[…] Όπως ήταν αναμενόμενο, η μεταγωγή ήρθε σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα (μόνο που ’τανε λιγότερο ευπρόσδεκτη). Ήταν γύρω στις πεντέμισι τα χαράματα, κι εγώ έκανα πολύ ελαφρύ ύπνο επειδή γνώριζα πως εκείνη τη μέρα είχα ακρόαση στο Μιλάνο, αλλά δεν ήξερα αν θα με μεταφέρουνε στο δικαστήριο ή όχι, έτσι ξύπνησα αμέσως με το που άκουσα το ρουφιάνο στην πόρτα του κελιού ν’ ανοίγει.
Ένας φύλακας κοιτάει μέσα και μου λέει: «Τζανόττι, ετοιμάσου, σε μισή ώρα φεύγεις».
Πεπεισμένος ότι επρόκειτο για τη μεταφορά που περίμενα, για την ακρόαση στο δικαστήριο, πήδησα με χαρά απ’ το κρεβάτι. Θα ’βλεπα τόσους φίλους που δεν είχα δει για καιρό και θα ’κανα μια γύρα έξω απ’ τη φυλακή. Προσέχοντας να μην ξυπνήσω το συγκελίτη μου (ο οποίος παρεμπιπτόντως δεν ξυπνάει ούτε με κανόνια), έριξα ένα πλύσιμο, ντύθηκα και μετά κάθισα να βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου για πρωινό. Ήμουν σχεδόν ενθουσιασμένος, έτοιμος να μπω στην κλούβα για το πρώτο μου ταξίδι – αυτήν τη φορά δε θα ’τανε μονάχα η σύντομη διαδρομή φυλακή Βαλλέττε-δικαστήριο του Τορίνο.
Ανοίγει ξανά το ματάκι, και ένας άλλος δεσμοφύλακας με ρωτάει αν ετοιμάστηκα. Απαντάω πως ναι και ρωτάω αν μπορώ να πάρω μαζί τα μπισκότα μου στην κλούβα. Ο φύλακας με κοιτάει σαστισμένος και λέει: «Δεν κατάλαβες καλά. Είσαι να παίρνεις τα πάντα όλα, παίρνεις δρόμο».
«Παίρνεις δρόμο», στ’ άκουσμα αυτής της κουβέντας, μου ανοίγεται ένας ολόκληρος κόσμος. Μου ’ρχονται θύμησες από αναγνώσματα και αφηγήσεις, μια κουβέντα που άκουγα φευγαλέα κι ίσως ποτέ δεν εσωτερίκευα, μου ’ναι τόσο καθαρή, ξάστερη, αδιαμφισβήτητη τούτη τη στιγμή. «Παίρνεις δρόμο»: την κάνεις από κάπου (χωρίς να ξέρεις προς τα πού πηγαίνεις, να προσθέσω εγώ).
Σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, μου ’ρχονται ένα κάρο πράγματα στο νου. Η πρώτη και κύρια σκέψη: ξυπνήσανε εμένα κι όχι τους συντρόφους μου στο διπλανό κελί, άρα μας χωρίζουν. Συμβαίνει αυτό που φοβόμασταν.
Λέω του φύλακα ότι δεν έχω μαζέψει τα πράγματά μου γιατί νόμισα πως θα μεταχθώ στο δικαστήριο, και όχι σ’ άλλη φυλακή. Μου απαντά πως πάει να το τσεκάρει λίγο με το συνάδελφό του.
Το πρώτο πράγμα που κάνω με το που μένω μόνος είναι να χτυπήσω τον τοίχο για να ξυπνήσω τους δίπλα. Μου απαντάει η φωνή του Κλάουντιο απ’ το παράθυρο.
«Με παίρνουν από ’δώ». Σιωπή, και μετά ο Κλάουντιο μου λέει κάτι, αλλά δεν το πιάνω, του ζητάω να το ξαναπεί, και πάλι δεν το πιάνω, μια απ’ τα ίδια για τρίτη φορά. Λίγο η φωνή του που ’ναι άτονη, βραχνή, σπασμένη απ’ τον ύπνο, λίγο η δική μου ταραχή, κλείνω το παράθυρο.
