Η «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» κηρύσσει:
(Ακούγεται εντυπωσιακό.)
-Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και με ίσα δικαιώματα. Αυτό στολίζει τους πίνακες στους τοίχους των σχολείων, αυτό κοσμεί -σε συμφωνία με ένα πνεύμα φιλοπατρίας- τα αετώματα των δημαρχείων. Αυτό φαντάζει ωραίο μέσα στα νομικά βιβλία και στις ομιλίες των δικηγόρων.
Αλλά πρόκειται περί φάρσας φημισμένης.
Ίσως οι άνθρωποι να είναι ίσοι τη στιγμή της γέννησής τους αλλά μόλις μια ώρα μετά αυτό παύει να ‘ναι αληθινό.
Και δεν είναι ποτέ πια ελεύθεροι.
Τουλάχιστον υπό κοινωνικούς όρους.
* * *
Ο περίφημος ελεύθερος πολίτης –ελεύθερος με τη γέννησή του- υπάγεται απευθείας σε μακάριους κανονισμούς: άνθη δίχως άρωμα των τεχνητών κοινωνιών μας. Δεν τρώει, δε βυζαίνει, όταν νιώθει πείνα, αλλά σε ώρες προκαθορισμένες από ένα συνέδριο γιατρών. Δεν κοιμάται όταν νυστάζει αλλά στην ώρα που έχουμε κρίνει, σύμφωνα μ’ ένα εγχειρίδιο καλής υγείας, ότι είναι κατάλληλο να κοιμάται. Υποχρεούται σε λουτρά και σαπωνισμούς, σε στιγμές όπου ίσως αυτό δεν του λέει τίποτα.
Βάρβαροι του ρίχνουν νερό (αγιασμένο, βέβαια, αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία) στο μέτωπο.
Αστειεύονται προφανώς!
* * *
Τριών χρονών..
Τα αστεία δεν λένε να τελειώσουν. Κι η ελευθερία ποδοπατιέται περισσότερο από ποτέ.
Το παιδί μιλάει κι εμείς του λέμε:
-Πες καλημέρα στην κυρία!
Ορισμένες φορές, το παιδί, γεννημένο ελεύθερο (ίσως να έχει πέσει στην αντίληψή του η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη), δε θέλει να πει καλημέρα στην κυρία, της οποίας το παρουσιαστικό δεν του θυμίζει τίποτα.
Τον περιμένει ξύλο.
Το παιδί, γεννημένο ελεύθερο, όταν βρίσκεται μπροστά στο γεράκο που είναι μερικές φορές ο παππούς του, δέχεται δύο συμβουλές: να φιλήσει τον ηλικιωμένο κύριο και να είναι ήσυχος. Συνήθως το παιδί δεν κάθεται ήσυχο και δε θέλει να φιλήσει το γέρο: προτιμά να του βγάλει τη γλώσσα ή να του πετάξει στα γόνατα το στεφάνι με το οποίο παίζει.
Και πάλι ξύλο.
* * *
Γενικοί κανόνες:
Εδώ υπάρχει ένας τοίχος, εκεί μια κυρία την οποία πρέπει να καλημερίσεις, παραπέρα ένας σκύλος τον οποίο δεν πρέπει να χαϊδέψεις ή χορτάρι στο οποίο δεν επιτρέπεται να πατήσεις ή ακόμα εξαιρετικό ξύλο το οποίο δεν πρέπει να μασήσεις, ένας κύριος που φοβάται τα στεφάνια [1], νερό που δεν πρέπει ν’ αγγίξεις και μαρμελάδες που κάνουν κακό στο στομάχι.
Πέρα από αυτό…
* * *
Επτά χρονών…
Το παιδί γεννιέται ελεύθερο αλλά… Στο σχολείο ή στην εκκλησία (καμιά φορά στο σχολείο και στην εκκλησία), του απαριθμούμε τις εξουσίες στις οποίες το ελεύθερο παιδί οφείλει να υπακούει. Και υπάρχουν πολλές! Υπάρχουν κι άλλες, κι άλλες! Κι όταν νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν άλλες πια, να που τελικά υπάρχουν μερικές ακόμα. Ο Θεός, η οικογένεια, η πατρίδα, ο νόμος, οι αστυνόμοι, οι ιερείς, οι πλούσιοι, αυτό, εκείνο, το άλλο…
Αν δέχεται μάθημα για το τι σημαίνει καλός πολίτης, ακούει:
-Απαγορεύεται να…
Αν δέχεται μάθημα περί θρησκείας, τότε μαθαίνει τι πρέπει να τρέμει:
-Ο Θεός απαγορεύει!… Ο Θεός τιμωρεί!… Ο Θεός σας βλέπει από ψηλά!
