[Βέλγιο] Ένα δύσκολο θέμα

Ένα δύσκολο θέμα, ναι. Ένα θέμα που μπορεί γρήγορα να γυρίσει σε πολεμική, στείρα ή μη. Μα δεν είναι αυτός ο σκοπός. Ούτε πρόκειται για έναν υπαρξιακό προβληματισμό, για ένα «ποιοι είμαστε», «ποιος είμαι». Θέλω να συζητήσω για τ’ αναρχικό κίνημα έτσι όπως το γνωρίζω, δηλαδή για το σημερινό αναρχικό κίνημα, μολονότι φαντάζομαι ότι αυτοί οι μηχανισμοί βρίσκουν εφαρμογή και πέρα από την εποχή μας, ακόμη και πέρα από το ίδιο τ’ αναρχικό κίνημα. Υπάρχουν πολλά να πει κανείς, αλλά θα ήθελα ιδίως να μιλήσω για τις ισορροπίες που διέπουν τις σχέσεις στο εσωτερικό αυτού του κινήματος, ανάμεσα στους μεν και στους δε, διαμέσου γλωσσικών και γεωγραφικών φραγμών. Δεν θα ’θελα ωστόσο αυτές οι γραμμές να εκληφθούν ως κάτι που δεν είναι· αυτό για το οποίο μιλάω εδώ χωρίς να εξαιρώ τον εαυτό μου, καθώς και οι μηχανισμοί που περιγράφω είναι πράγματα που έχω παραγάγει κι αναπαραγάγει κι εγώ ο ίδιος. Η επιθυμία να γράψω αυτές τις γραμμές πηγάζει από πολλές κουβέντες, μέσα σε διαφορετικά πλαίσια, με αναρχικούς/-ές από αυτά εδώ ή από άλλα μέρη που νιώθουν επίσης την ανάγκη να θέσουν αυτές τις ερωτήσεις μεταξύ μας, να τις συζητήσουν ανοιχτά κι αυθόρμητα. Φυσικά δεν ισχυρίζομαι ότι εκπροσωπώ αυτούς τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, εφόσον αφετηρία μου είναι πρώτα απ’ όλα ο ίδιος ο εαυτός μου.

Αυτό το κείμενο φέρνει σ’ άβολη θέση ακόμη κι εμένα τον ίδιο. Ελπίζω ωστόσο ότι το να συζητήσουμε θέματα ταμπού δεν θα γίνει εντέλει ταμπού ή αφορμή για ν’ αυτομαστιγωθούμε. Ελπίζω επίσης ότι αυτή η συμβολή (επ’ ευκαιρία των συναντήσεων αυτών για τ’ ανατρεπτικό βιβλίο)* θα ’ναι μια ευκαιρία ν’ αναλογιστούμε αυτά τα ζητήματα, που είναι για μένα άρρηκτα συνδεδεμένα με την ανάπτυξη των ιδεών μας και τη συνεύρεση με άλλους ανυπόταχτους.
Πρώτα απ’ όλα, ας μην έχουμε αυταπάτες, τ’ αναρχικό κίνημα είναι σίγουρα ένα κίνημα, ή μια κίνηση, δεν έχει και πολλή σημασία. Μάταια θέσαμε, πολλοί από μας, στο επίκεντρο το ζήτημα της ιδιαιτερότητας και της μοναδικότητας του κάθε ατόμου· αυτό δεν θα εμποδίσει ποτέ το κίνημα, αυτή την οντότητα που ’ναι μεγαλύτερη απ’ το άτομο, να υποκαθιστά την προσωπική θέληση και τις επιθυμίες του καθενός στο εσωτερικό αυτού του κινήματος. Πράγματι κάθε κοινωνική ομάδα διαθέτει τα δικά της περιθώρια, είναι η εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη της ανάπτυξής της, της αυτο-οριοθέτησής της. Διότι, για να αυτοπροσδιοριστούμε, πρέπει να διέλθουμε από αυτό που δεν είμαστε κι από αυτό που μας συγκεντρώνει μαζί. Από ’κεί και πέρα, η ιδιαιτερότητα των ατόμων και των ομάδων συγγένειας που εκφράζονται εντός αυτού του κινήματος συχνά τυποποιείται για να χωρέσει σ’ ένα καλούπι, ένα είδος συνδετικού υλικού κοινού για όλους. Όταν δεν λειτουργεί αυτή η τυποποίηση, όπως μπορεί να συμβεί σε κάθε κοινωνική ομάδα, αυτό που μένει είναι η περιφρόνηση κι ο εξοστρακισμός.