Έχω μόλις λίγα λεπτά για να ετοιμαστώ. Φτιάχνω μπαγκάζια. Τα ρούχα είναι ήδη μέσα στους σάκους. Γεμίζω άλλη μια τσάντα με τα βιβλία και την αλληλογραφία, και στα καπάκια αρπάζω όσα τρόφιμα βρω μπροστά μου, το ηλεκτρικό μάτι, οδοντόβουρτσα, οδοντόπαστα…
Επιστρέφει ο φύλακας: «Τζανόττι, πρώτα είσαι για δικαστήριο, κι ύστερα για μεταγωγή».
Ακούγεται ένας γδούπος στον τοίχο, είναι απ’ τους δίπλα. Πηγαίνω στο παράθυρο, κι οι γείτονες μου λένε πως θα τους μεταφέρουνε κι αυτούς. Τους λέω τα μαντάτα τα δικά μου:
«Μ’ έχουνε για δικαστήριο πρώτα, κι ύστερα μεταγωγή».
«Τότε, παίζει να μας πάνε κάπου μαζί».
Κλείνω το παράθυρο με κάποια ελπίδα. Ξυπνάω το συγκελίτη μου ταρακουνώντας τον με δύναμη πάνω στο κρεβάτι. Γκρινιάζοντας, γυρνάει πλευρό, τον ταρακουνάω πάλι, ξαναγυρνάει πλευρό. «Αλέσσιο! Αλέσσιο! Αλέσσιο!» Ανοίγει τα μάτια τρομαγμένος.
«Αλέσσιο, με παίρνουν από ’δώ!»
«Δεν τ’ ονειρεύτηκα δηλαδή!»
«Όχι, Αλέσσιο, δε βλέπεις όνειρο».
Συνεχίζω εγώ να γεμίζω τις τσάντες όσο ο Αλέσσιο σηκώνεται. Με παρατηρεί που γεμίζω τις τσάντες, πιάνει τον αχώριστό του καπνό, στρίβει δυο τσιγάρα. «Ας κάνουμε το τελευταίο τσιγάρο μαζί», λέει.
Δεν έχουμε χρόνο. Οι δεσμοφύλακες έρχονται να με πάρουν. Αγκαλιαζόμαστε. Παίρνει ένα παντελόνι απ’ το ντουλάπι του και μου το δίνει.
«Τσίμπα το», μου λέει, «από μένα».
«Όχι, ρε Αλέσσιο. Κράτα το, δεν έχεις και πολλά ρούχα».
«Επιμένω», μου λέει.
Το παίρνω, και δεν έχω την ετοιμότητα να σκάψω μες στα ρούχα μου και ν’ ανταποδώσω. Οι φύλακες ξεκλειδώνουν τη θωρακισμένη πόρτα, μετά ανοίγουν το κελί. Αγκαλιαζόμαστε ξανά, αποχαιρετιόμαστε μια τελευταία φορά.
Άμα το σκεφτώ, ένα απ’ τα πράγματα που με τσατίζουν περισσότερο είναι ότι δεν του ανταπέδωσα τη χειρονομία. Νιώθω ηλίθιος. Προφανώς κι ήμουνα τσιτωμένος, πιεσμένος κι ό,τι άλλο θες, αλλά για δυο μήνες μοιραστήκαμε αυτά τα δέκα τετραγωνικά μέτρα με γέλια, με μαλώματα, με κλάματα ώρες ώρες. Κι έπειτα σε αποχωρίζουν έτσι, σου αφήνουν χρόνο ίσα ίσα για μια αγκαλιά με τα μάτια ακόμα θολά απ’ την υπνηλία κι ένα δεσμοφύλακα να σε τρέχει.
