Ο Μουμπάρακ φεύγει, εμείς μένουμε: μερικές σκέψεις για την εξέγερση στην Αίγυπτο και τον αραβικό κόσμο

“Oι Αιγύπτιοι δοκίμασαν τη γεύση της ελευθερίας. Δεν υπάρχει επιστροφή.”

Αναμφίβολα, οι υπέροχες μαζικές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις που συγκλονίζουν τον αραβικό κόσμο σήμερα, είναι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα μετά την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989-1990. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εγκαινιάζουν μια νέα εποχή για τους λαούς σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο λόγω του ριζοσπαστισμού τους, αλλά και λόγω της στρατηγικής σημασίας της Μέσης Ανατολής στη διεθνή σκηνή. Το βεληνεκές που μπορεί να έχουν αυτές οι κινητοποιήσεις είναι απρόβλεπτο.

Αυτό που ξεκίνησε στην Τυνησία ως διαμαρτυρία για το κόστος ζωής, την ανεργία και τις τιμές των τροφίμων, γρήγορα κλιμακώθηκε σε μια τρομερή επίδειξη λαϊκής δύναμης και πρόκλησης κατά των γερασμένων δικτατοριών, που λάμβαναν απλόχερα την ευλογία του γαλλικού και αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Γι’ αυτό και η διαμαρτυρία εξαπλώθηκε στην Αλγερία, στην Ιορδανία, στην Υεμένη και στην Αίγυπτο[1].

Αυτή το φάντασμα της επανάστασης που σαρώνει τον αραβικό κόσμο έχει κάνει όλες τις δικτατορίες της περιοχής να τρέμουν, σε σημείο που ένας διάσημος αυτοκράτορας σαν τον  βασιλιά Αμπντάλα της Ιορδανίας, μετά τα πρώτα σημάδια της δυσαρέσκειας σε αυτή τη χώρα, να αλλάξει τον πρωθυπουργό του σαν μία φόρμουλα για να εκτονώσει λίγο την πίεση, πριν η κατάσταση εκραγεί μέσα στο βασίλειό του. Κανείς δεν είναι ασφαλής, ούτε το κλυδωνιζόμενο καθεστώς δοσίλογων του Αμπού Μάζεν (Μ. Αμπάς), του οποίου η “παλαιστινιακή ηγεσία” όπως αποκαλύφθηκε χάρη στο Wikileaks, με τις άθλιες διαπραγματεύσεις του πίσω από τις πλάτες του παλαιστινιακού λαού, ήταν έτοιμη να δώσει τα πάντα με κανένα αντάλλαγμα. Αυτό το αβέβαιο σενάριο προκαλεί ρίγη στην Ουάσιγκτον, στο Τελ Αβίβ, στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι, που επί δεκαετίες στηρίζονταν στο ότι το σιδερένιο χέρι (των καθεστώτων) θα κρατούσε τις αραβικές μάζες εντός των ορίων.

Αν και κάποιος μπορεί να πει ότι αυτές οι κινητοποιήσεις ήταν «απροσδόκητες», τουλάχιστον ως προς το εύρος και το βάθος τους, είναι μέρος μιας βαθιάς δυσφορίας που έχει συσσωρευτεί εδώ και δεκαετίες και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να εκραγεί. Τουλάχιστον στην Αίγυπτο, οι διαμαρτυρίες είναι το επιστέγασμα τοπικών και μερικών αγώνων, από απεργίες αρκετά μαχητικές (στρατευμένες), μέχρι τις δύο εξεγέρσεις της Mαχάλα και του Μπορόλος το 2008. Το ίδιο ισχύει και σε άλλες χώρες της Βόρειας Αφρικής, όπου ο συνδικαλισμός έχει αυξήσει το επίπεδο της μαχητικότητας του τα τελευταία χρόνια και όπου η μαχητική βάση έχει αποκτήσει σημαντική αυτονομία, παρά τις μετριοπαθείς ηγεσίες. Αν σε αυτά προσθέσουμε και την αυξανόμενη δυσφορία που παράγεται από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις στη Μέση Ανατολή καθώς και τη διαφθορά, την αυξανόμενη φτώχεια και την ανεργία, βλέπουμε ότι όλες οι συνθήκες για τις τωρινές διαμαρτυρίες ήταν ώριμες εδώ και καιρό και χρειαζόταν μόνο η σπίθα που θα έκανε την πυριτιδαποθήκη να εκραγεί.