Μ’ αυτόν τον τρόπο εδραιώνονται αυτοματισμοί, και παύουν κιόλας ν’ αμφισβητούνται. «Έτσι είναι», «δεν είναι η κατάλληλη στιγμή», «πάντοτε έτσι γινόταν». Αυτοί οι μηχανισμοί μέσα στους κόλπους του κινήματος δίνουν την εξουσία σε μια χούφτα φύλακες της ιερής μεταλαμπάδευσης, κατόχους της μόνης αλήθειας, που ελάχιστα αρέσκονται να θέτουν δεδομένα υπό αμφισβήτηση, παρά τα συμπεράσματα που η ζωή επιτρέπει δίχως άλλο να εξάγει κανείς μετά από δεκαετίες εμφανών αποτυχιών. Είπα εξουσία, ναι, και θα προσθέσω επιβαλλόμενος συγκεντρωτισμός. Ο τρόπος λειτουργίας μέσω ομάδων συγγένειας, τον οποίο μοιράζομαι κι εγώ, έχει το μειονέκτημα όταν δεν είναι σωστά ισορροπημένος να δίνει πάρα πολλές εξουσίες στα άτομα που διαθέτουν τις περισσότερες γνωριμίες, ή κάποιες φορές στους παλαιότερους. Πρέπει να κινηθείς μέσω αυτών των ατόμων για να οργανωθείς, για να συναντήσεις άλλους αναρχικούς, για τα πάντα.

Ξέρουμε πως η εξουσία είναι αγχογόνος κι ερωτογόνος, έλκει κι απωθεί παράλληλα. Δεν αναφέρομαι στη θεσμική εξουσία αλλά στις διαπροσωπικές σχέσεις εξουσίας. Όταν κανείς αρχίζει ν’ αποκτά λίγη εξουσία, θέλει ολοένα περισσότερη. Το σχήμα είναι απλό και στοιχειώδες κι επιδρά, σ’ αναρχικούς προσεχτικούς απέναντι σε τέτοια ζητήματα, μονάχα απ’ τη στιγμή που ο θαυμασμός και η «χαρισματική» επιρροή μπαίνουν στο παιχνίδι. Θα θαυμάσουμε τη δράση αναρχικών στη μια ή στην άλλη χώρα για ποσοτικούς λόγους ή απλώς χάριν κάποιου εξωτισμού, κι έτσι θα παγιδευτούμε σ’ ένα κυνήγι προτύπων: «ας το κάνουμε όπως το κάνουν στην Ελλάδα» κ.ο.κ. Θα θαυμάσουμε το λόγο και το χάρισμα του ενός και του άλλου συντρόφου (εσείς, που διαβάζετε αυτό το κείμενο, σίγουρα θα γνωρίζετε μια συντρόφισσα ή ένα σύντροφο που οι κοινωνικές μετοχές του εντός του κινήματος έχουν μεγαλύτερη αξία σε σχέση με άλλων). Εκεί πάνω γεννώνται οι σχέσεις εξουσίας και δημιουργούνται οι τάξεις εντός του κινήματος, διαμέσου της ρητορικής, της γοητείας ή της πολιτικής. Όντως το κίνημα γίνεται τ’ αγαπημένο μέρος όσων ξέρουν ακριβώς τι θέλουν, οι οποίοι όμως στολίζονται με τα τεχνάσματα του διαλόγου, του προβληματισμού και της συζήτησης για να δώσουν μια εικόνα ανοιχτότητας που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, γιατί στ’ αλήθεια «έτσι έχουν τα πράγματα, κι άλλωστε δεν υπάρχει κάτι άλλο».