Μόλις βγαίνω απ’ το κελί λέω πως θέλω ν’ αγκαλιάσω τους συντρόφους μου πριν φύγω. Ο δεσμοφύλακας το δέχεται κι ανοίγει την πόρτα του κελιού τους, ο Κλάουντιο βγαίνει και με τη μία με τσακώνει απ’ το λαιμό. Με αγκαλιάζει σαν ν’ ανεβαίνει τα βουνά, μ’ άγαρμπη ορμή, μέσα απ’ την καρδιά. Ύστερα αγκαλιάζω τον Νίκο. Συγκρατώ τη συγκίνησή μου, συλλογίζομαι πως μπορεί να μην ιδωθούμε για μπόλικο καιρό. Τους λέω: «Δύναμη. Το νου σας. Ό,τι κι αν συμβεί, δύναμη».
Είναι ώρα ν’ αναχωρήσω. Φορτώνομαι τους σάκους σαν μουλάρι, ζορίζομαι. Ένας παρατρεχάμενος προσφέρεται να βάλει ένα χεράκι, αλλά αρνούμαι. Σφίγγω τα δόντια, ισιώνω την πλάτη και προχωράω. Σταματάω μονάχα για να σφίξω το χέρι με δυο κρατουμένους στην πτέρυγα, που ξυπνήσανε απ’ την κινητικότητα στο διάδρομο, έχουν σηκωθεί και μου απλώνουν τα χέρια μέσα απ’ το πορτάκι για να μ’ αποχαιρετήσουν. Μετά τα γραφειοκρατικά στο μητρώο, δρόμο για την κλούβα. Είμαι ξύπνιος κάνα μισάωρο, πάω στο Μιλάνο και μετά ποιος ξέρει πού. Αυτοί που «παίρνουν δρόμο» ξέρουν τι αφήνουν, μα δεν ξέρουν τι θα βρουν.
Αυτές είναι οι πιο ζωηρές αναμνήσεις απ’ την αναχώρηση. Απ’ το ταξίδι δεν έχω να καταγράψω κάτι. Ακολουθώντας τη συμβουλή ενός φίλου (που τρελαίνεται για πουτίγκες) έχω μαζί μου ένα κωλόχαρτο, που ’ναι πιο βολικό για προσκεφάλι. Με το κεφάλι πήχτρα στις σκέψεις, παίρνω έναν υπνάκο για να ξελασκάρω και να έρθω στα ίσα μου. Όταν ξυπνάω είμαστε κοντά στο Μιλάνο, μπαίνουμε νότια. Αναγνωρίζω τους δρόμους, τις μεριές, τα πέριξ. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό μ’ αρέσει το Μιλάνο, το νιώθω σαν σπίτι μου. Όσο για την ακρόαση του δικαστηρίου, τι να πω… ήσασταν κι εσείς εκεί. Τ’ ότι σας ξαναείδα ήτανε κάτι υπέροχο για μένα.
Ήδη απ’ το προαύλιο, με το που βγαίνω απ’ την κλούβα, ένα τσούρμο συντρόφων που ’ναι σκαρφαλωμένοι πάνω σ’ ένα περβάζι αρχίζουν να φωνάζουν και να χαιρετούν. Απ’ το γερό καλωσόρισμα ήξερα με τη μία ότι θα ’ναι ωραία η μέρα.
Φωνάζω: «Τσιμπάω έναν καφέ κι έρχομαι!»
Ο επικεφαλής της κουστωδίας (ένας ήρεμος τύπος κοντά στη σύνταξη) μου λέει: «Τώρα μάλιστα, ακόμα δε φτάσαμε, και πέφτουν βροχή οι προσβολές».
«Την επόμενη φορά φέρε ομπρέλα», του απαντώ. Δεν μπαίνει στην πρίζα, κι εγώ επωφελούμαι της ευκαιρίας για να τον ρωτήσω ποιος είναι ο τελικός μου προορισμός.