Ο Μουμπάρακ φεύγει, εμείς μένουμε! Προς μία αιγυπτιακή Αργεντινή;

Η Αίγυπτος έχει συγκλονιστεί από διαδηλώσεις μεγάλης εμβέλειας, οι οποίες αυξάνονται καθημερινά. Σήμερα, 1 Φεβρουαρίου, κινητοποιήθηκαν πολύ περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι για να ανατρέψουν τον Μουμπάρακ. Αναμένεται ότι τις επόμενες ημέρες αυτοί οι αριθμοί θα συνεχίζουν να αυξάνονται και ότι οι διαδηλώσεις θα συνοδευτούν από μια γενική απεργία. Οι κινήσεις αυτές δεν παύουν να μας υπενθυμίζουν ότι πριν από μια δεκαετία κλόνισαν την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, αναδιαμορφώνοντας το περιφερειακό πολιτικό τοπίο, ανατρέποντας πάνω από μία κυβέρνηση και ανοίγοντας την πόρτα για αρκετά πιο ριζοσπαστικές εμπειρίες λαϊκής εξουσίας σχεδιασμένες σε έναν αγώνα από τα κάτω. Τα συνθήματα που προβάλλουν οι διαδηλωτές φαίνεται να είναι η ηχώ του “Να φύγουν όλοι!” που φώναξε ολόκληρος ο λαός της Αργεντινής το Δεκέμβριο του 2001.

Όπως και εκείνες, έτσι και αυτές οι διαμαρτυρίες υπαγορεύθηκαν από τους κοινούς ανθρώπους, χωρίς οργανώσεις που να καθοδηγούν την αυξανόμενη διαμαρτυρία, η οποία έχει απήχηση στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, πέρα από τις διαιρέσεις θρησκείας, φύλου, ηλικίας ή πολιτικών παραδόσεων. Ακόμη και η μεσαία τάξη και τομείς της ελίτ προσχώρησαν σε μια διαμαρτυρία που τροφοδοτήθηκε κυρίως από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα της Αιγύπτου, από εργαζομένους ανέργους, φοιτητές.

Το μπλοκάρισμα του ίντερνετ και της κινητής τηλεφωνίας δεν έχει εμποδίσει τη γιγάντωση της διαμαρτυρίας και την κυκλοφορία των ειδήσεων μέσα από άλλα μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένης και της διάδοσης στόμα με στόμα. Η αστυνομική καταστολή των πρώτων ημερών δεν μπόρεσε να σταματήσει τους διαδηλωτές, αν και υπολογίζεται ότι υπήρξαν πάνω από 300 νεκροί[2]. Επιπλέον, όταν κάποιοι αστυνομικοί άρχισαν να περνούν στο μέρος των διαδηλωτών, ο Μουμπάρακ αποφάσισε να βγάλει το στρατό στο δρόμο, αλλά οι εικόνες της αδελφοποίησης με τον αγωνιζόμενο λαό δεν άργησαν να φανούν. Ακόμη και πριν από τη μεγάλη διαδήλωση της 1ης Φεβρουαρίου, ο στρατός διαβεβαίωσε ότι δεν θα κατέστειλε τον πληθυσμό και ότι τα αιτήματά του ήταν νόμιμα: σύμφωνα με ορισμένους Αμερικανούς αξιωματικούς, ορισμένοι αξιωματικοί πιστοί στο καθεστώς θα προσπαθούσαν να σαμποτάρουν την διαμαρτυρία παραμένοντας αδρανείς, αλλά αυτό είναι μία απλή υπόθεση. Η πραγματικότητα, προς το παρόν, είναι ότι ο στρατός δεν καταστέλλει και παραδίδει τους δρόμους στους διαδηλωτές. Για πόσο καιρό; Αυτό είναι κάτι που δεν γνωρίζουμε και θα λάθος του αιγυπτιακού λαού να στηρίζεται σε υπερβολικό βαθμό στην «εθνικιστική» φύση του στρατού του, διότι σε τελική ανάλυση, είναι ένας στρατός που χρηματοδοτείται από την Ουάσιγκτον και όπως κάθε δομή της άρχουσας τάξης, ο τελικός του ρόλος είναι η υπεράσπιση του status quo, όχι η αλλαγή του.

Τα προηγούμενα δεν αφήνουν προς το παρόν άλλη επιλογή στον αδύναμο Μουμπάρακ από το να δοκιμάσει να κάνει μερικές μεταρρυθμίσεις για να παγώσει την κατάσταση. Μετά από σχεδόν μια εβδομάδα αυξανόμενων διαμαρτυριών άλλαξε το υπουργικό του συμβούλιο και ανακοίνωσε τη βούλησή του για διάλογο με την αντιπολίτευση, προκειμένου να μοιραστεί ένα μέρος της εξουσίας. Οι παραχωρήσεις αυτές της τελευταίας στιγμής δεν χρησίμευσαν σε τίποτα λόγω του μαχητικού πνεύματος ενός λαού θυμωμένου και εξαντλημένου, που υπομένει την τυραννία του εδώ και τρεις δεκαετίες. Ο λαός απάντησε μεγαλώνοντας την διαμαρτυρία μέχρι να φύγει ο Μουμπάρακ και του έδωσε προθεσμία μέχρι την Παρασκευή.

