Παρά την αυστηρή προειδοποίηση της στρατιωτικής χούντας για τη “ζημία που επιφέρουν στην οικονομία”, οι εργαζόμενοι στην Αίγυπτο συνεχίζουν τις απεργίες και τις διαδηλώσεις. Οι εργατικοί αγώνες συνεχίζονται σφοδρότεροι, έχοντας πια οι εργαζόμενοι την αίσθηση του θριάμβου μετά την πτώση του Μουμπάρακ. Τα αιτήματά τους υπερβαίνουν τα μισθολογικά και περιλαμβάνουν την άρση των καταχρήσεων στα εργοστάσια και στους χώρους εργασίας καθώς και την παραίτηση των γραφειοκρατών συνδικαλιστών που ήταν πιστοί στον Μουμπάρακ.
Πάνω από 15.000 εργαζόμενοι της Αιγυπτιακής Εταιρείας Νημάτων και Υφασμάτων (πρόκειται για το μεγαλύτερο εργοστάσιο της χώρας, απασχολώντας 24.000 άτομα στη βιομηχανική πόλη Aλ Μαχάλα) κατέβηκαν σε απεργία και σε διαδήλωση έξω από στο εργοστάσιο από τις 16 Φεβρουαρίου, η οποία κατέληξε σε μια σημαντική νίκη. Οι εργάτες του κλωστοϋφαντουργικού εργοστασίου αρνούνταν να σταματήσουν τη διαμαρτυρία τους έως ότου ικανοποιείτο το κυριότερο αίτημά τους, που ήταν η απόλυση του διευθυντή της εταιρείας, Φουάντ Αμπντέλ Aλίμ, ο οποίος κατηγορείτο για διαφθορά.
Το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων, το οποίο έχει υπό τον έλεγχό του την αιγυπτιακή κυβέρνηση, είχε ανακοινώσει την περασμένη εβδομάδα σκληρά αντίποινα εις βάρος των εργαζομένων με την αιτιολογία ότι «δεν θα επιτρέψει τη συνέχιση τέτοιων παράνομων πράξεων που συνιστούν κίνδυνο για το έθνος και θα τα αντιμετωπίσει λαμβάνοντας νομικά μέτρα για την προστασία της εθνικής ασφάλειας”. Παρόλα αυτά οι Ένοπλες Δυνάμεις υποχρεώθηκαν να κάνουν πίσω, αντιμέτωπες με τους εργαζομένους της Αλ Μαχάλα, που αποτελούν ένα στρατηγικό τομέα της οικονομίας. Η βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας απασχολεί το 48% της συνολικής εργατικής δύναμης της χώρας και η βιομηχανική πόλη ήταν το επίκεντρο διαμαρτυριών και εξεγέρσεων το 2006 και το 2008.
Σε μια σημαντική νίκη, οι εργαζόμενοι πέτυχαν την απόλυση του διευθυντή της εταιρείας, 25% αύξηση στις αποδοχές των εργαζομένων και την πληρωμή τους για τις ημέρες της απεργίας. Από την αρχή της κινητοποίησης, διάφοροι τομείς του εργατικού κινήματος συμμετείχαν στις διαδηλώσεις στην ίδια την πόλη και στην πρωτεύουσα Κάιρο: οι εργαζόμενοι στα διυλιστήρια πετρελαίου , οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι σιδηροδρομικοί και οι τραπεζοϋπάλληλοι, μεταξύ των άλλων, οι οποίοι βλέπουν στον αγώνα των εργαζομένων στην κλωστοϋφαντουργία του Αλ Μαχάλα ένα παράδειγμα προς μίμηση.
Παράλληλα με την απεργία ιδρύθηκε και μία νεοσύστατη συνδικαλιστική ένωση, ανεξάρτητη από την παλιά γραφειοκρατία που ήταν εξαρτώμενη από το καθεστώς του Μουμπάρακ και που διατήρησε για 30 χρόνια το καθεστώς της καταπίεσης και της στέρησης του δικαιώματος των εργαζομένων στην απεργία. Στο πλαίσιο αυτής της αναδιοργάνωσης, η νεοϊδρυθείσα Ανεξάρτητη Συνδικαλιστική Συνομοσπονδία δημοσιοποίησε στις 20 Φεβρουαρίου μία δήλωση, όπου μεταξύ άλλων αιτημάτων ζητάει την επανεθνικοποίηση των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων, την ελευθερία του συνδικαλισμού και του δικαιώματος της απεργίας, καθώς και τη διάλυση της (καθεστωτικής) γραφειοκρατικής συνδικαλιστικής ομοσπονδίας.