«Αλεσσάντρια», απαντά, μα το μετανιώνει στα καπάκια, λέει πως δεν είναι σίγουρος, ότι περιμένει επιβεβαίωση και πως μπορεί να ’ναι άλλη φυλακή, «ίσως Φερράρα», αλλά κάνει μπαμ πως δεν παίζει κάτι τέτοιο.
Έπειτα αναμονή στα κελιά ασφαλείας στο ισόγειο, ένα άθλιο μέρος, ένας γιγάντιος χώρος τίγκα στους δεσμοφυλάκους με δυο σειρές από στενά κελιά (με τσιμεντένιο πάγκο και λεία τοιχώματα) κι απ’ τις δυο πλευρές. Από ’κεί με παίρνουν κατευθείαν στη δικαστική αίθουσα, μέσα απ’ τα υπόγεια του δικαστηρίου για ν’ αποφύγουν «δυσάρεστα συναπαντήματα». Είναι για πολλά γέλια, η υπόγα μοιάζει με λαβύρινθο, κι οι συνοδοί φύλακες της Βαλλέττε χάνονται, θέλουν να κάνουν ακόμα και σημάδια στον τοίχο για να βρουν το δρόμο της επιστροφής!
Μου ξανάρχεται στο νου (όχι ότι το ’χα ξεχάσει!) πόσο ωραίες και ωραίοι είστε και πόσο σας αγαπάω. Ο μόνος μου φόβος είναι μήπως δεν προσέξω κάποιον με το βλέμμα μου. Μακάρι να ’χα περισσότερες δίκες ώστε να μπορούσα να σας βλέπω συχνότερα! Όσο για την εκκένωση της αίθουσας και τις επιπτώσεις στη διαδικασία, δεν τρέχει μία κι όλα κομπλέ όπως γίνανε τούτη τη φορά, αλλά πρέπει να ’μαστε πιο κάλμα στις επόμενες συνεδριάσεις, το ξέρετε άλλωστε πως ο δικαστής ήθελε ήδη να μεταφέρει τη δίκη σε αίθουσα μπούνκερ, κι αυτό είναι κάτι που θέλω ν’ αποφύγω, πρώτα απ’ όλα γιατί θέλω να μείνουμε κοντά όσο πιο πολύ γίνεται, τουλάχιστον σ’ αυτές τις λίγες ακροάσεις, κι ύστερα επειδή δε θέλω να τραβάω και πάρα πολύ την προσοχή επάνω μου και να παριστάνω τον σταρ – στην τελική η δίκη εις βάρος μου είναι μονάχα μία απ’ τις τόσες. Σίγουρα, θα χρειαστεί πολλή υπομονή απ’ την πλευρά σας, η αίθουσα είναι μικρή και ο δικαστής κομματάκι ζοχάδας. Θα δούμε πώς και τι…
Και φτάνουμε στο τελευταίο κομμάτι αυτής της μακράς ημέρας, το πιο οδυνηρό, λόγω και της κόπωσης που ’χει συσσωρευτεί ύστερα από τόσο πολλά συναισθήματα. Λαγοκοιμάμαι στην κλούβα (ο ύπνος στη φυλακή και σε στιγμές σαν αυτήν είναι καλός σύμμαχος, αλλά δε λέει να το παρακάνει κανείς γιατί μπορεί να του γίνει μόνιμο χούι) κι όταν ξυπνάω βρίσκομαι εν μέσω χιονοθύελλας. Αν δεν έβλεπα τις πινακίδες στον αυτοκινητόδρομο που επιβεβαίωναν ότι κοντεύουμε στην Αλεσσάντρια, θα νόμιζα πως με πάνε σε κάνα γκουλάγκ στη Σιβηρία! Φτάνω στην Αλεσσάντρια γύρω στις πέντε τ’ απόγευμα. Απ’ έξω τη φυλακή την ξέρω καλά από τις διάφορες συγκεντρώσεις αλληλεγγύης των τελευταίων ετών, αλλά δεν είχα καμιά όρεξη να μάθω πώς είναι από μέσα, πάντοτε μου φαινόταν πολύ θλιβερή και μόνο που την κοιτούσα απ’ έξω.