Ήταν πολύ αργά για να κάνει αναστροφή: είχε περάσει το σημείο που αν το περάσεις δε γυρίζεις πίσω. Τώρα η συζήτηση μπορεί να είναι μόνο για την αποχώρηση του Μουμπάρακ: πριν από λίγα λεπτά, ο ίδιος ανακοίνωσε στην κρατική τηλεόραση ότι δεν θα επιδιώξει να είναι ξανά υποψήφιος και θα εργαζόταν από τώρα μέχρι τον Σεπτέμβριο για να εξασφαλίσει μια ειρηνική μετάβαση. Μένει να δούμε ποια θα είναι η λαϊκή αντίδραση σε αυτή την ανακοίνωση. Ο αιγυπτιακός λαός γνωρίζει ότι δεν μπορεί να χάσει την ορμή του, και πως αν δεν είναι τώρα, δε θα είναι ποτέ. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι αυτή η νέα προσπάθεια για να ξεφουσκώσει το κίνημα θα πέσει στο κενό και θα πνιγεί κάτω από το πραγματικό σύνθημα της τωρινής στιγμής: ‘Μουμπάρακ φύγε τώρα! Όχι τον Σεπτέμβριο, τώρα!’. Αυθόρμητα, οι μάζες που συγκεντρώθηκαν γύρω από τις τηλεοράσεις φώναζαν «Να δώσει ο Θεός να είναι αυτή η τελευταία του νύχτα».

 

Η αμερικανο-σιωνιστική διάσταση της κρίσης: αναζητώντας την «αλλαγή» της βιτρίνας

Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των συνθημάτων που ακούγονται στην πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο, το επίκεντρο της διαμαρτυρίας, οι αναφορές στον Μουμπάρακ ως μια «άνανδρη» μαριονέτα των ΗΠΑ και του Ισραήλ  είναι κυρίαρχες, ή ότι ο Μουμπάρακ αναπαριστάται σαν μια κούκλα με δολάρια στην τσέπη και με αστέρια του Δαβίδ στο κοστούμι και στη γραβάτα του. Η Αίγυπτος είναι μία από τις δύο χώρες στην περιοχή, μαζί με την Ιορδανία, η οποία έχει υπογράψει μια συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ και είναι ο δεύτερος αποδέκτης της στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ, βάζοντας στην τσέπη μόνο από αυτή τη «συνεργασία» ούτε λίγο ούτε πολύ 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν για τη σημερινή κατάσταση. Οι υποκριτικές τους δηλώσεις την περασμένη εβδομάδα, λέγοντας ότι περίμεναν από το Μουμπάρακ να πραγματοποιήσει βαθιές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις δεν εξαπάτησαν κανέναν. Όχι μόνο αυτά τα αμερικάνικα αιτήματα για μεταρρυθμίσεις του αιγυπτιακού καθεστώτος ήρθαν με καθυστέρηση τριών δεκαετιών, αλλά και επίσης ο κυνισμός τους γίνεται εμφανής από την στρατιωτική βοήθεια που δίνουν συστηματικά στη δικτατορία Μουμπάρακ, η οποία ποτέ δεν θα είχε παραμείνει στην εξουσία για τόσο πολύ καιρό χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ, και επειδή μέχρι πρόσφατα, η Ουάσιγκτον δεν έχανε την ευκαιρία να κολακεύσει τον “πιστό της σύμμαχο» τον Μουμπάρακ, όπως ο ίδιος ο Ομπάμα απέδειξε το 2009 κατά την επίσκεψή του στην Αίγυπτο, ή όταν υποδέχτηκε το Μουμπάρακ στην Ουάσιγκτον τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Από την πλευρά του, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου, έχει ήδη εκφράσει την ανησυχία του για τα γεγονότα στην Αίγυπτο, χώρα η οποία έχει συμβάλει στον μεσαιωνικού τύπου αποκλεισμό της Γάζας και η οποία είναι ο ισχυρότερος πολιτικός και στρατιωτικός τους σύμμαχος στην περιοχή . Το Ισραήλ εξακολουθεί να βλέπει με ανησυχία το γεγονός ότι ένα αιγυπτιακό καθεστώς που δεν θα θεωρείται «φιλικό», θα έχει στη διάθεσή του ένα σύγχρονο στρατό που έχει οικοδομηθεί χάρις στη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες. Ομοίως, η περιφερειακή πολιτική αστάθεια έχει σημαντικό αντίκτυπο στη νεολαία της Γάζας και της Δυτικής Όχθης, όπου πολλοί Παλαιστίνιοι βλέπουν ότι έχει έρθει η ώρα για μια νέα ιντιφάντα. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, ανεξάρτητα από το καθεστώς που θα επικρατήσει στην Αίγυπτο, θα υπάρχει ένα σοβαρό πλήγμα για την εγκληματική πολιτική του αποκλεισμού της Γάζας, με όλες τις συνέπειες που αυτό έχει για το Ισραήλ και για τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού.

