Θυμάμαι τη δεύτερη και τελευταία φορά που πέρασα τις πύλες του στρατοπέδου. Από τα μεγάφωνα, μέσα στην καλοκαιρινή κάψα, βάραγε ο “Αγώνας για χαρά” του Βιμ Μέρτενς. Νοτιοελλαδίτικος σουρεαλισμός και άγρια δύση. Ιδρωμένοι νεοσύλλεκτοι στην αλάνα, έξω από το στρατολογικό γραφείο υποδοχής, ασθμαίνοντας την κακή τους τύχη. Στο δρόμο του γυρισμού οι δικοί μου νομίσανε ότι πήγα να φουντάρω όταν αποπειράθηκα να κατεβάσω ένα πατριωτικό πανό σε μια από τις πρεζογέφυρες που ανοίγουν τις πύλες της νεκρόπολης.
Θυμάμαι την κροτίδα που έσκασε στο μάγουλό μου, ήμουν δεν ήμουν πέντε χρόνων. Τις σφαλιάρες που έφαγα πάνω στο μάθημα ποδηλασίας γιατί πετάλιζα τ’ ανάποδα.
Θυμάμαι τα τέλη εκείνου του Ιούλη που ξύπνησα με αίματα στις γροθιές και σπασμένα γυαλιά στα παλιοπάπουτσά μου. Θυμάμαι την προηγούμενη νύχτα, το ασφαλίτικο και τα ποδάρια μου που σπάγανε μια τζαμαρία δημόσιας ωφελείας.
Τώρα πάω στα χαζά. Μπαίνω και βγαίνω απ’ το μετρό, μπαίνω και βγαίνω από το τραμ και πάλι πίσω. Κάθε τόσο ψάχνω για κάνα ρολόι να προσανατολιστώ στο χώρο και χρόνο που μου ’λαχε να ζω.
Λάπσους μεμόριε πάει να πει κενό μνήμης. Είναι ασθένεια αλκοολική. Με τη σειρά του και το αλκοόλ είναι ασθένεια κοινωνική. Κι η κοινωνία είναι ασθένεια αγιάτρευτη, και πάει λέγοντας. Ατέλειωτος ο αχταρμάς.