Με το που πατάω το πόδι μου μέσα, μου βγάζουνε τις χειροπέδες (μες στο μεταγωγικό σ’ έχουνε δεμένο με χειροπέδες), ζαλώνομαι τους σάκους και χωρίς καν να περάσω απ’ το γραφείο υποδοχής ένας φύλακας με οδηγεί στην πτέρυγα.
Βαδίζω σ’ ερημωμένη φυλακή, φέρνει σ’ εγκαταλειμμένο μα καθαρισμένο νοσοκομείο. Φορτωμένος ακόμα με τα πράγματα, περνάω από άδειους διαδρόμους. Δε συναντώ ούτε ψυχή (αργότερα μαθαίνω πως, όταν περνάνε έγκλειστοι που προορίζονται για την ειδική πτέρυγα, κλειδώνουν στα κελιά όλους τους άλλους κρατουμένους μην τυχόν κι υπάρξει επαφή).
Μπαίνω στην πτέρυγα και βλέπω τον Νίκο να κοιτάει από μια θωρακισμένη πόρτα. Μου λέει πως δε μας επιτρέπουν να βρισκόμαστε μεταξύ μας και ότι ο Κλάουντιο δεν είναι εκεί (μα είχα ήδη πληροφορηθεί τα κακά μαντάτα για τον Κλάουντιο όσο ήμουνα στο δικαστήριο). Αυτή είναι κι η τελευταία φορά, από τότε που με μεταφέρανε εδώ, που ο Νίκο είναι σε θέση να μου μιλήσει απευθείας.
Μετά με πάνε σ’ ένα δωμάτιο που χρησιμεύει σαν αποθήκη της πτέρυγας. Εκεί μ’ αναγκάζουν να μείνω τσίτσιδος και να κάνω κάμψεις, μου ψαχουλεύουν τα ρούχα και περνάνε από κόσκινο όλα τα πράγματα που ’χω στις αποσκευές. Μου λένε να διαλέξω τα πράγματα που θέλω να πάρω στο κελί και ν’ αφήσω τα υπόλοιπα εκεί. Ετοιμάζω μια τσάντα με τ’ αντικείμενα που επιλέγω ν’ αφήσω πίσω και τη βάζω σ’ ένα ράφι που φέρει ετικέτα με τ’ όνομά μου. Αναγνωρίζω κάποια επώνυμα σ’ άλλες ετικέτες, είναι τα επώνυμα συντρόφων που δε γνωρίζω προσωπικά, μα ξέρω πως βρίσκονται έγκλειστοι εκεί. Ύστερα βγαίνω απ’ το δωμάτιο και τελικά τους συναντάω. Είναι μόνο οι δύο: ο Τζανλούκα και ο Ιβάνο (οι άλλοι δυο είναι στα κελιά, γιατί δεν τους επιτρέπεται χρόνος κοινωνικότητας). Με περιμένουν πίσω από μια πύλη, μ’ έναν άσηπτο διάδρομο ξοπίσω τους. Το μέρος μοιάζει μ’ αναρρωτήριο. Λέμε ένα γεια, μπάζω τα πράγματα στο κελί, μετά οι ανθρωποφύλακες με κλειδώνουν εκεί, αλλά η θωρακισμένη πόρτα παραμένει ανοιχτή. Οι σύντροφοι μου φέρνουν ένα πιάτο ζεστά ζυμαρικά, λέμε μια δυο κουβέντες. Απόψε δεν μπορώ να ’χω κοινωνικότητα, αλλά ντάξει, ήτανε πολύ μεγάλη μέρα μ’ ένα κάρο συγκινήσεις, είμαι πτώμα. Στρώνω το κρεβάτι κι αρχίζω να εγκλιματίζομαι στο κελί. Η απότομη επαφή μ’ αυτήν τη νέα πτέρυγα μου πέφτει κομματάκι ζόρικη, αλλά ξέρω πως θα νιώσω καλύτερα σε μερικές μερούλες. Η ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπου σε δεδομένους χώρους είναι απίστευτη. Άλλωστε περισσότερο απ’ το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε μητροπόλεις, κι αυτό λέει πολλά.