Οι ΗΠΑ έστειλαν τον Φρανκ Γουίζνερ, πρώην πρεσβευτή και φίλο του Μουμπάρακ, να του πει ότι τελείωσε ο χρόνος του και ότι αφού ζύγισαν το πολιτικό κόστος της διατήρησης του συμμάχου τους, τελικά κατέληξαν στο ότι η περιφερειακή στρατηγική τους εξυπηρετείται καλύτερα από έναν περιορισμένο “δημοκρατικό άνοιγμα”. Ο ιμπεριαλισμός, στην τελική ανάλυση, δεν έχει φίλους αλλά συμφέροντα. Η ανάγκη να προωθηθεί αυτό το “δημοκρατικό άνοιγμα” με ελεγχόμενο τρόπο από την Ουάσιγκτον έχει τονιστεί από πολλούς δυτικούς πολιτικούς που έκαναν έκκληση για μια “κανονική” μετάβαση, έναν ευφημισμό που χρησιμοποιείται για να πουν: “θέλουμε να αλλάξουν τα πράγματα επιφανειακά, έτσι ώστε στην πραγματικότητα να μην αλλάξει τίποτα. Οι διπλωματικές προσπάθειες στο θέμα αυτό φαίνεται να είναι σε προχωρημένο στάδιο και οι ΗΠΑ έχουν εισέλθει σε μία φάση συνεχόμενων επαφών με τμήματα του στρατού και της αντιπολίτευσης: η αμερικανίδα πρέσβης στην Αίγυπτο Μάργκαρετ Σκόμπευ έχει ήδη αρχίσει να επικοινωνεί με το ρεφορμιστή ηγέτη Μοχάμεντ Ελ Μπαραντέι , τον κύριο υποψήφιο για να διαδεχθεί στην εξουσία τον τύραννο Μουμπάρακ. Περιμένουν, ίσως, να δημιουργήσουν έτσι τις προϋποθέσεις για μια αλλαγή του καθεστώτος που θα εξασφαλίζει τα γεωπολιτικά συμφέροντα του ιμπεριαλισμού και του σιωνιστικού καθεστώτος.

Αυτό που επιλέγουν να αγνοούν αυτοί οι διπλωματικοί ζογκλερισμοί, είναι ότι εκατομμύρια Αιγύπτιοι είναι στους δρόμους και είναι, προς το παρόν, αυτοί που έχουν την πρωτοβουλία στα χέρια τους, και οι οποίοι θέτουν όρια στην πολιτική διαδικασία μετά την επικείμενη πτώση Μουμπάρακ. Προφανώς, ο αιγυπτιακός λαός γνωρίζει ότι το μήνυμά του πρέπει να ακουστεί στην Ουάσινγκτον, για εκεί μένει το αφεντικό, του οποίου ο Μουμπάρακ δεν είναι παρά το σκυλί. Γι’ αυτό και τόσα πολλά συνθήματα ήταν γραμμένα στα αγγλικά σε αυτές τις διαμαρτυρίες.

Προς έναν διεθνισμό με ανανεωμένο σθένος

Αυτή η διαμαρτυρία έχει ευρείς επιπτώσεις σε όλο τον κόσμο και πρέπει να μας κάνει να επανεξετάσουμε το πεδίο εφαρμογής ενός νέου διεθνισμού στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Το πρώτο, και πιο προφανές, είναι ότι αυτές τις διαμαρτυρίες συμβαίνουν σε δικτατορίες πειθήνιες προς τις ΗΠΑ, που έχουν συνεργαστεί με ενθουσιασμό στον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα μια έξυπνη δικαιολογία για την καταστολή της εσωτερικής διαφωνίας. Ως εκ τούτου αποτελούν ένα σημαντικό πλήγμα για τη στρατηγική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, η οποία καταρρέει και γίνεται κομμάτια. Το πολιτικό πλήγμα που θα σήμαινε η κατάρρευση του βασικού άραβα συμμάχου των ΗΠΑ, του Μουμπάρακ, θα αθροιζόταν στο χτύπημα που δέχτηκαν στο Λίβανο με την πτώση του Χαρίρι και την άνοδο στην εξουσία ενός πρωθυπουργού συμμάχου της Χεζμπολάχ, εκτός από τα στρατιωτικά πραξικοπήματα που έγιναν το ένα πίσω από τα άλλο στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.

Θα προσπαθήσουν, ίσως, να προσαρμοστούν σε αυτό το σενάριο μετάβασης, αλλάζοντας την Αίγυπτο ως θεμελιώδη στυλοβάτη τους στον αραβικό κόσμο με την Σαουδική Αραβία, μια χώρα με την οποία οι ΗΠΑ κλείνουν από στιγμή σε στιγμή τη μεγαλύτερη εμπορική στρατιωτική συμφωνία όλων των εποχών, με μία πώληση στρατιωτικών αεροσκαφών ύψους 60 εκατομμυρίων δολαρίων, επιπλέον από συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας και την ανανέωση της ναυτικής της ισχύος[3].

