημαίνει ότι η αλήθεια στα μέσα ενημέρωσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη διάλυση του μηχανισμού της προπαγάνδας, δηλαδή, σπάζοντας τη νομιμότητα των καθεστωτικών μίντια, τα οποία υπηρετούν τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ και του παγκόσμιου στρατιωτικού μηχανισμού των ΗΠΑ. Επιπλέον, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η εκστρατεία κατά του Wikileaks στις ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας το νόμο 1917 Περί Κατασκοπείας, δεν θα χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο του διαδικτύου. Στα πλαίσια αυτά πρέπει να δράσουμε αποφασιστικά για να αποτρέψουμε να γίνει η δίκη του Ασάνζ στις ΗΠΑ.

http://www.globalresearch.ca/

http://www.rebelion.org

To κείμενο στα αγγλικά, ισπανικά.