Να, προσπάθησα ν’ αποδώσω επί τροχάδην κείνη τη μέρα από υποκειμενική σκοπιά, αλλά με πιστή περιγραφή των όσων συνέβησαν φορά τη φορά. Υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα να ειπωθούν […]
Τώρα, στο διά ταύτα (καλύτερα ή χειρότερα, ευτυχώς ή δυστυχώς…), τι να πω; Είναι πολύ υποκειμενικό αυτό. Όλοι έχουμε μόνοι μας από ένα κελί εδώ, το κελί είναι πιο ευρύχωρο και καλύτερα διαρρυθμισμένο, η πτέρυγα είναι πολύ ήρεμη και ήσυχη, υπάρχουν μονάχα σύντροφοι και δεν υπάρχουνε ρουφιάνοι… Μα το περιβάλλον είναι άκρως αποστειρωμένο και θλιβερό, το σούρουπο είναι μια χλομή λάμψη πίσω από ένα πλεξιγκλάς λευκό. Όλα συμβάλλουν στη συναισθηματική και αισθητηριακή στέρηση και ωθούν σ’ εσωστρέφεια (και σας το λέω εγώ αυτό, που είμαι λάτρης της μοναξιάς).
Με τον Κλάουντιο, τον Νίκο και το συγκελίτη μου τον Αλέσσιο συνηθίζαμε να περνάμε τις ώρες κοινωνικότητας μαγειρεύοντας και τρώγοντας μαζί, καμιά φορά ρίχναμε και κάνα τραγούδι. Τις ώρες του προαυλισμού τρέχαμε, αστειευόμασταν – εδώ έχω ακόμα τις μελανιές στα πόδια, απ’ όταν παίζαμε μπάλα μ’ ένα γιομιστό γκαζάκι!
Εδώ, στο χρόνο κοινωνικότητας, την περνάς με κάνα περπάτημα πέρα δώθε στο διάδρομο και τρως μονάχος σου επειδή δεν επιτρέπεται να μπαίνεις στα κελιά των άλλων. Έτσι σου φεύγει η όρεξη και η θέληση για μαγείρεμα. Βέβαια, στη Βαλλέττε ήμασταν μονίμως σε κατάσταση αβεβαιότητας, μας είχαν διαρκώς στην τσίτα, μας κρατούσαν τη θωρακισμένη πόρτα κλειστή… ωστόσο μας περιτριγύριζε ένας μικρός κόσμος φτιαγμένος από ιστορίες διαφορετικές, ωραίες, σκληρές, αντιφατικές, ανυπόληπτες, ηθικά μακρινές σε μας, αλλά πάντοτε ιστορίες, ψήγματα ζωής. Απεναντίας, εδώ τα πάντα είναι βέβαια, τα πάντα δεδομένα, είμαστε με αναγνωρισμένο «καθεστώς» κι αντιμετωπιζόμαστε ανάλογα, μα δε μου ’ρχεται κάτι να πω για τις μέρες μου, που ’ναι όλες τάλε κουάλε. Έχω διπλάσιο χρόνο στην αυλή (στα χαρτιά, πρέπει να τον διαιρώ στα μισά με τον Νίκο εξαιτίας της απαγόρευσης συνάντησής μας), αλλά δεν κάνω πολλά πράγματα. Έχω τη βαριά πόρτα ανοιχτή, αλλά βλέπω σ’ έναν άδειο και σιωπηλό διάδρομο. Περιβάλλομαι από καλούς συντρόφους, αλλά είμαι ερμητικά απομονωμένος απ’ την υπόλοιπη φυλακή. Σε σύγκριση μ’ αυτό το μέρος, η πτέρυγα «Δ» της Βαλλέττε ήταν λαϊκή αγορά…