Αλλά πέρα από τις προφανείς επιπτώσεις αυτής της επανάστασης υπό το πρίσμα της γεωπολιτικής στρατηγικής των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, η διεθνής εμβέλεια των διαμαρτυριών αυτών δεν μπορεί να ελαχιστοποιηθεί αν λάβουμε υπόψη ότι εντάσσονται στα πλαίσια της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού. Εδώ δεν πρόκειται μια απλή αραβική εξαίρεση όπως θα ήθελε να μας κάνει να πιστεύουμε το CNN. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις διαμαρτυρίες των οποίων η προέλευση είναι ένα πρόβλημα τόσο παγκόσμιο, όπως είναι η τιμή των τροφίμων, η οποία ήταν ο καταλύτης για μεγάλες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες το 2008, σε μέρη τόσο διαφορετικά και μακρινά όπως οι Φιλιππίνες και η Αϊτή. Προφανώς, σε κάθε χώρα οι διαμαρτυρίες πήραν διαφορετικό πρόσωπο και χαρακτήρα, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, αλλά οι κοινοί παράγοντες που λειτουργούν είναι αυτοί που θα πρέπει να αποκαλύψουμε προκειμένου να έχουμε αυτή τη συνολική εικόνα του δάσους που μπορεί να κρυφτεί από την ιδιαιτερότητα του κάθε δέντρου μεμονωμένα.

Η πραγματική ερμηνεία του τι συμβαίνει στη Βόρεια Αφρική μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του και την ιστορική προοπτική του ζητήματος, και αν κατανοήσουμε αυτή τη διαδικασία, σε τελική ανάλυση, ως τμήμα μιας ανολοκλήρωτης διαδικασίας αγώνων, η οποία ξεκίνησε το 1956 στην Αλγερία κατά της αποικιοκρατίας. Σήμερα, αγωνιζόμαστε ενάντια στη νεο-αποικιοκρατία και στο πολιτικο-οικονομικό σύστημα που τη δημιουργεί. Οι λαοί της Τυνησίας, της Αιγύπτου, της Αλγερίας, κλπ. Απέδειξαν με τον αγώνα τους το λάθος αυτής της πατερναλιστικής και αποικιακής καρικατούρας, η οποία διαπερνά την αριστερά της Δύσης, που μιλά για έναν πληθυσμό που δε θα αγωνιστεί για την «πολιτική του οπισθοδρόμηση» (πράγμα που θα είχε δήθεν ρίζες στον πολιτισμό και τη θρησκεία του). Επιβεβαίωσαν την πολιτική τους ικανότητα και απέδειξαν ότι ο αγώνας των ανθρώπων δεν ανήκει σε κανέναν, αλλά σε όλους τους λαούς του κόσμου, και ότι η επαναστατική πάλη στην Αίγυπτο θα έχει μοναδικά χαρακτηριστικά και αναγκαστικά θα πρέπει να ανταποκριθεί στις ιδιομορφίες τους. Ακόμα και αν μπορούμε να διδαχθούμε ο ένας από τον άλλο, δεν πρέπει να αναμένουμε ότι τα οράματά μας θα προσαρμοστούν μηχανιστικά στο όραμα που αναδύεται σε αυτές τις στιγμές αγώνων στο Σουέζ, στην Αλεξάνδρεια ή στο Κάιρο.

Ο αντίκτυπος αυτής της πάλης πρέπει οπωσδήποτε να είναι παγκόσμιος. Ο αραβικός κόσμος δίνει ένα παράδειγμα προς μίμηση- όχι μόνο για τις άλλες χώρες της περιοχής- το οποίο δεν είναι το μήνυμα που προσπαθούν να δώσουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με τη σαφή πρόθεση να συγκρατήσουν το βεληνεκές αυτής της διαμαρτυρίας. Το παράδειγμά του στέλνει ελπίδα σε όλους τους λαούς του κόσμου και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη, πέρα από τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν και πέρα από ομιλίες πάνω στις υποτιθέμενες “συγκρούσεις πολιτισμών”.

Το βεληνεκές και τα όρια της αυθόρμητης διαμαρτυρίας

Όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα ξεχωριστό στοιχείο της νέας αυτής «ιντιφάντα» είναι ο αυθόρμητος χαρακτήρας της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εμπειρία παρελθόντων αγώνων προετοίμασε το έδαφος για αυτές τις νέες διαμαρτυρίες. Χωρίς αμφιβολία, η εμπειρία της αλληλεγγύης με τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού, με τον αγώνα ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε χώρες όπως το Ιράκ και το Αφγανιστάν, ενίσχυσαν ιδεολογικά την απόρριψη αυτών των νεο-αποικιακών καθεστώτων, συνεργατών (συνενόχων) του ιμπεριαλισμού. Αλλά είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι η διαμαρτυρία πραγματοποιήθηκε χωρίς ένα συγκεκριμένο σχέδιο εκ των προτέρων και ότι οι μάζες που βγήκαν στους δρόμους σε πολλές αραβικές χώρες δεν υπακούν σε κάποιο κέντρο ή σε κάποιους χαρισματικούς ηγέτες. Είναι η οργή, η απογοήτευση, η πείνα αυτά που κρατούν τους ανθρώπους στους δρόμους, και είναι η αίσθηση της συλλογικής ισχύος που έχουν αποκτήσει αυτό που τους συνενώνει γύρω από το αίτημα για αλλαγή καθεστώτος.