Πράγματι αυτοί οι μηχανισμοί γεννούν αρχηγούς, που στο τέλος καταλήγουν να συγκεντρώνουν τοπικά τις κινηματικές δραστηριότητες. Όποιος γυρίζει την πλάτη σ’ αυτόν το συγκεντρωτισμό πρέπει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ν’ αναλάβει την ευθύνη για τη δική του απουσία και να δικαιολογήσει μ’ εύσχημο τρόπο τη διαφωνία του ή τη μη-παρουσία του στη μια ή την άλλη θεμέλιο λίθο του κινήματος, είτε πρόκειται για μια ιδέα είτε για ένα μέρος (μια συνέλευση, ένα χώρο, ένα συγκεκριμένο αγώνα). Η εθελούσια μη-συμμετοχή σ’ αυτές τις ιερές, συλλογικές στιγμές είναι που πρέπει να δικαιολογηθεί, κι όχι το αντίθετο, για να μη θεωρηθεί κανείς «αλαζόνας». Έτσι, χωρίς να χρειάζεται μια αναγνωρισμένη εξουσία, η πληθώρα ιδεών των ατόμων περιορίζεται στις διαστάσεις του «χαρισματικού» ή των «χαρισματικών» συντρόφων/συντροφισσών. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι αδιαχώριστοι απ’ τον εξοστρακισμό· στρέφονται ενάντια σε όσες κι όσους δεν βρίσκονται εκεί που θα ’πρεπε, στον τάδε αγώνα, στο τάδε μέρος, στην τάδε συνέλευση, κι άρα είναι σίγουρα «ζαμανφουτίστες», «μικροαστοί» ή «βαριούνται που ζούνε» κ.τ.λ. Μια μορφή ελέγχου δηλαδή, να δούμε αν χτύπησες κάρτα ή όχι, που δεν απέχει και πολύ απ’ τον έλεγχο της δικαιοσύνης. Μηχανισμοί που ’καναν την εμφάνισή τους σε πρόσφατους αγώνες, λίγο πολύ παντού, απ’ την κοιλάδα Σούζα ως τον αγώνα των Τυνήσιων χωρίς χαρτιά στο Παρίσι, ή τον αγώνα ενάντια στις φυλακές μεταναστών σ’ όλη την Ευρώπη, ή ακόμα, τη «διεθνή αλληλεγγύη» όταν γίνεται εκβιαστική.

Έχω δει αρκετούς συντρόφους και συντρόφισσες να κάνουν πίσω ή απλώς να τα παρατάνε εξαιτίας αυτών των μηχανισμών. Σίγουρα, βλέπω ότι τους λείπει το πείσμα και η θέληση να δημιουργήσουν οι ίδιοι αυτό που θέλουν να ζήσουν, και καμιά φορά θυμώνω μαζί τους. Αλλά δεν μπορώ να θυμώσω ολότελα που κατέθεσαν τα όπλα, γιατί συχνά η δύναμη και το πείσμα βρίσκονται απ’ τη μεριά όσων έχουν την εξουσία, αφού εξάλλου και τα δυο είναι απαραίτητα για να την αποκτήσει κανείς και να τη διατηρήσει.