No Comments “Αίγυπτος: o στρατός κάνει πίσω, αντιμέτωπος με την μαχητική απεργία των εργαζομένων στην κλωστοϋφαντουργία”
Λίγη κοινωνική ιστορία
Το πρώτο εργατικό σωματείο στην Αίγυπτο ιδρύθηκε από Έλληνες εργάτες, από τους οποίους οι περισσότεροι κατάγονταν από την Κέρκυρα, το 1872, με τίτλο «Αδελφότης των Εργατών».
Η πρώτη αναρχική έκδοση εμφανίστηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μάλλον το 1877 και ήταν η «Il Lavoratore» («Η Εργασία»), στην ιταλική γλώσσα. Επίσης, τον Σεπτέμβριο του επόμενου χρόνου, ο Ερρίκο Μαλατέστα, εγκαταλείποντας τη Νάπολι για να αποφύγει τη σύλληψη, έφτασε στην Αλεξάνδρεια όπου απέκτησε επαφές με αρκετούς Ιταλούς μετανάστες εργάτες, αλλά αργότερα συνελήφθη μαζί με τους Αλβίνα και Παρίνι. Απελάθηκαν οι Μαλατέστα και Αλβίνα, ενώ ο Παρίνι παρέμεινε στην Αίγυπτο. Ένας άλλος Ιταλός αναρχικός, ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι, κατέφυγε καταδιωκόμενος στην Αλεξάνδρεια το 1867. Ο Τσιπριάνι παρέμεινε για αρκετά μεγάλο διάστημα και στην Ελλάδα, όπως είδαμε σε άλλο κεφάλαιο.
Την 1η Απριλίου 1882, οι Αιγύπτιοι καρβουνιάρηδες άρχισαν μια απεργία (από τις πρώτες στην ιστορία της χώρας) εναντίον της εταιρίας του καναλιού του Σουέζ στο Πορτ Σάιντ. Η απεργία αυτή είχε έντονη αναρχική συμμετοχή, ίσως και υποκίνηση.
Το 1884 εμφανίστηκε μια αναρχική επιθεώρηση, η «La Questione Sociale» («Το Κοινωνικό Ζήτημα»), στην ιταλική γλώσσα.
Στις 18 Μαρτίου 1894, ένα αιγυπτιακό περιοδικό, το «El Hilal», δημοσίευσε πληροφορίες για την σύλληψη κάποιου Έλληνα αναρχικού εργάτη στην Αλεξάνδρεια επειδή διένειμε «φλογερά αναρχικά φυλλάδια». Τα φυλλάδια αυτά απευθύνονταν στους εργάτες, αναφέρονταν στην επέτειο της Παρισινής Κομμούνας του 1871 και τελείωναν με το σύνθημα «Ζήτω η Αναρχία» (κατά μερικούς «Ζήτω ο Κομμουνισμός»).
Την 1η Οκτωβρίου 1894, οι Έλληνες εργάτες που εργάζονταν στην εταιρία της Διώρυγας του Σουέζ κατέβηκαν σε απεργία με αναρχική υποκίνηση. Τoν ίδιο χρόνο, ιδρύθηκε στο Κάιρο το Διεθνές Σωματείο Σιγαροποιών, κατόπιν πρωτοβουλίας κυρίως Ιταλών αναρχικών και με τη συμμετοχή ελάχιστων Ελλήνων. Το χρόνο αυτό ξέσπασε και μια καπνεργατική απεργία. Επίσης, τον ίδιο χρόνο ο Έλληνας αναρχικός Σακελλαρίδης Γιαννακάκης, συμμετείχε ενεργά στη συγκρότηση ενός συνδικάτου τσαγκαράδων. (Ο ίδιος αργότερα φέρεται ότι συμμετείχε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο Τουρκίας στην Κωνσταντινούπολη).