Και αυτός είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες: ότι οι άνθρωποι στην Αίγυπτο, στην Τυνησία, στην Αλγερία και αλλού, έχουν πια επίγνωση της δύναμής τους. Και για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό ασκήσανε την εν λόγω δύναμη για να γίνουν υποκείμενα της δικής τους ιστορίας: αυτή είναι από μόνη της μια επαναστατική αλλαγή και τίποτα μετά από αυτές τις διαμαρτυρίες δε θα παραμείνει το ίδιο, γιατί ο λαός έχει γίνει αυτόνομος πολιτικός παράγοντας που έχει δικά του δικαιώματα. Όπως λέει ένα μικρό πανό κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στην Αίγυπτο, «Οι Αιγύπτιοι έχουν δοκιμάσει τη γεύση της ελευθερίας. Πια δεν υπάρχει επιστροφή”.

Αλλά πράγμα είναι να κερδίσει κανείς το δρόμο, και άλλο να πάρει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής των ορυχείων, των εργοστασίων, των επιχειρήσεων, των γραφείων, των εργαστηρίων, των σούπερ μάρκετ.  Εκεί διεξάγεται η αποφασιστική μάχη, η οποία δεν είναι παρά μια μάχη ενάντια στον καπιταλισμό, γιατί στην τελική αυτό το καθεστώς, ή κάποια άλλα που θα μπορούσαν να το αντικαταστήσουν, έχει βαθιά τις ρίζες τους σ’ αυτό το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στη φτώχεια και στην ανισότητα.

Ίσως ένα από τα πιο ενθαρρυντικά στοιχεία είναι ότι οι άνθρωποι, τόσο στην Τυνησία όσο και στην Αίγυπτο, έφτιαξαν αυθόρμητα λαϊκές επιτροπές, οι οποίες έχουν εκ των πραγμάτων μετατραπεί σε διπλή εξουσία, η οποία ύψωσε το ανάστημά της απέναντι και εναντίον της αυταρχικής θεσμικότητας. Χάρη στον αυθορμητισμό της διαμαρτυρίας, η δημιουργικότητα των ανθρώπων εκφράζεται χωρίς κανενός είδους περιορισμό και το «κυρίαρχο» στοιχείο απέδειξε πλήρως την πολιτική του ικανότητα. Αλλά και ο αυθορμητισμός, αν και έχει επιτρέψει αρχικά την ανάπτυξη αυτής της νέας ελευθεριακής θεσμικότητας,  δημιουργεί έναν αντικειμενικό περιορισμό, ο οποίος είναι ότι -ελλείψει ιστορικών προηγουμένων που να μπορούν να μεταφραστούν σε επαναστατικά προγράμματα τα οποία θα μπορούσαν να είναι εναλλακτικές στρατηγικές στο σημερινό πολιτικό και κοινωνικό σύστημα- η αυθόρμητη πρωτοβουλία των μαζών μόλις που αναπτύσσεται προκειμένου να καλύψει το αντικειμενικό κενό εξουσίας, όχι όμως για στρατηγικούς σχεδιασμούς. Έτσι, η δυαδική εξουσία νοείται ως μία τακτική αγώνα, όχι ως το σπέρμα της κοινωνίας που θα οικοδομηθεί. Όταν γίνει αυτό το άλμα, τότε θα μετατραπεί σε ένα συνειδητά επαναστατικό κίνημα.

Έχουμε κάνει κάποιους παρόμοιους στοχασμούς στο παρελθόν σχετικά με την εμπειρία της Αργεντινής[4] και της Βολιβίας στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, όπου η λαϊκή πρωτοβουλία έφτιαξε οριζόντια κοινωνικά δίκτυα, ελευθεριακή, έναν πόλο ισχύος του λαού σε επίπεδο βάσης, ο οποίος ουσιαστικά προερχόταν από τα κάτω, εκτός του κρατικού ελέγχου και σε σαφή αντίθεση με αυτόν, ώστε στη συνέχεια, αυτή η δημιουργικότητα να διοχετευτεί σύμφωνα με την κατάκτηση του παλιού κρατικού μηχανισμού. Όπως λέγαμε σε ένα άρθρο του 2005 για με τη Βολιβία:

” Ένας αριθμός κινητοποιήσεων κατά τα τελευταία έτη είχαν έναν απροσδόκητο ριζοσπαστισμό, αμφισβήτησαν στην πράξη τα ίδια τα θεμέλια του συστήματος και οριοθέτησαν λαϊκούς και ελευθεριακούς μηχανισμούς οργάνωσης και αγώνα. Αλλά τη στιγμή της κατάρρευσης, το ρεφορμιστικό όραμα (το κράτος μπορεί να μεταρρυθμιστεί, είναι απαραίτητη μία καταστατική συνέλευση, χρειάζονται εθνικοποιήσεις, λες και όλα αυτά είναι λύσεις από μόνες τους, ή ακόμη και αναπόφευκτα βήματα προς τέτοιες λύσεις) έχει κερδίσει έδαφος και έχει κυριαρχήσει (…) Ο βολιβιανός λαός φαίνεται και πάλι να μην έχει φθάσει σε μια οργανωτική συνειδητοποίηση ότι οι λύσεις στα σοβαρά προβλήματα έγκεινται μόνο στα ίδια τα προβλήματα, έξω από μία θεσμικότητα που αποσκοπεί να αποκλείσει την πλειοψηφία του κόσμου και εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ελίτ της δημοκρατίας. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι το μόνο που μπορεί να έχει μία στρατηγική προοπτική και, ως εκ τούτου επαναστατική, στις πρωτοβουλίες [τους] [για οργάνωσης κατά τη διάρκεια του αγώνα]”. [5]