Αν κάνει βόλτες στους αγρούς, βλέπει ξάφνου έναν τοίχο, έναν τοίχο που μιλάει, έναν τοίχο «κοσμημένο» με σπασμένα μπουκάλια [2] :
-Ιδιωτική ιδιοκτησία!… Δόκανα!… Άγριος σκύλος!…
(Καημένε σκύλε! Τι υποκρισία!… Κακός δεν είναι ο σκύλος, αλλά ο πλούσιος κύριός του.)
Κι αν το παιδί έχει τη συνήθεια να συλλογίζεται, αν μετά απ’ τη λίστα με τις υποχρεώσεις του αναζητά τη λίστα των δικαιωμάτων του, του απαντούν:
-Έχεις το δικαίωμα να είσαι υπάκουος.
* * *
Από το Θεό των στοχαστών που δεν είναι παρά φορτικός, παράλογος και χωρίς χρησιμότητα, οι θρησκευόμενοι έπλασαν ένα Θεό γκροτέσκο, εριστικό, ευέξαπτο, άκρως οξύθυμο κι όλο μνησικακία. Φοβερίζει με βροντές, μοιράζει πληγές, θυμώνει, σκαρφίζεται μικρόβια, προστατεύει δολοφόνους με λοφία [3] και σκορπίζει τον τρόμο.
Θα μπορούσαμε να είμαστε ευχαριστημένοι λέγοντας:
-Υπάρχει η Ζωή.
Προτιμάμε όμως κουτά να θέτουμε την ερώτηση:
-Ποιος έκανε τη Ζωή;
Σ’ αυτή την ερώτηση, οι «έξυπνοι» απαντούν: «Ο Θεός!». Δεν έχουν κάνει ούτε βήμα παραπέρα στην επίλυση του προβλήματος, αλλά βρήκαν ένα ακόμα κίνητρο για την ανανδρία τους: να προσκυνούν.
Δυστυχώς, οι ηλίθιοι το θεωρούν ως κάτι το ιδιαίτερο και δε μένουν ικανοποιημένοι να προσκυνούν μονάχοι, αλλά θέλουν και παρέα.
Αλίμονο σ’ όποιον στέκει όρθιος!
* * *
Αλίμονο σε όποιον δεν υποκλίνεται μπροστά στα είδωλα, αλίμονο σε όποιον δε χαιρετίζει τη σημαία, αλίμονο σε όποιον αδιάφορος περνά μπροστά απ’ το καπέλο του Γκέσλερ [4] αλίμονο σε όποιον αρνείται να καλημερίσει την κυρία, αλίμονο σε όποιον δεν παίζει με το στεφάνι του σε στενά δρομάκια περιτριγυρισμένα από αστυνομικούς.
Αλίμονο σε όποιον δεν κραυγάζει όταν περνάει το καραβάνι.
* * *
Οι καλοί πολίτες απαγγέλλουν προσευχές και στέκονται στην ουρά, με τάξη, μπροστά στους εφόρους. Περιμένουν επίσης στην ουρά έξω απ’ τα εκλογικά τμήματα όπου υφαίνονται οι μελλοντικές πλειοψηφίες. Οι καλοί πολίτες χειροκροτούν τον Τάδε υπουργό όταν ανατρέπει τον υπουργό Δείνα. Δεν τους περνάει ποτέ απ’ το μυαλό η ιδέα ν’ απαλλαγούν απ’ τον Τάδε και το Δείνα.
Ο καλός πολίτης ψηφίζει, πληρώνει, χειροκροτά.
Κάνει όπως κι οι άλλοι:
-Μπεε, μπεε, μπεεε!…
* * *
Ο αναρχικός δεν είναι ένας καλός πολίτης.
Σημειώσεις του μεταφραστή:
1. Το παιδικό παιχνίδι
2. Στη Γαλλία χρησιμοποιούνται ορισμένες φορές από ιδιοκτήτες για προστασία από εισβολείς
3. Εδώ πιθανόν γίνεται αναφορά στους υψηλούς αξιωματούχους του γαλλικού στρατού, οι οποίοι στο παρελθόν φορούσαν καπέλα με φτερά, αντιπροσωπευτικά του βαθμού που κατείχαν
4. Αναφορά στο μύθο του Γουλιέλμου Τέλλου
Ζουλς Ριβέ, Αναρχική Επιθεώρηση Τεύχος 6, Μάιος 1930.