Ένας άλλος πολύ γνωστός κοινωνικός αγωνιστής τα χρόνια αυτά ήταν ο Έλληνας γιατρός Α. Σκουφόπουλος, υπό την προεδρία του οποίου ιδρύθηκε το 1918 το Διεθνές Εργατικόν Συνδικάτον του Ισθμού του Σουέζ, με πρωτοβουλία της Αδελφότητος Αλληλοβοήθειας «Ο Φοίνιξ», που είχε ιδρυθεί το 1908. Επίσης, το 1923 κυκλοφόρησε στην Αλεξάνδρεια το έργο του «Παλιές και καινούργιες ιδέες».
Το 1899 πραγματοποιήθηκε μια ακόμα απεργία των καπνεργατών, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν και κάποιοι Έλληνες, όπως οι Αριστείδης Παππάς, Ν. Χρυσούδης ή Ζωγράφος και Σ. Βλαχόπουλος (Wink, ο Αιγύπτιος Μοχάμεντ Σίντκυ και ο Εβραίος αναρχικός Σολομών Γκόλντενμπεργκ. Λίγο αργότερα, οι καπνοβιομήχανοι κατάφεραν να εξοβελίσουν τους Παππά, Χρυσούδη και Βλαχόπουλο από το προσκήνιο και σχημάτισαν ένα διασπαστικό σωματείο, με μέλη κάποιους Έλληνες τσιγαράδες. Αλλά ήδη ανάμεσα στους εργάτες δρούσε μια ομάδα Ελλήνων αναρχικών και επαναστατών, όπως οι αδελφοί Βουρτζώνη, ο Νίκος Γιαννής και ο Γιάννης Μαύρος.
Στις αρχές του 1900, ο εργάτης Κ. Αστεριάδης, εξέδωσε στο Κάιρο μια μπροσούρα με τίτλο «Κεφάλαιο-εργασία ή κτήμα-χρήμα», με κατά κάποιο τρόπο αναρχοσυνδικαλιστικές απόψεις.
Λίγο πριν οι Δημήτρης Καραμπίλιας και Πάνος Μαχαιράς φτάσουν στην Αίγυπτο, είχε εγκατασταθεί εκεί και ο Νίκος Δούμας, πρώην μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Καλλέργη και του Σοσιαλιστικού Συνδέσμου «Κόσμος» της Αθήνας. Με πρωτοβουλία κυρίως του τελευταίου, εκδόθηκε το 1907 μια αναρχοσυνδικαλιστικών απόψεων εφημερίδα, ο «Εργάτης», η οποία κυκλοφορούσε και στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο. Στην έκδοσή της συμμετείχαν, επίσης, ο γιατρός Γ. Σαραφίδης, ο Ζαχαρίας Χατζόπουλος (1880-1935, αδελφός των Κώστα και Δημήτρη Χατζόπουλου, ο οποίος το 1913 στην Αλεξάνδρεια εξέδωσε το έργο του «Χαρά και ηδονισμός εις την επανάστασιν»), ο Γεώργιος Τελεμίτης, ο Σταύρος Κουχτσόγλους (ο οποίος εργαζόταν ως τσιγαράς στο εργοστάσιο Τσανακλή), ο Ιωσήφ Χιόνης και ο Κ. Αστεριάδης. Ταυτόχρονα, ο Ν. Δούμας ήταν ένας από τους βασικούς ιδρυτές του Σοσιαλιστικού Κέντρου Καΐρου.
Το 1908, ο «Εργάτης» σταμάτησε την κυκλοφορία του, αλλά ο Γ. Σαραφίδης εξέδωσε τον ίδιο χρόνο μια άλλη εφημερίδα, με το όνομα «Η Νέα» (η οποία ήταν φιλολογικο-σοσιαλιστικού περιεχομένου), με την οποία συνεργάζονταν οι περισσότεροι συντελεστές της έκδοσης του «Εργάτη».
Οι Έλληνες αναρχικοί, Ιωσήφ Χιόνης και Γεράσιμος Λούζης, μαζί με τους Ιταλούς αναρχοσυνδικαλιστές Βοζάι, Λότζι και Πιτζορίτι, συνέβαλαν στην ίδρυση του Διεθνούς Σωματείου Τυπογράφων, το οποίο είχε ελληνικό τμήμα – με γραμματέα τον Χιόνη – και ιταλικό.