Η πρόκληση δεν είναι μικρότερη: όπως έχουμε επιβεβαιώσει με έναν εξίσου δραματικό τρόπο στην Αργεντινή, στην απουσία ενός επαναστατικού προγράμματος που να δίνει μια οριστική λύση στην κρίση υπέρ του λαού, το σύστημα, με όλους τους πολιτικούς και τους επιχειρηματίες από πίσω του, κατόρθωσε να αποκατασταθεί μεσοπρόθεσμα, με τους θεσμούς του να βγαίνουν  ενισχυμένοι μετά την κρίση. Με αυτό που λέμε δεν θέλουμε να δώσουμε μια συνταγή, η οποία μας λείπει, αλλά απλώς επισημαίνουμε τους κινδύνους της απουσίας ενός ώριμου προγράμματος από τον αγωνιζόμενο λαό, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στην αποκατάσταση του παλαιού καθεστώτος, το οποίο επιδιώκουμε να ανατρέψουμε.

Στην αιγυπτιακή περίπτωση, τουλάχιστον, ο ρόλος του στρατού φαίνεται στα μάτια των ανθρώπων όπως αυτός ενός διαιτητή, ο οποίος μπορεί να δώσει μία λύση ευνοϊκή για τα συμφέροντα των ανθρώπων στις συνθήκες της τρέχουσας κρίσης. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ούτε στην Αίγυπτο ούτε οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, η στρατιωτική θεσμικότητα παίζει έναν ουδέτερο ρόλο ή σχετίζεται με μια προοπτική χειραφέτησης. Το να εγκαταλειφτεί η πολιτική λύση στα χέρια του στρατού είναι ένα βήμα προς την αυτοκτονία. Επίσης, είχαμε πει τότε για τη βολιβιανή περίπτωση:

“Μια θεσμική κρίση και κρίση του συστήματος, η οποία διαιωνίζει την αστική αδυναμία να διατηρήσει μια λειτουργική κοινωνία, αλλά και αποκαλύπτει την ανωριμότητα του προλεταριάτου να αποτινάξει το ζυγό της ταξικής καταπίεσης, ενέχει τον κίνδυνο της αστικής τάξης με στρατιωτικά μέσα. Ιστορικά, η απουσία μίας οργανωμένης και ισχυρής τάξης, και παράλληλα έχοντας επίγνωση του ιστορικού ρόλου της, με μια προοπτική που να την εκφράζει με τρόπο ολοκληρωμένο και οργανικό, δίνει τη θέση της σε στρατιωτικούς ηγέτες, δεξιούς ή αριστερούς(…) Σήμερα, η έλλειψη οράματος επαναστατικής στρατηγικής σε μια εργατική τάξη και στις εξεγειρόμενες λαϊκές μάζες που διεκδικούν το δικαίωμά τους σε μία ελεύθερη και αξιοπρεπή ζωή, μπορεί να επαναφέρει τον κίνδυνο της εμφάνισης μίας στρατιωτικής ηγεσίας σε μια εποχή που η δύναμη μιας τάξης εξασθενεί και αυτή μιας άλλης έχει μόλις αρχίσει να διαμορφώνεται. Πρέπει να δούμε με κάποια ανησυχία ότι ορισμένοι τομείς της βολιβιανής αριστεράς δεν απορρίπτουν μια πολιτικο-στρατιωτική διέξοδο από την κρίση, ή τις δηλώσεις του ναυάρχου Aράντα, που δείχνουν μια προδιάθεση προς αυτή τη διέξοδο. Αυτό κάνει περισσότερο επιτακτική την ανάγκη για μία προοπτική (σχέδιο) που να γεννηθεί στους κόλπους της εργατικής τάξης και που θα υπολογίζει μόνο μόνο στα δικά της μέσα”.[5]

Το μόνο μάθημα που μπορούμε να μοιραστούμε με τους συντρόφους μαςστην Αίγυπτο, είναι ότι δεν πρέπει να περιμένουν λύσεις από τα πάνω ή στο στενό πλαίσιο των υφιστάμενων θεσμών. Οι μόνες απαντήσεις θα προέλθουν από τους ίδιους τους ανθρώπους, που στον αγώνα τους έχουν οικοδομήσει τους δικούς τους θεσμούς, οι οποίοι πρέπει να αποτελέσουν πρότυπο για το μέλλον τους. Σε αυτόν τον αγώνα, πρέπει να αναζητήσουμε ένα χώρο έτσι ώστε οι διάφοροι κοινωνικοί, πολιτικοί και θρησκευτικοί συντελεστές που συμμετέχουν σε αυτή τη διαμαρτυρία, να βρουν μία κοινή βάση, μια βασική πλατφόρμα, γύρω από την οποία να συγκεντρωθούν τα πιο άμεσα αιτήματα του λαού.