Όμως, αν υπάρχει ένα πράγμα που κατάλαβα στη διάρκεια αυτής της σύντομης παραμονής μου στις πάτριες γαλέρες είναι πως η κουβέντα «καλύτερα ή χειρότερα» στη φυλακή ισχύει μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Δε λέω ότι μια φυλακή είναι ολόιδια με κάποια άλλη, μα πάντοτε θα βρεθείς σε χειρότερη θέση απ’ ό,τι ήσουν, είτε μέσα στην ίδια φυλακή όπου βρίσκεσαι είτε πηγαίνοντας σε άλλη, κι όλο το σύστημα βασίζεται στην ανταμοιβή και διαφοροποίηση. Μπορείτε να πάρετε μια ιδέα απ’ το παράδειγμα της πόρτας που έδωσα πριν. Συνηθίζαμε να διαμαρτυρόμαστε για την κλειστή θωρακισμένη πόρτα στη Βαλλέττε, και τώρα που είναι ανοιχτή δεν παίζει καμιά βελτίωση, γιατί δεν υπάρχει τίποτε να δούμε απ’ έξω. Ή, τις προάλλες διαμαρτυρήθηκα για το γεγονός ότι στα παράθυρα των κελιών έχουνε βάλει πάνελ από πλεξιγκλάς που μας εμποδίζουν να δούμε προς τα έξω, και μου επισημάνθηκε ότι αυτά τα πάνελ δεν υπάρχουνε στη Φερράρα, αλλά εκεί το μόνο που βλέπεις είναι ένας τοίχος διότι η πτέρυγα υψηλής ασφαλείας βρίσκεται στο ισόγειο. Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Δείτε την αλληλογραφία, δείχνει να ρολάρει καλύτερα εδώ πέρα όσον αφορά την ταχύτητα παράδοσης των επιστολών, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται η λογοκρισία είναι ακόμα πιο αυστηρή. Κερδισμένοι απ’ τη μια, χαμένοι απ’ την άλλη. Θα μπορούσε ν’ αποτιμήσει κανείς πού είναι κατηγορηματικά «καλύτερα» ή «χειρότερα» μόνο μέσα από μια πολύ υποκειμενική και σχετική υπολογιστική άσκηση. Η πραγματικότητα είναι ότι η φυλακή είναι σκατά, τελεία και παύλα. Κι έπειτα, από αποχρώσεις άλλο τίποτα.
Ωστόσο, αν θέλετε μια προσωπική εκτίμηση, αυτές οι πτέρυγες είναι κανονικότατοι πειθαρχικοί χώροι συγκέντρωσης, που έχουνε πολλαπλάσιο αντίκτυπο πάνω στ’ άτομα σε σχέση με τις κοινές πτέρυγες, και δεν πρόκειται μόνο για ένα ζήτημα διαχωρισμού απ’ τους υπόλοιπους κρατουμένους, αλλά και για μια επίπτωση πάνω στην ίδια την ικανότητα των μεμονωμένων συντρόφων που ’μαστε κλειδωμένοι εδώ μέσα να σχετιζόμαστε μ’ άλλους. Ύστερα, ένα μέρος δεν είναι βιώσιμο μονάχα απ’ άποψη αρχιτεκτονικής ή ενός κώδικα συμπεριφοράς που το διέπει, αλλά και χάρη στη ζωτικότητα των ατόμων που το «κατοικούν», γι’ αυτό κι είναι στο χέρι μας να γυρέψουμε να το ζήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε, χωρίς να προσαρμοζόμαστε στην πορεία των πραγμάτων.
Μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Μια αγκαλιά, Ματτία”
Πηγές: 1, 2 (Οι αγκύλες αποσιώπησης υπάρχουν στο πρωτότυπο κείμενο.)
Ο σύντροφος βρίσκεται ακόμη στη φυλακή της Αλεσσάντρια:
Mattia Zanotti
C.C. San Michele strada Casale, 50/A – 15121 Alessandria, Italia/Ιταλία