Από το 1907-1908 μέχρι και το 1913, οι Ιταλοί και Έλληνες αναρχοσυνδικαλιστές επηρέαζαν το σύνολο σχεδόν των τυπογράφων της Αιγύπτου. Εξέδωσαν, επίσης, το «Bulletino Typografico» («Τυπογραφικό Δελτίο») και, με τις κινητοποιήσεις και πρωτοβουλίες τους, οδήγησαν τους τυπογράφους στην κατάκτηση του οκταώρου, ενώ πριν αυτοί εργάζονταν 12-14 ώρες την ημέρα. Το «Bulletino Typografico» έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος στην Αίγυπτο. Στο διάστημα 1909-1911, δύο σελίδες του γράφονταν και τυπώνονταν στα ελληνικά, από τους Χιόνη, Λούζη και Λουκά Χριστοφίδη. Ταυτόχρονα, άρθρα στην ελληνική γλώσσα, γραμμένα από το Σταύρο Κουχτσόγλους, το Γιώργο Βρισιμιτζάκη και κάποιον με το ψευδώνυμο Σπάρτακος, δημοσιεύονταν στην ιταλική αναρχική εφημερίδα «Idea» («Ιδέα»), που κυκλοφορούσε στο Κάιρο.
Στην εφημερίδα αυτή δημοσιεύονταν και κείμενα του Ισπανού αναρχικού και εκδότη της αναρχικής εφημερίδας «Tierra y Libertad» («Γη και Ελευθερία») Ιωσήφ Εστιβάλις (κείμενα του οποίου δημοσιεύθηκαν και στη σοσιαλιστική εφημερίδα «Κοινωνισμός», που κυκλοφορούσε στην Αθήνα το ίδιο χρονικό διάστημα και που αργότερα έγινε γνωστός ως ο κατ’ εξοχήν αναρχικός κινηματογραφιστής με το όνομα Αρμάντ Γκουέρα).
Στο μεταξύ, το 1907, οι ξένοι εργάτες της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου, ανάμεσά τους και Έλληνες, οργάνωσαν διαδηλώσεις και άλλες εκδηλώσεις εναντίον της σχεδιαζόμενης απέλασης κάποιων Ρώσων προσφύγων, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Αίγυπτο για να αποφύγουν το κύμα καταστολής μετά την αποτυχημένη Επανάσταση του 1905 στην Ρωσία.
Το 1909, ο αναρχικός Γεώργιος Τελεμίτης (για τον οποίο δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία), έγραψε και κυκλοφόρησε την μπροσούρα «Κάτω τα Είδωλα» (που παρατίθεται παρακάτω), με αφορμή την εκτέλεση του Ισπανού αναρχικού παιδαγωγού Φρανσίσκο Φερρέρ υ Γκάρδια, τον ίδιο χρόνο στην Ισπανία. Η μπροσούρα αυτή κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή ευρέως και στον «ελλαδικό» χώρο.
Το 1911, το αιγυπτιακό κράτος εγκαινίασε σειρά διώξεων και οι τρεις Ιταλοί αναρχοσυνδικαλιστές, Βοζάι, Λότζι και Πιτζορίτι και μερικοί άλλοι Ιταλοί απελάθηκαν. Οι Σταύρος Κουχτσόγλους και Νίκος Δούμας όμως συνέχισαν τη δράση τους. Ο πρώτος εξέδωσε την μπροσούρα «Κάτω η μάσκα» (Κάιρο 1912) και ο δεύτερος συνεργάστηκε με άλλους Ιταλούς αγωνιστές, όπως οι Τζάμπιο και Αντόνιο.
Με νέο κύμα διώξεων όμως, οι Ιταλοί κυνηγήθηκαν ανελέητα, ενώ ο Ν. Δούμας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στα τέλη του 1912 και το 1913 ήταν από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Σωματείου Εργατών Υποδηματοποιών, αφού βρήκε εργασία ως τσαγκάρης.
Πηγή:
ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ – ΟΥΤΕ ΑΦΕΝΤΗΣ
http://ngnm.vrahokipos.net/apend03.html?start=1