Για να ’μαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι κάνω μια παρακινδυνευμένη υπόθεση λέγοντας πως αναφέρομαι εδώ σε κάτι που όλοι γνωρίζουμε εντός του κινήματος, τους ρόλους, τους αναθεματισμένους ρόλους. Κάποια στιγμή όλοι βρεθήκαμε εγκλωβισμένοι σε ρόλους μες στις ομάδες μας. Ο χειρωνάκτης, η γραφιάς, ο δημοσιοσχεσίτης, η τεχνικός, η θεωρητικός, ο μαλάκας, η διανοούμενη, ο μπροσουράκιας, ο αφισοκολλητής, ο γκραφιτάς, ο καμικάζι, ο παρανοϊκός, ο ντροπαλός, η αφηρημένη, η ριζοσπάστρια, η μετριοπαθής, ο δημιουργικός, όλες κι όλοι μ’ ένα βαθμό επαγγελματισμού, περισσότερο ή λιγότερο ορατού. Αυτό που έχει σημασία είναι να ξεφύγουμε από δαύτους τους ρόλους.

Δεν θέλω βέβαια ν’ αρνηθώ ή να ισοπεδώσω τις διαφορές του κάθε ατόμου· καθένας και καθεμιά κινείται από διακριτά πάθη, τάσεις και προτιμήσεις, αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν πρέπει ν’ αφήσουμε το μονοπώλιο όλων των σεβαστών χαρακτηριστικών σ’ ένα ή σε κάποια άτομα μοναχά μέσα σε μια ομάδα, αφού αυτός είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να δημιουργηθεί ένας αρχηγός, ενίοτε χωρίς να ’χει συμφωνήσει καν ο ίδιος σε αυτό. Το ξέρουμε, το ’χουμε πει και ξαναπεί χίλιες φορές, αφέντες υπάρχουν μόνο επειδή υπάρχουν σκλάβοι να τους υπακούνε.

Πρέπει λοιπόν να δείχνουμε προσοχή μες στις ομάδες, καθώς και στις σχέσεις μεταξύ των ομάδων, απέναντι σ’ ό,τι αφήνει το «κύρος» και την «αξία» να εδραιωθούν. Οι παλαιότεροι/-ες δεν αξίζουν περισσότερο σεβασμό, η φυλακή δεν κάνει τους συντρόφους και τις συντρόφισσες πιο ενδιαφέροντες κι ενδιαφέρουσες, το ποιόν ενός συντρόφου δεν υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των σπασμένων τζαμιών… Δεν υπολογίζεται καν. Το κύρος είναι ιεραρχία, και η ιεραρχία είναι εξουσία. Δεν θα ’πρεπε να φοβόμαστε να δείξουμε τους φόβους και τις αμφιβολίες μας, δεν θα ’πρεπε ν’ αφήνουμε τους εαυτούς μας να εντυπωσιάζονται από δογματικές θέσεις. Το γεγονός ότι ένας σύντροφος κατορθώνει να παρουσιάζει καλύτερα τις βεβαιότητές του απ’ ό,τι άλλοι σύντροφοι τις αμφιβολίες τους, δεν σημαίνει πως κατέχει την αλήθεια, πρώτα απ’ όλα γιατί η αλήθεια δεν υπάρχει, αλλά και γιατί το μόνο που δείχνει η ρητορική γι’ αυτόν που τη χειρίζεται είναι η ικανότητά του να πείθει με το συναίσθημα και όχι με τη λογική.

Όσοι κι όσες λοιπόν μπορούν να εκφράζουν τις θέσεις τους πιο επιδέξια –και συμπεριλαμβάνω κι εμένα σ’ αυτούς– φέρουνε μιαν ευθύνη εκτός κι αν επιθυμούν να κατακτήσουν την εξουσία. Οι μηχανισμοί πνευματικής εξουσίας πρέπει να καταπολεμηθούν εντός του αναρχικού κινήματος, τόσο απ’ αυτούς που μπορούν να τους παράγουν όσο κι από αυτούς που μπορούν να τους αναπαράγουν.

Ένας αναρχικός που δεν συνηθίζει ν’ αποδομείται.

* Το κείμενο υπήρξε μια συμβολή στη διήμερη «Διεθνή συνάντηση για τ’ ανατρεπτικό βιβλίο» στις Βρυξέλλες τον Οκτώβρη του 2011.

πηγή: subversive μέσω non-fides