Για να φτάσουν σε αυτή τη βασική συμφωνία αγώνα, αντιμετωπίζουν έναν αγώνα δρόμου ενάντια στο χρόνο, γιατί παρόλο που οι επαναστάσεις εξελίσσονται σε σχετικά μεγάλες χρονικές περιόδους, στις οποίες ο λαός κερδίζει σε εμπειρίες αγώνα και στις οποίες συσσωρεύονται εντάσεις, η περίοδος της ανοιχτής επαναστατικής κρίσης, στην οποία η κοινωνική πραγματικότητα γίνεται απτή, και στην οποία η δημιουργικότητα των ανθρώπων μπορεί να διαμορφώσει μια εναλλακτική θεώρηση της κοινωνίας, είναι σχετικά μικρή. Αν χαθεί χρόνος, η πρωτοβουλία θα γυρίσει πίσω σε αυτούς που μονοπωλούν την εξουσία, και σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, πρέπει να μάθουμε να πράξουμε το καλύτερό για να ανατρέψουμε την ισορροπία προς όφελος του λαού: «Η ιστορία είναι αμείλικτη με το επαναστατικό κίνημα, ποτέ δεν περίμενε να σχηματιστεί η κατάλληλη πρωτοπορία, να βρεθεί η σωστή κατεύθυνση, στην οποία μια τάξη να πορευτεί ως ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει λόγος να ονειρευόμαστε πως θα μπορούσε να είναι το κίνημα. Οι επαναστάσεις, οι εξεγέρσεις είναι αυτό που είναι και πρέπει να μάθουμε να τις κατευθύνουμε σε μία κατεύθυνση προς τα συμφέροντα του λαού”.

Η κρίση είναι ανοιχτή. Η επίλυσή της βρίσκεται τώρα στα χέρια του αιγυπτιακού λαού, και ανάλογα με το τι θα συμβεί τις επόμενες ημέρες, θα καθοριστεί η πορεία που θα ακολουθήσει το φαινόμενο του ντόμινο στις αραβικές χώρες. Οι ΗΠΑ και οι τύραννοι της περιοχής έχουν επίγνωση της ανάγκης να σταματήσει αυτή η κλιμάκωση σε κάποιο σημείο. Μπορούμε να περιμένουμε ότι προς αυτήν την κατεύθυνση θα εφαρμόσουν όλα τα διπλωματικά και πολιτικά μέτρα, και αν αυτά δεν παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, δεν θα αργήσουν να καταφύγουν στην ωμή βία. Όμως, ο αιγυπτιακός λαός δεν φαίνεται πρόθυμος να υποκύψει σε κανενός είδους πίεση. Οι επόμενες ημέρες θα είναι κρίσιμες για το μέλλον της περιοχής.

Αυτό που είναι σαφές είναι ότι ο αραβικός λαός και ο λαός της Βόρειας Αφρικής έχει καταστεί ένας πολιτικός παράγοντας που δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να αγνοείται Ό, τι και να συμβεί, έχει ήδη γράψει ιστορία.

Χοσέ Αντόνιο Γκουτιέρρες Δ.
1 Φλεβάρη 2011

Υ.Γ. Τελειώνοντας αυτές τις σημειώσεις, δεν μπορώ να κρύψω τη μεγάλη χαρά μου για τα γεγονότα αυτά. Ζούμε σε καιρούς οξυμένης κρίση και αισθανόμαστε ότι οι αγώνες στη δική μας γωνιά  του κόσμου δεν πάνε αναγκαστικά τόσο μακριά όσο θα θέλαμε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή η νέα ιντιφάντα μας εμψυχώνει, μας γεμίζει αισιοδοξία για το μέλλον, εν μέσω των δυσκολιών που βιώνουμε, και μας υπενθυμίζει ότι οι επαναστάσεις ξεσπούν εκεί που λιγότερο αναμένεται ότι θα ξεσπάσουν. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε στο μεταξύ, είναι να προετοιμάσουμε το έδαφος, όπου και αν βρισκόμαστε.

Πηγή: http://uslperu.blogspot.com


[1] Για την εξέγερση στην Τυνησία: http://www.anarkismo.net/article/18462 και http://www.anarkismo.net/article/18662

[2] Σ.τ.Μ. Το κείμενο γράφτηκε την 1η Φεβρουαρίου 2011

[3] http://www.lavanguardia.es/internacional/noticias/20101….html

[4] Για την Αργεντινή “Workers without Bosses” publicado en la revista Red & Black Revolution No. 8, 2004

[5] http://www.anarkismo.net/article/1674